«Κάποτε
βρέθηκα γιά δουλειά ἔξω στήν Θεσσαλονίκη. Πῆγα σ᾿ ἕνα
ἑστιατόριο νά φάω. Ἔκανα τήν προσευχή μου καί κάθησα νά φάω.
Παραδίπλα ἦταν μιά παρέα. Μοῦ λέει κάποιος λαΐκός...
–Λοιπόν τί μᾶς παριστάνεις τώρα; Τί θέλεις νά μᾶς δείξης;
–Γιά νά μή μοῦ σταθῆ κανένα κόκκαλο στόν λαιμό, βρέ ἀδελφέ, ἀπάντησα λίγο ὀργισμένα.
»Σέ
λίγο ἀπό τό τραπέζι αὐτῆς τῆς παρέας ἀ- κούστηκε θόρυβος καί
βιαστικά κάποιον τόν ἔβγαλαν ἔξω. Ἐγώ δέν γύρισα νά
κοιτάξω. Μετά ἀπό καιρό πού ξαναβγῆκα στήν Θεσσαλονίκη μέ
συνα-
ντᾶ κάποιος κοντά στόν Λευκό Πύργο καί μέ χαιρετᾶ ρωτώντας:
–Μέ γνωρίζεις, Πάτερ;
–Ὄχι, ἀπαντῶ.
–Δέν μέ θυμᾶσαι; Ἐσύ μ᾿ ἔκανες Χριστιανό.
–Δέν σέ θυμᾶμαι.
–Θυμᾶσαι κάποτε σ᾿ ἕνα ἑστιατόριο πού ἔτρωγες καί κάποιος σοῦ εἶπε αὐτό καί αὐτό;
–Ναί, κάτι θυμᾶμαι.
–Ἔ,
ἐγώ ἤμουν. Βλέπεις ἐδῶ; Μοῦ στάθηκε ἕνα κόκκαλο στόν λαιμό
καί μοῦ ἔκαναν ἐγχείρηση γιά νά τό βγάλουν, ἐνῶ συγχρόνως μοῦ
ἔδειχνε τό λαιμό του μέ τό σημάδι τῆς τομῆς. Μετά ἀπ᾿ αὐτό καί
στήν Ἐκκλησία πηγαίνω καί ἐξομολογοῦμαι καί προσευχή κάνω.
Σ᾿ εὐχαριστῶ, Πάτερ∙ ἐσύ μ᾽ ἔσωσες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου