Δευτέρα 28 Μαΐου 2018

ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΙΡΗΝΗ ΤΗΝ ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΗΣΥΧΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ ΤΟΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΑΣΚΗΤΗΣ ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΣΤΗΝ ΘΗΒΑΙΔΑ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΣΤΟ ΚΟΝΕΒΙΤΣ.

ΚΑΠΟΙΟ ἔτος πέρασα μερικὲς ἑβδομάδες στὸ Κόνεβιτς, εὑρισκόμενο  στὸν ἄπω βορρᾶ, ζώντας σὰν ἕνας ἐρη μίτης σὲ καλύβα στὸ δάσος. Ἦταν στὰ τέλη τοῦ Ἰουλίου. Οἱ ἡμέρες ἦταν θερμὲς καὶ ἡλιόλουστες. Δάσος καὶ λίμνη, λίμνη καὶ δάσος. Ἡ Μονὴ ἐκεῖ ἦταν μικρή, οἱ Μοναχοὶ λίγοι καὶ ἡλικιωμένοι. Μεταξύ τους ὑπῆρχαν Μοναχοὶ ὑψηλῆς πνευματικότητος. Ἀπὸ αὐτοὺς ἐνθυμοῦμαι καλύτερα τὸν π. Δωρόθεο.
Κάποτε τὸν ἐρώτησα:
«Πῶς νὰ ἀποκτήσουμε πνευματικὴ εἰρήνη;».
«Πρέπει νὰ ἀποκτήσουμε ἡσυχία», ἀπάντησε χαμογελώντας.
«Τί σημαίνει νὰ ἀποκτήσουμε ἡσυχία;», ἐρώτησα.
«Σημαίνει τοῦτο· ὅταν ἤμουν νέος Δόκιμος στὴν Μονὴ Βαλαάμ, ὁ Γέροντάς μου, τὸν ὁποῖον ὑπηρετοῦσα, μοῦ εἶπε κάποτε: “Δημήτρη, θὰ εἶναι δύσκολο γιὰ σένα νὰ ἀποκτήσης ἡσυχία. Ὁ χαρακτῆρας σου εἶναι εὔθυμος καὶ πολὺ ζωντανός. Καὶ ἄν δὲν ἀποκτήσης ἡσυχία, δὲν θὰ ἀποκτήσης καθαρὴ προσευχὴ καὶ ὁ Μοναχισμός σου θὰ ἀποβῆ μάταιος”. Καὶ τὸν ἐρώτησα τότε αὐτὸ ποὺ σεῖς μὲ ἐρωτᾶτε τώρα: “Τί σημαίνει νὰ ἀποκτήσω ἡσυχία;”. Ὁ Γέροντας μοῦ εἶπε: “Αὐτὸ εἶναι πολὺ ἁπλό. Τώρα εἶναι καλοκαίρι καὶ σὺ σίγουρα περιμένεις νὰ ἔλθη τὸ φθινόπωρο, ὁπότε θὰ ἔχη λιγότερη δουλειὰ στὰ χωράφια”. “Αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια, πατερούλη”, εἶπα. “Ὅταν ὅμως ἔλθη τὸ φθινόπωρο, τότε σὺ θὰ ἀρχίσης νὰ περιμένης μὲ ἀνυπομονησία νὰ ἔλθη ὁ χειμώνας, ὁ πρῶτος περίπατος στὸ χιόνι, οἱ Ἑορτές, καὶ ὅταν φθάσουν αὐτές, σὺ θὰ περιμένης γιὰ τὸ Πάσχα, τὴν Φωτοφόρο Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ”.
“Ἀλήθεια, ἔτσι εἶναι, πάτερ”, εἶπα πάλι.
“Τώρα εἶσαι Δόκιμος, ἀλλὰ σίγουρα περιμένεις νὰ ἔλθη ὁ καιρὸς ποὺ θὰ γίνης


Μοναχός, ἔτσι δὲν εἶναι;”. “Ναί, πάτερ”!
“Τότε ὅμως, φτωχὴ ψυχή, θὰ περιμένης μὲ ἀνυπομονησία γιὰ τὸ Μέγα Σχῆμα καὶ μετὰ γιὰ χειροτονία Ἱερομονάχου.
Λοιπόν, αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν θὰ ἔχης ἀποκτήση ἡσυχία. Ὅταν ὅμως βρίσκης ὅτι εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἴδιο εἴτε εἶναι ἄνοιξις εἴτε φθινόπωρο, χειμῶνας ἤ καλοκαίρι, Χριστούγεννα ἤ Πάσχα, εἴτε εἶσαι Δόκιμος εἴτε Μεγαλόσχημος, καὶ ὅταν ζῆς τὴν παροῦσα ἡμέρα κατὰ τὸ ῾ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία ἑαυτῆς’ καὶ δὲν ὀνειρεύεσαι οὔτε περιμένεις τίποτε, ἀλλὰ παραδίδεσαι ἐντελῶς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε θὰ ἀποκτήσης ἡσυχία”.
Πέρασαν πολλὰ χρόνια, ἔλαβα τὸν Μανδύα, ἔλαβα τὴν Ἱερωσύνη, καὶ πάλι περίμενα γιὰ κάτι. Μὲ τοποθέτησαν στὴν θέσι τοῦ βοηθοῦ μαγείρου. Δὲν τὸ ἤθελα αὐτό, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ ὑποταχθῶ. Λοιπόν, τελικὰ μᾶς ἔστειλαν ἐδῶ [στὸ Κόνεβιτς], καὶ ἦλθα εὐχαρίστως, ἐνῶ ἄλλοι ἔκλαιγαν. Κάθετι εἶναι θέλημα Θεοῦ. Ἄν δεχθῆς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γαλήνια καὶ μὲ ἀγάπη, καὶ δὲν ἀναμένης νὰ ἐκπληρωθοῦν οἱ φαντασίες σου, θὰ ἀποκτήσης ἡσυχία. Ὅμως εἶσαι ἀκόμη μακρυὰ ἀπὸ αὐτό, Σέργιε Νικολάεβιτς.


Ἀκόμη ζητεῖς τὰ δικά σου. Ὅμως, χωρὶς τὴν ἀπόκτησι ἡσυχίας, δὲν κατορθώνεται ἡ καθαρὴ προσευχή»!
«Πέστε μου, πατέρα Δωρόθεε, τί εἶναι καθαρὴ προσευχή»;
«Εἶναι προσευχὴ χωρὶς σκέψεις, ὅταν ὁ νοῦς δὲν περιπλανιέται, ἡ προσευχὴ δὲν διασπᾶται καὶ ἡ καρδιά σου εἶναι ξύ­ πνια, δηλαδὴ αἰσθάνεται φόβο καὶ κατάνυξι. Ὅταν προσεύχεσαι μόνο μὲ τὰ χείλη σου, ἐνῶ οἱ σκέψεις σου εἶναι μακριά, τότε αὐτὸ δὲν εἶναι προσευχή».
«Καὶ πῶς κάποιος ἀποκτᾶ καθαρὴ προσευχή»;
«Μὲ σκληρὴ ἐργασία, βέβαια. Ἔχεις ἀκούσει γιὰ τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ»;
«Ναί, ἔχω».
«Ἔχεις προσπαθήσει νὰ τὴν ἐφαρμόσης»;
«Ἔχω προσπαθήσει».
«Καὶ πῆγε καλά»;
«Πτωχά».
«Μὴ ἀπελπίζεσαι. Ἐπαναλάμβανέ την συνεχῶς στὸν
ἑαυτό σου καὶ θὰ ἔλθη στὸν καιρό της».
«Πῶς κάποιος γνωρίζει ὅτι ἔχει ἀποκτήσει τὴν καθαρὴ
προσευχή»;
Ὁ π. Δωρόθεος μὲ κοίταξε ἐρευνητικὰ καὶ ἐρώτησε: «Ἔχεις ἀκούσει γιὰ τὸν
Μολδαβὸ στάρετς»;
«Ὄχι».
«Ὁ Μοναχὸς Παρθένιος γράφει γι’ αὐτὸν στὰ Ταξίδια του. Ἔχεις διαβάσει τὸ ἔργο αὐτό»;
«Ὄχι».


«Διάβασέ το. Εἶναι πολὺ διδακτικὸ καὶ χρήσιμο. Κάποτε ὁ Παρθένιος τὸν ἐρώτησε σχετικὰ μὲ τὴν καθαρὴ προσευχή. Ὁ Στάρετς Ἰωάννης ἀπάντησε ὅτι ὅταν ἄρχισε νὰ ἐφαρμόζη τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἔπρεπε νὰ βιάση πολὺ τὸν ἑαυτό του ἀρχικά, ἀλλὰ κατόπιν ἔγινε ὅλο καὶ εὐκολότερη. Τελικὰ ἡ εὐχὴ τὸν κατέλαβε καὶ ἄρχισε νὰ κυλάη μέσα του σὰν ποταμός. Ἡ προσευχὴ ἄρχισε νὰ κινῆται ἀφ’ ἑαυτῆς· κελάρυζε καὶ γουργούριζε καὶ ἄγγιζε τὴν καρδιά. Τότε, ἄρχισε νὰ ἀπομονώνεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, πῆγε σὲ ἕνα μικρὸ ἐρημητήριο, ἔπαυσε νὰ δέχεται ἐπισκέψεις γενικὰ καὶ ὄχι μό­νον ἀπὸ λαϊκὲς γυναῖκες, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ λαϊκοὺς ἄνδρες, καὶ Μοναχοὺς σπάνια. Καὶ ἐκεῖ τοῦ ἦλθε μία ἀκατανίκητη ὤθησι νὰ προσεύχεται. Ὅταν ὁ Παρθένιος ἐρώτησε τὸν Στάρετς: “Τί εἶναι αὐτὴ ἡ ἀκατανίκητη προσευχή;”, ὁ π. Ἰωάννης ἀπάντησε: “Αὐτὸ εἶναι ἀκατανίκητη προσευχή. Ἐγείρομαι νὰ προσευχηθῶ μέχρι τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου καὶ ὅταν ἔρχομαι στὶς αἰσθήσεις μου, ὁ ἥλιος εἶναι ἤδη ψηλὰ στὸν οὐρανὸ καὶ οὔτε κἄν τὸ εἶχα παρατηρήσει”. Αὐτὸ εἶναι καθαρὴ προσευχή».
«Πέστε μου, π. Δωρόθεε, πόσο ἀναγκαία εἶναι ἡ καθαρὴ προσευχὴ γιὰ μία δραστήρια ζωή, γιὰ παράδειγμα, στὴν ἱεραποστολικὴ ἐργασία»;
«Εἶναι πολὺ χρήσιμη. Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἀναλαμβάνη νὰ ἐπιτελῆ τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ, τότε γίνεται, ἄς ποῦμε, σὰν τὸ ἀνθισμένο δένδρο τῆς φλαμουριᾶς. Ὅταν δὲν ὑπάρχουν ἄνθη στὴν φλαμουριά, τότε οἱ μέλισσες δὲν πηγαίνουν. Ὅταν ὅμως ἡ φλαμουριὰ ἀρχίζη νὰ ἀνθίζη, τότε τὸ ἄρωμα τῶν ἀνθέων της ἑλκύει μέλισσες ἀπὸ παντοῦ. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ ἕναν ἀσκητή, ὁ ὁποῖος ἀρχίζει νὰ σταθεροποιῆται στὴν Προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Τὸ ἄρωμα τῆς προσευχῆς, οἱ ἀρετὲς ποὺ αὐτὴ παράγει, ἑλκύουν ἀπὸ παντοῦ καλοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἀναζητοῦν τὴν γνῶσι. Αὐτὸν ποὺ ζῆ ἐν Χριστῷ, αὐτὸν ὁ Θεὸς τὸν βαστάζει στὶς χεῖρες Του. Δὲν χρειάζεται νὰ στενοχωριέται γιὰ τίποτε. Ἀπὸ κάθε μέρος καλοὶ ἄνθρωποι συρρέουν σὲ αὐτὸν καὶ τὸν προστατεύουν σὰν τὴν κόρη τῶν ὀφθαλμῶν τους. Αὐτὸς ποὺ ἀγωνίζεται στὴν ἐφαρμογὴ τῆς ἀληθινῆς προσευχῆς βρίσκει εἰρήνη ὑπὸ τὴν σκιὰν τοῦ Κυρίου. Καὶ δὲν ἔχει φροντίδες. Ὅλα ἔρχονται αὐτόματα».


«Ἔρχονται θλίψεις»;

«Βεβαίως καὶ ἔρχονται, ἀλλὰ καὶ αὐτὲς ἐπίσης μεταβάλλονται σὲ χαρά. Ἐντούτοις, δὲν εἶσαι σὲ θέσι νὰ τὸ καταλάβης αὐτὸ ἀκόμη. Σὲ ὑπερβαίνει. Ἀλλὰ θὰ ἔλθη στὸν καιρό του».


«Πέστε μου, π. Δωρόθεε, δύναται κάποιος νὰ σωθῆ στὸν κόσμο»;
«Καὶ γιατί αὐτὸ νὰ εἶναι ἀδύνατο;
 H Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐντὸς ἡμῶν, ὅταν προσπίπτουμε στὴν καρδιά μας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ προσφέρου­ με τὸ γλυκύοσμο θυμίαμα τῆς καθαρῆς προσευχῆς. Ἔχεις διαβάσει τὶς Περιπέτειες ἑνὸς Προσκυνητοῦ»;
«Μάλιστα, τὸ ἔχω διαβάσει».
«Λοιπόν, δύνασαι νὰ πράξης ἀνάλογα.


Ὁ Νεμίτοβ-Ὀρλόβσκυ ἦταν ἕνας πλούσιος ἔμπορος, ὅμως κατέπληξε τὸν Γέροντα Μακάριο τῆς Ὄπτινα μὲ τὴν προσευχητικότητά του. Ἀλλὰ πρέπει νὰ εἰπῶ ὅτι ὅταν ἐπέστρεψε στὸν οἶκο του, ἔγινε ἕνας ἔγκλειστος. Διότι ὅταν κάποιος ἀρχίση νὰ ζῆ μὲ τὸν Θεὸ καὶ δῆ τὴν μεγαλοσύνη τοῦ πνευματικοῦ κόσμου, εἶναι δύσκολο νὰ παραμείνη στὸν κόσμο. Ὅπως ἕνας ἀετὸς ποὺ διασχίζει τὰ ὕψη δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθῆ μὲ μιὰ κόττα ποὺ πηγαινοέρχεται βιαστικὰ στὸν πεζόδρομο».
Καθόμασταν σὲ ἕνα παγκάκι στὴν ὄχθη τῆς ἥσυχης λίμνης. Λευκὰ ἀραιὰ σύννεφα ταξίδευαν στὸν γαλανὸ οὐρανό. Ὁ ἥλιος βασίλευε. Οἱ κορμοὶ τῶν ὑψηλῶν ἐλάτων ἔλαμπαν σὰν ἀναμμένες λαμπάδες στὶς ἀκτῖνες τοῦ ἡλιοβασιλέματος. Ἡ λίμνη, ὁλόχρυση, ἦταν σὰν γυάλινη, περιβαλλόμενη ἀπὸ τὸ πράσινο τοῦ δάσους. Παντοῦ βασίλευε ἡ ἡσυχία τοῦ ἄπω βορρᾶ.


«Κι ἔτσι, φίλε μου», τόνισε ὁ π. Δωρόθεος, «ὅταν ἡ καρδιά σου γίνη σὰν αὐτὸ τὸ ἀπόγευμα, τόσο ἥρεμη καὶ εἰρηνική, τότε πάνω της θὰ λάμψη τὸ φῶς τοῦ ἄδυτου ἥλιου καὶ θὰ καταλάβης ἐκ πείρας τὶ εἶναι ἡ καθαρὴ προσευχή».


«Πέστε μου, π. Δωρόθεε», τὸν ἐρώτησα ἀφοῦ πέρασε λίγος χρόνος, «πῶς θὰ βροῦμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ σχετικὰ μὲ ἐμᾶς»;


«Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς λέγουν, ὅτι οἱ περιστάσεις τῆς ζωῆς μᾶς τὸ δείχνουν αὐτό· καὶ μὲ πίστι μποροῦμε νὰ ἐρωτήσουμε κάποιον Γέροντα ἤ κάποιον σοφὸ ἄνθρωπο, καὶ κατόπιν νὰ ἀκολουθήσουμε τὶς κλίσεις τῆς καρδιᾶς μας. Προσεύχου τρεῖς φορὲς στὸν Κύριο νὰ σοῦ δείξη τὸ θέλημά Του, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Σωτῆρας προσευχήθηκε στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆς, καὶ ὅπου κλίνει ἡ καρδιά, πήγαινε πρὸς τὰ ἐκεῖ».


(*) Μετάφρασις ἀπὸ τὰ ἀγγλικά: “Orthodox
Life”, No 4/1989, pp. 38-40: “Upon the
Heights of the Spirit – Doers of the Jesus
Prayer in Monasteries and in the World (Private
Memoirs and Encounters) by Sergei Bolshakoff
– Hieromonk Dorotheus of Konevits”. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου