Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Ο κάθε στοχασμός σου ασμάτων άσμα, στον κόσμον τον δικόν σου κόσμος το κάθε πλάσμα…»

Θεοφάνεια_ Theophany_Богоявле́ние-Теофа́ния_Teofanía_ნათლისღება_Boboteaza Greek Byzantine Orthodox Icon0_1b810c_fd740e83_orig162303e1a7eb2f5683 

Ὁ λαὸς ἵσταται διὰ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ Συναξαρίου.
Συναξάριον
Τῇ Γʹ (3η) τοῦ μηνὸς Ἰανουαρίου, μνήμη τοῦ ἁγίου προφήτου Μαλαχίου.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Γορδίου τοῦ κεντυρίωνος, ἐκ Καισαρείας Καππαδοκίας Μ. Ἀσίας (314)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Δανιήλ, Διάκονος ἐν Padua Ἰταλίας, μαθητής τοῦ Ἁγ. Προσδοκίμου 1ου Ἐπισκόπου Padua Ἰταλίας (168)

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Φλωρέντιος Ἐπίσκοπος Vienne Γαλλίας, ἱερομάρτυς (3ος αἰ.)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Πέτρου τοῦ Σημειοφόρου, τοῦ ἐν τῷ Ἁγίῳ Ζαχαρίᾳ τῆς Ἀτρώας κειμένου. (837)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, οἱ ἅγιοι μάρτυρες, Μήτηρ καὶ δύο τέκνα, πυρὶ τελειοῦνται.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς ὁσίας μητρὸς ἡμῶν Θωμαΐδος, τῆς ἐκ Λέσβου, τῆς θαυματουργοῦ. (930)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἀκακίου τοῦ ἐν τῷ Λάτρῳ, τοῦ θαυματουργοῦ, κτίτορος τῆς Λαύρας Παναγίας τοῦ Μυρσινῶνος.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μητρὸς ἡμῶν Γενεβιέβης (Γενοβέφας), προστάτιδος καὶ πολιούχου τῶν Παρισίων. (500)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Μελιτᾶ, μαθητοῦ τοῦ ὁσίου Σάββα τοῦ ἡγιασμένου ἐκ Βηρυτού (537).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ Ἀνακομιδὴ τῶν Λειψάνων (1052) τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου (1022).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ εὕρεσις καὶ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων Εὐφραὶμ τοῦ Ὁσιομάρτυρος τοῦ ὄρους τῶν Ἀμώμων εν Νέᾳ Μάκρῃ Ἀττικῆς, ἐν ἔτει ͵αϠν´ (1950).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Λαζάρου Ἀμβροσιάδη ἐκ Πασλὰχ Κερασούντος καὶ ἐν Κατερίνη Πιερίας ἐν εἰρήνῃ τελειωθέντος ἐν ἔτει ͵αϠνα´ (1951). Ὁ δὲ Θεὸς αὐτὸν ἐδόξασε δι᾿ ἀφθαρσίας, τῆς δεξιᾶς αὑτοῦ χειρός.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Εὐθυμίου Τακαϊσβίλι, ὑπὸ τῶν ἀθέων σκληρῶς διωχθέντος καὶ ἐν κακώσει πολλῇ ἐκδημήσαντος, ἐν ἔτει ͵αϠνγ´ (1953). Ὁ δὲ Θεὸς αὐτὸν ἐδόξασε δι᾿ ἀφθαρσίας, τοῦ ἱεροῦ αὑτοῦ λειψάνου μετὰ τῶν ἐνδυμάτων αὐτοῦ ἀκεραίων διαφυλασσομένων ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Ἁγίου Δαυΐδ ἐν Μτάτσμιντα.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ κοίμησις τοῦ ὁσίου πατρὸς Μιχαὴλ τοῦ Χαρμπὶν (1939).
[Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ κοίμησις τοῦ ὁσίου πατρὸς Κοσμᾶ Παπαχρήστου ἐπισκόπου Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας. (2022).]
[Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ κοίμησις τοῦ δικαίου Ἀλεξάνδρου τοῦ ἐκ τῆς νήσου Σκιάθου ὁρμωμένου, Παπαδιαμάντη δ’ ἐπικαλουμένου (1911).]

Άγιος Φιλόθεος Ζερβάκος της Πάρου (1884-1980)

 

«Είχα γνωριμία και φιλία με τον αείμνηστο Παπαδιαμάντη. Τον γνώρισα στο εκκλησάκι του Προφήτου Ελισαίου, ένα Σάββατο απόγευμα. Δεν έλειψα ποτέ από κοντά του, έψαλλα δίπλα του ως βοηθός του. Από αυτόν έμαθα να ψάλλω συνετά καί με ευλάβεια, με κατάνυξη, φόβο Θεού και τρόμο. Πριν τον γνωρίσω έψελνα με υπερηφάνεια, δυνατά, για να ευχαριστούνται οι εκκλησιαζόμενοι και για να με επαινούν στη συνέχεια. Από τον Παπαδιαμάντη έμαθα να ψάλλω ταπεινά και με συναίσθηση. Όταν έψελνε ήταν σαν να βρισκόταν μπροστά στο φοβερό βήμα της δευτέρας παρουσίας του Χριστού. Ο Παπαδιαμάντης αγαπούσε το Θεό, αγρυπνούσε πρόθυμα, έψελνε, υμνούσε, ευλογούσε το Θεό χαρμόσυνα. Ήταν ακτήμων όπως οι Άγιοι Απόστολοι. Μισούσε τον πλούτο, ως επιβλαβή και μάταιο. Θα μπορούσε να γίνει βαθύπλουτος, αλλά προτίμησε να μένει πάμπτωχος. Ό,τι του έδιναν για τον κόπο του το μοίραζε στους φτωχούς αδελφούς. Πολλές φορές έμενε χωρίς χρήματα. Δεύτερη ενδυμασία δεν είχε. Όταν οι φίλοι, του πρόσφεραν καινούργια ρούχα, δεν τα δεχόταν. Εγύρισα όλα τα μοναστήρια της Ελλάδας, του Αγίου Όρους, της Παλαιστίνης, του Σινά. Ακτήμονες σαν τον Παπαδιαμάντη, βρήκα πολύ λίγους».

***

Αναφέρει ο φίλος του Παύλος Νιρβάνας:
Όταν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης πρωτοπήγε να δουλέψει στο «Άστυ», ο διευθυντής της εφημερίδας Δημήτριος Κακλαμάνος, με κάποια δειλία και επιφύλαξη, του μίλησε και για την αμοιβή:
– Ο μισθός σας θα είναι 150 δραχμές, είπε.
Ο Παπαδιαμάντης έμεινε σκεπτικός, σα να λογάριαζε κάτι.
– Μήπως είναι λίγα; ρώτησε δειλά ο Κακλαμάνος, έτοιμος να αυξήσει το ποσό.
– Πολλές είναι 150 ! αποκρίθηκε ο «κοσμοκαλόγερος». Με φθάνουν 100.
Κι έφυγε βιαστικός και ντροπαλός χωρίς να προσθέσει λέξη.

***

Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος Σόρογκας 

Παπαδιαμάντης ἔζησε σὰν ἀληθινὸς ὀρθόδοξος χρισπανός. Ἡ ζωὴ του ἦταν ταυτισμένη μὲ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἱστορικὲς καὶ ἀλησμόνητες θὰ παραμείνουν οἱ ἀναρίθμητες ἀγρυπνίες στὸν ἅγιο Ἐλισσαῖο τῆς Ἀθήνας ὅπου λειτουργοῦσε ὁ ἅγιος ἐκεῖνος ἱερέας, ὁ Παπα-Νικόλας ὁ Πλανᾶς κι ἔψαλλαν οἱ δύο Ἀλέξανδροι: ὁ Παπαδιαμάντης δεξιὰ κι ὁ Μωραϊτίδης ἀριστερά.
Ὁ Παπαδιαμάντης ἔζησε μέσα στὴν Ἀθήνα σὰν κοσμοκαλόγερος, σὰν ἀσκητής. «Ἀργυρίου ἤ χρυσίου ἤ ἱματισμοῦ, οὐδενὸς ἐπεθύμησε» (Πράξ. κ’ 33) γι’ αὐτὸ ἔζησε καὶ πέθανε φτωχός. Βασανίστηκε σκληρὰ καὶ πόνεσε πολύ. «Ὡμοιώθη πελεκάνι ἐρημικῷ» ἦταν ἕνα πετεινὸ τοῦ οὐρανοῦ ποὺ εἶχε ὅλη τὴ μέριμνά του δοσμένη στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, «ζητώντας πρῶτα τὴ βασιλεία Του…» (Ματθ. στ’ 33). Σὰν εὐλαβικὸ ἀφιέρωμα στὴ μνήμη του, παραθέτουμε πιὸ κάτω ἕνα χαρακτηριστικὸ κείμενο τοῦ Κωστῆ Μπαστιᾶ.

Παπαδιαμάντης γεννήθηκε φτωχός, ἔζησε φτωχός, καὶ πέθανε φτωχός. Τραγούδησε τοὺς φτωχούς, καὶ τὸ ἔργο του στάθηκε τὸ μεγάλο χρονικό τῆς Ἑλληνικῆς φτωχολογιᾶς….

Ἡ φτώχεια τοῦ Παπαδιαμάντη δὲν ἔχει τίποτα κοινὸ μ’ αὐτούς. Ὁ Παπαδιαμάντης δὲν πέθανε μὲ τὸν καϋμὸ τοῦ πλούτου. Πέθανε ψέλνοντας, ποὺ σημαίνει δοξολογόντας. Τοῦτο φανερώνει πὼς εὐχαριστοῦσε τὸν Πλάστη του γιὰ ὅσα τοῦ ’χε χαρίσει. Τὸν εὐχαριστοῦσε ποὺ τὸν ἀξίωσε νὰ γεννηθεῖ φτωχός, νὰ ζήσει φτωχός, καὶ νὰ πεθάνει φτωχός. Ὁ Παπαδιαμάντης ἀγαποῦσε τὴ φτώχεια, γιατί πίστευε πὼς ὁ πλοῦτος εἶναι ἡ ἁμαρτία. Πίστευε πὼς τὸ ρουχὸ τοῦ πλούτου δὲν εἶναι τὸ χρειαζούμενο γιὰ νὰ περάσει ὁ ἄνθρωπος στὴ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Καὶ τοῦτο γιατί τὸ κλειδὶ τῆς ζωῆς τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε φτωχός, ἔζησε φτωχὸς καὶ πέθανε πάνω στὸ Σταυρό. Δὲ χωροῦσε λοιπὸν στὸ νοῦ του, πῶς ὁ Ἄνθρωπος ποὺ ἔκλεισε στὴν καρδιὰ του τὸ Χριστό, μπορεῖ νὰ προσεύχεται στὸν Οὐράνιο Πατέρα καὶ νὰ τοῦ ζητᾶ μιὰ ζωὴ διαφορετικὴ ἀπὸ κείνην ποὺ ἔζησε ὁ Μονογενής Του Γυιός… Γιὰ τὸ Χριστὸ ὁ μόνος φιλόξενος τόπος ποὺ βρέθηκε γιὰ νὰ γεννηθεῖ, ἤτανε μία φάτνη ἀλόγων, μέσα σὲ μία σπηλιὰ κι ἀνάμεσα στ’ ἀπονήρευτα ζῶα… Πῶς νὰ λησμονήσει λοιπὸν ὁ Παπαδιαμάντης, τὸ λόγο τοῦ Ἀπ. Παύλου, πὼς ὁ Χριστὸς «δι’ ὑμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν, ἵνα ὑμεῖς, τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσητε» (Β’ Κορ. η’ 9), ὥστε νὰ νοιαστεῖ γιὰ τὰ ἐγκόσμια ἀγαθά; Τοῦ ’φτανε ἡ δόση τῆς μέρας, τὸ χρειαζούμενο λιτό, τὸ ξαλαφρωμένο ἀπὸ τὸ περιττό….

Ὁ Παπαδιαμάντης ἔζησε στιγμὲς ποὺ δὲν εἶχε οὔτε τὶς λίγες δεκάρες ποὺ χρειαζότανε γιὰ τὸ ψωμί. Ἤτανε ὁ «εἰδώς», καὶ τίποτα δὲν μποροῦσε νὰ τὸν παρασύρει σὲ ἐπιθυμίες ἄνομες κι ἁμαρτωλές. Τὸ λίγο, τὸ ἐλάχιστο, ἀποζήτησε σ’ ὅλη του τὴ ζωὴ καὶ στάθηκε πάντα «ὁ ἐν τῷ ὀλίγῳ ἀναπαυόμενος»…. Κανένας ὅσο ὁ Παπαδιαμάντης δὲν λογάριασε τὸ περισσὸ ἐκ τοῦ πονηροῦ. Καὶ κανένας δὲν τὸ ἀπόκρουσε ὅσο ὁ Παπαδιαμάντης… Χαιρότανε τὴ φτώχεια, τὴ λογαρίαζε εὐλογία Θεοῦ καὶ ποτὲ του δὲ λαχτάρισε τὸν πλοῦτο, οὔτε πεθύμησε τ’ ἀγαθὰ τοῦ πλησίον του, οὔτε νοιάστηκε ποτὲ γι’ αὐτά….

Ἡ φτώχεια λοιπὸν τοῦ Παπαδιαμάντη δὲν εἶναι κακοτυχία τῆς ζωῆς του, ἀλλὰ καρπὸς Χριστιανικῆς ὡριμότητας… Ἂν ἡ ἔγνοια εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, δὲν εἶναι τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ τὸ πρεπούμενο ροῦχο γιὰ τέτοιο χῶρο, ἀλλὰ ὁ πλοῦτος τῆς ψυχῆς, τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ πνεύματος· ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἔργων του. Χωρὶς περιστροφὲς τὸ ὑπογράμμισεν ὁ Χριστὸς ὅταν λέει, πὼς εὐκολώτερα μπορεῖ νὰ περάσει γκαμήλα ἀπὸ τὴν τρύπα μιᾶς βελόνας, παρὰ νὰ μπεῖ ὁ πλούσιος στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἔτσι ὁ πλοῦτος στὰ μάτια τοῦ Παπαδιαμάντη, τοῦ θρεμμένου μὲ τὸ μάννα τῆς Γραφῆς, παίρνει ὁλότελα δαιμονιακὴ μορφή. Γίνεται τὸ κύριο ὄργανο τοῦ ἑωσφόρου κι ἡ πιὸ ξυπνὴ παγίδα, ποὺ παγιδεύει τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ τοῦ δώσει, μὲ τὸν πλοῦτο στὸ χέρι, τὴν ἄνεση τῆς ἁμαρτίας. Νὰ τὸν σπρώξει στὴν ἄλαζονια, στὴ μοιχεία, στὴν πορνεία, στὸ ψέμμα, στὴν κλεψιά, στὴν ματαιοδοξία, στὸ ναρκισσισμό. Κι ἀλλοίμονο στὸν ἄνθρωπο ποὺ θὰ πέσει σ’ αὐτὴ τὴ φοβερὴ κι ἀδυσώπητη παγίδα. «Οὐαὶ ὑμῖν τοῖς πλουσίοις, ὅτι ἀπέχετε τὴν παράκλησιν ὑμῶν. Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐμπεπλησμένοι, ὅτι πεινάσετε. Οὐαὶ ὑμῖν oἱ γελῶντες νῦν, ὅτι πενθήσετε καὶ κλαύσετε»!…

Γράφοντας στὸν πατέρα του «ἂς μείνωμεν εἰς τὴν ἔντιμον πενίαν μας διὰ νὰ μᾶς βοηθῆ ὁ Θεὸς» ἐκφράζει ξεκάθαρα τὴν ἰδέα ποὺ ἔχει ριζώσει μέσα του πὼς ἡ πενία εἶναι ἡ περιοχὴ ποὺ ἀρέσει στὸ Θεό, καὶ ποὺ ὁ Θεὸς εὔλογα καὶ βοηθάει. Τὸ ἰδανικὸ ὅμως τῆς πενίας, ποὺ στὸν Παπαδιαμάντη ἀγγίζει τὰ ὅρια τοῦ μοναχικοῦ ὅρκου γι’ ἀχτημοσύνη, δὲν περιοριζότανε στὸν ὑλικὸ τομέα. Ὑπάρχουνε λογῆς λογῆς πλουτο-λατρεῖες. Ἄλλοι θησαυρίζουνε χρυσάφι, ἄλλοι σωρεύουνε ἄκαρπη μάθηση καὶ παρασταίνουνε τοὺς σοφούς, ἄλλοι εἰσπράττουνε τιμὲς καὶ δόξα καὶ διάκρισες, ἄλλοι ἔχουνε τὴν ὑστερία τῆς ἐξουσίας. Πρὸς ὅλα τοῦτα ὁ Παπαδιαμάντης ἀντιδικοῦσε ἐπίμονα καὶ σταθερά…..
Μπαστιᾶς Κωστῆς, “Παπαδιαμάντης”, εκδ. Ιωάννη Κ. Μπαστιά, Αθήνα, 1974

***

« … Εγώ τον Αλέξανδρο δεν τόνε πρόλαβα. Ό,τι έμαθα το έμαθα απ’ τις αδελφάδες τ’, γι’ αυτόν. Μου είχε πει η αδελφή τ’, η Ουρανίτσα, ότι μια μέρα πήγε ο Παπαδιουμάντ’ς σ’ν’ ακκλησιά. Αφού μπήκε, απ’ τον γυναικωνίτη τόνε ξόμπλιαζαν τρεις γ’ναίκις, κουτσομπόλες. Άκουσε ο Αλέξανδρος.
– Κοιτάξτε τον κατσάφ’!
-Ου γλυτσάρ’ς δεν σκ’ών’ του παλτό τ’ αλλ’ βρώμα.
Ου Παπαδιουμάντ’ς’ δεν μίλ’σι. Πιάνι του παπά και του είπε γι’ αυτό και ότι θάλα άλλαζε ακκλησιά για το κουτσομπουλιό.
-Πού θα πας με τους Λιμνιώτες1 Αλέξανδρε; τόνε παρακάλαγε ο παπάς. Όμως ο Παπαδιαμάντ’ς πήγε στην άπαν ακκλησιά. Οι Λιμνιώτες τόνε καλοδεχτήκανε, τους αγάπσι και τον αγαπήσανε. Έτσι ο Αλέξανδρος έδωσε εντολή τα οστά τ’ νά τα έβαζαν στην Πάνω-εκκλησιά.
(Διήγησις Μαριγώς Σαρρή ετών 82. Η καταγραφή καλοκαίρι 1991)2
1Οι κάτοικοι της επάνω συνοικίας της Σκιάθου ήταν εκ καταγωγής Λιμνιώτες. Το 1784 μεγάλος αριθμός πλοιάρχων από την Λίμνη Ευβοίας μετανάστευσαν στη Σκιάθο και δημιούργησαν την συνοικία των Λιμνιών με τη φερόμενη εκκλησία Παναγιά η Λιμνιά.
2. Ν. Μάτσα, Αν δεις τον Κυρ-Αλέξανδρο…, Αθήνα 1991, 148-149.

Μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη

 

Ένα μικρό στενό δωμάτιο με ασβεστωμένους τοίχους. Ένα τζάκι κοντά στο παράθυρο που βλέπει προς το αυλάκι. Αντίς από κρεβάτι, μέσα σ’ ένα είδος ντουλάπας του τοίχου, κάτι κιλίμια στο πάτωμα. Στο τζάκι, λίγη στάχτη ζεστή. Έξω, το κρύο είναι δυνατό. Κατάχαμα, πάνω στα κιλίμια, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αναρριγεί. Φώναξε τον Αρχιμανδρίτη Μπούρα, και του ζήτησε να του διαβάσει, από το ωραίο του ιστορημένο χειρόγραφο, όπου είχε μαζί τις Λειτουργίες του Ιερού Χρυσοστόμου και του Μεγάλου Βασιλείου, την ωραία προσευχή των μεγάλων αμαρτωλών που μετανοούν.
Μέρες τώρα δε μπορούσε να ησυχάσει, τόσο πονεμένο ήταν όλο του το κορμί. Είχε μίαν άσχημη γρίππη· πνευμονία, λένε άλλοι. Δεν ήθελε να τον ιδεί γιατρός.
Ήταν του Αγίου Βασιλείου, ανήμερα της Πρωτοχρονιάς. Θέλησε να σηκωθεί. Δε βρήκε τη δύναμη, και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.
Τη νύχτα, ζήτησε από τις αδερφές του κάποιο βιβλίο.
Αυτό που του έφεραν δεν ήταν αυτό που ζητούσε.
– «Μπα! Δεν πειράζει, είπε. Το παίρνω αύριο.»
Τι νάταν; Ο Όμηρος, τα Ευαγγέλια, ο Θουκυδίδης, ο Σαίξπηρ,− αυτό το βιβλίο που στις στερνές εκείνες ώρες τον είδαν να το θωπεύει σαν τυφλός, αδύναμος και να κρατήσει ακόμα στα πυρετικά του χέρια το μικρό τομίδιο;
Είπε στις αδερφές του και στους φίλους του να τον αφήσουν, και γυρνώντας προς τον τοίχο, άρχισε να ψέλνει χαμηλόφωνα το δοξαστικό της ενάτης ώρας των Θεοφανείων:
«Την χείρα σου την αψαμένην την ακήρατον κορυφήν του Δεσπότου… έπαρον υπέρ ημών προς αυτόν, Βαπτιστά…»
Στη μια μετά τα μεσάνυχτα, οι αδερφές του τον βρήκαν κοιμισμένο, με τα μάτια κλειστά, παγωμένο.
Τον έθαψαν την άλλη μέρα, 3 Ιανουαρίου του 1911.
Έξω χιόνιζε. Κατά το ελληνικό έθιμο, τον πήγαν στην Εκκλησία, κι’ ύστερα στο κοιμητήριο, σ’ ένα φέρετρο ανοιχτό. Οι νιφάδες έπεφταν στο μέτωπό του και στα μαύρα μαλλιά του, για να παρουσιαστεί, θαρρείς, ακόμα καθαρώτερος, «αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Κριτού, του Παλαιού των Ημερών του Τρισαγίου».
Στο μικρό κοιμητήρι της Σκιάθου, τάφος με τ’ όνομα του Παπαδιαμάντη δεν υπάρχει πια· σου δείχνουν μόνο τον τόπο όπου τον έθαψαν και το πεύκο που φύτεψαν. Κατά την ελληνική συνήθεια, τρία χρόνια μετά το θάνατό του τα οστά του τα ξέθαψαν, και στην εκκλησιά της Παναγίας, στην Απάνω Ενορία, υπάρχει ακόμα ένα μικρό κιβώτιο μ’ ένα κρανίο και λίγα κόκκαλα, ένα μικρό κίτρινο κρανίο που η γρια που σας το δείχνει το ασπάζεται, ευλαβικά ή μηχανικά, ποιός ξέρει; Τα παιδιά της γειτονιάς, σιωπηλά μία στιγμή, κυττάνε με περιέργεια τον ξένο που θωρεί τα φτωχά αυτά λείψανα τ’ απιθωμένα ανέμελα στο περβάζι ενός παράθυρου εκκλησιάς. Ίσως να στοχάζεται την επιγραφή, την αδέξια χαραγμένη στο άσπρο ξύλο:
«Ο κάθε στοχασμός σου ασμάτων άσμα,
Στον κόσμον τον δικόν σου κόσμος το κάθε πλάσμα…»

Από το βιβλίο «Skiathos, île grecque» του Octave Merlier, μεταφρ. Νάσος Δετζώρτζης.
Δημοσιεύτηκε στο αφιέρωμα της “Νέας Εστίας” για τον Παπαδιαμάντη τα Χριστούγεννα του 1941.

***

«Η μαγεία του Παπαδιαμάντη»
Οδυσσέας Ελύτη

«…Να που βρίσκεται η αληθινή μαγεία του Παπαδιαμάντη. Δε ζητά να τεντώσει τα νεύρα μας, να σείσει πύργους και να επικαλεστεί τέρατα. Οι νύχτες του, ελαφρές σαν το γιασεμί, ακόμη και όταν περιέχουν τρικυμίες, πέφτουν επάνω στην ψυχή μας σαν μεγάλες πεταλούδες που αλλάζουν ολοένα θέση, αφήνοντας μία στιγμή να δούμε στα διάκενα τη χρυσή παραλία όπου θα μπορούσαμε να’χαμε περπατήσει χωρίς βάρος, χωρίς αμαρτία. Είναι εκεί που βρίσκεται το μεγάλο μυστικό, αυτό το «θα μπορούσαμε» είναι ο οίακας που δε γίνεται να γυρίσει, μόνο μας αφήνει με το χέρι μετέωρο ανάμεσα πίκρα και γοητεία, προσδοκώμενο και άφταστο. Σα να’ χανε ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου».
Απόσπασμα από το ομώνυμο βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη»

Θεοφάνεια_ Theophany_Богоявле́ние-Теофа́ния_Teofanía_ნათლისღება_Boboteaza Greek Byzantine Orthodox Icon0106theophany250_a0d50_81ec794c_ 

Ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων, ο αγνός χριστιανός με τη ψυχή αναχωρητή, που ευωδιάζει ολόκληρος από την ευωδία του Χριστού, από την πνευματική ευωδία της Ορθοδοξίας… Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
https://iconandlight.wordpress.com/2024/01/03/%ce%bf-%ce%ac%ce%b3%ce%b9%ce%bf%cf%82-%cf%84%cf%89%ce%bd-%ce%b5%ce%bb%ce%bb%ce%b7%ce%bd%ce%b9%ce%ba%cf%8e%ce%bd-%ce%b3%cf%81%ce%b1%ce%bc%ce%bc%ce%ac%cf%84%cf%89%ce%bd-%ce%bf-%ce%b1%ce%b3%ce%bd%cf%8c/

Ας ευχηθώμεν το ερχόμενον έτος να μη είναι χειρότερον από το έτος το φεύγον. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
https://iconandlight.wordpress.com/2021/12/30/%ce%b1%cf%82-%ce%b5%cf%85%cf%87%ce%b7%ce%b8%cf%8e%ce%bc%ce%b5%ce%bd-%cf%84%ce%bf-%ce%b5%cf%81%cf%87%cf%8c%ce%bc%ce%b5%ce%bd%ce%bf%ce%bd-%ce%ad%cf%84%ce%bf%cf%82-%ce%bd%ce%b1-%ce%bc%ce%b7-%ce%b5%ce%af/

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, …έτρεχε οπίσω από τον Ήλιον, ο εραστής του Φωτός.
https://iconandlight.wordpress.com/2016/01/03/%ce%b1%ce%bb%ce%ad%ce%be%ce%b1%ce%bd%ce%b4%cf%81%ce%bf%cf%82-%cf%80%ce%b1%cf%80%ce%b1%ce%b4%ce%b9%ce%b1%ce%bc%ce%ac%ce%bd%cf%84%ce%

b7%cf%82-%ce%ad%cf%84%cf%81%ce%b5%cf%87%ce%b5-%ce%bf%cf%80%ce%af/

Ἀπολυτίκιον προεόρτιον τῶν Φώτων
Ἦχος δʹ. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.

τοιμάζου Ζαβουλών, καὶ εὐτρεπίζου Νεφθαλείμ. Ἰορδάνη ποταμέ, στῆθι ὑπόδεξαι σκιρτῶν, τοῦ βαπτισθῆναι ἐρχόμενον τὸν Δεσπότην. Ἀγάλλου ὁ Ἀδὰμ σὺν τῇ Προμήτορι· μὴ κρύπτετε ἑαυτούς, ὡς ἐν Παραδείσῳ τὸ πρίν· καὶ γὰρ γυμνοὺς ἰδὼν ὑμᾶς ἐπέφανεν, ἵνα ἐνδύσῃ τὴν πρώτην στολήν. Χριστὸς ἐφάνη, τὴν πᾶσαν κτίσιν, θέλων ἀνακαινίσαι.

Ἀπολυτίκιον τοῦ προφήτου Μαλαχίου.
Ἦχος πλ. α´. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.

γγελώνυμον κλῆσιν πλουτίσας ἔνδοξε, ἀγγελομίμητον βίον ἐπολιτεύσω ἐν γῇ. Μαλαχία Προφητῶν τὸ ἀκροθίνιον, ὅθεν Ἀγγέλους ἐσχηκώς, συλλαλοῦντας νοερῶς, ἐπλήσθης ἀΰλου δόξης, καὶ τῶν μελλόντων τὴν γνῶσιν, διατυποῖς πρὸς φωτισμὸν ἡμῶν.

Ἀπολυτίκιον τοῦ ἁγίου μάρτυρος Γορδίου τοῦ κεντυρίωνος.
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.

Μάρτυς σου, Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν, ἔθραυσε καὶ δαιμόνων, τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τοῦ ἁγίου Μάρτυρος Γορδίου τοῦ κεντυρίωνος.
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.

Τῷ ζήλῳ τῆς πίστεως, πυρποληθεὶς τὴν ψυχήν, αὐτόκλητος ὥρμησας, ἐν τῷ σταδίῳ σοφέ, καὶ χαίρων ἠγώνισαι· ὅθεν τοῖς ἐξ αὐχένας, ὀχετοῖς τῶν αἱμάτων, ἔσβεσας Ἀθλοφόρε, τῆς κακίας τὴν φλόγα· διό σε ὁ Ζωοδότης, Γόρδιε ἐδόξασε.

Ἀπολυτίκιον τῆς ὁσίας Θωμαΐδος τῆς ἐκ Λέσβου. (ποίημα Ἰσιδώρας Ἁγιοϊεροθεϊτίσσης)
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

ν σεμνότητι βίου, καὶ ἠθῶν τελειότητι, χάριν Θωμαῒς ἡ Ὁσία, ἀντὶ χάριτος ἔλαβε· τὸν πλοῦτον δαπανήσασα πτωχοῖς, συχνάζουσα ἐν οἴκῳ τοῦ Θεοῦ, καὶ συζύγου ὑπομείνασα καρτερῶς, τὴν ἀπηνῆ σκληρότητα. Χαίροις μοναζουσῶν ἡ καλλονή, χαίροις τῆς Λέσβου καύχημα· χαίροις ἡ τῶν θαυμάτων προχοή, καὶ κρήνη τῶν ἰάσεων.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῆς ὁσίας Θωμαΐδος.
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.

Τὰς θλίψεις τοῦ βίου σου, ὡς προσφορὰν λογικήν, Χριστῷ προσενέγκασα, τὴν τῶν θαυμάτων ἰσχύν, Ὁσία, ἀντείληφας. Ὅθεν ὡς συζυγίας, ὑποτύπωσιν θείαν, μέλπομεν Θωμαΐς σε, καὶ πιστῶς σοι βοῶμεν· Χαῖρε τῆς νήσου Λέσβου, σεμνὸν ἐγκαλλώπισμα.

Ἀπολυτίκιον τῆς Ἁγίας Γενοβέφας (Ζενιβιέβ) τῆς ἐν Παρισίοις,
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

πὸ βρέφους βληθεῖσα, τοῦ Κυρίου τῷ ἔρωτι, ἕως γήρατός σου ἐσχάτου, Γενοβέφα ἐτήρησας, ἀμείωτον καὶ ηὔξησας αὐτόν, τὰς θείας ἐξασκοῦσα ἀρετάς· ὅθεν γέγονας θαυμάτων ὑπερφυῶν, ἐργάτις χριστοκίνητος, πλήθη ἐκ σκότους πρὸς τὸ φῶς Μῆτερ καθοδηγήσασα, καὶ σὺν παρθένοις ταῖς σεμναῖς, νυμφῶνα εὗρες ἄσυλον.

Ἀπολυτίκιον τοῦ ὁσιομάρτυρος Εὐφραὶμ τοῦ ὄρους τῶν Ἀμώμων ἐν Νέᾳ Μάκρῃ.
Ἦχος γ´. Θείας πίστεως.

Χάριν εὕρατο, ἐν τῇ εὑρέσει, τῶν λειψάνων σου, τῶν μυριπνόων, ἡ εὐαγής σου Μονὴ θείῳ Πνεύματι· ἁγιασμὸν γὰρ καὶ πλεῖστα ἰάματα, τοῖς εὐλαβῶς προσιοῦσι πηγάζουσιν, Ἐφραὶμ ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τοῦ ὁσιομάρτυρος Εὐφραὶμ τοῦ ὄρους τῶν Ἀμώμων ἐν Νέᾳ Μάκρῃ.
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.

Τὴν χάριν ἐκφαίνοντα, τήν σοι δοθεῖσαν σοφέ, τὰ θεῖά σου λείψανα, ἐκ τῶν λαγόνων τῆς γῆς, ἡμῖν ἄρτι ὤφθησαν. Ὅθεν ταῦτα πλουτοῦσα, ἡ ἁγία Μονή σου, στήριγμά σε κατέχει, καὶ θερμότατον πρέσβυν, Ἐφραὶμ Ὁσιομάρτυς· διὸ καὶ μεγαλύνει σε.

Ἀπολυτίκιον Ἀνακομιδῆς ὁσίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου. .
Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Μονή σου φαιδρύνεται ἀνυμνοῦσά σε, Συμεὼν Θεολόγε φωτὶ τῆς χάριτος, λαμπομένη νοερῶς καὶ λειψάνων σου, τὴν μετάθεσιν τιμᾷ εὐλογίας δαψιλοῦς, ἐκ τούτων ἐμπιμπλαμένη, καὶ δυσωποῦσά σε ταύτην, παντὸς κινδύνου φυλάττειν ἄτρωτον

Ἀπολυτίκιον τοῦ ὁσίου Εὐθυμίου Τακαϊσβίλι
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Τὸν μὲν νοῦν πρὸς σοφίαν, σοφέ, ἐγύμνασας, τῆς Γεωργίας ὁ γόνος καὶ ἐν Γαλλίᾳ βιούς, ὁ λατρεύων τὸν Θεὸν ἐν πάσαις θλίψεσιν, ὁ προστατεύσας παλαιοὺς θησαυρούς, τὴν δὲ ψυχὴν ἐκόσμησας ἀρεταῖς σου, καὶ ὡς φῶς τῷ κόσμῳ λάμψας, σὺ οὖν, Εὐθύμιε, διδάσκεις ἡμᾶς.

Ἀπολυτίκιον τοῦ ὁσίου Εὐθυμίου Τακαϊσβίλι (ποίημα Χ.Μ.Μπουσια)
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Εὐθυμίας συνώνυμον τὸν ἐμπλήσαντα χαρᾶς λαὸν Γεωργίας ἐν δυσχειμέροις καιροῖς ἐκ πιέσεων ἀθέων καταθλίψεως καὶ Ἐκκλησίας θησαυροὺς ἱερεῖς ἐξ ἁρπαγῆς φυλάξαντα εὐσχημόνως ἀνευφημήσωμεν πάντες, σεπτὸν Εὐθύμιον, τὸν ἔνθεον.

Ἀπολυτίκιον τοῦ ὁσίου Λαζάρου Ἀμβροσιάδη ἐκ Πασλάχ Κερασούντος.
Ἦχος πλ. δ΄.

ν σοὶ Πάτερ ἀκριβῶς, διεσώθη τὸ κατ’ εἰκόνα· λαβὼν γὰρ τὸν Σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾶν μὲν σαρκός· παρέρχεται γάρ, ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτου· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Λάζαρε τὸ πνεῦμά σου.

Ἀπολυτίκιον τοῦ δικαίου Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη τοῦ ἐκ τῆς νήσου Σκιάθου ὁρμωμένου, (ποίημα Π.Β.Πάσχου)
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τῆς Σκιάθου τὸν γόνον καὶ Ἑλλάδος τὸ καύχημα καὶ τῶν ἀσκητῶν τῆς ἐρήμου μιμητὴν ἀνυμνήσωμεν· τὴν πόλιν Ἀθηνῶν γὰρ παροικῶν συμψάλλει τῶν ἀγγέλων τοῖς χοροῖς, ἀγρυπνῶν, ἀεὶ παλαίων, λογογραφεῖ θεοτερπῆ συγγράμματα. Δόξα τῷ μεγαλύναντι αὐτόν· δόξα τῷ χαριτώσαντι· δόξα τῷ ἐν ὁσίοις ἐσχάτως· Ἀλέξανδρον δείξαντι.

iconandlight.wordpress.com 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου