Ακολουθεί απάντηση του Καθηγουμένου της Ι.Μ. Δοχειαρίου Γέροντα Γρηγορίου, στην "Οφειλομένη απάντηση" του π. Χρυσοστόμου της Σκήτης Κουτλομουσίου.
Ἂν δὲν ἀκροαζώμασταν τὸ γκάπ-γκοὺπ τῆς θείας σταυρώσεως, πῶς τὴν ἄλλη μέρα θὰ ψάλλαμε γοερῶς «Ἐξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου τῷ τιμίῳ σου αἵματι, τῷ σταυρῷ προσηλωθεὶς καὶ τῇ λόγχῃ κεντηθείς, τὴν ἀθανασίαν ἐπήγασας ἀνθρώποις, Σωτὴρ ἡμῶν, δόξα σοι»;
Χρόνια πολλὰ μὲ τυραννεῖ ὁ λογισμός μου ὅτι στὴν κουρά μου ὅλοι οἱ ἄνθρωποι οἱ παρευρεθέντες μοῦ εὐχήθηκαν ἀπὸ καρδίας «νὰ εὐαρεστήσης τὸν Θεὸ καὶ τὸν Γέροντά σου».
Καὶ μάλιστα τώρα ποὺ ἐγγίζει ἡ πεντηκονταετία, ἀπανωτὰ εἶναι μέσα μου τὰ ἐρωτηματικὰ μὲ τὶ εὐαρέστησα τὸν Θεὸ καὶ τὸν Γέροντά μου. Μὲ τὴν ἀνακαίνιση μοναστηριῶν καὶ μάλιστα ἐκ βάθρων;
Μὲ τὴν ἀνοικοδόμηση μετοχίου καὶ τὴν ἐξ ἀρχῆς ἐμφάνισή του στὸν κόσμο ὡς τόπου λατρείας τοῦ Θεοῦ; Ἢ μὲ τὸν ἀσταμάτητο πόθο μου νὰ οἰκοδομῶ ἐκκλησάκια ἐν τῷ μέτρῳ τῶν δυνατοτήτων μου; Καὶ ὅλα αὐτὰ ταῖς ἰδίαις χερσί, στερούμενος καὶ κακουχούμενος, πάντοτε βέβαια ἐπικουρούμενος ὑπὸ τῶν ἀδελφῶν μου.
Μὲ ρώτησαν πολλοὶ πολιτικοὶ μηχανικοί: «Πότε, Γέροντα, κουράζεσαι; Καὶ πόθεν ἀντλεῖς δυνάμεις, ὑποσιτιζόμενος λόγῳ τοῦ διαβήτη;». «Ἀλήθεια –μοῦ ἔλεγε ὁ Ἀνδρέας ὁ μηχανικός– δὲν λυπᾶσαι τὸν ἑαυτό σου; Δὲν τὸν λογαριάζεις; Δὲν τὸν ὑπολογίζεις; Οἱ ἀδελφοὶ ποὺ εἶναι γύρω σου σὲ ἔχουν ἀνάγκη. Κάνε οἰκονομία δυνάμεων.»
Τί εὐαρέστησε τὸν Θεό; Ἡ προσκόλλησή μου στὴν λατρεία καὶ ἡ βαθειὰ ἐπίγνωση ὅτι ἡ λειτουργικὴ ζωὴ εἶναι τὸ πιὸ σπουδαῖο πρᾶγμα ποὺ μπορεῖ νὰ προσφέρη ὁ ἄνθρωπος στὸν Θεό, γιατὶ τὸν ἀναμορφώνει σὲ ἄγγελο εὐχαριστιακὸ καὶ δοξολογικό;
Μήπως οἱ ἐλάχιστες ἐλεημοσύνες, ἀφοῦ πάντοτε πτωχὸς καὶ πένης εἰμὶ ἐγώ; Ἢ μήπως οἱ ταπεινὲς προσευχές μου γιὰ τὸν ἄνθρωπο τὸν πονεμένο, τὸν στερούμενο, τὸν διωκόμενο, ποὺ πάντοτε εἶναι ἐλλιπεῖς, παρ᾽ ὅλο ποὺ δὲν δαπάνησα χρόνο σὲ ἐκδρομοῦλες καὶ βολτοῦλες, ἀφοῦ νιώθω ἀληθινὰ ὅτι αἱ ἁμαρτίαι μου ὑπερῆραν τὴν κεφαλήν μου καὶ γέγραπται ὅτι ἁμαρτωλῶν οὐκ ἀκούει ὁ Θεός;
Μήπως ἡ ὑπακοή μου, ὅπως τὴν ἐδιδάχθηκα ἀπὸ ἁγίους Γέροντες; Εἶναι βέβαια καὶ οἱ πολυχρόνιες ἀρρώστιες ποὺ ὁ Θεὸς ἐπέρριψε ἐπ᾽ ἐμέ, λόγῳ τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν.
Ἰδίως τὰ τελευταῖα χρόνια ἡ σύζευξή μου μὲ τὸν πόνο εἶναι ἀδυσώπητη. Κάτι ζυγίζει ἡ ὑπομονὴ τοῦ πόνου μπροστὰ στὸν Θεό, ὅπως μᾶς λαλοῦσιν οἱ Πατέρες.
Εἶναι διηνεκὲς μαρτύριο μὲ δήμιο τὸν ἴδιο τὸν διάβολο. Δόξα τῷ Θεῷ, σὲ ὅλη αὐτὴν τὴν περιπέτεια τῶν πενήντα ὀκτὼ ἐτῶν δὲν ζήτησα ἀπὸ τὸν Κυριό μου νὰ μὲ ἀπαλλάξη, παρὰ μόνον ὑπομονὴ νὰ μοῦ δίνη, γιὰ νὰ εἶναι πραγματικὰ ὁ βίος μου σταυροφόρος, ὅπως τὸ ἐπεθύμησα ἀπὸ τὰ ἁπαλά-ἁπαλά μου χρόνια.
Τώρα ὅμως, ποὺ ἄνοιξε ἕνα πραγματικὰ χρυσὸ στόμα καὶ μὲ κατήγαγε σὲ ἅδου βάραθρα, κατηνέχθην τὸν νοῦν καὶ ἐννόησα τὴν πραγματική μου πνευματικὴ κατάσταση. Τὸ εὐχαριστήθηκα, γιατὶ στεντορείᾳ τῇ φωνῇ ἐφώναξε στὸν κόσμο «Τίποτα δὲν εἶσαι· ταπεινώσου» καὶ ἀρχίζω νὰ συνειδητοποιῶ ὅτι τὸ μεγαλύτερο δῶρο ποὺ μπορῶ νὰ προσφέρω στὸν Θεὸ καὶ στοὺς Γεροντάδες μου, εἶναι ἡ ταπείνωση.
Πραγματικὰ «μοῦ τὰ ἔχωσε» καὶ μὲ συνέτριψε ὡς σκεῦος κεραμέως. Μὲ μιὰ μονοκοντυλιὰ μοῦ μηδένισε τὰ πάντα· μοναχικὴ ζωή, κτιτορικοὺς κόπους, ξενιτεία, νυχθήμερους πόνους καὶ στερήσεις. Αὐτὸ εἶναι πιστεύω τὸ πιὸ πολύτιμο, ὑψηλὸ καὶ μεγάλο δῶρο ποὺ μπορῶ μετὰ ἀπὸ πενήντα χρόνια νὰ κάνω στοὺς Γεροντάδες μου.
Δὲν θὰ λογαριάσω τίποτα ἀπ᾽ ὅλα αὐτά. Ἔτσι ρακένδυτος καὶ ἐξουθενωμένος θὰ προχωρήσω. Δὲν θὰ ὑποχωρήσω, γιατὶ στὴν ἐκστρατεία αὐτὴν τοῦ παπα-Χρυσόστομου πρέπει νὰ προστεθοῦνε κι ἄλλοι ὁπλοφόροι, μήπως ἔτσι βρεθῶ στὴν κατάσταση τῆς ταπείνωσης.
Ὅταν οἱ ἐχθροὶ τοῦ βασιλέως Δαυῒδ τὸν ἔφτυναν, τὸν πετροβολοῦσαν, τὸν ἐξύβριζαν καὶ ἔτρεχαν οἱ ὑπασπιστές του νὰ τοὺς ἐμποδίσουν, ὁ πραότατος Δαυῒδ τοὺς ἔλεγε «ἀφῆστε τους, ἀφῆστε τους, μήπως δῆ ὁ Θεὸς τὸ κατάντημά μου καὶ μὲ λυπηθῆ».
Εὐχαριστῶ τὸν Θεό, ποὺ μοῦ ἔδωσε τέτοια εὐκαιρία νὰ κατεργαστῶ τὴν ἀρετὴ τῆς ταπεινώσεως. Καὶ παρακαλῶ τοὺς ὑποτακτικούς μου, ὅσους τίτλους μοῦ ἀπένειμε τὸ χρυσὸ στόμα νὰ γραφοῦν στὴν ἐπιτύμβιο πλάκα καὶ τίποτε ἄλλο.
Ἔτσι εἶναι ὅπως τὰ λές, ὅσον ἀφορᾶ τὸ πρόσωπό μου. Ἀλλά, ὅταν ἀναφέρεσαι στὸ πανέμορφο καθολικὸ τῆς Δοχειαρίου καὶ ἰδιαίτερα στὴν ἁγία τράπεζα, ποὺ εἶναι τὸ θυσιαστήριο τοῦ ἐξιλασμοῦ, μὴ χρησιμοποιῆς χαρακτηρισμοὺς ὅπως «τσίρκο» ἢ «νυφικὴ παστάδα». Εἶναι ἀσεβὴς ἡ παρομοίωση.
Τὰ λόγια σου μὲ ἔκαναν νὰ μνησθῶ μία μικρὴ διήγηση ἀπὸ τὸν σὰν Φραγκίσκο τῆς Ἀσίζης. Ρώτησε τὸν ἀγωγιάτη του:
– Πῶς μὲ βλέπεις;
Κι ἐκεῖνος ἀπήντησε ἁπλᾶ καὶ ἀληθινά:
– Ὅλοι σὲ λένε ἅγιο. Πρόσεχε, γιατὶ ἂν δὲν εἶσαι, ὅλους αὐτοὺς ποὺ σὲ ἀκολουθοῦνε θὰ τοὺς ὁδηγήσης στὴν κόλαση.
Τοῦ ἀπήντησε ὁ ἀγωνιστής:
– Μοῦ εἶπες τὴν μεγαλύτερη ἀλήθεια ποὺ ἄκουσα ἀπὸ ἄνθρωπο.
Καὶ κατέβηκε ἀπὸ τὸ ὑποζύγιό του καὶ τοῦ ἀσπαζόταν τὰ πόδια.
– Τί κάνεις ἐκεῖ, ἄνθρωπέ μου;
– Σὲ εὐγνωμονῶ γιὰ τὴν ἀλήθεια ποὺ μοῦ εἶπες!
Εὔχομαι νὰ σοῦ δίνη δύναμη, καλέ μου Χρυσόστομε, σὲ ὅλη σου τὴν ζωὴ ὁ Κύριος, μὲ τὴν διδαχή σου νὰ μὲ ταπεινώνης.
Ἐγὼ ἂς λαλῶ κι ἐσὺ νὰ μὴ κουραστῆς νὰ βάζης πώματα, τάπες στὶς ἐξάρσεις τῶν πειρασμῶν μου. Τρέχα, τρέχα, ἐπιτάχυνε τὸ βῆμα.
Ἐγὼ εἶμαι γέρος καὶ ἄρρωστος. Σὲ κάποιο λιθόστρωτο τοῦ Ὄρους καὶ σὲ κάποιο μπαΐρι θὰ μὲ βρῆς νὰ ἱδρωκοπῶ γιὰ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ γιὰ τὴν ζωὴ τὴν αἰώνιο.
Φιλῶ τὸ στόμα σου, φιλῶ τὰ χέρια σου, φιλῶ τὰ πόδια σου, ποὺ μὲ ὡδήγησαν στοῦ σταυροῦ τὴν στράτα. Μὴ σταματήσης νὰ μὲ ὁδηγῆς στὸ βουνὸ τοῦ ἁγίου Γολγοθᾶ.
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης.
romfea.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου