
« ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΒΗΜΑ »
« Ορθόδοξος Τύπος – Ροή Ειδήσεων »
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀκούσατε ἀγαπητοί μου σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο ; (Ματθ.κεφ. 14,14-22). Ἀλλὰ δὲν φτάνει μόνο νὰ τ᾽ ἀκοῦμε. Τὸ Εὐαγγέλιο δὲν τὸ λέμε στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ περάσῃ ἡ ὥρα, ὅπως ἀνοίγετε τὸ ῥαδιόφωνο γιὰ νὰ περάσῃ ἡ ὥρα, ὅπως κάθεστε στὸ καφενεῖο γιὰ νὰ κουβεντιάσετε· τὸ Εὐαγγέλιο, αὐτό ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, θὰ μᾶς δικάσῃ στὸν ἄλλο κόσμο. Γιατί θὰ μᾶς δικάσῃ;
Διότι αὐτὰ ποὺ λέει πρέπει νὰ τὰ κάνουμε. Ἄνδρες – γυναῖκες, μικροὶ – μεγάλοι, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ εκτελούμε τις εντολές πού μας άφησε ο Χριστός άν θέλουμε την αιώνια σωτηρία μας !
* * *
Τί μᾶς λέει σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ ἐμεῖς δὲν τὸ κάνουμε; Λέει, ὅτι ὁ Χριστὸς πῆρε μιὰ μέρα τοὺς δώδεκα μαθητάς του καὶ βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι· πῆγε μακριά, πολὺ μακριά…
Θά ᾽ρθῃ τέτοια ὥρα. Νομίζετε, ὅτι θὰ μένετε πάντα στὰ σπιτάκια σας, ότι θ᾽ ἀνοίγετε τὰ ῥαδιόφωνα καὶ τὴν τηλεόρασή σας ἢ ότι θὰ ᾽χετε τὸ καθρεφτάκι σας νὰ κοιτάζεστε; Θά ᾽ρθῃ λοιπόν και «εκείνη» η ὥρα…Εἶνε γραμμένο μέσα στὶς προφητεῖες. Θά ᾽ρθῃ ὥρα ποὺ δὲν θὰ προλάβῃς νὰ πάρῃς τὸ πουκάμισό σου, δὲν θὰ προλάβης να πάρῃς μαζί σου οὔτε ένα φράγκο. Ὅπως στὴ Μικρὰ Ἀσία δὲν πρόλαβαν νὰ πάρουν τίποτα κ᾽ ἔφυγαν μὲ τὴν ψυχὴ στὰ δόντια, ἔτσι, κι΄εμείς ἐὰν δὲν μετανοήσουμε, θὰ γίνῃ μιὰ τέτοια μεγάλη καταστροφή…αλοίμονο.
Καὶ ὅσοι πᾶνε στὰ βουνὰ καὶ τὶς ῥεματιές, μέσα σὲ σπηλιὲς καὶ ἐρημιὲς μὲ τ᾽ ἄγρια θηρία, αὐτοὶ ἴσως σωθοῦνε. Γιατὶ τὰ σπίτια, ποὺ καθένα ἔπρεπε νά ᾽νε μιὰ ἐκκλησιά, τώρα μὲ ὅσα συμβαίνουν ἔγιναν κολαστήρια· ὅταν ὁ ἄντρας βλαστημᾷ, ἡ γυναίκα βγάζῃ γλῶσσα, τὰ παιδιὰ βρίζουν πατέρα καὶ μάνα…, ἐκεῖ εὐλογία δὲν ὑπάρχει.
Ὁ Χριστὸς λοιπὸν ἄφησε τὰ μεγάλα σπίτια καὶ τὶς πολιτεῖες, καὶ πῆγε στὴν ἐρημιά. Γιατί; Γιατὶ ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος εἶνε πιὸ κοντὰ στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ. Μέσ᾽ στὴ μεγαλούπολι βρίσκεσαι σαν να εἶσαι κοντὰ στὸν διάβολο. Στὶς μεγάλες πολιτεῖες ὁ διάβολος κάνει και τὸ μεγάλο κακό.
Στὴν ἐρημιὰ ὁ Χριστὸς βρῆκε κατάλληλο καιρὸ γιὰ προσευχή. Στὴν ἐρημιά, στὴν ὕπαιθρο, ἔξω στὰ χωράφια σηκώνεσαι πρωί, βλέπεις τὸν ἥλιο καὶ λὲς «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τὸ φῶς», ἐκεῖ ἀκοῦς τ᾽ ἀηδόνι νὰ κελαηδάῃ, ὅλα τὰ πουλιὰ νὰ ψάλλουν, τὸ ποταμάκι νὰ κυλάῃ τὰ νερά του, ὅλα νὰ ὑμνοῦν τὸ Θεό. Στὴν ἔρημο ὁ ἄνθρωπος πλησιάζει τὸ Θεό.
Πῆγε στὴν ἐρημιὰ λοιπόν ὁ Χριστός, γιὰ νὰ προσευχηθῇ στὸν οὐράνιο Πατέρα του, γιὰ νὰ βρῇ ὁ ἴδιος λίγη ἀνάπαυσι, ν᾽ ἀναπαυθοῦν καὶ οἱ μαθηταί του. Ἀλλὰ ὁ κόσμος, ποὺ τὸν ἔχασε, στενοχωροῦνταν. Ποῦ εἶνε ὁ Χριστός; ἔλεγαν οἱ ἄνδρες. Ποῦ εἶνε ὁ Χριστός; ἔλεγαν οἱ γυναῖκες. Ποῦ εἶνε, μάνα, ὁ Χριστός; ἔλεγαν τὰ μικρὰ αθῷα παιδάκια, ποὺ τ᾽ ἀγαποῦσε ὁ Κύριος, ἔβαζε τὰ χέρια του πάνω στὰ κεφαλάκια τους καὶ τά ᾽παιρνε στὴν ἀγκαλιά του. Δὲν ἄντεχαν νὰ ζήσουν χωρὶς Αὐτὸν οὔτε μιὰ μέρα.
Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ζήσῃ χωρὶς σπίτι, χωρὶς λεφτά, χωρὶς γυναῖκα, χωρὶς παιδιά· μὰ χωρὶς Χριστό, χωρὶς τὸ Θεό, δὲν μπορεῖ νὰ ζήσῃ. Τὸ ψάρι δὲν ζῇ χωρὶς θάλασσα, τὸ πουλὶ δὲν ζῇ χωρὶς ἀέρα, κι ὁ ἄνθρωπος δὲν ζῇ χωρὶς Θεό. Δὲν Τὸν χορταίνει ἡ ψυχή του, νιώθει κάτι ἀνώτερο γι᾽ Αὐτὸν ἡ καρδιά του.
Ζητοῦσαν τὸ Χριστὸ λοιπόν. Καὶ τί ἔγινε; κάτι πρωτάκουστο. Ἄφησαν τὶς δουλειές τους οἱ ἄντρες, τὰ σπίτια οἱ γυναῖκες, τὰ σχολειά τους τὰ παιδιά, κ᾽ ἕνα κοπάδι ὁλόκληρο, δεκαπέντε χιλιάδες κόσμος, ἔφυγαν καὶ πῆγαν μακριά! Πέρασαν ῥαχοῦλες, λειβάδια, ποτάμια, ῥεματιές… Ὅποιος τοὺς ῥωτοῦσε, Τί ζητᾶτε; Ψάχνουμε για τὸ Χριστό, ἔλεγαν.
Ὕστερα ἀπὸ ὁδοιπορία ὡρῶν τὸν βρῆκαν στὴν ἐρημιά, καὶ ἡ χαρά τους ἦταν μεγάλη. Ἦταν σὰν τὴ χαρὰ ποὺ νιώθει ὁ διψασμένος ὅταν βρῇ δροσερὸ νερό, σὰν τὴ χαρὰ ποὺ ἔχει ὁ πεινασμένος ὅταν βρῇ ψωμί, σὰν τὴ χαρὰ ποὺ ἔχει ὁ φτωχὸς ὅταν σκάβοντας τὴ γῆ βρῇ θησαυρὸ πολύτιμο. Χάρηκαν ποὺ εἶδαν τὸ Χριστό. Κ᾽ ἐκείνη τὴν ἡμέρα αὐτὸς ἄρχισε νὰ τοὺς διδάσκῃ κι αὐτοὶ ἄκουγαν προσηλωμένοι.
Και όπως τὸ σφουγγάρι ῥουφάει τὸ νερό, ἔτσι οἱ ψυχές τους ῥουφοῦσαν τὰ λόγια του.Καὶ περνοῦσε ἡ ὥρα, ἔγινε μεσημέρι· πέρασε τὸ μεσημέρι, ἔγινε τρεῖς ἡ ὥρα, ἔγινε τέσσερις, πῆγε πέντε, βασίλευε ὁ ἥλιος, κι αὐτοὶ ἐκεῖ. Τὰ παιδιὰ ξέχασαν τὰ παιχνίδια τους, οἱ ἄντρες τὶς δουλειές τους, καὶ ὅλοι καρφωμένοι ἄκουγαν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ. Μετὰ ἐκεῖνος ἅπλωσε τὰ ἅγια χέρια του καὶ θεράπευσε τοὺς ἀρρώστους. Καὶ κανείς δὲν σάλευε ἀπ᾽ τὴ θέσι του. Μὰ ζύγωνε πιὰ ἡ νύχτα κ᾽ ἔπρεπε νὰ ἐπιστρέψουν στὰ χωριά τους. Καὶ θά ᾽ταν βέβαια πεινασμένοι. Καὶ τότε ὁ Χριστὸς τί ἔκανε;
Πῆρε πέντε ψωμιὰ κι αὐτὰ κριθαρένια καὶ δυὸ ψάρια καὶ τί τὰ ᾽κανε; –ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους– τὰ εὐλόγησε. Καὶ μ᾽ αὐτὸ τί ἔγινε· μὲ τὰ πέντε ψωμιὰ χόρτασαν πέντε χιλιάδες ἄντρες ( 5.000), διπλάσιες γυναῖκες, μικρὰ παιδιά, καὶ περίσσεψαν τόσα κομμάτια ποὺ γέμισαν δώδεκα κοφίνια!
Τί μᾶς λέει αὐτό; Κάτι ποὺ τὸ έχει ξεχάσει σήμερα ὁ κόσμος. Ὅτι ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ εἶνε μεγάλο, πολὺ μεγάλο πρᾶγμα. Δὲν τὸ κατάλαβε ὁ κόσμος ;
Έ, θα έλθει κάποτε η ώρα πού θὰ τὸ καταλάβῃ. Ἕνα ψίχουλο, μιὰ χούφτα ἀλεύρι, ἂν εὐλογήσῃ ὁ Χριστός, φτάνει νὰ θρέψῃ ἕνα χωριό. Ἂν ὅμως δὲν ὑπάρχῃ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, σπέρνε εσύ, βάλε κομπίνες, βάλε μηχανές, θέριζε, μάζευε, γέμιζε ἀποθῆκες, ὅλα αὐτὰ οὔτε ἕναν ἄνθρωπο δὲν θὰ μποροῦν νὰ θρέψουν. Ἅμα ὑπάρχῃ ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, τὸ λίγο φτάνει καὶ τρέφει πολλούς.
* * *
Αὐτό, ἀδελφοί μου, μᾶς λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο· ὅτι ὅλοι ἔτρεξαν στὸ Χριστό· κι ὅτι κ᾽ ἐμεῖς πρέπει νὰ τρέχουμε στὸ Χριστό.
–Μὰ ποῦ εἶνε ὁ Χριστός; θὰ πῆτε. Ἂν ἦταν δῶ στὸν κόσμο, κι᾽ ἐμεῖς θὰ τρέχαμε· θ᾽ ἀφήναμε τὶς δουλειὲς μας νὰ πᾶμε νὰ τὸν δοῦμε, νὰ τὸν ἀκούσουμε, νὰ μᾶς κάνῃ καλά, νὰ πάρουμε τὴν εὐλογία του. Μὰ τώρα ποῦ εἶνε;
Ἄπιστε κόσμε, ψεύτη ντουνιᾶ, ἐδῶ εἶνε ὁ Χριστός, στὴν Ἐκκλησία είναι ! Ἂν πιστεύῃς, ὅλος ὁ Χριστὸς εἶν᾽ ἐδῶ· τὰ λόγια του, τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα του εἶνε πάνω στὴν Αγία Τράπεζα. Ἐδῶ εἶνε, ἐδῶ διδάσκει, ἐδῶ εὐλογεῖ, ἐδῶ θεραπεύει. Ὅποιος ἔρχεται μὲ πίστι, τὸν συναντᾷ. Στὴ μέση τῆς Λειτουργίας γίνεται ἡ ὑποδοχή του κι ἀκοῦμε στὸ Χερουβικό·
«Οἱ τὰ Χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες… Ὡς τὸν Βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξάμενοι», νὰ ὑποδεχτοῦμε τὸν Βασιλέα τῶν ὅλων. Τὴν ὥρα ἐκείνη, ἀδέρφια μου, δὲν πατᾶμε τὴν γῆ, εἴμαστε σὰν τοὺς ἀγγέλους, ἕτοιμοι νὰ ὑποδεχτοῦμε τὸ Χριστὸ τὸν βασιλιᾶ μας. Μὲ τῆς ψυχῆς τὰ μάτια τὸν βλέπουμε, τὸν ἀκοῦμε, τὸν κοινωνοῦμε.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἐκεῖ εἶνε ὁ Χριστός, τί πρέπει εμείς νὰ κάνουμε; Νὰ τρέξουμε κοντά του. Μόλις ἀκουστῇ ἡ καμπάνα, φτερὰ στὰ πόδια καὶ ὄλοι στὴν ἐκκλησιά. Τὸ κάνουμε; Ὄχι !
Και ποῦ πᾶνε οἱ ἄνθρωποι; Ἐμένα ῥωτᾶτε; Ἀντέστε τὴν Κυριακὴ τὸ πρωὶ στὰ Πρακτορεῖα, στοὺς σταθμούς, στὴν ἐθνικὴ ὁδό, στὰ λιμάνια, νὰ δῆτε ποῦ πάει ὁ κόσμος κοπάδια – κοπάδια!… Ἄλλοι στὶς παραλίες γιὰ μπάνια ἀνακατεμένοι ἄντρες – γυναῖκες, ἄλλοι στὰ βουνὰ γιὰ ὀρειβασία, ἄλλοι στὰ καρτέρια γιὰ κυνήγι…· ὅλοι πᾶνε νὰ διασκεδάσουν. Κ᾽ οἱ ἐκκλησιὲς τὴν Κυριακὴ ἀδειανές. Ἂν ὅμως ἔρθῃ στὸ χωριὸ κινηματογράφος, ἂν ἔρθῃ ἀρκουδιάρης, ἂν γίνῃ γλέντι καὶ χορός, τότε καὶ ἡ κουτσὴ γριὰ θὰ πάῃ νὰ δῇ ἐκεῖνα τὰ ἄπρεπα…
Χτυπάει καμπάνα; «Στοῦ κουφοῦ τὴν πόρτα ὅσο θέλεις βρόντα».
Στὴ Μικρὰ Ἀσία καμπάνες δὲν ὑπῆρχαν, ὁ Τοῦρκος δὲν ἐπέτρεπε. Καὶ χωρὶς καμπάνες οἱ ἐκκλησιὲς γεμᾶτες, κανείς δὲν ἀπουσίαζε· μόνο λεχῶνες καὶ ἄρρωστοι ἔμεναν στὰ κρεβάτια. Ἁγιασμένα χρόνια. Τώρα σεῖς τὰ ἐγγόνια τους μπασταρδέψατε, φύγατε ἀπὸ τὰ ἅγια καὶ τα ἱερά. Κι αὐτὲς οἱ καμπάνες θὰ μᾶς δικάσουν τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Τότε δίχως καμπάνες οἱ ἐκκλησιὲς γεμᾶτες, τώρα μὲ καμπάνες ἠχηρὲς κανείς δὲν πάει στὴν ἐκκλησιὰ τοῦ Χριστοῦ μας.
Γι᾽ αὐτὸ εἶπα, ὅτι ἐκεῖνοι οἱ πεντακισχίλιοι θὰ μᾶς δικάσουν. Ἂν ὑποθέσουμε ὅτι στὴ χώρα ὑπῆρχε μόνο μιὰ ἐκκλησιά, καὶ πάλι ἔπρεπε νὰ κάνουμε χιλιόμετρα νὰ πᾶμε ἐκεῖ. Ἅμα ἀρρωσταίνει τὸ κορμί, βλέπεις, ἂν ἔχουμε πόνο στὴν καρδιὰ ἢ στὰ πνευμόνια ἢ στὰ νεφρά, πᾶμε Θεσσαλονίκη, Ἀθήνα, ἀκόμα καὶ στὸ ἐξωτερικό. Στὴν Ἀφρική, λένε, εἶνε ἔνας καρδιοχειρουργός, καὶ ταξίδεψε αὐτὲς τὶς μέρες κάποιος ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη καὶ πῆγε ἐκεῖ, στὴν ἄκρη τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ γίνῃ καλά. Ἅμα τὸ τομαράκι ἀρρωστήσῃ, τραβᾷς στὴν Ἑλβετία, τραβάς στὴ Σουηδία, στὴ Νορβηγία, στὴν Ἀμέρικα, νὰ γίνῃς καλά. Ἀλλὰ ἐδῶ; Δίπλα σου εἶνε ἡ ἐκκλησιά.
Θυμᾶμαι, σ᾽ ἕνα χωριὸ κάποιος ἔμενε δίπλα στὴν ἐκκλησία κι ὁ εὐλογημένος ἐπὶ πενήντα χρόνια δὲν ἔκανε ἕνα βῆμα νὰ μπῇ νὰ προσκυνήσῃ! Κάν᾽ το τώρα, πού ᾽σαι στὸ πόδι. Θὰ ἔρθῃ βέβαια κι αὐτὸς μιὰ μέρα στὴν ἐκκλησιά, ἀλλὰ μὲ τοὺς τέσσερις ( θὰ τὸν σηκώνουν… τέσσερις)· τότε ὅμως θά ᾽νε ἀργά.
Λοιπόν, σήμερα αὐτοί, ποὺ περπάτησαν χιλιόμετρα νὰ βροῦν τὸ Χριστό, θὰ μᾶς δικάσουν.
Εσεῖς, πάλι καλά πού ἤρθατε σήμερα στὴν ἐκκλησία. Οἱ ἄλλοι ὅμως ποῦ εἶνε; Σᾶς εἰδοποιῶ ὅτι, ὅποιος ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸν ἐκκλησιασμὸ ἀδικαιολόγητα, ἔχει συνέπειες. Ὁ δάσκαλος σημειώνει τὶς ἀπουσίες καὶ δὲν σοῦ δίνει χαρτί· ὁ λοχίας στὸ στρατὸ κάνει προσκλητήριο καὶ ἂν δὲν πείς παρὼν εἶσαι λιποτάκτης. Σχολειὸ καὶ στράτευμα τοῦ Χριστοῦ μας εἶνε ἡ Ἐκκλησία. Ἀπουσιάζεις μιά, δυό, τρεῖς φορές; Δὲν κάνεις πρόοδο, εἶσαι παραβάτης.
Καὶ μὴ γελᾶνε κάτι κυρίες καὶ δεσποινάρια καὶ λένε· Ἄκου τί λέει τώρα ὁ δεσπότης; Ὁ δεσπότης σοῦ λέει τώρα τί πρέπει νὰ ξέρῃς γιὰ τὸ καλό σου! Δὲν θέλεις ν᾽ ἀκούσῃς; Δὲν θὰ μὲ ξαναδῇς· θὰ μὲ δῇς πιὰ στὸν ἄλλο κόσμο, μπροστὰ στοὺς ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους· καὶ τότε, ὅπως ἐδῶ ἡ ἀστυνομία ἔχει τὴν ταυτότητά σου καὶ τὸ φάκελό της, ἔτσι ἐκεῖ ὁ ἄγγελός σας θ᾽ ἀνοίξῃ τὸ βιβλιάριό σας καὶ θὰ σᾶς πῇ· « Ποῦ ἤσασταν ὅταν χτυποῦσαν οἱ καμπάνες, ὅταν ἁγιάζονταν τὰ τίμια δῶρα, ὅταν ἔβγαινε τὸ Άγιο δισκοπότηρο;»
Ἄχ, ἀντρόγυνα ποὺ βρωμίζετε τὴν Κυριακὴ ἡμέρα, ἂχ, χωριάτες ποὺ τραβᾶτε στὰ χωράφια για δουλειές Κυριακάτικα, ἂχ παιδιὰ ποὺ παίζετε στοὺς δρόμους, ἂχ κόσμε ποὺ ἀδιαφορεῖς! θὰ πληρώσῃς τὴν ἀπουσία σου.
Ὅποιος τρεῖς φορὲς ἀπουσιάσῃ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία χωρὶς λόγο, λένε οι ιεροί κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων εἶνε ἀφωρισμένος ἀπὸ μόνος του. Ὄχι ἀπὸ μένα, αλλά ἀπὸ τὸν Θεό!
Ὅποιος λοιπὸν θέλει νά ᾽νε ἐν τάξει μὲ τὸν ἑαυτό του, μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ μὲ τὸ Θεό, ἂς φροντίσῃ, κάθε φορὰ ποὺ χτυπάει ἡ καμπάνα νά ᾽νε στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ ἔχῃ τὴν εὐλογία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου