Προφήτης Ιερεμίας
Ο Προφήτης Ιερεμίας γεννήθηκε πιθανώς κατά το 650 π.Χ., στην μικρή πόλη της φυλής Βενιαμίν Αναθώθ, βορειοανατολικά της Ιερουσαλήμ. Ο πατέρας του ήταν ιερέας και ονομαζόταν Χελκίας. Ανατράφηκε στην ιερατική αυτή οικογένεια με αυστηρότητα. Μελετούσε τους προ αυτού Προφήτες Ησαΐα και Ωσηέ. Νεότατος στην ηλικία, περίπου 23 - 25 ετών, περί το 627 - 625 π.Χ., καλείται από τον Θεό στο προφητικό αξίωμα. Ανταποκρίνεται στο θέλημα του Κυρίου και έτσι το όνομά του (Ιερεμίας), που σημαίνει ο Θεός ανυψώνει ή καθιστά, εκφράζει και την αποστολή του.
Κατάπληκτος από την τιμή αυτή ο Ιερεμίας, αρνείται την υψηλή τιμητική κλήση, προβάλλοντας τις ασθενείς νεανικές του δυνάμεις. Ο Θεός όμως ενισχύει αυτόν υποσχόμενος, όχι υλικές αμοιβές και τιμές, αλλά το πολυτιμότερο όλων: τη βοήθειά Του. Ο Ιερεμίας υπακούει.
Ο Προφήτης Ιερεμίας καθαγιάσθηκε πριν από τη γέννησή του, όπως γράφει ο Άγιος Ιερώνυμος. Πράγματι, στην αρχή του προφητικού του βιβλίου ο Ίδιος ο Θεός του λέγει: «Προ του με πλάσαι σε εν κοιλία επίσταμεί σε και προ του σε εξελθείν εκ μήτρας ηγίακά σε, προφήτην εις έθνη τέθεικά σε».
Σε τέσσερις περιόδους δυνάμεθα να διαιρέσουμε την δημόσια δράση του. Πρώτον, επί του βασιλέως Ιωσίου προ της μετερρυθμίσεως (627 - 621 π.Χ.), δεύτερον, επί του βασιλέως Ιωακείμ μέχρι του Σεδεκίου (609 - 598 π.Χ.), τρίτον, επί Σεδεκίου (598 - 586 π.Χ.) και τέταρτον, μετά την άλωση της Ιερουσαλήμ και την αιχμαλωσία του Σεδεκίου.
Μετά την καταστροφή του βασιλείου του Ισραήλ, το βασίλειο του Ιούδα, όπου βρισκόταν ο Προφήτης Ιερεμίας, τελούσε υπό την επίδραση των Ασσυρίων, όχι μόνο πολιτικά αλλά και θρησκευτικά. Η πολυθεΐα των Ασσυρίων είχε εισχωρήσει στους Ιουδαίους, διότι ο βασιλέας Μανασσής (693 - 639 π.Χ.) ήταν υποτελής των Ασσυρίων και είχε παραδοθεί σε θρησκευτικό συγκρητισμό και σε ειδωλολατρία. Όσες πόλεις υπήρχαν στην Ιουδαία, τόσοι ήταν και οι θεοί, όσοι οι δρόμοι της Ιερουσαλήμ, τόσα θυσιαστήρια του Βαάλ. Υπήρχε η ειδωλολατρία του Μολώχ με τα ανθρώπινα θύματα. Στις αυλές του ναού ήταν θυσιαστήρια των Ασσυρίων θεών και το είδωλο της Αστάρτης. Ο Ιερεμίας, επί της βασιλείας του Ιωσίου, από το 627 π.Χ., επέρχεται κατά της πολυθεΐας κηρύσσοντας τον Ένα και Μόνο Αληθινό Θεό και στηλιτεύοντας τη διαφθορά. Εκτός της ειδωλολατρίας και ανηθικότητας, ο Ιερεμίας πολεμάει κατά την περίοδο αυτή και τους ψευδοπροφήτες, οι οποίοι παραπλανούσαν τον λαό με ψευδείς προφητείες. Ο Προφήτης διαισθάνεται κάποια μεταβολή του λαού, κάποια μετάνοια, διότι στην πρόσκληση του Θεού, ο λαός απαντά: «Ὁδοῦ, πρὸς Σὲ ἔρχομαι». Η μετάνοια όμως αυτή ήταν πρόσκαιρη λόγω της ανομβρίας. Ο Προφήτης πονάει, υποφέρει. Περιέρχεται σε απόγνωση. Όμως η μακροθυμία του Θεού δεν εξαντλείται. Ο Θεός συμβουλεύει τον Προφήτη να ερευνήσει την υπό του κακού τρυγηθείσα άμπελο, το λαό Του, μήπως εύρει ρώγα σταφυλιού, κάποιον άνθρωπο ευσεβή, ατρύγητο από το κακό. Έτσι τονίζεται η μεγάλη αξία του ανθρώπου. Ο Προφήτης δεν βρίσκει δυστυχώς καμία ρώγα σταφυλιού ατρύγητη από το κακό. Στην άκαρπη αυτή προσπάθεια του Προφήτη, ο Θεός συνιστά σε αυτόν και πάλι να συνεχίσει την εργασία του, για να πεισθεί και ο ίδιος ο Προφήτης για το αδιόρθωτο του λαού και τη δίκαιη τιμωρία του. Ο Θεός παρομοιάζει τον Προφήτη με μεταλλουργό που δοκιμάζει τα μέταλλα και φροντίζει από το μείγμα να εξαγάγει αυτά που είναι ευγενή, δηλαδή το χρυσό και τον άργυρο. Μάταια όμως.
Εδώ τερματίζεται η πρώτη περίοδος της δράσεως του Προφήτη Ιερεμία. Κατόπιν έρχεται η κατάλυση του Ασσυριακού βασιλείου διά της πίστεως της Νινευή το 621 π.Χ. Ο ευσεβής βασιλέας Ιωσίας, επωφελούμενος από την κατάρρευση αυτή, ανέλαβε πολιτική εξωτερικής ανεξαρτησίας και προέβη σε εσωτερικές μεταρρυθμίσεις, για να ορθώσει την πίστη στον Θεό. Ο Ιερεμίας, κατά το χρονικό διάστημα 621 - 608 π.Χ., αποσύρθηκε πιθανότατα σε μόνωση. Χαρακτηριστικό της ασκητικής του ζωής ήταν ότι αυτός «λινοῦν περίζωμα εἶχε μόνον. Ὡς δὲ τὰ εὐτραφῆ τῶν σωμάτων γυμνούμενα φανερωτέραν δείκνυσι τὴν ἀκμήν, οὕτω καὶ τῶν ἠθῶν τὸ κάλλος, μὴ ἀνειλούμενον ἀπειροκάλοις φλυαρίαις, τὸ μεγαλοπρεπὲς ἐνδείκνυται».
Κατά την δεύτερη περίοδο της δράσης του, επί της εποχής του βασιλέως Ιωακείμ (609 - 598 π.Χ.), ο Προφήτης Ιερεμίας στρέφεται κατά των ατόπων της Ισραηλιτικής θρησκείας. Ο μαγικός χαρακτήρας, τον οποίο απέδιδαν οι Ιουδαίοι στο ναό και στις τελετές, τον ενοχλούσε. Έλεγε δε, ότι «ο ναός, ο οποίος χρησιμεύει να καλύπτει τα κακουργήματα, είναι όχι ναός Θεού, αλλά σπήλαιο ληστών».
Κατά το πρώτο έτος της βασιλείας του Ιωακείμ, σε κάποια μεγάλη εορτή, εμφανίζεται ο Προφήτης Ιερεμίας στην αυλή του ναού και μέσα στο ενθουσιώδες από τη θέα του ναού πλήθος, προσβάλλει την εσφαλμένη αυτή πίστη, την οποία είχε ο λαός περί του ναού και κηρύσσει την επερχόμενη καταστροφή του ναού. Όλος ο λαός εξεγείρεται και ζητεί τον θάνατό του. Σώζεται με την επέμβαση του Αχικάμ. Μεταβαίνει στο εργαστήριο του κεραμέως και παρατηρεί ότι ο κεραμέας μεταπλάσσει όσα από τα πήλινα δοχεία δεν αρέσουν σε αυτόν. Έτσι, λέγει ο Προφήτης, θα κάνει ο Θεός σε έθνη και ανθρώπους, τα οποία δεν αρέσουν σε Αυτόν. Για την αποφυγή της καταστροφής συνιστά την εσωτερική μετάνοια του ανθρώπου. Άρχοντες και λαός αντιδρούν. Κουρασμένος ο Προφήτης από τους άκαρπους αγώνες του ζητεί τη μόνωση και προβλέποντας την αμετανοησία του λαού του Θεού, προλέγει την καταστροφή του.
Κάποιοι άνθρωποι αποφασίζουν να τον δηλητηριάσουν στην Αναθώθ. Συνωμοτούν εναντίον του και συγγενείς του. Ο Ιερεμίας αποδίδει την σωτηρία του στον Θεό. Στρέφεται κατά των αρχόντων, του βασιλέως Ιωακείμ και των ανακτόρων, των οποίων κηρύσσει την καταστροφή. Όλος ο κόσμος είναι εναντίον του. Προς στιγμήν κάμπτεται, διότι νομίζει ότι έχει εγκαταλειφθεί από τον Θεό και παραπονείται. Συνέρχεται όμως και συνεχίζει το έργο του. Στην αυλή του ναού κηρύσσει και πάλι την καταστροφή του ναού. Το κήρυγμα αυτό προκαλεί αναταραχή. Γι' αυτό ο στρατηγός του ιερού χώρου του ναού Πασχώρ τον ραβδίζει και τον ρίχνει στη φυλακή. Τα κηρύγματά του γίνονται δεκτά με ειρωνείες. Του απαγορεύουν να επισκέπτεται το ναό. Ο Προφήτης σκέπτεται να εγκαταλείψει τον αγώνα. Η φωτιά όμως του λόγου του Θεού, που είναι μέσα του, δεν τον αφήνει. Κατά το τέλος του 605 π.Χ., μετά την ήττα των Αιγυπτίων στο Χαρκαμύς, επειδή ο ίδιος δεν ήταν δυνατόν να εισέλθει στην αυλή του ναού, δίδει στον μαθητή του Βαρούχ να αναγνώσει στο μέσο της αυλής του ναού, προφητεία, διά της οποίας κηρυσσόταν η καταστροφή του ναού. Όλοι τότε επαναστατούν εναντίον του. Ο Ιερεμίας και ο Βαρούχ κρύβονται, για να μη συλληφθούν. Η προλεχθείσα όμως καταστροφή επήλθε.
Οι Βαβυλώνιοι κατέστησαν φόρου υποτελή, το βασιλέα Ιωακείμ. Αυτός, επιθυμώντας την ανεξαρτησία και αφού παρακινήθηκε από άκριτους ανθρώπους, προκαλεί τη Βαβυλώνιο εκστρατεία κατά της Ιερουσαλήμ. Ο Ναβουχοδονόσωρ επέρχεται εναντίον του και πολιορκεί την Ιερουσαλήμ. Ο Ιερεμίας μάταια συνιστά στον βασιλέα Ιωακείμ, υποταγή στους Βαβυλώνιους. Ο Ιωακείμ πεθαίνει και η πόλη καταλαμβάνεται και πολιορκείται. Ο ναός καταστρέφεται. Ο άμεσος διάδοχος του Ιωακείμ, ο Ιωαχείμ (Ιεχονίας) πορεύεται σε αιχμαλωσία με τους αξιωματούχους της χώρας και δέκα χιλιάδες από το λαό. Ο βασιλέας Ναβουχοδονόσωρ ορίζει ως διάδοχο του Ιεχονίου, τον Σεδεκία.
Κατά την Τρίτη περίοδο της δράσεως του Προφήτη Ιερεμίου, το 594 π.Χ., απεσταλμένοι των Ιδουμαίων, Αμμωνιτών, Τύρου και Σιδώνος, παρακάλεσαν τον Σεδεκία να συμμαχήσουν κατά των Βαβυλωνίων. Οι ψευδοπροφήτες κηρύσσουν ότι τα ιερά σκεύη του ναού που είχαν κλαπεί θα επιστραφούν. Ο Ιερεμίας αντιτίθεται και συμβολικά θέτει ζυγό στον τράχηλό του, για να δηλώσει ότι θα είναι δούλοι του Ναβουχοδονόσορ. Ο ψευδοπροφήτης Ανανίας σπάζει το ζυγό πάνω στον τράχηλο του Ιερεμία, για να τονίσει την αποτίναξη του ζυγού των Βαβυλωνίων. Ο Ιερεμίας απαντά: «Έσπασες ξύλινους ζυγούς; Σιδερένιους θα θέσει ο Θεός στον τράχηλό σας».
Ο Σεδεκίας τήρησε συνετή πολιτική προς τους απεσταλμένους των άλλων περιοχών και ενέκρινε την γνώμη του Προφήτη Ιερεμία. Όμως, κατά το 588 π.Χ., ο φαραώ της Αιγύπτου Ουαφρής επαναστατεί κατά των Βαβυλωνίων. Το φρόνημα των Ιουδαίων αναπτερώνεται και λαμβάνουν και αυτοί μέρος στην επανάσταση αυτή. Ο Ιερεμίας τους αποτρέπει από το να συμμαχήσουν με τους Αιγυπτίους κατά των Βαβυλωνίων. Οι Ιουδαίοι δεν υπακούν και επαναστατούν. Ο Ιερεμίας επιμένει ότι η πόλη των Ιεροσολύμων θα καταστραφεί. Οι άρχοντες τον ρίχνουν σε λάκκο βορβορώδη, διότι με τον τρόπο που ο Προφήτης ομιλούσε παρέλυε τα χέρια των πολεμιστών. Με την επέμβαση όμως του Αβδεμέλεχ αποσύρεται από τον λάκκο. Η πόλη των Ιεροσολύμων καταλαμβάνεται και ο βασιλέας Σεδεκίας συλλαμβάνεται, τυφλώνεται και οδηγείται στη Βαβυλώνα. Η πόλις παραδίδεται στις φλόγες.
Κατά την τέταρτη περίοδο της δράσεώς του, ο Ιερεμίας, μετά την άλωση της Ιερουσαλήμ, αποφασίζει να διαμείνει πλησίον του Γοδολίου. Τον Γοδολία, ο βασιλέας Ναβουχοδονόσωρ εγκαθιστά κυβερνήτη της Ιουδαίας. Μετά από λίγο, όμως, ο Γοδολίας δολοφονείται και ο Ιουδαϊκός λαός, φοβούμενος την τιμωρία από τους Βαβυλωνίους, αποφασίζει να απέλθει στην Αίγυπτο παρά την γνώμη του Ιερεμίου και την εντολή του Θεού. Χωρίς την θέλησή του, παίρνουν μαζί τους και τον Ιερεμία, ο οποίος κηρύττει και στην Αίγυπτο. Προλέγει την εισβολή του Ναβουχοδονόσωρ, η οποία και έγινε. Εκεί οι Ιουδαίοι περιπίπτουν σε ειδωλολατρία. Ο Προφήτης επέρχεται και πάλι εναντίον αυτών. Εκείνοι όμως δεν υπακούουν και ο Προφήτης προλέγει την καταστροφή τους.
Ο Προφήτης Ιερεμίας λιθοβολήθηκε από τους συμπατριώτες του στην πόλη Τάφνα της Αιγύπτου ή απήχθη μαζί με τον Βαρούχ αιχμάλωτος από τον βασιλέα Ναβουχοδονόσωρ σε κάποια εισβολή του στην Αίγυπτο το 568 π.Χ., ως λέγει κάποια Ραββινική παράδοση.
Η Σύναξη αυτού ετελείτο στο ναό του Αποστόλου Πέτρου, που ήταν κοντά στην Μεγάλη Εκκλησία.
Το βιβλίο του Προφήτη Ιερεμία στην Παλαιά Διαθήκη δεν παρουσιάζει μόνο υψηλές θρησκευτικές ιδέες, αλλά κυρίως μια ζωηρή θρησκευτική προσωπικότητα, διότι ο Ιερεμίας δεν κήρυττε μόνο, αλλά ζούσε την διδασκαλία αυτή με τόση επιμονή, ώστε όχι μόνο ο θάνατός του υπήρξε μαρτυρικός, αλλά και ολόκληρη η ζωή του ήταν ένα διαρκές μαρτύριο. Η διδασκαλία του Προφήτη Ιερεμία αφορούσε, α) τον άνθρωπο, β) τον Θεό και γ) το λαό του Θεού. Κέντρο και των τριών αυτών είναι η καρδιά, η βάση της προσωπικότητας του ανθρώπου.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐκ γαστρὸς ἠγιάσθης τὴ προγνώσει τοῦ Κτίσαντος, καὶ προφητικῆς ἐπληρώθης ἐκ σπαργάνων συνέσεως, ἐθρήνησας τὴν πτῶσιν Ἰσραήλ, σοφὲ Ἱερεμία ἐν στοργῇ, διὰ τοῦτο ὡς Προφήτην καὶ Ἀθλητήν, τιμῶμεν σὲ κραυγάζοντες, δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγούντι διὰ σοῦ, ἠμὶν τὰ κρείττονα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Τοῦ προφήτου σου Ἰερεμίου τὴν μνήμην, Κύριε, ἑορτάζοντες, δι᾽ αὐτοῦ σὲ δυσωποῦμεν· Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Άγιοι Ακάκιος ο Οσιομάρτυρας από το Νεοχώρι Θεσσαλονίκης, Ευθύμιος ο Πελοποννήσιος και Ιγνάτιος ο νέος Οσιομάρτυρας.
Ο Άγιος Οσιομάρτυρας Ακάκιος, κατά κόσμον Αθανάσιος, καταγόταν από το Νεοχώρι, σημερινό Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης και γεννήθηκε το 1792 μ.Χ. Οι γονείς του είχαν αναγκασθεί για βιοποριστικούς λόγους να μετακομίσουν το 1805 μ.Χ. στις Σέρρες, όπου παρέδωσαν τον εννιάχρονο Αθανάσιο σε κάποιον υποδηματοποιό, για να του διδάξει την τέχνη του. Όμως η σκληρή συμπεριφορά του και η κακομεταχείριση, εξώθησαν τον Αθανάσιο σε άρνηση της πίστης του, για να απαλλαγεί από τα βάσανα. Στην πράξη του αυτή τον προέτρεψαν και δύο Οθωμανές, οι οποίες παρακολουθούσαν την απάνθρωπη συμπεριφορά του αφεντικού του και υποσχόμενες μια καλύτερη ζωή στον μικρό Αθανάσιο, τον έπεισαν την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής να αλλαξοπιστήσει. Μωαμεθανός, πλέον, ο Αθανάσιος δέχθηκε την πονηρή επίθεση της μητριάς του, η οποία, καθώς έβλεπε τον Αθανάσιο να μεγαλώνει και να ανδρώνεται, τον ερωτεύθηκε, όπως στην Παλαιά Διαθήκη ερωτεύθηκε τον Ιωσήφ η γυναίκα του Πετεφρή. Επειδή όμως αυτός δεν υποχώρησε και δεν υπέκυψε στο πάθος της μητριάς του, συκοφαντήθηκε από αυτήν στον θετό πατέρα του, με αποτέλεσμα να εκδιωχθεί από αυτόν. Εκμεταλλευόμενος αυτήν την ευκαιρία κατέφυγε στην Θεσσαλονίκη κοντά στους γονείς του, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει τις Σέρρες, μόλις πληροφορήθηκαν την αρνησιθρησκεία του.
Στην συνέχεια, ακολουθώντας τις συμβουλές των γονέων του, μετέβη στο Άγιον Όρος, όπου, αφού περιπλανήθηκε σε αρκετές μονές, κατέληξε τελικά στην Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, στην συνοδεία του Γέροντα Νικηφόρου, ο οποίος τον παρέδωσε ως υποτακτικό στον Γέροντα Ακάκιο, για να τον προετοιμάσει για το μαρτύριο, όπως είχε κάνει και προηγουμένως με τους Οσιομάρτυρες Ευθύμιο και Ιγνάτιο.
Μετά από ένα διάστημα συνεχούς ασκήσεως και αδιάλειπτης προσευχής, ο Αθανάσιος, ο οποίος εκάρη μοναχός και μετονομάσθηκε Ακάκιος, έχοντας τις ευλογίες των λοιπών γερόντων ξεκίνησε, συνοδευόμενος από τον μοναχό Γρηγόριο, ο οποίος είχε συνοδεύσει νωρίτερα και τους δύο παραπάνω Οσιομάρτυρες, για την Κωνσταντινούπολη στις 10 Απριλίου. Ο Άγιος βάδιζε με χαρά προς το μαρτύριο.
Λίγο πριν την αναχώρησή του, πλήρης Πνεύματος Αγίου, έγραψε την ακόλουθη επιστολή προς τον γέροντα και τους αδελφούς μοναχούς:
«Πανοσιώτατε μοι καὶ πνευματικέ μου πάτερ δουλικῶς σοῦ προσκυνῶ καὶ τὴν ἁγίαν δεξιάν σου ἀσπάζομαι.
Τὸ παρόν μου ταπεινὸ γράμμα δὲν εἰν’ εἰς ἄλλο τί εἰ μὴ εἰς τὸ νὰ ζητήσω τὴν εὐχήν σας καὶ διὰ νὰ μάθετε καὶ τὸ καλό μας κατεβώδιο μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Θεοῦ καὶ μὲ τὶς ἐδικές σας ἁγίες εὐχές. Κατευωδωθήκαμεν εἰς τὴν βασιλεύουσαν τὴ 24η τοῦ Ἀπριλίου μηνὸς [καὶ ἐμπήκαμεν μαζὶ μὲ τὸν γέροντά μου εἰς τὰ ἐργαστήρια τὰ χαβιαρτζίδικα, ὅπου καὶ ἄλλην φορὰ ἐμπῆκεν ὁ γέροντάς μου], καὶ ἐλπίζω μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Θεοῦ καὶ τῆς Κυρίας μου Βασίλισσας καὶ μὲ τὶς ἐδικές σου θερμὲς δεήσεις πρὸς τὸν Κύριον καὶ τῶν συναδέλφων μου νὰ λάβη τέλος κι ἡ ὑπόθεσίς μας.
Τοὺς συναδέλφους μου πολὺ τοὺς παρακαλῶ καὶ τοὺς χαιρετῶ, νὰ μὴν μὲ λησμονήσουν καὶ ἀκούγοντας τὸ μακάριόν μου τέλος νὰ εὐχαριστήσετε τὸν Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὴν Κυρίαν μου Βασίλισσα καὶ νὰ δοξολογήσετε καὶ νὰ καταλύσετε ὅλη τὴν ἑβδομάδα ἐν χαρᾷ καὶ ἀγαλλιάσει ψυχῆς. Διὰ τοὺς κόπους ποὺ ἐδοκιμάσατε δι’ ἐμὲ μέχρι σήμερα ἐγὼ δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ σᾶς εὐχαριστήσω, μόνον ὁ ἐπουράνιος βασιλεύς μου νὰ σᾶς ἀντιβραβεύση ἐν τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ νὰ μᾶς ἀξιώση ὁ Κύριος νὰ συγκατοικήσουμε ὁμού. Καὶ ὅσοι ἀκόμη συνέδραμαν καὶ βοήθησαν εἰς αὐτὸ τὸ ἔργο ἂς λάβουν τὸν μισθό τους ἀπὸ τὸν ἐπουράνιον βασιλέα μου.
Ἀκόμη ὅλους τοὺς ἁγίους πατέρας τῆς ἱερᾶς σκήτεώς μας εὐλαβῶς τοὺς προσκυνῶ, τὸν διδάσκαλό μου, τὸν γέροντα Ὀνούφριον τὸν ἀσπάζομαι, καὶ τοὺς συναδέλφους μου γέροντες, Ἀκάκιον, Ἰάκωβον καὶ Καλλίνικον. Χαιρετίσματα καὶ εἰς τὸν διδάσκαλον Γαβριήλ. Προσκυνήματα καὶ εἰς τὸν παπὰ Ἀγαθάγγελον, ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν του. Τὸν παπὰ Δοσίθεον μετὰ τοῦ γέροντός του καὶ τῆς συνοδίας του προσκυνῶ, ὡς καὶ τὸν γείτονά μας τὸν Νεόφυτον μὲ τὴν συνοδία του. Ἀσπάζομαι ὁμοίως καὶ τὸν γέροντα Μιχαὴλ καὶ τὴν συνοδίαν του. Ταῦτα γράφω ἐν συντομίᾳ γέροντά μου καὶ πνευματικέ μου. Αὔριο λοιπὸν Παρασκευὴ 28 Ἀπριλίου μέλλω νὰ κινήσω εἰς τὸν δρόμον τῆς ἀθλήσεως καὶ εἴθε οἱ ἅγιες εὐχές σας νὰ μὲ βοηθήσουν. Ἀμήν».
Ο πλοίαρχος, άνθρωπος ευλαβής, όταν έμαθε τον σκοπό του ταξιδιού του Ακακίου, υποσχέθηκε στον Γρηγόριο να μεριμνήσει για την εξαγορά του λειψάνου του μετά το μαρτυρικό του τέλος και να το επανακομίσει ο ίδιος στο Άγιον Όρος. Ύστερα από δεκατρείς ημέρες έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου φιλοξενήθηκαν από κάποιον παντοπώλη, γνώριμο του Γρηγορίου. Το Σάββατο 29 Απριλίου, ο Άγιος Ακάκιος, αφού προετοιμάσθηκε κατάλληλα λαμβάνοντας τα Άχραντα Μυστήρια, ενδύθηκε με ρούχα τουρκικά και με την καθοδήγηση του αδελφού του καπετάνιου έφθασε στο κριτήριο, όπου ομολόγησε ενώπιον όλων των παρισταμένων την επάνοδό του στην πατρώα πίστη. Εξαιτίας αυτής του της ομολογίας κλείσθηκε φυλακή. Καθ' όλη την διάρκεια της φυλακίσεώς του προσπάθησαν επανειλημμένα είτε με κολακείες και υποσχέσεις, είτε με βασανιστήρια και εκφοβισμούς να τον μεταπείσουν. Όλα αυτά όμως δεν κατάφεραν να τον κλονίσουν. Ιδιαίτερα μάλιστα ενισχύθηκε και προετοιμάσθηκε για να αντιμετωπίσει το μαρτύριο, όταν έλαβε τη Θεία Κοινωνία που του μετέφερε κρυφά στην φυλακή ο αδελφός του καπετάνιου με την ευλογία του μοναχού Γρηγορίου από το ναό της Παναγίας της Καταφιανής. Οι Τούρκοι προύχοντες, βλέποντας το σταθερό φρόνημα του Ακακίου, κατάλαβαν πως μάταια κοπιάζουν, γι' αυτό και αποφάσισαν την θανάτωσή του.
Έτσι,«εἰς τόπον καλούμενον Δακτυλόπορταν», ο Άγιος Νεομάρτυρας Ακάκιος παρέδωσε το πνεύμα του διά του ξίφους το 1816 μ.Χ. Την τρίτη ημέρα, σύμφωνα με την επικρατούσα συνήθεια, ο μοναχός Γρηγόριος εξαγόρασε το λείψανο του Μάρτυρος με χρήματα που συγκέντρωσε από τους παντοπώλες του Γαλατά και το μετέφερε στη νήσο Πρίγκηπο, όπου επιβιβάστηκαν στο πλοίο με το οποίο είχαν έλθει στην Κωνσταντινούπολη, με προορισμό το Άγιον Όρος. Στις 9 Μαΐου αποβιβάσθηκαν στο λιμενίσκο της μονής Ιβήρων και από εκεί μετέφεραν το τίμιο λείψανο στην Καλύβη του Αγίου Νικολάου, όπου το ενταφίασαν στο παρεκκλήσι των οσιομαρτύρων Ευθυμίου και Ιγνατίου μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, σύμφωνα με την επιθυμία του Οσιομάρτυρα.
Μαρτύριο του Αγίου συνέγραψε ο Καισαρείας Μελέτιος. Ακολουθία κοινή με τους συνασκητές του Αγίου, δηλαδή τον Ευθύμιο από τη Δημητσάνα και τον Ιγνάτιο από την παλαιά Ζαγορά, που μαρτύρησαν στην Κωνσταντινούπολη το 1814 μ.Χ., συνέγραψε ο Ιβηρίτης Ονούφριος, που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1862 μ.Χ. Η μνήμη των τριών αυτών Νεομαρτύρων τελείται στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου την 1η Μαΐου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Λυχνία τρίφωτος, κόσμω ἐδείχθητε, Ὁσιομάρτυρες, Χριστοῦ τρισάριθμοι, τὴν Ἐκκλησίαν τοὶς αὐγαὶς πυρσεύοντες τῶν ἀγώνων, ἔνδοξε Εὐθύμιε, ἀφθαρσίας τὸ στέλεχος, ἱερὲ Ἰγνάτιε, ἐγκράτειας τὸ ἔσοπτρον, καὶ ρόδον ἀκακίας Ἀκάκιε, ὅθεν ὑμᾶς ὑμνολογοῦμεν.
Οσία Ισιδώρα η δια Χριστόν Σαλή.
Αναφέρεται στα Γεροντικά ότι ο Όσιος Πιτυρούν (τιμάται 29 Νοεμβρίου) πληροφορήθηκε από τον Κύριο για την αρετή της Οσίας Ισιδώρας και αφού επισκέφθηκε τη μονή αυτής ζήτησε να συγκεντρωθούν όλες οι μοναχές. Όταν ήλθαν αυτές, ο Όσιος Πιτυρούν δεν διέκρινε σε καμία φωτοστέφανο, όπως είχε από τον Θεό επιβεβαιωθεί ότι θα έχει η Οσία Ισιδώρα. Τότε ζήτησε να πληροφορηθεί εάν υπήρχε άλλη μοναχή στη μονή. Αναφέρθηκε λοιπόν στον Άγιο ότι υπήρχε μία σαλή. Ο Όσιος Πιτυρούν παρακάλεσε να κληθεί και η σαλή. Κατά την είσοδο της Οσίας Ισιδώρας, ο Όσιος Πιτυρούν διέκρινε το φωτοστέφανο επί της κεφαλής αυτής και έτσι αποκαλύφθηκε ότι η Οσία Ισιδώρα υποκρινόταν την σαλή και τούτο για την αγάπη του Χριστού.
Η Οσία Ισιδώρα, αφού ασκήτεψε θεοφιλώς σε μονή της Αιγύπτου, κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 365 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν ὡραιότητα Χριστοῦ ποθήσασα, Μῆτερ τρισόλβιε, ὁδὸν τὴν σύντομον, τὴν ὁδηγούσαν πρὸς Αὐτόν, προείλου τὴν ταπείνωσιν, ὅθεν σε ἀνέδειξε, μοναζόντων διδάσκαλον, ἄκρον τε ὑπόδειγμα, τῆς Αὐτοῦ ἐκμιμήσεως, διὸ χαρμονικῶς σοι βοῶμεν, χαῖρε, ὢ Ἰσιδώρα παμμακάριστε.
Κοντάκιον
Ἦχος β'. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ποθούσα τυχεῖν, τῆς ἄνω Μῆτερ στάσεως, ταχεῖαν ὁδόν, προείλου τὴν ταπείνωσιν, δι’ ἧς ἤχθης Χριστῷ ὡς καρπὸς εὐκλεὴς καὶ τερπνὸς Ἰσιδώρα παναοίδιμε, βραβεία λαμβάνουσα τὰ ἄφθαρτα.
Ὁ Οἶκος
Φρονίμους πολλοὺς εἰς ἑαυτοὺς κατώκτειρα καὶ πλάνην τὴν αὐτῶν ὁλοψύχως ἐμίσησα, ὅτι εἰ καὶ πόνοις καθυποβάλλονται καὶ σκάμμασι Βασιλείαν Θεοῦ οἴμοι οὐ λαμβάνουσι διὰ τὸ αὐθαίρετον. Σε ὅμως, Ἰσιδώρα ταπεινόνους, προβάλλομαι κάμου καὶ πάντων σωτηρίας ταχείας λαμπρὸν ὑπόδειγμα, ὅτι μωραίνουσα ψευδῶς τὸν πονηρὸν κατεμώρανας, καὶ συμμοναστριῶν τὰ σκώμματα ἐν εὐχαριστία ὑπομενοῦσα, ἐν καιρῷ δεκτῷ εἱσηκούσθης παρὰ τοὺς πτωχοὺς τῷ πνεύματι ἀγαπῶντος καὶ ἤχθης ἐνώπιον Αὐτοῦ, βραβεία λαμβάνουσα τὰ ἄφθαρτα.
Μεγαλυνάριον
Ταπεινοφροσύνης οἶκος λαμπρός, παρθενίας δόξα, ἄνθος θεῖον ὑπομονῆς, ἀκενοδοξίας τῆς ἄκρας Ἰσιδώρα, ἐργάτις ἀνεδείχθης, διὰ τὸν Κύριον.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Σύνεσιν παράσχου μοι ἐκ Θεοῦ, ὡς σοι συνωνύμω, ἡ σαλὴ διὰ τὸν Χριστόν, ἵνα ἐπιτύχω, τῆς δόξης Ἰσιδώρα, ἧς νῦν ἐπαπολαύεις· δὸς μοι τὴν αἴτησιν.
Ο Προφήτης Ιερεμίας γεννήθηκε πιθανώς κατά το 650 π.Χ., στην μικρή πόλη της φυλής Βενιαμίν Αναθώθ, βορειοανατολικά της Ιερουσαλήμ. Ο πατέρας του ήταν ιερέας και ονομαζόταν Χελκίας. Ανατράφηκε στην ιερατική αυτή οικογένεια με αυστηρότητα. Μελετούσε τους προ αυτού Προφήτες Ησαΐα και Ωσηέ. Νεότατος στην ηλικία, περίπου 23 - 25 ετών, περί το 627 - 625 π.Χ., καλείται από τον Θεό στο προφητικό αξίωμα. Ανταποκρίνεται στο θέλημα του Κυρίου και έτσι το όνομά του (Ιερεμίας), που σημαίνει ο Θεός ανυψώνει ή καθιστά, εκφράζει και την αποστολή του.
Κατάπληκτος από την τιμή αυτή ο Ιερεμίας, αρνείται την υψηλή τιμητική κλήση, προβάλλοντας τις ασθενείς νεανικές του δυνάμεις. Ο Θεός όμως ενισχύει αυτόν υποσχόμενος, όχι υλικές αμοιβές και τιμές, αλλά το πολυτιμότερο όλων: τη βοήθειά Του. Ο Ιερεμίας υπακούει.
Ο Προφήτης Ιερεμίας καθαγιάσθηκε πριν από τη γέννησή του, όπως γράφει ο Άγιος Ιερώνυμος. Πράγματι, στην αρχή του προφητικού του βιβλίου ο Ίδιος ο Θεός του λέγει: «Προ του με πλάσαι σε εν κοιλία επίσταμεί σε και προ του σε εξελθείν εκ μήτρας ηγίακά σε, προφήτην εις έθνη τέθεικά σε».
Σε τέσσερις περιόδους δυνάμεθα να διαιρέσουμε την δημόσια δράση του. Πρώτον, επί του βασιλέως Ιωσίου προ της μετερρυθμίσεως (627 - 621 π.Χ.), δεύτερον, επί του βασιλέως Ιωακείμ μέχρι του Σεδεκίου (609 - 598 π.Χ.), τρίτον, επί Σεδεκίου (598 - 586 π.Χ.) και τέταρτον, μετά την άλωση της Ιερουσαλήμ και την αιχμαλωσία του Σεδεκίου.
Μετά την καταστροφή του βασιλείου του Ισραήλ, το βασίλειο του Ιούδα, όπου βρισκόταν ο Προφήτης Ιερεμίας, τελούσε υπό την επίδραση των Ασσυρίων, όχι μόνο πολιτικά αλλά και θρησκευτικά. Η πολυθεΐα των Ασσυρίων είχε εισχωρήσει στους Ιουδαίους, διότι ο βασιλέας Μανασσής (693 - 639 π.Χ.) ήταν υποτελής των Ασσυρίων και είχε παραδοθεί σε θρησκευτικό συγκρητισμό και σε ειδωλολατρία. Όσες πόλεις υπήρχαν στην Ιουδαία, τόσοι ήταν και οι θεοί, όσοι οι δρόμοι της Ιερουσαλήμ, τόσα θυσιαστήρια του Βαάλ. Υπήρχε η ειδωλολατρία του Μολώχ με τα ανθρώπινα θύματα. Στις αυλές του ναού ήταν θυσιαστήρια των Ασσυρίων θεών και το είδωλο της Αστάρτης. Ο Ιερεμίας, επί της βασιλείας του Ιωσίου, από το 627 π.Χ., επέρχεται κατά της πολυθεΐας κηρύσσοντας τον Ένα και Μόνο Αληθινό Θεό και στηλιτεύοντας τη διαφθορά. Εκτός της ειδωλολατρίας και ανηθικότητας, ο Ιερεμίας πολεμάει κατά την περίοδο αυτή και τους ψευδοπροφήτες, οι οποίοι παραπλανούσαν τον λαό με ψευδείς προφητείες. Ο Προφήτης διαισθάνεται κάποια μεταβολή του λαού, κάποια μετάνοια, διότι στην πρόσκληση του Θεού, ο λαός απαντά: «Ὁδοῦ, πρὸς Σὲ ἔρχομαι». Η μετάνοια όμως αυτή ήταν πρόσκαιρη λόγω της ανομβρίας. Ο Προφήτης πονάει, υποφέρει. Περιέρχεται σε απόγνωση. Όμως η μακροθυμία του Θεού δεν εξαντλείται. Ο Θεός συμβουλεύει τον Προφήτη να ερευνήσει την υπό του κακού τρυγηθείσα άμπελο, το λαό Του, μήπως εύρει ρώγα σταφυλιού, κάποιον άνθρωπο ευσεβή, ατρύγητο από το κακό. Έτσι τονίζεται η μεγάλη αξία του ανθρώπου. Ο Προφήτης δεν βρίσκει δυστυχώς καμία ρώγα σταφυλιού ατρύγητη από το κακό. Στην άκαρπη αυτή προσπάθεια του Προφήτη, ο Θεός συνιστά σε αυτόν και πάλι να συνεχίσει την εργασία του, για να πεισθεί και ο ίδιος ο Προφήτης για το αδιόρθωτο του λαού και τη δίκαιη τιμωρία του. Ο Θεός παρομοιάζει τον Προφήτη με μεταλλουργό που δοκιμάζει τα μέταλλα και φροντίζει από το μείγμα να εξαγάγει αυτά που είναι ευγενή, δηλαδή το χρυσό και τον άργυρο. Μάταια όμως.
Εδώ τερματίζεται η πρώτη περίοδος της δράσεως του Προφήτη Ιερεμία. Κατόπιν έρχεται η κατάλυση του Ασσυριακού βασιλείου διά της πίστεως της Νινευή το 621 π.Χ. Ο ευσεβής βασιλέας Ιωσίας, επωφελούμενος από την κατάρρευση αυτή, ανέλαβε πολιτική εξωτερικής ανεξαρτησίας και προέβη σε εσωτερικές μεταρρυθμίσεις, για να ορθώσει την πίστη στον Θεό. Ο Ιερεμίας, κατά το χρονικό διάστημα 621 - 608 π.Χ., αποσύρθηκε πιθανότατα σε μόνωση. Χαρακτηριστικό της ασκητικής του ζωής ήταν ότι αυτός «λινοῦν περίζωμα εἶχε μόνον. Ὡς δὲ τὰ εὐτραφῆ τῶν σωμάτων γυμνούμενα φανερωτέραν δείκνυσι τὴν ἀκμήν, οὕτω καὶ τῶν ἠθῶν τὸ κάλλος, μὴ ἀνειλούμενον ἀπειροκάλοις φλυαρίαις, τὸ μεγαλοπρεπὲς ἐνδείκνυται».
Κατά την δεύτερη περίοδο της δράσης του, επί της εποχής του βασιλέως Ιωακείμ (609 - 598 π.Χ.), ο Προφήτης Ιερεμίας στρέφεται κατά των ατόπων της Ισραηλιτικής θρησκείας. Ο μαγικός χαρακτήρας, τον οποίο απέδιδαν οι Ιουδαίοι στο ναό και στις τελετές, τον ενοχλούσε. Έλεγε δε, ότι «ο ναός, ο οποίος χρησιμεύει να καλύπτει τα κακουργήματα, είναι όχι ναός Θεού, αλλά σπήλαιο ληστών».
Κατά το πρώτο έτος της βασιλείας του Ιωακείμ, σε κάποια μεγάλη εορτή, εμφανίζεται ο Προφήτης Ιερεμίας στην αυλή του ναού και μέσα στο ενθουσιώδες από τη θέα του ναού πλήθος, προσβάλλει την εσφαλμένη αυτή πίστη, την οποία είχε ο λαός περί του ναού και κηρύσσει την επερχόμενη καταστροφή του ναού. Όλος ο λαός εξεγείρεται και ζητεί τον θάνατό του. Σώζεται με την επέμβαση του Αχικάμ. Μεταβαίνει στο εργαστήριο του κεραμέως και παρατηρεί ότι ο κεραμέας μεταπλάσσει όσα από τα πήλινα δοχεία δεν αρέσουν σε αυτόν. Έτσι, λέγει ο Προφήτης, θα κάνει ο Θεός σε έθνη και ανθρώπους, τα οποία δεν αρέσουν σε Αυτόν. Για την αποφυγή της καταστροφής συνιστά την εσωτερική μετάνοια του ανθρώπου. Άρχοντες και λαός αντιδρούν. Κουρασμένος ο Προφήτης από τους άκαρπους αγώνες του ζητεί τη μόνωση και προβλέποντας την αμετανοησία του λαού του Θεού, προλέγει την καταστροφή του.
Κάποιοι άνθρωποι αποφασίζουν να τον δηλητηριάσουν στην Αναθώθ. Συνωμοτούν εναντίον του και συγγενείς του. Ο Ιερεμίας αποδίδει την σωτηρία του στον Θεό. Στρέφεται κατά των αρχόντων, του βασιλέως Ιωακείμ και των ανακτόρων, των οποίων κηρύσσει την καταστροφή. Όλος ο κόσμος είναι εναντίον του. Προς στιγμήν κάμπτεται, διότι νομίζει ότι έχει εγκαταλειφθεί από τον Θεό και παραπονείται. Συνέρχεται όμως και συνεχίζει το έργο του. Στην αυλή του ναού κηρύσσει και πάλι την καταστροφή του ναού. Το κήρυγμα αυτό προκαλεί αναταραχή. Γι' αυτό ο στρατηγός του ιερού χώρου του ναού Πασχώρ τον ραβδίζει και τον ρίχνει στη φυλακή. Τα κηρύγματά του γίνονται δεκτά με ειρωνείες. Του απαγορεύουν να επισκέπτεται το ναό. Ο Προφήτης σκέπτεται να εγκαταλείψει τον αγώνα. Η φωτιά όμως του λόγου του Θεού, που είναι μέσα του, δεν τον αφήνει. Κατά το τέλος του 605 π.Χ., μετά την ήττα των Αιγυπτίων στο Χαρκαμύς, επειδή ο ίδιος δεν ήταν δυνατόν να εισέλθει στην αυλή του ναού, δίδει στον μαθητή του Βαρούχ να αναγνώσει στο μέσο της αυλής του ναού, προφητεία, διά της οποίας κηρυσσόταν η καταστροφή του ναού. Όλοι τότε επαναστατούν εναντίον του. Ο Ιερεμίας και ο Βαρούχ κρύβονται, για να μη συλληφθούν. Η προλεχθείσα όμως καταστροφή επήλθε.
Οι Βαβυλώνιοι κατέστησαν φόρου υποτελή, το βασιλέα Ιωακείμ. Αυτός, επιθυμώντας την ανεξαρτησία και αφού παρακινήθηκε από άκριτους ανθρώπους, προκαλεί τη Βαβυλώνιο εκστρατεία κατά της Ιερουσαλήμ. Ο Ναβουχοδονόσωρ επέρχεται εναντίον του και πολιορκεί την Ιερουσαλήμ. Ο Ιερεμίας μάταια συνιστά στον βασιλέα Ιωακείμ, υποταγή στους Βαβυλώνιους. Ο Ιωακείμ πεθαίνει και η πόλη καταλαμβάνεται και πολιορκείται. Ο ναός καταστρέφεται. Ο άμεσος διάδοχος του Ιωακείμ, ο Ιωαχείμ (Ιεχονίας) πορεύεται σε αιχμαλωσία με τους αξιωματούχους της χώρας και δέκα χιλιάδες από το λαό. Ο βασιλέας Ναβουχοδονόσωρ ορίζει ως διάδοχο του Ιεχονίου, τον Σεδεκία.
Κατά την Τρίτη περίοδο της δράσεως του Προφήτη Ιερεμίου, το 594 π.Χ., απεσταλμένοι των Ιδουμαίων, Αμμωνιτών, Τύρου και Σιδώνος, παρακάλεσαν τον Σεδεκία να συμμαχήσουν κατά των Βαβυλωνίων. Οι ψευδοπροφήτες κηρύσσουν ότι τα ιερά σκεύη του ναού που είχαν κλαπεί θα επιστραφούν. Ο Ιερεμίας αντιτίθεται και συμβολικά θέτει ζυγό στον τράχηλό του, για να δηλώσει ότι θα είναι δούλοι του Ναβουχοδονόσορ. Ο ψευδοπροφήτης Ανανίας σπάζει το ζυγό πάνω στον τράχηλο του Ιερεμία, για να τονίσει την αποτίναξη του ζυγού των Βαβυλωνίων. Ο Ιερεμίας απαντά: «Έσπασες ξύλινους ζυγούς; Σιδερένιους θα θέσει ο Θεός στον τράχηλό σας».
Ο Σεδεκίας τήρησε συνετή πολιτική προς τους απεσταλμένους των άλλων περιοχών και ενέκρινε την γνώμη του Προφήτη Ιερεμία. Όμως, κατά το 588 π.Χ., ο φαραώ της Αιγύπτου Ουαφρής επαναστατεί κατά των Βαβυλωνίων. Το φρόνημα των Ιουδαίων αναπτερώνεται και λαμβάνουν και αυτοί μέρος στην επανάσταση αυτή. Ο Ιερεμίας τους αποτρέπει από το να συμμαχήσουν με τους Αιγυπτίους κατά των Βαβυλωνίων. Οι Ιουδαίοι δεν υπακούν και επαναστατούν. Ο Ιερεμίας επιμένει ότι η πόλη των Ιεροσολύμων θα καταστραφεί. Οι άρχοντες τον ρίχνουν σε λάκκο βορβορώδη, διότι με τον τρόπο που ο Προφήτης ομιλούσε παρέλυε τα χέρια των πολεμιστών. Με την επέμβαση όμως του Αβδεμέλεχ αποσύρεται από τον λάκκο. Η πόλη των Ιεροσολύμων καταλαμβάνεται και ο βασιλέας Σεδεκίας συλλαμβάνεται, τυφλώνεται και οδηγείται στη Βαβυλώνα. Η πόλις παραδίδεται στις φλόγες.
Κατά την τέταρτη περίοδο της δράσεώς του, ο Ιερεμίας, μετά την άλωση της Ιερουσαλήμ, αποφασίζει να διαμείνει πλησίον του Γοδολίου. Τον Γοδολία, ο βασιλέας Ναβουχοδονόσωρ εγκαθιστά κυβερνήτη της Ιουδαίας. Μετά από λίγο, όμως, ο Γοδολίας δολοφονείται και ο Ιουδαϊκός λαός, φοβούμενος την τιμωρία από τους Βαβυλωνίους, αποφασίζει να απέλθει στην Αίγυπτο παρά την γνώμη του Ιερεμίου και την εντολή του Θεού. Χωρίς την θέλησή του, παίρνουν μαζί τους και τον Ιερεμία, ο οποίος κηρύττει και στην Αίγυπτο. Προλέγει την εισβολή του Ναβουχοδονόσωρ, η οποία και έγινε. Εκεί οι Ιουδαίοι περιπίπτουν σε ειδωλολατρία. Ο Προφήτης επέρχεται και πάλι εναντίον αυτών. Εκείνοι όμως δεν υπακούουν και ο Προφήτης προλέγει την καταστροφή τους.
Ο Προφήτης Ιερεμίας λιθοβολήθηκε από τους συμπατριώτες του στην πόλη Τάφνα της Αιγύπτου ή απήχθη μαζί με τον Βαρούχ αιχμάλωτος από τον βασιλέα Ναβουχοδονόσωρ σε κάποια εισβολή του στην Αίγυπτο το 568 π.Χ., ως λέγει κάποια Ραββινική παράδοση.
Η Σύναξη αυτού ετελείτο στο ναό του Αποστόλου Πέτρου, που ήταν κοντά στην Μεγάλη Εκκλησία.
Το βιβλίο του Προφήτη Ιερεμία στην Παλαιά Διαθήκη δεν παρουσιάζει μόνο υψηλές θρησκευτικές ιδέες, αλλά κυρίως μια ζωηρή θρησκευτική προσωπικότητα, διότι ο Ιερεμίας δεν κήρυττε μόνο, αλλά ζούσε την διδασκαλία αυτή με τόση επιμονή, ώστε όχι μόνο ο θάνατός του υπήρξε μαρτυρικός, αλλά και ολόκληρη η ζωή του ήταν ένα διαρκές μαρτύριο. Η διδασκαλία του Προφήτη Ιερεμία αφορούσε, α) τον άνθρωπο, β) τον Θεό και γ) το λαό του Θεού. Κέντρο και των τριών αυτών είναι η καρδιά, η βάση της προσωπικότητας του ανθρώπου.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐκ γαστρὸς ἠγιάσθης τὴ προγνώσει τοῦ Κτίσαντος, καὶ προφητικῆς ἐπληρώθης ἐκ σπαργάνων συνέσεως, ἐθρήνησας τὴν πτῶσιν Ἰσραήλ, σοφὲ Ἱερεμία ἐν στοργῇ, διὰ τοῦτο ὡς Προφήτην καὶ Ἀθλητήν, τιμῶμεν σὲ κραυγάζοντες, δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγούντι διὰ σοῦ, ἠμὶν τὰ κρείττονα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Τοῦ προφήτου σου Ἰερεμίου τὴν μνήμην, Κύριε, ἑορτάζοντες, δι᾽ αὐτοῦ σὲ δυσωποῦμεν· Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ο Άγιος Οσιομάρτυρας Ακάκιος, κατά κόσμον Αθανάσιος, καταγόταν από το Νεοχώρι, σημερινό Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης και γεννήθηκε το 1792 μ.Χ. Οι γονείς του είχαν αναγκασθεί για βιοποριστικούς λόγους να μετακομίσουν το 1805 μ.Χ. στις Σέρρες, όπου παρέδωσαν τον εννιάχρονο Αθανάσιο σε κάποιον υποδηματοποιό, για να του διδάξει την τέχνη του. Όμως η σκληρή συμπεριφορά του και η κακομεταχείριση, εξώθησαν τον Αθανάσιο σε άρνηση της πίστης του, για να απαλλαγεί από τα βάσανα. Στην πράξη του αυτή τον προέτρεψαν και δύο Οθωμανές, οι οποίες παρακολουθούσαν την απάνθρωπη συμπεριφορά του αφεντικού του και υποσχόμενες μια καλύτερη ζωή στον μικρό Αθανάσιο, τον έπεισαν την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής να αλλαξοπιστήσει. Μωαμεθανός, πλέον, ο Αθανάσιος δέχθηκε την πονηρή επίθεση της μητριάς του, η οποία, καθώς έβλεπε τον Αθανάσιο να μεγαλώνει και να ανδρώνεται, τον ερωτεύθηκε, όπως στην Παλαιά Διαθήκη ερωτεύθηκε τον Ιωσήφ η γυναίκα του Πετεφρή. Επειδή όμως αυτός δεν υποχώρησε και δεν υπέκυψε στο πάθος της μητριάς του, συκοφαντήθηκε από αυτήν στον θετό πατέρα του, με αποτέλεσμα να εκδιωχθεί από αυτόν. Εκμεταλλευόμενος αυτήν την ευκαιρία κατέφυγε στην Θεσσαλονίκη κοντά στους γονείς του, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει τις Σέρρες, μόλις πληροφορήθηκαν την αρνησιθρησκεία του.
Στην συνέχεια, ακολουθώντας τις συμβουλές των γονέων του, μετέβη στο Άγιον Όρος, όπου, αφού περιπλανήθηκε σε αρκετές μονές, κατέληξε τελικά στην Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, στην συνοδεία του Γέροντα Νικηφόρου, ο οποίος τον παρέδωσε ως υποτακτικό στον Γέροντα Ακάκιο, για να τον προετοιμάσει για το μαρτύριο, όπως είχε κάνει και προηγουμένως με τους Οσιομάρτυρες Ευθύμιο και Ιγνάτιο.
Μετά από ένα διάστημα συνεχούς ασκήσεως και αδιάλειπτης προσευχής, ο Αθανάσιος, ο οποίος εκάρη μοναχός και μετονομάσθηκε Ακάκιος, έχοντας τις ευλογίες των λοιπών γερόντων ξεκίνησε, συνοδευόμενος από τον μοναχό Γρηγόριο, ο οποίος είχε συνοδεύσει νωρίτερα και τους δύο παραπάνω Οσιομάρτυρες, για την Κωνσταντινούπολη στις 10 Απριλίου. Ο Άγιος βάδιζε με χαρά προς το μαρτύριο.
Λίγο πριν την αναχώρησή του, πλήρης Πνεύματος Αγίου, έγραψε την ακόλουθη επιστολή προς τον γέροντα και τους αδελφούς μοναχούς:
«Πανοσιώτατε μοι καὶ πνευματικέ μου πάτερ δουλικῶς σοῦ προσκυνῶ καὶ τὴν ἁγίαν δεξιάν σου ἀσπάζομαι.
Τὸ παρόν μου ταπεινὸ γράμμα δὲν εἰν’ εἰς ἄλλο τί εἰ μὴ εἰς τὸ νὰ ζητήσω τὴν εὐχήν σας καὶ διὰ νὰ μάθετε καὶ τὸ καλό μας κατεβώδιο μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Θεοῦ καὶ μὲ τὶς ἐδικές σας ἁγίες εὐχές. Κατευωδωθήκαμεν εἰς τὴν βασιλεύουσαν τὴ 24η τοῦ Ἀπριλίου μηνὸς [καὶ ἐμπήκαμεν μαζὶ μὲ τὸν γέροντά μου εἰς τὰ ἐργαστήρια τὰ χαβιαρτζίδικα, ὅπου καὶ ἄλλην φορὰ ἐμπῆκεν ὁ γέροντάς μου], καὶ ἐλπίζω μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Θεοῦ καὶ τῆς Κυρίας μου Βασίλισσας καὶ μὲ τὶς ἐδικές σου θερμὲς δεήσεις πρὸς τὸν Κύριον καὶ τῶν συναδέλφων μου νὰ λάβη τέλος κι ἡ ὑπόθεσίς μας.
Τοὺς συναδέλφους μου πολὺ τοὺς παρακαλῶ καὶ τοὺς χαιρετῶ, νὰ μὴν μὲ λησμονήσουν καὶ ἀκούγοντας τὸ μακάριόν μου τέλος νὰ εὐχαριστήσετε τὸν Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὴν Κυρίαν μου Βασίλισσα καὶ νὰ δοξολογήσετε καὶ νὰ καταλύσετε ὅλη τὴν ἑβδομάδα ἐν χαρᾷ καὶ ἀγαλλιάσει ψυχῆς. Διὰ τοὺς κόπους ποὺ ἐδοκιμάσατε δι’ ἐμὲ μέχρι σήμερα ἐγὼ δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ σᾶς εὐχαριστήσω, μόνον ὁ ἐπουράνιος βασιλεύς μου νὰ σᾶς ἀντιβραβεύση ἐν τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ νὰ μᾶς ἀξιώση ὁ Κύριος νὰ συγκατοικήσουμε ὁμού. Καὶ ὅσοι ἀκόμη συνέδραμαν καὶ βοήθησαν εἰς αὐτὸ τὸ ἔργο ἂς λάβουν τὸν μισθό τους ἀπὸ τὸν ἐπουράνιον βασιλέα μου.
Ἀκόμη ὅλους τοὺς ἁγίους πατέρας τῆς ἱερᾶς σκήτεώς μας εὐλαβῶς τοὺς προσκυνῶ, τὸν διδάσκαλό μου, τὸν γέροντα Ὀνούφριον τὸν ἀσπάζομαι, καὶ τοὺς συναδέλφους μου γέροντες, Ἀκάκιον, Ἰάκωβον καὶ Καλλίνικον. Χαιρετίσματα καὶ εἰς τὸν διδάσκαλον Γαβριήλ. Προσκυνήματα καὶ εἰς τὸν παπὰ Ἀγαθάγγελον, ἀσπάζομαι τὴν δεξιάν του. Τὸν παπὰ Δοσίθεον μετὰ τοῦ γέροντός του καὶ τῆς συνοδίας του προσκυνῶ, ὡς καὶ τὸν γείτονά μας τὸν Νεόφυτον μὲ τὴν συνοδία του. Ἀσπάζομαι ὁμοίως καὶ τὸν γέροντα Μιχαὴλ καὶ τὴν συνοδίαν του. Ταῦτα γράφω ἐν συντομίᾳ γέροντά μου καὶ πνευματικέ μου. Αὔριο λοιπὸν Παρασκευὴ 28 Ἀπριλίου μέλλω νὰ κινήσω εἰς τὸν δρόμον τῆς ἀθλήσεως καὶ εἴθε οἱ ἅγιες εὐχές σας νὰ μὲ βοηθήσουν. Ἀμήν».
Ο πλοίαρχος, άνθρωπος ευλαβής, όταν έμαθε τον σκοπό του ταξιδιού του Ακακίου, υποσχέθηκε στον Γρηγόριο να μεριμνήσει για την εξαγορά του λειψάνου του μετά το μαρτυρικό του τέλος και να το επανακομίσει ο ίδιος στο Άγιον Όρος. Ύστερα από δεκατρείς ημέρες έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου φιλοξενήθηκαν από κάποιον παντοπώλη, γνώριμο του Γρηγορίου. Το Σάββατο 29 Απριλίου, ο Άγιος Ακάκιος, αφού προετοιμάσθηκε κατάλληλα λαμβάνοντας τα Άχραντα Μυστήρια, ενδύθηκε με ρούχα τουρκικά και με την καθοδήγηση του αδελφού του καπετάνιου έφθασε στο κριτήριο, όπου ομολόγησε ενώπιον όλων των παρισταμένων την επάνοδό του στην πατρώα πίστη. Εξαιτίας αυτής του της ομολογίας κλείσθηκε φυλακή. Καθ' όλη την διάρκεια της φυλακίσεώς του προσπάθησαν επανειλημμένα είτε με κολακείες και υποσχέσεις, είτε με βασανιστήρια και εκφοβισμούς να τον μεταπείσουν. Όλα αυτά όμως δεν κατάφεραν να τον κλονίσουν. Ιδιαίτερα μάλιστα ενισχύθηκε και προετοιμάσθηκε για να αντιμετωπίσει το μαρτύριο, όταν έλαβε τη Θεία Κοινωνία που του μετέφερε κρυφά στην φυλακή ο αδελφός του καπετάνιου με την ευλογία του μοναχού Γρηγορίου από το ναό της Παναγίας της Καταφιανής. Οι Τούρκοι προύχοντες, βλέποντας το σταθερό φρόνημα του Ακακίου, κατάλαβαν πως μάταια κοπιάζουν, γι' αυτό και αποφάσισαν την θανάτωσή του.
Έτσι,«εἰς τόπον καλούμενον Δακτυλόπορταν», ο Άγιος Νεομάρτυρας Ακάκιος παρέδωσε το πνεύμα του διά του ξίφους το 1816 μ.Χ. Την τρίτη ημέρα, σύμφωνα με την επικρατούσα συνήθεια, ο μοναχός Γρηγόριος εξαγόρασε το λείψανο του Μάρτυρος με χρήματα που συγκέντρωσε από τους παντοπώλες του Γαλατά και το μετέφερε στη νήσο Πρίγκηπο, όπου επιβιβάστηκαν στο πλοίο με το οποίο είχαν έλθει στην Κωνσταντινούπολη, με προορισμό το Άγιον Όρος. Στις 9 Μαΐου αποβιβάσθηκαν στο λιμενίσκο της μονής Ιβήρων και από εκεί μετέφεραν το τίμιο λείψανο στην Καλύβη του Αγίου Νικολάου, όπου το ενταφίασαν στο παρεκκλήσι των οσιομαρτύρων Ευθυμίου και Ιγνατίου μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, σύμφωνα με την επιθυμία του Οσιομάρτυρα.
Μαρτύριο του Αγίου συνέγραψε ο Καισαρείας Μελέτιος. Ακολουθία κοινή με τους συνασκητές του Αγίου, δηλαδή τον Ευθύμιο από τη Δημητσάνα και τον Ιγνάτιο από την παλαιά Ζαγορά, που μαρτύρησαν στην Κωνσταντινούπολη το 1814 μ.Χ., συνέγραψε ο Ιβηρίτης Ονούφριος, που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1862 μ.Χ. Η μνήμη των τριών αυτών Νεομαρτύρων τελείται στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου την 1η Μαΐου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Λυχνία τρίφωτος, κόσμω ἐδείχθητε, Ὁσιομάρτυρες, Χριστοῦ τρισάριθμοι, τὴν Ἐκκλησίαν τοὶς αὐγαὶς πυρσεύοντες τῶν ἀγώνων, ἔνδοξε Εὐθύμιε, ἀφθαρσίας τὸ στέλεχος, ἱερὲ Ἰγνάτιε, ἐγκράτειας τὸ ἔσοπτρον, καὶ ρόδον ἀκακίας Ἀκάκιε, ὅθεν ὑμᾶς ὑμνολογοῦμεν.
Οσία Ισιδώρα η δια Χριστόν Σαλή.
Αναφέρεται στα Γεροντικά ότι ο Όσιος Πιτυρούν (τιμάται 29 Νοεμβρίου) πληροφορήθηκε από τον Κύριο για την αρετή της Οσίας Ισιδώρας και αφού επισκέφθηκε τη μονή αυτής ζήτησε να συγκεντρωθούν όλες οι μοναχές. Όταν ήλθαν αυτές, ο Όσιος Πιτυρούν δεν διέκρινε σε καμία φωτοστέφανο, όπως είχε από τον Θεό επιβεβαιωθεί ότι θα έχει η Οσία Ισιδώρα. Τότε ζήτησε να πληροφορηθεί εάν υπήρχε άλλη μοναχή στη μονή. Αναφέρθηκε λοιπόν στον Άγιο ότι υπήρχε μία σαλή. Ο Όσιος Πιτυρούν παρακάλεσε να κληθεί και η σαλή. Κατά την είσοδο της Οσίας Ισιδώρας, ο Όσιος Πιτυρούν διέκρινε το φωτοστέφανο επί της κεφαλής αυτής και έτσι αποκαλύφθηκε ότι η Οσία Ισιδώρα υποκρινόταν την σαλή και τούτο για την αγάπη του Χριστού.
Η Οσία Ισιδώρα, αφού ασκήτεψε θεοφιλώς σε μονή της Αιγύπτου, κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 365 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν ὡραιότητα Χριστοῦ ποθήσασα, Μῆτερ τρισόλβιε, ὁδὸν τὴν σύντομον, τὴν ὁδηγούσαν πρὸς Αὐτόν, προείλου τὴν ταπείνωσιν, ὅθεν σε ἀνέδειξε, μοναζόντων διδάσκαλον, ἄκρον τε ὑπόδειγμα, τῆς Αὐτοῦ ἐκμιμήσεως, διὸ χαρμονικῶς σοι βοῶμεν, χαῖρε, ὢ Ἰσιδώρα παμμακάριστε.
Κοντάκιον
Ἦχος β'. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ποθούσα τυχεῖν, τῆς ἄνω Μῆτερ στάσεως, ταχεῖαν ὁδόν, προείλου τὴν ταπείνωσιν, δι’ ἧς ἤχθης Χριστῷ ὡς καρπὸς εὐκλεὴς καὶ τερπνὸς Ἰσιδώρα παναοίδιμε, βραβεία λαμβάνουσα τὰ ἄφθαρτα.
Ὁ Οἶκος
Φρονίμους πολλοὺς εἰς ἑαυτοὺς κατώκτειρα καὶ πλάνην τὴν αὐτῶν ὁλοψύχως ἐμίσησα, ὅτι εἰ καὶ πόνοις καθυποβάλλονται καὶ σκάμμασι Βασιλείαν Θεοῦ οἴμοι οὐ λαμβάνουσι διὰ τὸ αὐθαίρετον. Σε ὅμως, Ἰσιδώρα ταπεινόνους, προβάλλομαι κάμου καὶ πάντων σωτηρίας ταχείας λαμπρὸν ὑπόδειγμα, ὅτι μωραίνουσα ψευδῶς τὸν πονηρὸν κατεμώρανας, καὶ συμμοναστριῶν τὰ σκώμματα ἐν εὐχαριστία ὑπομενοῦσα, ἐν καιρῷ δεκτῷ εἱσηκούσθης παρὰ τοὺς πτωχοὺς τῷ πνεύματι ἀγαπῶντος καὶ ἤχθης ἐνώπιον Αὐτοῦ, βραβεία λαμβάνουσα τὰ ἄφθαρτα.
Μεγαλυνάριον
Ταπεινοφροσύνης οἶκος λαμπρός, παρθενίας δόξα, ἄνθος θεῖον ὑπομονῆς, ἀκενοδοξίας τῆς ἄκρας Ἰσιδώρα, ἐργάτις ἀνεδείχθης, διὰ τὸν Κύριον.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Σύνεσιν παράσχου μοι ἐκ Θεοῦ, ὡς σοι συνωνύμω, ἡ σαλὴ διὰ τὸν Χριστόν, ἵνα ἐπιτύχω, τῆς δόξης Ἰσιδώρα, ἧς νῦν ἐπαπολαύεις· δὸς μοι τὴν αἴτησιν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου