«Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ» (Ματθ. 9,27)
ΑΚΟΥΣΑΤΕ,
ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Τί εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο; Τὸ πιὸ
ὡραῖο βιβλίο τοῦ κόσμου. Χαλίκια εἶνε τὰ ἄλλα βιβλία, διαμάντι εἶνε
αὐτό. Ὅπου διαβάζεται καὶ ἐφαρμόζεται τὸ Εὐαγγέλιο, ἐκεῖ ὑπάρχει
ἀσφάλεια. Ὅπου ὑπάρχει Εὐαγγέλιο, διάβολος δὲν πατάει.
* * *
Τί λέει τὸ εὐαγγέλιο; Λέει, ὅτι
σὲ κάποια πόλι ἤτανε δυὸ δυστυχεῖς ἄνθρωποι. Δυστυχεῖς, διότι δὲν εἶχαν
ὑγεία· ἤτανε τυφλοί, εἶχαν χάσει τὸ φῶς τους. Ζούσανε μέσα σ᾿ ἕνα
σκοτάδι. Δὲν μποροῦσαν νὰ διακρίνουν πότε τελειώνει ἡ νύχτα κι ἀρχίζει ἡ
μέρα.
Ἡ ὑγεία εἶνε σπουδαῖο ἀγαθό, ἀνεκτιμήτου ἀξίας. Ἐὰν σ᾿ ἕνα
τυφλὸ πῇς «ποιό ἀπὸ τὰ δυὸ προτιμᾷς, ἕνα πουγγὶ λίρες ἢ νὰ δῇς τὸ φῶς
σου;», ἐκεῖνος ἀσφαλῶς θὰ προτιμήσῃ νὰ δῇ τὸ φῶς. Πρέπει νὰ χάσῃ κανεὶς
τὴν ὑγεία, γιὰ νὰ ἐκτιμήσῃ τί εἶχε. Γι᾿ αὐτὸ νὰ εμεθα εὐγνώμονες στὸ
Θεό.
Ἐν τούτοις ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἀχάριστος· ἕνα εὐχαριστῶ δὲ᾿ λέει
στὸ Μεγαλοδύναμο. Τὸ σκυλί, ἕνα κόκκαλο τοῦ δίνεις καὶ κουνάει τὴν οὐρά
του, σὰν νὰ σοῦ λέῃ· Ἀφεντικό, σ᾿ εὐχαριστῶ! Κι ὁ ἄνθρωπος; Ὄχι
εὐχαριστῶ δὲ᾿ λέει, ἀλλὰ καὶ βλαστημάει μέρα – νύχτα Χριστό, Θεό,
ἁγίους, ὅλα τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια.
Οἱ δυὸ τυφλοὶ λοιπὸν ἦταν δυστυχεῖς. Στέκονταν σ᾿ ἕνα
σταυροδρόμι, φώναζαν στοὺς διαβάτες καὶ περίμεναν βοήθεια. Ἦταν φτωχοί,
δὲν μποροῦσαν νὰ δουλέψουν. Ἀλλά, μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια ὑπομονῆς καὶ μέσα
στοὺς χιλιάδες περαστικούς, νά καὶ Ἕνας! Ὦ Θεέ μου αὐτὸς ὁ Ἕνας! Εἶνε
ἐκεῖνος ποὺ εἶπε τὰ ὡραιότερα λόγια κ᾿ ἔκανε τὰ μεγαλύτερα θαύματα. Ὅπου
ἄγγιζε τὸ ἅγιό του χέρι τυφλοὶ ἔβρισκαν τὸ φῶς τους, κουφοὶ ἄκουγαν,
παράλυτοι σηκώνονταν ἀπ᾿ τὰ κρεβάτια, δαιμονιζόμενοι ἀπαλλάσσονταν ἀπὸ
τὰ δαιμόνια, νεκροὶ ἀνασταίνονταν ἀπὸ τοὺς τάφους. Ποιός εἶνε αὐτός; Ὁ
Χριστός! Τ᾿ ὄνομά του εἶνε τὸ γλυκύτερο ὄνομα στὸν κόσμο. Ἀκοῦς τὸ ὄνομα
τοῦ παιδιοῦ σου, τῆς γυναίκας σου, τοῦ συγγενοῦς σου, καὶ συγκινεῖσαι·
ἀκοῦς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, καὶ ―ἀλλοίμονο!― δὲν συγκινεῖσαι. Εἶσαι
ἀγνώμων καὶ ἀχάριστος. Χριστός, ὄνομα γλυκύ, φωτιὰ ἀνάβει στὶς εὐγενεῖς
καρδιές. Ἀλλὰ σήμερα οἱ καρδιὲς εἶνε κρύες, μπούζι, Βόρειος Πόλος· δὲν
αἰσθάνονται πλέον τὴν ἕλξι καὶ ἀγάπη πρὸς τὸ Χριστό.
Ὁ Χριστός, λοιπόν, ἐρχόταν. Οἱ δύο τυφλοὶ ἀκοῦνε θόρυβο. ―Τί
συμβαίνει; ρωτοῦν. ―Ὁ Χριστὸς περνάει, τοὺς ἀπαντοῦν. ―Ὁ Χριστός;
Μοναδικὴ εὐκαιρία! Νά, εἶπαν μέσα τους, αὐτὸς θὰ μᾶς κάνῃ καλά. Καὶ τότε
φώναξαν δυνατά· «Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ» (Ματθ. 9,27). Εἶπαν, δηλαδή,
αὐτὸ ποὺ λέμε κ᾿ ἐμεῖς στὴν ἐκκλησία. Ἂν προσέξετε, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ
ἀρχίζει ἡ θεία λειτουργία μέχρι τὸ τέλος, πάνω ἀπὸ 50 φορὲς λέμε τὸ
«Κύριε, ἐλέησον». Ἀλλ᾿ ἐμεῖς τὸ λέμε χωρὶς συναίσθησι. Πόση διαφορὰ
ὑπάρχει ἀνάμεσα στὸ δικό μας «Κύριε, ἐλέησον» καὶ στὸ «ἐλέησον» ποὺ
εἶπαν αὐτοί! Ὁ Χριστὸς τοὺς ἐρωτᾷ· ―Πιστεύετε, ὅτι ἐγὼ μπορῶ νὰ σᾶς κάνω
καλά; ―«Ναί, Κύριε» (ἔ.ἀ. 9,28), καμμιά ἀμφιβολία δὲν ἔχουμε,
πιστεύουμε ἑκατὸ τοῖς ἑκατό, ὅτι ἐσὺ μπορεῖς νὰ μᾶς κάνῃς καλά. Καὶ τότε
ὁ Χριστὸς ἔβαλε τὸ ἅγιο χέρι του πάνω στὰ κλεισμένα μάτια τους, καὶ ―ὤ
τῶν θαυμάτων σου, Ἰησοῦ Χριστέ!― τὰ μάτια ἄνοιξαν. Καὶ οἱ τυφλοὶ εδανε
ἥλιο, φεγγάρι, ἀστέρια, δέντρα, ποτάμια, λίμνες…, ὅλο τὸν ὡραῖο κόσμο.
Ἦταν ὅλο χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι. Πέσανε στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν
εὐχαριστοῦσαν. Καὶ μολονότι ὁ Χριστὸς εἶπε νὰ μὴν ποῦν σὲ κανένα τίποτα,
αὐτοὶ γίνανε σάλπιγγες καὶ διεκήρυξαν παντοῦ τὸ θαῦμα του.* * *
Αὐτό, ἀγαπητοί μου, μὲ λίγα
λόγια εἶνε τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Τί μᾶς διδάσκει; Πολλά. Ἀλλ᾿ ἐγὼ ἀπ᾿
ὅλα ἐπιθυμῶ νὰ κρατήσουμε τὸ ἑξῆς. Επανε οἱ δύο τυφλοὶ τὸ «Κύριε,
ἐλέησον». Ἄχ νὰ λέγαμε κ᾿ ἐμεῖς τὸ «Κύριε, ἐλέησον» ὅπως ἐκεῖνοι! Ὅπως
τὸ λέμε τώρα, δὲν γίνεται τίποτα. Τὸ ψάλλει ὁ ψάλτης, τὸ λέει ὁ παπᾶς,
μὰ τὸ κορμί μας μόνο εἶνε ἐκεῖ· ἡ ψυχή μας εἶνε ἔξω. Εμαστε παρόντες
μόνο σωματικῶς· ψυχικῶς βρισκόμαστε μακριά. Πῶς καταντήσαμε, ἀγαπητά μου
ἀδέρφια! Φύγαμε ἀπὸ τὴν ὡραία μας θρησκεία, ἀφήσαμε τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλὰ
καὶ αἰώνια πράγματα. Ἄλλοτε οἱ ὀρθόδοξοι, καὶ ὑπὸ ἀντιχριστιανικὰ
καθεστῶτα, λέγανε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» καὶ κλαίγανε ὅλοι, μικροὶ καὶ
μεγάλοι. Τό ᾿λεγαν μὲ πίστι, ὅπως οἱ τυφλοὶ τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου.
Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» ἔχει μεγάλη δύναμι.
Τελειώνω, ἀγαπητοί μου, μὲ κάτι ποὺ εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ
Αἰτωλός. Ἦταν, λέει, σ᾿ ἕνα βουνό, ἕνας τσοπάνος. Μιὰ μέρα λέει στὸν
πατέρα του· Βαρέθηκα νὰ φυλάω πρόβατα, θὰ φύγω· θέλω νὰ γίνω βασιλιᾶς,
ν᾿ ἀπολαύσω κ᾿ ἐγὼ τ᾿ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου… Καὶ παρὰ τὶς συμβουλὲς τοῦ
πατέρα του ἄφησε τὸ μαντρὶ κ᾿ ἔφυγε. Στὸ δρόμο συνάντησε μιὰ σπηλιά,
ὅπου κατοικοῦσε ἕνας μάγος. Μπῆκε μέσα, πλησίασε τὸ μάγο, καὶ τοῦ λέει·
―Ἐγὼ ἄφησα τὸ μαντρὶ καὶ θέλω νὰ γίνω βασιλιᾶς. Τί πρέπει νὰ κάνω; ―Θὰ
σοῦ πῶ, ἀλλὰ θὰ μ᾿ ἀκούσῃς; θὰ κάνῃς ὅ,τι σοῦ πῶ; ―Βεβαίως, λέει,
πρόθυμος εἶμαι. ―Λοιπὸν θὰ πάρῃς αὐτὸ τὸ χαρτί, θὰ πᾷς στὸ νεκροταφεῖο
τὰ μεσάνυχτα, κι ὅταν τὸ ρολόι χτυπήσῃ δώδεκα θὰ τὸ ῥίξῃς πάνω στὰ
μνήματα. Ἀλλὰ ὅ,τι γίνῃ μὴ φοβηθῇς. ―Δὲ᾿ φοβᾶμαι τίποτα. Πῆρε τὸ μαγικὸ
χαρτὶ καὶ τὰ μεσάνυχτα, πού ᾿ταν ἡσυχία, νάτος ὁ τσοπάνος στὰ μνήματα.
Ὅταν σήμανε δώδεκα, ῥίχνει τὸ χαρτὶ πάνω στὰ μνήματα. Ὤ Θεέ μου τί
ἔγινε! Ἦρθαν οἱ δαίμονες καὶ οὔρλιαζαν σὰν χίλιοι λύκοι καὶ τσακάλια,
λιοντάρια καὶ τίγρεις· ἐσείετο ἡ γῆ. Τρόμος καὶ φόβος τὸν κατέλαβε. Τότε
θυμήθηκε τὴ γιαγιά του ―μεγάλο πρᾶγμα ἡ γιαγιά―, ποὺ ὅταν τὸν εἶχε στὰ
γόνατα τοῦ ᾿λεγε· Παιδάκι μου, ὅταν δῇς κίνδυνο, γονάτισε κάνε τὸ σταυρό
σου καὶ πὲς τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Γονάτισε λοιπόν, ἔκανε τὸ σταυρό του
καὶ εἶπε μὲ δάκρυα «Κύριε, ἐλέησον». Ἀμέσως οἱ δαίμονες σκορπίσανε. Τὸ
πρωῒ πῆγε στὴ σπηλιὰ τοῦ μάγου. ―Τί ἔγινε; λέει. ―Ἔρριξα τὸ χαρτί, μὰ οἱ
δαίμονες χάλασαν τὸν κόσμο· τέτοιο πρᾶγμα δὲν ξανάκουσα. ―Καὶ τί
ἔκανες; ―Φοβήθηκα, ἔκανα τὸ σταυρό μου, εἶπα «Κύριε, ἐλέησον», καὶ
φύγανε τὰ δαιμόνια. ―Βρὲ βλάκα, δὲν ξέρεις πὼς ὁ σταυρὸς διώχνει τὰ
δαιμόνια; Τώρα τί νὰ σὲ κάνω; ―Θέλω νὰ γίνω βασιλιᾶς. ―Ἀφοῦ ἐπιμένεις,
θὰ σοῦ πῶ κάτι ἄλλο. Θὰ πᾷς κάτω στὸ χωριό, θὰ βρῇς ἕνα μωρὸ στὴν
κούνια, καὶ θὰ τὸ σφάξῃς. ―Θὰ τὸ σφάξω; ―Θὰ τὸ σφάξῃς καὶ θὰ μοῦ φέρῃς
τὸ αἷμα του· τὸ χρειάζομαι γιὰ τὰ μάγια. (Καὶ σήμερα οἱ σατανισταὶ
σφάζουν μικρὰ παιδιά). Ὁ τσοπάνος νίκησε τοὺς δισταγμούς, βρίσκει ἕνα
παιδὶ μόνο του στὴν κούνια, τὸ ἁρπάζει, τὸ σφάζει σὰν ἀρνάκι, παίρνει τὸ
αἷμα του καὶ τὸ φέρνει στὴ σπηλιά. Τοῦ λέει ὁ μάγος· ―Πάρε τώρα τὸ
χαρτὶ καὶ πήγαινε πάλι στὰ μνήματα. Πῆγε, καὶ στὶς δώδεκα ἡ ὥρα πετάει
τὸ χαρτὶ πάνω στὰ μνήματα. Ἄρχισαν πάλι οἱ δαίμονες νὰ οὐρλιάζουν.
Φοβήθηκε, γονάτισε, ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ εἶπε τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Μὰ
τίποτα· τὰ δαιμόνια δὲ᾿ φεύγανε. Τὸ εἶπε δύο, τρεῖς, δέκα, ἑκατό,
χίλιες φορές· τὰ δαιμόνια δὲ᾿ φεύγανε. Γιατί; Εἶστε ἔξυπνοι καὶ
καταλαβαίνετε. Τὴν πρώτη φορὰ τὸν ἄκουσε ὁ Θεός, γιατὶ τὰ χέρια του ἦταν
καθαρά· τὴν ἄλλη φορὰ τὰ χέρια του στάζανε αἷμα.
Ἔτσι εἶνε, ἀγαπητά μου ἀδέρφια. Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» ἔχει μεγάλη
δύναμι – πότε ὅμως; Ὅταν πιστεύῃς κ᾿ εἶσαι καθαρὸς ἀπὸ ἁμαρτίες
(πορνεῖες, μοιχεῖες κ.λπ.), ἢ ὅταν μετανοῇς καὶ ζητᾷς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ
καὶ ἐξομολογῆσαι τὶς ἁμαρτίες σου. Τότε, μιὰ φορὰ θὰ λὲς τὸ «Κύριε,
ἐλέησον», καὶ θὰ κατεβαίνουν τὰ ἄστρα ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Ναί, ἀδελφοί μου· τεραστία δύναμι ἔχει ἡ προσευχή. Ἂς λέμε
λοιπὸν ὅλοι «Κύριε, ἐλέησον» ἀδιαλείπτως. «Κύριε, ἐλέησον» γιὰ τὰ παιδιά
μας, «Κύριε, ἐλέησον» γιὰ τὶς γυναῖκες, «Κύριε, ἐλέησον» γιὰ τὸ χωριό,
«Κύριε, ἐλέησον» γιὰ τοὺς γεωργούς μας, «Κύριε, ἐλέησον» γιὰ τὴν πατρίδα
μας τὴν ἀγαπημένη, «Κύριε, ἐλέησον» γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα. Ἐλέησον τὸν
κόσμον σου, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ
πάντων τῶν ἁγίων. «Κύριε, ἐλέησον», λέω κ᾿ ἐγὼ ὁ ἐπίσκοπος γιὰ σᾶς·
πέστε κ᾿ ἐσεῖς γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ ἐπίσκοπο ἕνα «Κύριε, ἐλέησον», γιὰ νὰ
μᾶς σώσῃ ὁ Θεὸς ἐν Χριστῷ. Ἀμήν.
† Eπίσκοπος AυγουστῖνοςAπομαγνητοφωνημένη ομιλία, ἡ ὁποία ἐγινε στον ἱ. ναο Aγίας Παρασκευῆς Πισοδερίου – Φλωρίνης την 21-7-1985.
augoustinos-kantiotis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου