Γεροντικό του Σινά
κε’. Πριν από λίγο καιρό κάποιος από τους πατέρες πήρε τον μαθητή του τον καιρό της αγίας νηστείας και του λέγει· «Παιδί μου, αυτές τις άγιες μέρες αυτήν την τάξη ας τηρήσουμε. Ας επισκεφθούμε την έρημο και οπωσδήποτε ο Θεός θα μας αξιώσει να συναντήσουμε κάποιον από τους δούλους του τους αναχωρητές και να λάβουμε απ’ αυτόν μια ευλογία». Καθώς επισκέπτονταν την περιοχή του Σίδδη, βλέπουν κάτω ς’ ένα βαθύ χείμαρρο ένα κελλί και δένδρα να έχουν κάθε λογής καρπούς, παρόλο που δεν ήταν η κατάλληλη εποχή. Αφού κατεβήκαμε και πλησιάσαμε, φωνάξαμε: «Ευλογείστε μας πατέρες». Μας απάντησαν: «Καλώς ήλθατε πατέρες». Συγχρόνως όμως με τη φωνή όλα εξαφανίστηκαν, και το κελλί και τα δένδρα.
Αφού επιστρέψαμε ανεβήκαμε στην κορυφή του βουνού απ’ όπου είχαμε δει το κελλί και αφού το ξαναείδαμε αυτό πάλι κατεβήκαμε και αφού πλησιάσαμε και είπαμε τα ίδια λόγια και ακούσαμε την ίδια απάντηση, πάλι όλα εξαφανίστηκαν. Τότε λέγω στον αδελφό: «Ας φύγουμε, παιδί μου, από δω, πιστεύω στον Χριστό ότι, αφού είπαν σε μας οι δούλοι του Θεού· «καλώς ήλθατε», θα μας αξιώσει ο Χριστός να πορευθούμε προς αυτούς στη μέλλουσα ζωή με τις πρεσβείες τους, τις ικεσίες τους, τους ιδρώτες τους και τους κόπους τους».
ιδ’. Μας
διηγόταν κάποιος Σαρακηνός που ονομαζόταν Μουνδήρ τα εξής· «Βόσκοντας
κάποτε τον χειμώνα τα κατσίκια μου αναπάντεχα βρέθηκα κοντά ς’ ένα μικρό
κήπο με κάθε λογής καρπούς και με μια μικρή πηγή. Εκεί βλέπω έναν
ηλικιωμένο να κάθεται κοντά στην πηγή και ένα πλήθος κατσικιών να
έρχεται και να πίνει νερό».
«Καθώς ήμουν», λέει, «κατάπληκτος γι’ αυτά
που έβλεπα μου λέγει ο γέρος· Πάρε καρπούς στο σακούλι σου όσους μπορείς
να κρατήσεις’’. Κι εγώ», λέγει, «καθώς μάζευα τους καρπούς άκουγα τον
μοναχό να φωνάζει και να λέγει ς’ ένα τράγο που χτυπούσε με τα κέρατά
του τα κατσίκια και δεν τ’ άφηνε ήσυχα να πιουν· ‘’Να, πόσες φορές στο
λέω και δεν ησυχάζεις να τσακώνεσαι με τους συντρόφους σου. Ας είναι
ευλογημένος ο Κύριος, αλλά δε θα πιεις απ’ αυτό το νερό άλλη μέρα’’. Και
αφού αναχώρησα ξαναγύρισα την άλλη μέρα μαζί με τα σκυλιά μου
αναζητώντας τον τόπο. Τον τόπο δεν τον βρήκα, το κοπάδι όμως των κατσικιών το βρήκα.
Αφού έτρεξαν τα σκυλιά, έπιασαν τον τράγο που είπε ο γέροντας και τον
σκότωσαν και τότε κατάλαβα ότι ήταν αυτός στον οποίο είπε· Ας είναι
ευλογημένος ο Κύριος, αλλά δε θα πιεις απ’ αυτό το νερό άλλη μέρα’’».
***
Όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης ο ‘’Χατζεφεντής’’
Ο πατήρ Αρσένιος ζούσε σε ένα στενό κελί με δάπεδο από πατημένο χώμα, νηστεύοντας, αγρυπνώντας και προσευχόμενος αδιαλείπτως. Δυο μέρες την εβδομάδα, και συχνά περισσότερες, έμεινε έγκλειστος για να δοθεί στην καθαρή θεωρία, φορώντας σάκο και γονατισμένος πάνω σε στάχτη. Τις ημέρες αυτές, όσοι έρχονταν να ζητήσουν τη βοήθειά του, βρίσκοντας την πόρτα κλειστή, έπαιρναν σκόνη από το κατώφλι και έβρισκαν σίγουρη γιατρειά.
Κάποτε πήγαν τρεις Τούρκοι να ληστέψουν τον Χατζεφεντή.
Επειδή άκουγαν ότι τρέχει πολύς κόσμος στον Πατέρα Αρσένιο, νόμιζαν ότι
θα έχη πολλά χρήματα, ενώ ο Πατήρ χρήματα ούτε έπιανε στα χέρια του. Οι
ληστές λοιπόν πήγαν ημέρα Τετάρτη, για να τον βρουν σίγουρα στο κελλί
του, επειδή είχαν υπ’ όψιν τους ότι την Τετάρτη και την Παρασκευή έμενε
έγκλειστος στο κελλί του. Οι μεν δύο κλέφτες κάθησαν απ’ έξω, ο δε
τρίτος, αφού μπήκε από το παράθυρο, άνοιξε την πόρτα του κελλιού του και πέρασε το ένα πόδι μέσα. Ο
Πατήρ Αρσένιος εκείνη την ώρα διάβαζε την νυκτερινή του ακολουθία και,
όταν άκουσε θόρυβο, έρριξε μια ματιά προς την πόρτα, την στιγμή ακριβώς
που περνούσε το ένα του πόδι ο ληστής μέσα στο κελλί του. Εκείνη η ματιά
όμως του πατρός Αρσενίου, λες και ήταν δυνατό ηλεκτρικό ρεύμα, τον
κοκκάλωσε, όπως βρισκόταν, με το ένα πόδι μέσα και με το άλλο απ’ έξω και οπλισμένο με τα μαχαίρια και τα φυσεκλίκια του. Ο Πατήρ, μετά την ματιά εκείνη, συνέχισε την ακολουθία του ατάραχος.
Οι άλλοι δύο όμως ληστές που ήταν απ’ έξω
ανησυχούσαν, γιατί άργησε και θα τους έπαιρνε η ημέρα, και μπήκαν και
αυτοί. Όταν είδαν τον σύντροφο τους ακίνητο με το ένα πόδι μέσα στο
κελλί και το άλλο απ’ έξω, στον μικρό διάδρομο, τους έπιασε τρόμος.
Παρακάλεσαν τότε τον πατέρα Αρσένιο να τους συγχωρέση και να λύση τον
σύντροφό τους από εκείνο το αόρατο δέσιμο. Ο Πατήρ, χωρίς να διακόψη την
ακολουθία του, έκανε νόημα να φύγη, και έτσι μπόρεσε να λυθή, και
έφυγαν. Οι Τούρκοι αυτοί μετά το ομολογούσαν και στους άλλους Τούρκους
αυτό που έπαθαν και έλεγαν: «Αμάν, αμάν· μην πάτε να ληστέψετε τον Χατζεφεντή!».
***
Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου
Γέροντα, φοβάμαι, όταν διακονώ μόνη μου στον ξενώνα.
– Να κάνης κομποσχοίνι στον Χατζεφεντή, για να σου πη μετά και «ευλόγησον» ο κλέφτης!
– Εγώ, Γέροντα, φοβάμαι τα ταγκαλάκια.
– Να παρακαλάς τον Χατζεφεντή να τα κοκκαλώνη. Τι λες, δεν μπορεί;
– Πως δεν μπορεί, Γέροντα!
– Το ξέρεις ότι κοκκάλωσε ένα αυτοκίνητο; Είχε
ξεχάσει ο οδηγός τα κλειδιά στην πόρτα του αυτοκινήτου και το έκλεψαν.
Μόλις επικαλέσθηκε τον Άγιο, κοκκάλωσε το αυτοκίνητο στην μέση του
δρόμου, κι έτσι αναγκάστηκαν οι κλέφτες να το παρατήσουν και να το
βάλουν στα πόδια.
Ἁγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου, ΛΟΓΟΙ ΣΤ΄ «Περί Προσευχῆς», Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος»
Η Χάρις του Θεού δεν είναι στέρνα που τελειώνει το νερό της και μετά στερεύει, αλλά ανεξάντλητη πηγή.
Είναι φυσικό, νομίζω, να βοηθά περισσότερο
τώρα, απ’ ό,τι βοηθούσε όταν ζούσε στην γη, διότι τώρα πια βρίσκεται
κοντά στον Ουράνιο Πατέρα και σαν παιδί Του με παρρησία, που είχε
αποκτήσει από πριν, μπορεί να παίρνει άφθονη Χάρι και να καταφθάνει
αμέσως στους πονεμένους ανθρώπους, για να τους βοηθάει δίνοντας την
ανάλογη θεραπεία.
από το βιβλίο: «Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης» (Ιερόν Ησυχαστήριον Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος – Σουρωτή Θεσσαλονίκης).
Απολυτίκιον των Σιναϊτών Αγίων
Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης
(Γερασίμου Μοναχού Μικραγιαννανίτου)
Εν Σινά τω αγίω διαφόροις εν έτεσι και εν Ραϊθώ υπέρ φύσιν εν σαρκί ηγωνίσασθε, Πατέρων των οσίων η πληθύς και δήμος θεοφόρων ασκητών. Διά τούτο ευφημούμεν πάντας υμάς συμφώνως ανακράζοντες* Δόξα τω ενισχύσαντι υμάς, δόξα τω στεφανώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δι’ υμών πάσιν ιάματα.
Απολυτίκιον Οσίου Αρσενίου του Καππαδόκη Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Βίον ένθεον, καλώς ανύσας, σκεύος τίμιον του Παρακλήτου, ανεδείχθης θεοφόρε Αρσένιε, και των θαυμάτων την χάριν δεξάμενος, πάσι παρέχεις ταχείαν βοήθειαν, Πάτερ Όσιε Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου