Ἀρχιμανδρίτη Ἀρσένιου Κατερέλου, (Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου
Δίβρης Φθιώτιδος)
Συχνά ἔλεγε
ὁ Γέροντας Παΐσιος, ὅτι προσευχή εἶναι τό ὀξυγόνο τῆς ψυχῆς, εἶναι ἡ ζωή τῆς ψυχῆς, εἶναι
ὁ καθρέφτης τῆς πνευματικῆς προκοπῆς καί καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου. Δέν νοεῖται
πρόοδος στά πνευματικά χωρίς προσωπική βελτίωσι στήν προσευχή, ὅπου ἐκεῖ
φαίνεται ἡ πνευματική μας κατάστασις. Τόνιζε τήν ἀνιδιοτέλεια στήν πνευματική
ζωή, πρᾶγμα τό ὁποῖο φυσικά ἔχει ἀντανάκλασι καί στήν προσευχή. Ἡ προσευχή του ἔφθανε
ἕως καί τούς ἐχθρούς ὡς ἀληθής μιμητής τοῦ Χριστοῦ. Ἔλεγε ὅτι ὁ Χριστιανός
πρέπει νά ἀγκαλιάζη καί αὐτούς πού τόν μισοῦν, νά προσεύχεται καί γιά τούς
σταυρωτάς του. Ὁ ἴδιος ὁ
Γέροντας μάλιστα, μέ πολύ πόνο, κάποτε προσευχόταν νά ἐλεήση ὁ Θεός ἀκόμη καί
τούς δαίμονες. Τούς ἐλυπᾶτο, διότι διεπίστωνε τήν «πρόοδό» τους στήν κτηνωδία ἀπό
τά πλεῖστα ὅσα κακά
τά ὁποῖα προσπαθοῦσαν, ζωντανά πλέον καί ὕπουλα, νά προξενήσουν στόν Γέροντα οἱ δαίμονες. Πονοῦσε δηλαδή γιά τήν αὔξησι τῆς προσωπικῆς τους κολάσεως. Κατά τήν διάρκεια ὅμως τῆς προσευχῆς του βλέπει δαίμονα μετασχηματισθέντασέ ἕνα μακάβριο αἱμοβόρο σκυλίσιο κεφάλι νά τοῦ βγάζη σαρκαστικά καί εἰρωνικά τήν γλῶσσα του ἔξω, πολύ μακρυά, καί νά τόν κοροϊδεύη κυνικά.
τά ὁποῖα προσπαθοῦσαν, ζωντανά πλέον καί ὕπουλα, νά προξενήσουν στόν Γέροντα οἱ δαίμονες. Πονοῦσε δηλαδή γιά τήν αὔξησι τῆς προσωπικῆς τους κολάσεως. Κατά τήν διάρκεια ὅμως τῆς προσευχῆς του βλέπει δαίμονα μετασχηματισθέντασέ ἕνα μακάβριο αἱμοβόρο σκυλίσιο κεφάλι νά τοῦ βγάζη σαρκαστικά καί εἰρωνικά τήν γλῶσσα του ἔξω, πολύ μακρυά, καί νά τόν κοροϊδεύη κυνικά.
Ἔλεγε ὁ
Γέροντας, ὅτι πρέπει συνεχῶς νά εἴμαστε σέ ἐπαφή καί ἑτοιμότητα μέ τό Οὐράνιο
Κέντρο σάν καλοί στρατιῶτες καί ἀσυρματιστές τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νά πιάνωμε καθαρή
καί δυνατή ἐπαφή μέ τόν Οὐράνιο Σταθμό. Ἄς μᾶς ἐπιτραπῆ αὐτό νά τό ὀνομάσωμε Οὐράνιο
Διαδίκτυο (Θειο-νέτ), Θεο-νέτ. Γιά νά γίνη αὐτό ἀπαιτεῖται οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς
μας, κατά τόν Γέροντα πάντα, νά ἐκτελοῦν σωστά, τά ''διακονήματα'', τά ''ἐργόχειρά''
τους - λέξεις τοῦ Γέροντα αὐτές -, τίς δυνατότητές τους, δηλαδή τίς θεόθεν δοθεῖσες
σέ ἐμᾶς.
Ὅταν
κάποτε ἠρωτήθη ὁ Γέροντας «τόν Θεό τόν πλησιάζομε μέ τήν λογική ἤ μέ τήν
καρδιά;», ἀπήντησε μέ ἁπλοϊκό, παραστατικό καί σοφό λόγο: «Γιά νά πιάσωμε ἐπαφή
καί νά ἀκούσωμε ἕναν ραδιοφωνικό σταθμό χρειάζεται νά ρυθμίσωμε κατάλληλα δύο
κουμπιά. Καί τήν συχνότητα, καί τήν ἔντασι τοῦ ἤχου. Ἡ ἔντασις εἶναι ἡ λογική
καί ἡ συχνότητα εἶναι ἡ καρδιά». Χρειάζονται δηλαδή καί τά δύο, στήν ἀρχή τοὐλάχιστον.
Βέβαια,
σέ ἄλλη συνάφεια, ὁ Γέροντας, μιλῶντας πιό βαθειά, μᾶς εἶπε μεταξύ τῶν ἄλλων ὅτι:
«Τό πιό ἀνώτερο πού ἔδωσε ὁ καλός Θεός στόν ἄνθρωπο εἶναι ὁ ''νοῦς'', ἡ ''ἁγία
τριάδα'' τῆς ψυχῆς μας». Διότι, μόνον στόν νοῦ φανερώνεται ὁ Θεός, ὅπου ἑνώνεται
ἡ ἄκτιστος ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μέ τήν οὐσία τοῦ νοός μας καί προφανῶς μέ τήν
προσευχή, ὅταν ξεπαγώσουν τά ''πνευματικά λάδια'', ὅλα αὐτά τότε ἐνεργοποιοῦνται,
μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται.
Πρακτική
συνέπεια τῶν προαναφερθέντων εἶναι νά ρυθμίσωμε τόν πομπό μας στήν ἀγάπη καί
τόν δέκτη μας στήν ταπείνωσι. Μέ αὐτό ἐννοοῦσε ὁ Γέροντας ὅτι μόνον ἔτσι θά ὑπάρχη
ὀντολογική ὑπαρξιακή ζωντανή ἀνατροφοδότησις μεταξύ ἡμῶν καί τοῦ Θεοῦ.
Ποτέ ὁ
Γέροντας δέν αὐτονομοῦσε τήν προσευχή ἀπό τήν ὑπόλοιπη πνευματική ζωή. Σέ
κάποιες μάλιστα περιπτώσεις, τόνιζε τό ἑξῆς: «Ἐδῶ χρειάζεται περισσότερο
προσοχή καί λιγώτερο προσευχή». Ἔδινε μεγάλη σημασία στό ταπεινό φρόνημα καί
στούς σωστούς λογισμούς. Ἔλεγε: «Ἕνας λογισμός μπορεῖ νά ''φρακάρη'' ἤ νά
''ξεφρακάρη'' τήν εὐχή. Ὅταν δέν συγχωροῦμε ἤ δέν ζητοῦμε συγχώρησι, ἡ προσευχή
μας, ὄχι ἁπλᾶ δέν πετάει στόν οὐρανό, ἀλλά δέν ξεπερνάει σέ ὕψος καί αὐτό τοῦτο
τό κεφάλι μας». Φυσικά, ἐδῶ ὁ Γέροντας ὡμιλοῦσε μεταφορικά.
Προφανῶς,
τήν προσευχή δέν τήν ἐθεωροῦσε αὐτοσκοπό, ἀλλά ἀπαραίτητο καί διαρκές μέσο,
μαζί μέ τήν λοιπή ἄσκησι, γιά τήν ἀπέκδυσι τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἕνωσί
μας μέ τόν Θεό. Ἔλεγε περίπου τά ἑξῆς: «Νά σκεφτώμαστε τίς ἄπειρες εὐεργεσίες
τοῦ Θεοῦ, τίς ἀμέτρητες γνωστές καί ἄγνωστες ἁμαρτίες μας, παραλείψεις μας,
κλπ. Ὅλα αὐτά, μετά μᾶς προξενοῦν ταπείνωσι, καρδιακο-σωτήριο πόνο, καί ἔτσι ἡ
προσευχή δέν εἶναι τυπική, κουραστική, ἀλλά γίνεται μία διαρκής φυσική
προσωπική μας ἀνάγκη ἐπικλήσεως τοῦ θείου ἐλέους, ἀλλά καί δοξολογίας».
Αὐτό, τό
ἐθεωροῦσε πολύ ἀνώτερο ἀπό τήν ἐφαρμογή διαφόρων προσευχητικῶν τεχνικῶν, ὅπως ἀναπνοές,
σκαμνάκια, κλπ. Βέβαια, καί αὐτά ἐννοεῖται ὅτι τά ἐσέβετο, ἀλλά τά ἐθεωροῦσε ἁπλῶς
ὡς βοηθητικά μέσα γιά τήν συγκέντρωσι τοῦ νοός στήν προσευχή. Παράλληλα ὅμως, εὐκαίρως-ἀκαίρως,
ἐπεσήμαινε διαφόρους φυσικούς καί πνευματικούς κινδύνους, νά νομίζωμε δηλαδή ὅτι
τάχα κάτι σπουδαῖο ἐφαρμόζομε, ἀλλά καί ὀργανικούς ἀκόμη κινδύνους, ὅπως
πρόβλημα στήν καρδιά μας ἀπό τό σαρκικό σφίξιμο, κλπ.
Ἔλεγε
συχνά, ὅτι πρίν μετρήσωμε τά κομβοσχοίνια, νά μετρᾶμε πρῶτα τίς ἀναρίθμητες ἁμαρτίες
μας, νά διαβάζωμε ἕνα πατερικό κείμενο γιά νά ἐρχώμεθα σέ συναίσθησι, νά
ξεφεύγωμε ἔτσι ἀπό τά βιωτικά, καί νά προσέχωμε μόνο στά λόγια τῆς προσευχῆς.
Νά περιφρονοῦμε ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς λογισμούς, προσωπικούς, ἐμπαθεῖς,
δαιμονικούς, ἐξ ἀριστερῶν, ἐκ δεξιῶν, ὠφελίμους, βλασφήμους, κλπ.
Τόνιζε
τό ἑξῆς: « Νά μή παραξενευώμεθα, γιατί ἰδίως πολλές φορές κατά τήν προσευχή, ὁ ἐχθρός
δέν ἡσυχάζει. Μποροῦμε μάλιστα, ἔλεγε, νά τόν ἐκμεταλλευθοῦμε κάνοντάς τον γιά
λογαριασμό μας ἐργάτη ἄμισθο, βοηθῶντας μας ἔτσι στήν ἀδιάλειπτο προσευχή». Καί
ἐξηγούμεθα. Μᾶς ἔλεγε κάποια στιγμή γιά κάποιον ἀγωνιστή, πού ὅταν ξάπλωσε νά
κοιμηθῆ οἱ δαίμονες τοῦ ἔβαζαν αἰσχρούς λογισμούς. Ὁπότε καί ἐκεῖνος εἶπε:
«Καλά πού μέ ἐθυμίσατε». Καί ἐσηκώθηκε καί ἔκανε πολλές μετάνοιες. Καί ἐσχολίαζε
ὁ Γέροντας ὅτι, ὅταν ἔχωμε τέτοιο φρόνημα, τότε τό ταγκαλάκι - δέν εἶναι κουτό
- ὅταν βολιδοσκοπῆ, ἄς ὑποθέσωμε - τό ἔλεγε συχνά αὐτό -, ὅταν βολιδοσκοπῆ ὅτι
θά χάση τόν πόλεμο, δέν τό συμφέρει, τό ταγκαλάκι, νά δουλεύη δωρεάν καί ἀντί
γιά κακό νά μᾶς προξενῆ μάλιστα καί καλό.
Ἐπίσης, ἔδινε
μεγάλη σημασία στούς λογισμούς καί στό σωστό ὑγιές φρόνημα, στήν σωστή
πνευματική μας τοποθέτησι ἔναντι τοῦ Θεοῦ, τοῦ πλησίον, κλπ. «Ἐδῶ ἔλεγε, κι ἄν ''χάνωμε ἕνα σωρό λάδια'', καί γι᾽ αὐτό
δέν ὑπάρχουν, δυστυχῶς, πνευματικοί καρποί ».
Τόνιζε,
νά ζητᾶμε στήν προσευχή μας μόνο τό θεῖο ἔλεος, ὥστε νά μποροῦμε νά μετανοοῦμε
σωστά, θεάρεστα, ὥστε νά συγχωρηθοῦμε γιά νά μπορέσωμε ἔτσι νά γνωρίσωμε
καλύτερα καί εἰς βάθος τά χάλια τοῦ ἑαυτοῦ μας. «Μόνο ἔτσι, ἔλεγε, ὁ Θεός θά σοῦ
δώση, εὐλογημένε, τήν Χάρι Του, καί ὅ,τι ἄλλο χρειάζεται γιά τήν σωτηρία τήν
δική σου καί τοῦ πλησίον». Ἄν δέν σιχαθοῦμε κατά Θεόν, δηλαδή χωρίς ἴχνος ἀπελπισίας,
τόν ἑαυτό μας, συνεχῶς θά ἔχωμε νέες κρυφές καί φανερές πτώσεις. Φυσικά, αὐτή ἡ
κατάστασις νοηματοδοτεῖται διαφορετικά ἀπό τήν κατάστασι τῶν ἀρχαρίων μέχρι τῶν
τελείων, πού φυσικά δέν ἔχει τελειωμό.
Ἔλεγε ὁ
σύγχρονος ὅσιος πατήρ: «Εἶμαι ἕνα κονσερβοκούτι, πού ἐπειδή καμμιά φορά ἀντανακλᾶται
σέ αὐτό τό ἡλιακό φῶς, νομίζετε ὅτι εἶμαι ἥλιος». Ἄλλες φορές ἔλεγε, καί τό ἐννοοῦσε
100%, τό ἑξῆς: «Εἶμαι τενεκές ξεγάνωτος».
Ἔλεγε ἐπίσης
γιά κάποιον μοναχό μέ ἀρκετή ἄσκησι, ὁμολογουμένως, καί καλή φήμη: «Νά βράσω τά
κομποσχοίνια πού κάνει...» Κάτι ἀρνητικό θά ἔβλεπε σ᾽ αὐτόν ὁ Γέροντας... Γι᾽ αὐτό
καί πολλές φορές ἐπεσήμαινε ὅτι δέν πρέπει νά κάνωμε μία ξερή, ἄγευστη ἄσκησι ἐπιδιώκοντας,
φανερά ἤ κρυφά, θεῖες ἐμπειρίες, φῶτα, χαρίσματα, προφητεῖες, κλπ. Κάποιοι
τόνιζε, αὐξάνουν τά κομβοσχοίνια, ἐφαρμόζουν ἐξωτερική ἐπιδερμική ἀκρίβεια σέ
διάφορα τυπικά, χωρίς φυσικά νά φταῖνε τά τυπικά - κάθε ἄλλο -, νομίζοντας
ματαίως ὅτι ἐφαρμόζουν πιστά τά φιλοκαλικά κείμενα. Μέ μία λέξι, ἄμεσα-ἔμμεσα αὐτολιβανίζονται,
αὐτοπροβάλλονται, αὐτοαγιάζονται. Ὅταν δέ τυχόν ἔλθουν καί οἱ ἔπαινοι τῶν εὐλαβῶν,
ἀθώων, ἀφελῶν, εὐλαβοπαθῶν, ἀπείρων, φαντασιοπλήκτων, ψυχοπαθῶν, πονηρῶν,
καιροσκόπων, συμφεροντολόγων, κλπ., ἀνθρώπων, τότε τά πράγματα γίνονται ἀπό
κάθε ἄποψι ἄκρως ἐπικίνδυνα, ἀνεξέλεγκτα καί δυστυχῶς, τίς πιό πολλές φορές,
σχεδόν ἀνίατα. Τά ἐκμεταλλεύεται δηλαδή ὕπουλα, ἀόρατα, μέ μεγάλη μαεστρία, τό
ταγκαλάκι καί δημιουργεῖ ''ταγκαλίστικες'', ὅπως ἔλεγε, ἐμπειρίες, ἐντυπώσεις,
αὐταπάτες, δῆθεν προφητεῖες, συμπτώσεις, πλᾶνες ἐπί πλανῶν, ὧν οὔκ ἐστιν ἀριθμός,
κλπ.
Ἔλεγε, ὅτι
ἡ θεάρεστη προσευχή, παρά τίς δυσκολίες της, τελικά ξεκουράζει καί δημιουργεῖ ἀνείπωτη
εἰρήνη μέσα μας. Εἶναι ντροπή, τόνιζε, τό ὅτι, ἐνῶ ὁ Χριστός μᾶς δίνει τήν
δυνατότητα τῆς ἐπικοινωνίας μαζί του, ἐμεῖς νά μήν εἴμαστε πρόθυμοι, ἤ νά μήν ἔχωμε
τήν ἀνάλογη συναίσθησι κατ᾽ αὐτήν τήν συνομιλία. Ἀπό τήν μία ζηλεύομε καί
μακαρίζομε ἐκείνους πού ἔζησαν στήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ καί μποροῦσαν νά Τοῦ
μιλήσουν, καί δέν σκεπτόμεθα ὅτι τελικά ἐμεῖς εἴμαστε σέ πλεονεκτικώτερη θέσι, ἐφ᾽
ὅσον ἐμεῖς τώρα ἔχωμε τήν δυνατότητα, ἰδίως μέ τήν νοερά προσευχή, νά εὑρισκώμεθα
σέ συνεχῆ πνευματική γραμμή μαζί Του. Ἐνῶ, ἐκεῖνοι τότε δέν εἶχαν τήν
δυνατότητα νά ἀπασχολήσουν πολύ τόν Χριστό, ποιός τότε δηλαδή νά πρωτοπρολάβη,
κλπ.
Ὁ
Γέροντας, ἐκτός ἀπό τήν ποιότητα, τόνιζε καί τήν ποσότητα τῆς προσευχῆς. Ἄλλωστε,
ὅταν τό δεύτερο γίνεται μέ σωστό τρόπο, βελτιώνεται καί τό πρῶτο. Ὁ ἴδιος
φυσικά προσευχόταν ὧρες ἐπί ὡρῶν, ἀτελείωτες νύχτες, ἀλλά καί ἡμέρες. Ἀλλά, τί λέγω; Ὁ Γέροντας προφανῶς καί εἶχε
τήν καρδιακή, ἀβίαστη, αὐτενέργητη νοερά προσευχή σέ ὕπνο καί ξύπνιο, εἴτε ὡμιλοῦσε,
εἴτε ὁ,τιδήποτε ἄλλο ἔκανε. Αὐτό βέβαια ἦτο δίκαιος θεόθεν καρπός καί δῶρο πολλῶν προσωπικῶν του
πνευματικῶν παραμέτρων, ἀγώνων καί προαγωγικῶν πειρασμῶν.
Τόσο
πολύ προσηύχετο, πού, γιά παράδειγμα, ὅταν ἀσκήτευε στό Σινᾶ, ἔξω ἀπό τό
Μοναστήρι κατά μόνας, νέος τότε καί σχετικά ἄγνωστος καί ἄσημος, γιά ἕνα
διάστημα ἐπήγαινε στό Μοναστήρι ἀραιά, κάθε δεκαπέντε ἡμέρες δηλαδή, καί
μάλιστα μόνο καί μόνο γιά νά κοινωνήση, γιά κανέναν ἄλλον λόγο. Τότε, μία φορά
- καί νά ἦταν μόνο ἐκείνη... - ὑπέφερε ἀπό τόν πειρασμό ἀνείπωτα μαρτύρια. Ἔλεγε:
«Αἰσθανόμουν σάν νά ἤμουν καρφωμένος στόν Σταυρό».
Βέβαια, αὐτό τό καταλαβαίνει κανείς, ὄχι ὅταν τό ἀκούη, ἀλλά μόνον ὅταν τό ζῆ, ὅταν
τό ἔχη ζήσει καί στό ποσοστό πού τό ἔχει ζήσει, βέβαια.
Μεταξύ τῶν
ἄλλων, ἐκεῖνο πού θεωροῦμε ταπεινά ὅτι μᾶς ἐπιτρέπεται νά ποῦμε εἰς τήν ἀγάπη
σας εἶναι ὅτι τόν ἔσπρωχνε ὁ διάβολος νά πάη στό Μοναστήρι - νά σπρώχνη κάποιον
ὁ διάβολος νά πάη στό μοναστήρι...! - γιά νά κάνη μέ τούς ἄλλους πατέρες ἀκολουθίες
κλπ., δηλαδή γιά νά φύγη ἀπό τήν ἡσυχία. Τό προτιμοῦσε δηλαδή ἐν προκειμένῳ αὐτό
ὁ διάβολος. Καί δυστυχῶς τότε ἐδέχετο ὁ π. Παΐσιος πρός αὐτό καί διάφορες ἀνθρώπινες
πιέσεις, ἀκόμη καί ἀπό πνευματικούς ἀνθρώπους - ἄς μή ποῦμε περισσότερα ἐπάνω
σέ αὐτό. Ἄλλωστε, δέν ἦταν μόνο τότε καί μόνο γιά αὐτό τό θέμα, ἀλλά καί γιά ἄλλα,
καί πιό πρίν, καί πιό μετά, κλπ. Λοιπόν, ὁ Γέροντας ἀντιστεκόταν γενναίως σ᾽ αὐτό
τό θέλημα τοῦ πειρασμοῦ. Ὅταν ὅμως ἐκοινώνησε στό Μοναστήρι μετά ἀπό δεκαπέντε ἡμέρες,
αἰσθάνθηκε τήν Θεία Κοινωνία σάν γλυκό κρέας, καί ὄχι μόνο, καί ἐγέμισε μέ οὐράνια
γλυκύτητα-ἄκτιστο Φῶς. Ὁπότε, μέ νέες πνευματικές δυνάμεις καί οὐράνιες ἐμπειρίες,
προκαλοῦσε, ὄχι φυσικά τούς ἀνθρώπους - ποτέ ὁ Γέροντας δέν ἐπροκαλοῦσε ἀνθρώπους
- ἀλλά ἐπροκαλοῦσε μόνο τόν διάβολο γιά τό ἑπόμενο δηλαδή δεκαπενθήμερο τῆς
κατά μόνας ἡσυχίας του καί ἔλεγε στόν διάβολο: «Ἅμα θές, ἔλα τώρα νά
ξαναπαλαίψωμε», ἐν Κυρίῳ φυσικά καυχώμενος. Καί ἐννοοῦσε, σύν τοῖς ἄλλοις, ὅτι
δέν θά χαλοῦσε τήν ἡσυχία του μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται.
Ἐδῶ
φυσικά, χρειάζεται μία ἀπαραίτητος διευκρίνησις. Αὐτό ἴσχυε μόνο γιά τά
πνευματικά μέτρα τοῦ Γέροντα. Ἄλλωστε, ὁ ἴδιος συχνά ἐτόνιζε τήν ἀξία τῆς κοινῆς
προσευχῆς. Ἔλεγε: «Ὁ ναός εἶναι
τό σπίτι τοῦ Θεοῦ. Ἡ κατ᾽ ἰδίαν προσευχή εἶναι προετοιμασία γιά τήν κοινή
προσευχή». Βέβαια, ἡ
κοινή προσευχή ἔχει διασπάσεις, κλπ., ἄρα κάποιες φορές εἶναι ποιοτικά ἴσως
κατώτερη. Ὅμως, εἶναι πιό δυνατή, καί λόγῳ τῆς ἑνότητος - μεγάλη σημασία αὐτό,
νά μή τό ἀναλύσωμε -, καί λόγῳ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν προσευχομένων.
Σεβαστοί
μου ἀδελφοί, δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού ὅταν κάποιος στό κελλί του κάνη σωστά
τόν κανόνα του, χωρίς ὅμως παρά ταῦτα ὁ Θεός νά τοῦ δίνη αἰσθητή γεῦσι Χάριτος,
στήν ἐκκλησία ὅμως μετά, κάποιες φορές, ἐντελῶς ἄκοπα καί ἀβίαστα νά μή μπορῆ
νά σταματήση τά ὑπερβαλλόντως ἡδονικώτατα κύματα τῆς Χάριτος. Ἄκτιστη ''θεϊκή
βροχή''. Οἱ περιπτώσεις βέβαια εἶναι πάμπολλες καί τό θέμα θέλει εἰδική ἐξέτασι.
Περιττό
νά ἀναφέρωμε, ὅτι ὁ Γέροντας ἔδινε μεγίστη σημασία στήν συμμετοχή στήν
μυστηριακή ἐκκλησιαστική ζωή μέ ἀποκορύφωμα βέβαια τήν σωστή λῆψι τῆς Θείας
Κοινωνίας.
Κάποια
φορά, ὅταν ἐκοινώνησε σέ κάποιο Κελλί στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἐκεῖ ὁ Γέροντας ἐκρύωνε
λόγῳ ἐλλείψεως θερμάνσεως, ἡλικίας καί διαφόρων ἀσθενειῶν πού εἶχε, ξαφνικά, ὅλως
ὑπερφυσικῶς, μέ τήν Θεία Κοινωνία ἐζεστάθη, καί πνευματικά, ἀλλά καί σωματικά,
σέ βαθμό πού, κατά τήν ἐπιστροφή εἰς τό Κελλί του, ἐζεσταίνετο ἀκόμη καί ὁ
δρόμος. Ὧδε ''σπατάλη'' θερμοθεϊκῆς ἐνεργείας...
Ὁ
Γέροντας ἐπίστευε πολύ στήν δύναμι καί ὠφέλεια τῆς προσευχῆς, γι᾽ αὐτό καί ἀπέφευγε
μέ ταπείνωσι συστηματικά πολλές φορές καί γιά μεγάλα διαστήματα τόν κόσμο. Στό
Σινᾶ, ἀκόμη καί νεκροκεφαλές ἐσχεδίαζε ὁ ἴδιος, ὡς σῆμα κινδύνου. Ἤθελε
δηλαδή νά νομίζουν οἱ ἐπισκέπτες ὅτι ἡ
περιοχή εἶναι ναρκοπέδιο καί ἐπικίνδυνη.
Ἦτο δέ
πάρα πολύ ἑτοιμόλογος, πολύ εὔστροφος, μέ πηγαῖο ὠφέλιμο χιοῦμορ καί πολύ
δυναμικό καί ζωηρό, κατά Θεόν βέβαια, χαρακτῆρα.
Γιά
παράδειγμα, κάποτε κάποιος χτυποῦσε τό καμπανάκι τῆς καλύβης του στό Ἅγιον Ὄρος
γιά νά τοῦ ἀνοίξη ὁ Γέροντας. Ὅταν μετά ἀπό ἀρκετή ὥρα τοῦ ἄνοιξε, εἶπε ὁ
Γέροντας: «Ἔ, τί θέλεις παλληκάρι;» «Θέλω νά σέ δῶ, Γέροντα», εἶπε ἐκεῖνος. «Ἔ, δέν μέ εἶδες ἤδη; Νά κάνω καί μία στροφή ἐπί
τόπου γιά νά μέ δῆς καί καλύτερα;» Καί ὁ ἐπισκέπτης τά ἔχασε καί μέ κάποια σχετική ἀγωνία, ἤ μᾶλλον μέ ἀπορία
τοῦ εἶπε: «Θέλω νά προσευχηθῆς, Γέροντα, γιά μένα». Καί τοῦ ἀπήντησε ὁ Γέροντας μέ
χιοῦμορ: «Φῦγε γιά νά προσευχηθῶ. Ἅμα δέν φύγης, πῶς θά προσευχηθῶ;»
Σέ ἕναν ἄλλον
πού ἐφοβεῖτο ὅτι θά γινόταν πόλεμος, εἶπε ὁ Γέροντας: «Μή φοβᾶσαι, γιατί δέν ἔχει
γίνει ἀκόμη ἀνάκλησις τῶν πρεσβευτῶν», μεταξύ τῶν ἐμπλεκομένων κρατῶν δηλαδή.
Καί μετά, ἀστειευόμενος, συνέχισε καί εἶπε: «Ἄν γίνη ἀνάκλησις πρεσβειῶν, μόνο
τότε νά ποῦμε ''ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Σῶτερ σῶσον ἡμᾶς''». Ἔπαιζε
δηλαδή ὁ Γέροντας μέ τίς λέξεις σοφά καί ὠφέλιμα καί ὑπονοοῦσε ἐν προκειμένῳ ὅτι
δέν θά γινόταν πόλεμος στήν περίπτωσι ἐκείνη.
Περιττό
νά ποῦμε, ὅτι εἰδικά στήν Παναγούδα, ὁ κόσμος εἶχε πολύ αὐξηθῆ, πού ἐπήγαιναν
γιά νά τόν συμβουλευθοῦν. Ὁ Γέροντας, πολλές φορές, μέ τήν θεόθεν ὄντως
διόρασι, πού δέν τήν ἔβγαζε ποτέ ''στό σφυρί'', καταλάβαινε πότε ἔπρεπε νά ἀνοίξη
ἤ ὄχι, νά μιλήση πολύ ἤ λίγο, καί φυσικά αὐτό τό ἔκρυβε μέ μεγάλη μαεστρία. Βέβαια,
κάποιες σχετικά ἐλάχιστες φορές, τό ἐφανέρωνε ἀμυδρῶς καί ἔχοντας τό ἄλλοθι.
Τόν ἐπρόδιδε, εἴτε ἡ ἀγάπη του, εἴτε κυρίως τόν ''ἐπίεζε'' ὁ ἴδιος ὁ Θεός νά τό
πῆ.
Κάποτε,
μία εὐσεβής γυναῖκα τοῦ εἶπε, ὅταν τόν συνάντησε στόν κόσμο: «Γέροντα, συνεχῶς
σέ ἐπεκαλούμην στό Κελλί σου στό Ἅγιο Ὄρος. Μέ ἄκουγες;» Καί ἐκεῖνος ἀπήντησε
λιτά καί μέ χιοῦμορ: «Ἔ, τί, κουφός εἶμαι;»
Παρά τά ὑψηλά
του πνευματικά μέτρα ἐφοβεῖτο, λόγῳ τοῦ κόσμου, μή χάση τήν βύθισι τοῦ νοός του
στήν πολύωρη προσευχή, πού σταματᾶ καί χάνεται ἐκεῖ ὁ χωροχρόνος. Ὅπως ἔλεγε: «Ἄν
ὁ νοῦς γλυκαθῆ μέσα στήν καρδιά, δέν τοῦ κάνει καρδιά νά φύγη». Δηλαδή, ὅπως
λέμε ἐπί τό θεολογικώτερον, ἐπιστροφή τῆς ἐνεργείας τοῦ νοῦ στήν οὐσία τοῦ νοῦ.
Σέ αὐτήν τήν μακαρία κατάστασι σταματᾶ ὁ νοῦς λόγῳ τῆς αἰσθητῆς καί ὑπερβολικῆς
ἡδονικῆς θείας Χάριτος. Παύει τότε κάποιες φορές
ἡ ἐπαφή μέ τό περιβάλλον καί παύει οὐσιαστικά καί ἡ προσευχή. Σέ ''ταξειδεύει''
ἡ θεία Χάρις ὅπου Ἐκείνη θέλει, χωρίς νά σέ ἐρωτήση. «Θεϊκός ἐξαναγκασμός»,
προϊόν ὅμως τῆς ἰδεατῆς καί σωστῆς κατά Θεόν χρήσεως τοῦ αὐτεξουσίου μας.
Ὅμως,
δύο οὐράνια γνωστά σέ μᾶς γεγονότα τόν προέτρεψαν καί τόν ὑπεχρέωσαν νά βλέπη
πλέον τόν κόσμο. Τήν μία φορά τοῦ ἐνεφανίσθη οὐρανόθεν, διά δευτέρα γνωστή
φορά, ὁ μακαριστός Γέροντάς του παπα-Τύχων ὁ Ρῶσος, πού ἐχτυποῦσε τό καμπανάκι
σάν ἐπίγειος ἐπισκέπτης. Καί τοῦ εἶπε, μέ οὐράνια φωνή: «Χαίρομαι πού δέχεσαι
κόσμο». Τήν πρώτη φορά, τοῦ εἶχε ἐμφανισθῆ ὁ παπα-Τύχων, οὐρανόθεν πάντα, στίς
10/9/1971. Βέβαια, καί κάποια ἄλλη φορά, προσοχή ἐδῶ, ὁ διάβολος προσποιήθηκε
τήν μορφή τοῦ παπα-Τύχωνα γιά νά τόν παραπλανήση, ἀλλά ὁ Γέρων Παΐσιος τά εἶχε
τετρακόσια...
Τήν
δεύτερη φορά βέβαια, ὁ Γέροντας ἔλαβε ἐντολή ἀπό τήν ἴδια τήν Παναγία νά
δέχεται κόσμο. Ἄς μή κάνωμε σχόλια.
Σάν
βασική προσευχή μέ κομβοσχοίνι γιά μοναχούς κελλιῶτες στό κελλί τους, ἀλλά καί ὄχι
μόνον κελλιῶτες, καί ὄχι μόνον μοναχούς, συνήθως, ἐθεωροῦσε ὡς βάσι - γιά νά
πάρωμε μία μικρή γεῦσι ἁπλῶς θά ἀναφέρωμε κάποια νούμερα - τά ἑξῆς: Ἀρχικά,
τέσσερα σταυρωτά τριακοσάρια κομβοσχοίνια, μέ μικρές δηλαδή μετάνοιες, τά τρία
στόν Χριστό - «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» - καί τό τέταρτο στήν Παναγία - «Ὑπεραγία
Θεοτόκε σῶσον με». Ἐπί πλέον, τέσσερα ἐλεύθερα κομβοσχοίνια, μέ ἤ ὄχι σταυρούς
δηλαδή, ὅπως καί πρίν, γιά τόν ἑαυτό μας. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», «Ὑπεραγία
Θεοτόκε σῶσον με». Ἐπίσης, τέσσερα ἐλεύθερα, τριακοσάρια πάντα κομβοσχοίνια γιά
τούς ζῶντες, λέγοντες, στά τρία πρῶτα, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησον ἡμᾶς», καί ἕνα
«Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς». Ἀκόμη, τέσσερα τριακοσάρια γιά τούς
κεκοιμημένους, ἐκ τῶν ὁποίων τά τρία «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἀνάπαυσον τούς δούλους
σου» καί στό τελευταῖο τριακοσάρι «Ὑπεραγία Θεοτόκε ἀνάπαυσον τούς δούλους
σου». Τέλος, ἕνα τριακοσάρι στούς Ἁγίους τῆς κάθε ἡμέρας: «Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ
πρεσβεύσατε ὑπέρ ἡμῶν». Σύνολο δηλαδή 17 τρακοσάρια κομβοσχοίνια σέ ἡμερήσια-νυχτερινή
βάσι καί πολλά-πολλά ἄλλα, κι ἄλλες μεθόδους κλπ., πού τώρα φυσικά δέν εἶναι
δυνατόν νά ἀναφερθοῦν.
Ἔδινε
σημασία στό νά μή λέμε τήν εὐχή γρήγορα, γιά νά τήν χωνεύωμε καί γενικῶς - αὐτό
κυρίως ἐνδιαφέρει ἐμᾶς - ἡ ἀναλογία χρόνου μεταξύ Χριστοῦ, Παναγίας συνήθως ἦτο,
κατά τόν Γέροντα πάντα, τρία πρός ἕνα (3:1) χωρίς φυσικά αὐτό νά εἶναι ἀπόλυτο ἤ
δεσμευτικό. Φυσικά, συνιστοῦσε καί πολλές ἐδαφιαῖες μετάνοιες. Μᾶς ἔλεγε ἐπίσης
γιά κάποιον μοναχό πού ἔβλεπε κάποιες φορές τούς Ἁγίους τῆς κάθε ἡμέρας,
γνωστούς καί ἀγνώστους.
Τό
κεφάλαιο ''Γέρων Παΐσιος - Προσευχή'' εἶναι προφανῶς ἀνεξάντλητο. Μᾶς ἄφησε πάρα πολλά ὁ Γέροντας. Ἐν
τούτοις, τά ἀσυγκρίτως περισσότερα τά ἐπῆρε μαζί του, γιατί, ἐκτός τῶν ἄλλων
δέν ἐγνωρίζαμε καί τήν μετάφρασι, ἄν δηλαδή θά μᾶς ἔλεγε περισσότερα.
Κάποιος, ὅταν τόν ἐρώτησε
γιά τό ἄκτιστο Φῶς, ὁ Γέροντας, ἄν καί πάμπολλες φορές κολυμποῦσε σέ αὐτό, ἀπήντησε:
«Ποῦ νά ξέρω τί εἶναι αὐτό; Μιά σόμπα πού ἔχω στό κελλί μου εἶναι κτιστή
πάντως». Ἐννοοῦσε τίς ρουμάνικες/ρώσικες κτιστές σόμπες μέ πυρότουβλα.
Τέλος, ἔλεγε ὁ
Γέροντας: «Ὅταν ἔχης λύπη, κάτι σοῦ λείπει». Γι᾽ αὐτό, εὐχηθῆτε, Σεβασμιώτατε, ἐσεῖς,
πού πάμπολλες φορές ἔμπρακτα ἐκδηλώνετε διαχρονικά τόν σεβασμό σας πρός τήν ἁγιασμένη
μορφή τοῦ Γέροντος Παϊσίου, ὅπως φαίνεται καί στό Ἡμερολόγιο τῆς Ἱερᾶς
Μητροπόλεως Φθιώτιδος τοῦ 2011, καί τόσα ἄλλα, εὐχηθῆτε νά μᾶς δίνη ὁ
μακαριστός ὄντως ὅσιος Γέροντας ἀπό τούς οὐρανούς, στόν καθένα ἀπό ἐμᾶς, τίς
''πνευματικές βιταμῖνες'' πού μᾶς λείπουν. Ἔτσι, ὁλοένα καί περισσότερο θά εἰσερχώμεθα
ὅλοι μας σέ μία πιό Ὀρθόδοξη σωστή προσωπική πνευματική τροχιά, ἡ ὁποία θά
διώχνη τήν λύπη τῆς ἁμαρτίας μας καί θά μᾶς δίνη τήν κατά Θεόν εἰρήνη, τήν
πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν. http://katoci.blogspot.gr/2014/04/blog-post_5326.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου