Σάββατο 7 Ιουλίου 2018

O ΘΕΟΣ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΙΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΑΣ.

Η ακτινογραφια της καρδιας

«Ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;» (Ματθ. 9,4)

ΠΑΘΗ ΑΜ.

Γιατί πάσχει καὶ ὑποφέρει ἡ ἀνθρωπότης; Νά, ἀγαπητοί μου, ἕνα σοβαρὸ ἐρώτημα.
Ἂν σ᾽ ἕνα ψευτοδιανοούμενο τοῦ αἰῶνος μας, ποὺ φαντάζεται ὅτι τὰ ξέρει ὅ­λα, ποῦμε χω­ρὶς περι­στροφὲς ὅτι ἡ βαθύτερη αἰτία αὐτῆς τῆς πρωτοφανοῦς ἀναταραχῆς εἶ­νε ἡ καταπάτησι ἀπὸ ἄτομα καὶ ἔθνη τοῦ ἠ­θικοῦ νόμου, ἡ ἀποστασία ἀπὸ τὸ Θεό, μὲ μιὰ λέξι ἡ ἁμαρτία, κι ὅτι τὸ φάρμακο τῆς θεραπεί­ας τοῦ κακοῦ εἶ­νε ἕνα· ἡ ἀναστήλωσι τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν μέσα στὶς ψυχὲς, τῶν σπασμένων πλα­­κῶν τοῦ νόμου, ἡ ἐπιστροφὴ τῶν ἀ­σώτων στὸν οὐράνιο Πατέρα, μὲ μία λέξι ἡ μετάνοια, οἱ ψευτοδιανοούμενοι δὲν θὰ μᾶς πιστέψουν. Ἀλλοῦ
βλέπουν αὐ­τοὶ τὶς αἰ­τίες τοῦ κακοῦ! Καὶ ἂν κατεβοῦμε χαμηλότε­ρα καὶ τολμήσουμε νὰ ὑποδείξουμε σ᾽ ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο φουσκωμένο ἀπὸ τὴ γνῶ­σι, ὅτι εἶνε κι αὐτὸς ἁμαρτωλός, ὑπόλογος ἀ­πέναν­τι στὸ Θεὸ καὶ σὲ ἀνθρώπους, ὅτι ἔχει κι αὐ­τὸς ἀνάγκη μετανοίας, ὤ τότε, θὰ σηκω­θῇ καὶ μὲ ὀργὴ θὰ μᾶς ἀπαν­τήσῃ· Ἐγὼ ἁμαρτωλός; καλύτερος χριστια­νὸς ἀπὸ μένα δὲν ὑ­πάρχει· δὲν σκότωσα, δὲν ἔκλεψα, δὲν…· γιατί ἔχω ἀνάγκη ἐγὼ ἀπὸ μετάνοια;…
Ἀλλοίμονο! Πόσο ἀπατᾶται ὁ ἄνθρωπος, ἂν νομίζῃ ὅτι ἡ τυχὸν ἀποχὴ ἀπὸ ὡρισμένες ἐξωτε­ρι­κὲς ἐκ­δηλώσεις τοῦ κακοῦ μᾶς δίνει τὸ δικαί­ωμα καὶ νὰ καυχώμαστε πὼς εἴμαστε ἐν τάξει!
Ἀγνοοῦμε δυστυχῶς τὸ βάθος τοῦ Χριστι­ανισμοῦ, γιατὶ δὲν ἀνοίγουμε τὸ Εὐαγγέλιο. Ἂν αὐτὸς ποὺ καυχᾶται γιὰ τὴν ἄ­ψογη ζωή του καθρεφτιζόταν στὸ Εὐαγγέλιο, ἔν­τρομος θὰ ἔ­σπευδε νὰ ὁμολογή­σῃ· «Κύριε, εἶ­μαι κ᾽ ἐγὼ ἁ­μαρτωλός, μοιάζω μὲ τὸν παρά­λυτο ποὺ θεράπευσες». Ἀλλὰ ποῦ αὐτὴ ἡ συναίσθησι; ποιός βάζει τὸν ἑαυτό του στὴ θέσι τοῦ παραλύτου;
* * *
«Εἶμαι ὁ καλύτερος ἄνθρωπος», λένε πολλοί, «δὲν ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ κηρύγματα μετανοίας». Ἀλλὰ τέτοιο φρόνημα εἶχαν καὶ οἱ γραμματεῖς. Μελετοῦσαν τὸ Μωσαϊκὸ νόμο, τηροῦ­σαν τὶς δι­ατάξεις, στὶς ὁ­ποῖες προσ­έ­θεταν καὶ ἄλλα δικά τους «μή». Στὰ μάτια τοῦ λαοῦ φαί­νονταν ἅ­γιοι· δὲν ἦταν ὅ­μως. Τοὺς συνέ­λαβε ἐπ᾿ αὐτοφώ­ρῳ νὰ ἁμαρτάνουν ὁ φακὸς τοῦ Κυρίου. Πότε; Σὲ μία στι­γμὴ ποὺ αὐτοὶ οὔ­τε ἔ­κλεβαν οὔτε σκό­τωναν οὔτε καμμιὰ ἄλ­λη ποινικῶς κολάσιμη πρᾶξι ἔκαναν, ἀλλ᾿ ἀμίλητοι, σοβαροί, ἔδιναν τὴν ἐντύπωσι ἁγίων. Σὲ μία τέτοια στι­γμή, ὁ Κύριος τοὺς ἀπευθύνει τὴν τρομακτικὴ ἐρώτησι· «Ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖ­σθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑ­μῶν;», γιατί μέσα σας σκέπτεστε πονηρά; (Ματθ. 9,4).
Μπορεῖτε νὰ φαντασθῆτε τὴν ταραχή τους τὴν ὥ­ρα ἐκείνη; Ὁ Κύριος εἶ­δε τὸ ἐσωτερικό τους, ἔκανε μυστι­κὴ ἀκτινογραφία, καὶ βρῆκε ὅτι ἡ καρδιά τους ἦ­ταν γεμάτη ἀπὸ ἠ­θικὴ κοπριά, λογισμοὺς πονηροὺς ποὺ γεννᾷ τὸ πάθος τοῦ φθόνου. Ἐνῷ δηλαδὴ ἐκεῖνος θεράπευε τὸν πα­ράλυ­το, ἐλευθέρωνε ἕναν αἰχμάλωτο τοῦ σατα­νᾶ καὶ ὅλοι χαίρονταν, οἱ γραμματεῖς στενοχω­ροῦνταν γιὰ τὴ δόξα του· σκέπτονταν πῶς νὰ τὸν διαβάλουν, πῶς νὰ συκοφαντήσουν τὸ ἔργο του. Ἡ φθονε­ρὴ καρδιά τους γινόταν σκοτεινὸ ἄν­τρο μηχανορραφιῶν, ποὺ κατέληξαν κατόπιν στὸ δρᾶμα τοῦ Γολγο­θᾶ. Ὁ Ἰησοῦς δικάστη­κε, καταδικάστηκε καὶ σταυρώθηκε πρῶτα μέσα στὶς καρδιὲς τῶν φαρισαί­ων. «Καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐ­τῶν εἶπεν· Ἵνα τί ὑμεῖς ἐν­θυμεῖσθε πονη­ρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;».
* * *
Ἀλλ᾿ ὁ ἔλεγχος αὐτὸς τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ βάλῃ κ᾽ ἐμᾶς σὲ ἀνησυχία. Δὲν σκεπτόμα­στε κ᾽ ἐμεῖς τὸ κακό, ὅπως τότε οἱ γραμματεῖς; Δὲν εἴ­μαστε κ᾽ ἐμεῖς πολλὲς φορὲς γεμᾶτοι πονη­ρὲς σκέψεις; Δυστυχῶς! Ἀποφεύγοντας, ὅ­πως οἱ γραμματεῖς, ὡρισμένες ἐξωτερικὲς πρά­ξεις, ἀ­πὸ ντροπὴ μᾶλλον στοὺς ἀνθρώπους παρὰ ἀπὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, νομίζουμε πὼς εἴ­μαστε ἐν τάξει. Ταλαίπωροι ἐ­μεῖς! Φρουροῦμε σπίτια, ἀσφα­λίζουμε καταστήμα­τα καὶ ἀπο­θῆκες, βάζουμε περίφραξι σὲ κτήματα, ἀλλ᾿ ἀ­φήνουμε ἀφύλαχτο τὸ πολυτιμότερο ἀπ᾽ ὅλα, τὴν καρδιά μας. Ἔτσι εἰσέρχονται οἱ λῃσταί, οἱ πονηροὶ διαλογισμοὶ δηλαδή, ποὺ θ᾽ ἀναστατώσουν τὸν ψυχικό μας κόσμο, θὰ κλέψουν τὰ τιμαλφῆ μας, θὰ σφάξουν καὶ θ᾽ ἀ­φανίσουν.
Ἡ καρδιά μας! Αὐτὴ κατὰ τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖ­νο εἶνε «ἡ θάλασσα ἡ μεγάλη καὶ εὐρύχωρος, ἐκεῖ ἑρπετά, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός, ζῷα μικρὰ μετὰ μεγάλων» (Ψαλμ. 103,25). Ἐκεῖ γιὰ πρώ­τη φορά, στοὺς σκοτεινοὺς θαλάμους της, ἐκτελοῦμε νοερὰ ὅλα τὰ ἁμαρτήματα καὶ ἐγ­κλήματα. Ἐκεῖ σχεδιάζουμε τὸ κακό· καὶ κλέβουμε καὶ φονεύουμε καὶ πορνεύουμε καὶ ἐκδικούμεθα τοὺς ἐχθρούς μας. Κανένα μάτι ἀνθρώπου δὲν μᾶς βλέπει γιὰ νὰ πῇ «Ἄλτ! Τί κάνετε τὴ στιγμὴ αὐ­τή;». Κι ἀλλοίμονο οὔτε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τὸ λέμε στὸν ἑαυτό μας. Ζοῦμε ὧρες ὁλόκληρες συν­­ομιλώντας μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀγκαλιάζοντάς την ἡδονικὰ. Ἀνάγλυφη εἰκόνα ἐκείνου ποὺ ἁ­μαρτάνει μέσα στὴν καρδιά του δίνει ὁ Μέγας Βασίλειος στὴν περίφημη ὁμιλία του στὸ «Πρόσ­εχε σεαυτῷ»· σᾶς συνιστῶ νὰ τὴ βρῆτε καὶ νὰ τὴ μελετᾶτε· ἔχει βαθειὲς παρατηρήσεις.
Ὦ καρδιά, καρδιὰ ἀφύλαχτη! Ἐνῷ οἱ ἄν­θρω­ποι δὲν δίνουν σημασία στὸ ἐσωτερικό σου, τὸ ὁποῖο ἀφήνουν νὰ μολύνεται μὲ ὅλες τὶς ἀ­καθαρσίες τῶν διαλογισμῶν, ἐν τούτοις στὶς ἐ­ξωτερικὲς κοινωνικὲς σχέσεις προσπαθοῦν νὰ ἐμφανίζωνται ἄψογοι, μὲ κάθε κανόνα κα­λῆς συμ­περιφορᾶς· ἔχουν τὸ μειδίαμα στὰ χείλη, ἀλλὰ τὴ μοχθηρία στὴν καρδιά· εἶνε μιὰ ὡραία μαρμάρινη πλάκα, ποὺ καλύπτει ἕ­να σωρὸ «ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας» (Ματθ. 23,27). Πρόβατο ἐξωτερικά, λύκος ἐσωτερικά· δαίμονας μὲ προσωπεῖο ἀγγέλου!
Ἀπατοῦμε καὶ ἀπατώμεθα. Δίνουμε τὸ λόγο μας, συντάσσουμε συμβόλαια, βάζουμε ὑπογρα­φές, ὑποσχόμαστε αἰώνια ἀγάπη, συμφιλίωσι καὶ εἰρήνη, ἀλλὰ σ᾽ ὅλα αὐτὰ δὲν ὑπάρχει στα­θερότης, εἰλικρίνεια· ἡ καρδιὰ εἶνε ἄ­στατη, πονηρή, πολὺ διεφθαρμένη. Ἀπὸ τέτοια καρδιά, ποὺ μοιάζει σὰν κλουβὶ μὲ ἀτίθα­σα θηρία, θά ᾽ρθῃ στιγμὴ ποὺ τὰ θηρία αὐ­τά, τὰ πάθη, θὰ κάνουν ἔξοδο, θὰ σπάσουν τὰ κάγκελλα, θὰ πη­δήσουν μαινόμε­να στὸ στίβο καὶ θὰ αἱματοκυλή­σουν πάλι τὴν ἀνθρω­πότητα. Ποιός θὰ μπορέ­σῃ νὰ τὰ μαζέ­ψῃ πάλι στὸ κλουβί; «Ἂν δὲν ἀλ­λάξῃ ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ὁ πόλεμος δὲν θὰ κα­ταργηθῇ»· αὐ­τὸ δήλωσε στοὺς δη­μοσιογράφους ἕνας στρατη­γὸς, ὅταν ὑ­πεγράφετο ἡ συν­θηκο­λόγησι Ἰαπωνίας καὶ Ἀμε­ρικῆς στὸ θωρηκτὸ «Μισ­σούρι». Ἀλλὰ ποιός, παρακαλῶ, θὰ ἀλ­λάξῃ τὴν καρδιά; ποιός θ᾽ ἀ­φαιρέσῃ τὴν παλιά, τὴ μαύρη καρδιά, καὶ θὰ δώ­­σῃ τὴ νέα, τὴ λευκή; Ποιός ἄλλος παρὰ Ἐκεῖνος ποὺ διὰ τοῦ προφήτου Ἰεζεκιὴλ ὑποσχέθηκε καὶ εἶπε· «Καθαριῶ ὑ­μᾶς, καὶ δώσω ὑμῖν καρδίαν καινήν» (Ἰεζ. 36,25-26).
Ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου! νά ἡ μυστικὴ πυρι­τιδαποθήκη τῶν πολέμων. Νά γιατί ὁ Κύρι­ος εἶ­πε· «Ἐκ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογι­σμοὶ πο­νηροί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδο­μαρτυρίαι, βλασφημίαι» (Ματθ. 15,19). Σύμ­φωνα μὲ τὰ ἀδιάψευστα λόγια του, ἡ ἠ­θικὴ σῆ­ψι ἀρχίζει μὲ τὶς πονηρὲς σκέψεις. Ἂς τὸ καταλάβουμε· οἱ σκέψεις αὐτὲς εἶνε ὅ,τι γιὰ τὴν πυρκαϊὰ τὸ πρῶ­το ἔναυσμα, ὅ,τι γιὰ τὸ δάσος τὸ σκουλήκι. Θαυ­μάζεις ἕνα πελώριο δέν­τρο. Ἀλλὰ ὁ γεωπόνος βεβαιώνει ὅτι δὲν ἔχει ζωή, γιατὶ στὸν κορμό του μπῆκαν σκουλήκια. Δὲν κρατοῦν πριόνια καὶ τσεκούρια, ἐργάζον­ται ὅμως μέρα – νύχτα, ἀπο­μυζοῦν τὸ χυμό, καὶ μιὰ μέρα τὸ δέντρο θὰ ξεραθῇ. Γι᾿ αὐτὸ ἀκοῦς τὸ γεωπόνο καὶ λέει· «Ἂν ἀγα­πᾶτε τὸ δέν­τρο, ἐξοντῶστε τὰ σκουλήκια»! Ὅ,τι εἶνε γιὰ τὸ δέντρο τὰ σκουλήκια, εἶνε γιὰ τὴν καρδιὰ οἱ κακοὶ λογισμοί. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Κύριος λέει· «Ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;».
* * *
Στὴν καρδιὰ ἂς στραφοῦμε, ἀδελφοί. Ἡ πο­νηρὴ σκέψι εἶνε κάτι τρομερό. Γιὰ τὴν ἐξωτε­ρικὴ ἁμαρτία ἀπαιτοῦνται καὶ χρόνος καὶ τόπος καὶ συνθῆκες κατάλληλες καὶ ἄλλα πρόσωπα συνεργά· γιὰ τὴν ἐσωτερικὴ ἁμαρτία δὲν ὑ­πάρ­χουν ἐμπόδια. Ἀστραπιαῖες οἱ κινήσεις. Γι᾽ αὐ­τὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα προτρέπει· «Υἱέ μου, πάσῃ φυλακῇ τήρει σὴν καρδίαν» (Παροιμ. 4,23). Μὲ ἄ­γρυπνη προσοχὴ καὶ θερμὴ προσ­ευχὴ νὰ κατα­καίουμε τὶς πονηρὲς σκέψεις, αὐ­τὰ τὰ «βδελύ­γματα τῆς ἐρημώσεως» (πρβλ. Δαν. 9,27 = Ματθ. 24,15. Μᾶρκ. 13,14) τοῦ ἐ­σωτερικοῦ μας κόσμου. Ὦ Κύριε, «καρδίαν κα­θαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐ­θὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου» (Ψαλμ. 50,12).
Ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς εἶνε ὁ μεγάλος ἀ­γώνας τοῦ Χριστιανοῦ. Ἀλλὰ καὶ τὸ βραβεῖο εἶ­νε μεγάλο. Τὸ ἀνώτερο παράσημο στὴν Ἀγ­γλία, λένε, ποὺ ἀπονέμεται σὲ λίγους, εἶνε τὸ παρά­σημο τῆς περικνημῖ­δος· καὶ στὴν ταινία του ἀναγρά­φεται· «Εὐτυχὴς ἐκεῖνος ποὺ δὲν σκέ­φθηκε τὸ πονηρό». Ἀλλὰ τί εἶνε τὸ πα­ράσημο αὐτὸ μπρο­στὰ στὸ ἄφθαρτο ἐ­κεῖνο βραβεῖο ποὺ ὁ Καρδιο­γνώστης θ᾽ ἀπονείμῃ τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ὅταν «τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων θὰ κριθοῦν κατὰ τὸ εὐαγγέλι­ον» (῾Ρωμ. 2,16), σ᾽ ἐκείνους ποὺ θά ᾽χουν φυ­λάξει τὴν καρδιά τους καθαρὴ καὶ θὰ κριθοῦν ἄ­ξιοι τοῦ θείου μακαρισμοῦ «Μακάριοι οἱ καθα­ροὶ τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. 5,8)!
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
῾Ραδιοφωνικὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε ἀπὸ τὸν Σταθμὸ Λαρίσσης τὸ 1949.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου