Τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Θωμᾶ Ἀνδρέου

Προπαραμονές Χριστουγέννων στήν Ἀθήνα τοῦ 1950. Μία μεταπολεμική Ἀθήνα, ἡ ὁποία προσπαθεῖ νά σταθεῖ ξανά στά πόδια της μετά ἀπό μία κατοχή καί ἕναν ἐμφύλιο. Ὁ κόσμος προσπαθεῖ νά ὀρθοποδήσει.

Ὅλοι σκέπτονται τά περασμένα καί δοξάζουν τό Θεό γιά τίς ἐφιαλτικές ἡμέρες πού πέρασαν. Ἐκεῖ στίς φτωχοσυνοικίες τοῦ Πειραιᾶ, ἑτοιμάζονται ὅπως ὅλος ὁ κόσμος γιά τήν μεγάλη γιορτή !

Ὁ Χριστός Γεννᾶται! Δέν ὑπῆρχαν τότε , ὅλα αὐτά τά μπιχλιμπίδια νά θυμίζουν πώς ἔρχονται Χριστούγεννα. Τά Χριστούγεννα τότε γίνονταν στίς καρδιές καί ὄχι στά σπίτια.

Μπορεῖ ὁ κόσμος νά ἦταν φτωχός , ἀλλά ἤξεραν νά γιορτάζουν μέ τήν καρδιά τους. Καί ἄν καμιά φορά θυμόνταν πώς κάτι ἔλειπε ἀπό τό σπίτι, κάμαν τό σταυρό τους καί λέγαν δόξα σοί ὁ Θεός, περάσαμε καί χειρότερα!

Σέ ἕνα τέτοιο φτωχόσπιτο ζεῖ μία γυναίκα μέ τόν ἄρρωστο ἄντρα της καί ἕνα μωρό παιδί νά μεγαλώνει . Ἔκανε πολλές θυσίες γιά νά μπορέσει νά μεγαλώσει αὐτό τό παιδί νά μήν ζήσει τήν φτώχεια καί τήν πείνα πού ἔζησαν οἱ γονεῖς τότε, στίς μαῦρες ἡμέρες πού μόλις εἶχαν περάσει.

Μπορεῖ ἡ γυναίκα νά μήν εἶχε πολλά πράγματα στό σπίτι της, εἶχε ὅμως κάτι πού τήν ξεχώριζε στήν γειτονιά της. Τήν πίστη της!

Πλησίαζε ἡ μεγάλη γιορτή. Ἔβλεπε τόν κόσμο νά ἑτοιμάζεται νά βάλει τά γιορτινά του νά κάμει Χριστούγεννα. Ἔβλεπε τόν ἄρρωστο σύζυγό της, θυμόταν πώς ἐκείνη ἔπρεπε νά συντηρεῖ σύζυγο καί παιδί , ξενοδούλευε γιά ἐλάχιστα χρήματα ἀλλά δέν τό ἔβαζε κάτω.

Ἔκανε τό σταυρό της, παρακαλώντας τόν Χριστό νά γεννηθεῖ στίς καρδιές ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί τήν δική της…

Τῆς εἶχαν μείνει ἐλάχιστα χρήματα νά περάσει τά Χριστούγεννα, ὅμως πίστεψε μέ , αὐτή ἡ γυναίκα δέν ἔχανε τό κουράγιο της, σάν νά μήν ἤξερε τί θά πεῖ ἀπελπισία…

Κτύπησε κάποιος τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ της καί ἀνοίγοντας , εἶδε τίς κυρίες τῆς γειτονικῆς ἐνορίας νά διεξάγουν μέ ἐθελοντική ἀγάπη γιά τούς πτωχούς ἔρανο , νά τραφοῦν πεινασμένοι, νά ντυθοῦν γυμνοί, νά γίνει τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς…

Οὔτε πού σκέφθηκε!

Ἄνοιξε τό συρτάρι, μάζεψε μέ μία κίνηση ὅτι εἶχε ἀπομείνει, σάν νά ξέχασε πώς ἔρχονταν Χριστούγεννα καί μέ αὐτά θά περνοῦσε ἐκείνη, ὁ σύζυγός της καί τό μικρό παιδί τους καί τά ἔδωσε ὅλα, ναί ὅλα, στίς κυρίες τῆς ἐνορίας γιά τούς πτωχούς…

Ὅταν ἡ πόρτα ἔκλεισε , ἔκανε αὐτό πού ἤξερε τόσα χρόνια νά κάνει, τόν σταυρό της, καί σιγοψιθύρισε κοιτώντας τά εἰκονίσματα : ‘’ Ἐσύ ξέρεις…’’ Ἔλα ὅμως , πού δέν ἦταν μονάχα ἡ τροφή , ἀλλά καί τά φάρμακα γιά τόν ἀνήμπορο ἄνδρα της .

Πέρασε ἡ μέρα καί τό σκοτάδι ἁπλώθηκε στή γῆ , νά ξεκουραστεῖ ἡ πλάση, νά ξαποστάσουν οἱ ἄνθρωποι ἀπό τόν κάματο τῆς μέρας. Τό φαγητό πού εἶχε ἀπομείνει τό ἔδωσε στόν ἄνδρα της πού ἦταν ἄρρωστος καί ἀνήμπορος καί στό παιδί πού ἔπρεπε νά μεγαλώσει.

Ὁ ἄνδρας της σέ κάποια στιγμή τήν ρώτησε ἄν εἶχε πάρει ἕνα φάρμακο πού χρειαζόταν καί ἐκείνη , τοῦ εἶπε πῶς τήν ἄλλη μέρα θά πήγαινε νά τοῦ τό φέρει…

Τί νά τοῦ ἔλεγε; Πώς τά τελευταῖα τους χρήματα τά εἶχε δώσει γιά τούς πτωχούς; Σάν νά ἦταν οἱ ἴδιοι πλούσιοι….

Ἔκανε τήν προσευχή της καί πρίν κοιμηθεῖ , πέρασαν ἀπό τό μυαλό της κάποια Χριστούγεννα λίγα χρόνια πρίν…

Τότε, πού ὁ ὑπέροχος λαός μας, βρέθηκε ὑπό κατοχή, μέ τήν πεῖνα νά γίνεται θάνατος πού σκορποῦσε παντοῦ, μαζί μέ τίς σφαῖρες τῶν κατακτητῶν.

Καί ἀργότερα, μετά τούς κατακτητές, χωρίς πεῖνα, ἀλλά μέ σφαῖρες , χειρότερες ἀπό αὐτές τῶν κατακτητῶν , σφαῖρες πού ἔριχνε ὁ ἕνας ἀδελφός στόν ἄλλον καί γιά μία φορά ἀκόμα σκέφθηκε πώς ἀφοῦ ζοῦσε, ὑπῆρχε ἐλπίδα.

Ξανακοίταξε τά εἰκονίσματά της, ἐπανέλαβε τήν φράση ‘’ ἐσύ ξέρεις’’ πρός τόν Χριστό πού σέ λίγες ὧρες θά γεννιόταν καί ἀποκοιμήθηκε ἡ ἴδια νηστική….

Παραμονή Χριστουγέννων στήν μεταπολεμική Ἀθήνα… Ὁ κόσμος γιορτάζει. Ἡ κυρά γιά τήν ὁποία ἀφιερώνω τοῦτες τίς ἀράδες, ἐπῆγε στήν Ἐκκλησία τῆς Ἐνορίας της νά ἀκούσει τήν Βασιλική ἀκολουθία καί γεμάτη μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ κίνησε νά φθάσει στό σπίτι της.

Φθάνοντας, –κοίταξε πῶς μιλάει ὁ Θεός!– φθάνοντας λοιπόν στό σπίτι της, τήν περίμενε ὁ ταχυδρόμος στό κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ νά τῆς δώσει μία ἐπιταγή ἀπό τήν Αὐστραλία, ἀπό τόν ἀδελφό της πού εἶχε ξενιτευτεῖ γιά μία καλύτερη ζωή στήν μακρινή Ἤπειρο καί πού ἀπό ἐκεῖ ἔστελνε ρεγάλο στήν ἀδελφή του γιά τά Χριστούγεννα…

Βλέποντας τό ποσόν τῆς ἐπιταγῆς κατάλαβε πώς μέ αὐτά τά χρήματα πού τῆς εἶχε στείλει ἐκεῖνα τά Χριστούγεννα ὁ ξενιτεμένος ἀδελφός της , θά μποροῦσε νά φθάσει μέχρι καί τά ἑπόμενα….. Ἔκανε ξανά τόν σταυρό της.

Ὅταν εἶχε πεῖ μέ τήν καρδιά της στό Χριστό ‘’ἐσύ ξέρεις’’ σίγουρα ἐκείνη δέν ἤξερε, ἤξερε ὅμως ὁ Χριστός…

Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τῆς  Μέλιας»

Ἄμβων Παγγαίου
Τριμηνιαῖο περιοδικό τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἐλευθερουπόλεως
Ἔτος 8ο  – τεῦχος 40ο
Ὀκτώβριος – Δεκέμβριος 2013

Εἰκόνα ἀπό: Pinterest

τὸ «σπιτὰκι τῆς  Μέλιας»

                                                    oikohouse.wordpress.com