Πέμπτη 7 Αυγούστου 2025

Ὁ γ. Βασίλειος Καυσοκαλυβίτης σταύρωσε τὴν πόρτα τοῦ ναοῦ καὶ ἄνοιξε διάπλατα μόνη της!

 

Ἀφηγεῖται ἡ Ζτούπα Καλλιόπη: Σήµερα ποὺ πῆρε τηλέφωνο ὁ κύριος Βαγγέλης µοῦ εἶπε: «Θὰ σοῦ πῶ κάτι ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔζησα µὲ τὸν Γέροντα Βασίλειο καὶ ὅ,τι θὰ ἀκούσεις θέλω νὰ τὸ πιστέψεις, γιατί δὲν εἶναι ψέµατα. Ὅλα εἶναι ἀλήθεια, ἀφοῦ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔζησα». «Σᾶς πιστεύω ἀπόλυτα» τοῦ εἶπα «καὶ δὲν ἀµφιβάλλω γιὰ τίποτε». «Ὅπως γνωρίζεις, πάντα ἤµουν δίπλα στὸν Γέροντα, σὲ ὅ,τι χρειαζόταν καὶ δὲν ὑπολόγιζα ἀποστάσεις καὶ ὅ,τι ὥρα νὰ ἦταν ἔτρεχα κοντά του. Μοῦ ζήτησε νὰ πᾶµε στὸ Ἅγιο Ὄρος, γιατί εἶχε νὰ κάνει κάποιες ἐργασίες στὴν καλύβη του. Πρόθυµα δέχθηκα καὶ ἀφοῦ φορτώσαµε τὰ πράγµατά µας στὸ αὐτοκίνητο ἀναχωρήσαµε.

»Ὅταν φτάσαµε στὴν Οὐρανούπολη, µᾶς ἐνηµέρωσαν ὅτι εἶχε ἀπαγορευτικό. Ὁ Γέροντας στεναχωρήθηκε πάρα πολύ, γιατί  τὸν πίεζε ὁ χρόνος. Καθόταν λυπηµένος καὶ προσευχόταν. Ἐκεῖ κοντὰ εἶχε ἕνα πανδοχεῖο τῆς κυρίας Φανῆς. Πήγαµε καὶ τοὺς παρακαλέσαµε νὰ ἀφήσουµε κάποια πράγµατα, γιατί δὲν ξέραµε πότε θὰ φεύγαµε. Ἐπιπλέον τὰ δωµάτια ἦταν κατειληµµένα καὶ δὲν εἴχαµε ποῦ νὰ πᾶµε. Ἄλλωστε, ἦταν πολὺ ἀργὰ τὸ βράδυ. Πρότεινα τότε στὸν Γέροντα νὰ πᾶµε στὸ χωριὸ Νέα Ρόδα, ὅπου ὑπάρχει µία ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου. “Στὴν ἐκκλησία αὐτὴ ὑπάρχει µία εἰκόνα τῆς Παναγίας ποὺ δίνει ξύλο” τοῦ εἶπα. “Μα τί λές;” µοῦ εἶπε, “Πῶς δὲν γνωρίζω ἐγὼ γὶ’ αὐτὴ τὴν εἰκόνα;” “Πᾶµε καὶ θὰ δεῖς” τοῦ εἶπα. “Ἔπειτα εἶναι πολὺ ἀργά” µοῦ εἶπε, “Ἡ ἐκκλησία θὰ εἶναι κλειστή, πῶς θὰ µποῦµε;” “Ἔ, τί Γέροντας εἶσαι” τοῦ εἶπα. “Θα βρεῖς ἕνα τρόπο ἐσὺ νὰ µποῦµε”.

Ἡ τσαρίνα Αἰκατερίνη, ἐπειδὴ εἶχε ζήσει κάποιο θαῦµα, ἔκανε δῶρο σ’ αὐτὴ τὴν ἐκκλησία ἕνα εὐαγγέλιο ὁλόχρυσο βάρους κάποιων κιλῶν.

»Φτάσαµε στὴν ἐκκλησία γύρω στὶς πέντε ἡ ὥρα τὸ πρωί. Ἡ ἐκκλησία εἶχε περίπου δέκα σκαλοπάτια καὶ µία πολὺ µεγάλη πόρτα. Στὸ πλατύσκαλο σταµάτησε καὶ προσευχόταν καὶ ἀπὸ πίσω του στεκόµουνα ἐγώ. Τὸν ἔβλεπα ποὺ προσευχόταν καὶ ἔκανα καὶ ἐγὼ τὸν σταυρό µου. Σήκωσε τὸ χέρι του καὶ ἔκανε τὸ σηµεῖο τοῦ Σταυροῦ στὴν πόρτα. Τότε ἡ πόρτα ἄνοιξε διάπλατα µόνη της. Ἐγὼ τὰ ἔχασα καὶ δὲν µιλοῦσα. Τὸν ἀκολούθησα καί, ἀφοῦ µπήκαµε µέσα γιὰ νὰ προσκυνήσουµε, ἡ πόρτα ξαναέκλεισε. Καὶ πάλι, ἀφοῦ τὴν σταύρωσε, ἄνοιξε µόνη της καὶ βγήκαµε ἔξω. Ἐκείνη τὴν στιγµὴ κτύπησε ὁ συναγερµὸς καὶ ἦλθε ὁ πατὴρ Νικόλαος γιὰ νὰ δεῖ τί συµβαίνει. Ἡ πόρτα βέβαια εἶχε κλείσει καὶ πάλι. Ὑπόψιν ὅτι ὁ πατέρας Νικόλαος µὲ γνώριζε, γιατί εἴχαµε τὸν ἴδιο πνευµατικό. Τότε ὁ Γέρων Βασίλειος µοῦ εἶπε: “Τί ἔκανες καὶ ἄνοιξε ἡ πόρτα; Τί ἔχεις ἐπάνω σου;”

»Ἀπὸ ταπείνωση δὲν ἤθελε νὰ µαθευτεῖ ἡ δύναµίς του καὶ ἡ χάρις ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Ἐγὼ τοῦ εἶπα: “δὲν ἔκανα τίποτε, ἀφοῦ σὲ εἶδα, ποὺ ἔκανες τὸν σταυρὸ στὴν πόρτα καὶ ἄνοιξε”. “Καλά, καλά” µοῦ εἶπε, “µὴν τὸ πεῖς πουθενὰ αὐτὸ ποὺ εἶδες”. “Καλά” τοῦ εἶπα, “δὲν θὰ πῶ τίποτε”.

»Ἄλλο ἕνα θαῦµα θὰ σοῦ πῶ, ὅπως τὸ ἔζησα ἐγὼ καὶ ὅλος ὁ κόσµος ποὺ ἦταν στὴν πανήγυρι τῆς Παναγίας τῆς Κλεισούρας. Ἦταν ἀνήµερα τῆς ἑορτῆς τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ ὁ κόσµος µόλις εἶχε βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ ὅπως γίνεται συνήθως, συζητοῦσαν κατὰ παρέες. Ἐµεῖς ἤµαστε µεγάλη παρέα καί, εἴχαµε µαζί µας τὸν Γέροντα Βασίλειο. Ξαφνικὰ ἀκούσαµε φωνὲς ἀγωνίας καὶ ὅλοι κοιτάζαµε, ἐνῶ πολλοὶ ρωτοῦσαν τί συµβαίνει. Ἕνα παιδί, τὸ ὁποῖο δὲν ἦταν πάνω ἀπὸ δέκα ἐτῶν, ξέφυγε ἀπὸ τὴν προσοχὴ τῶν γονέων του καὶ ἀνέβηκε ἐπάνω στὸ καµπαναριό. Ἀπὸ περιέργεια, ἀφοῦ βγῆκε ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ καµπαναριοῦ, προχώρησε στὴ σκεπὴ τῆς Μονῆς καὶ ἀπὸ ἐκεῖ γλίστρησε καὶ ἔπεσε ἀπὸ τὴ σκεπὴ στὸ κενό. Ὅλοι ὅµως ἔβλεπαν τὸ παιδὶ νὰ κατεβαίνει σὰν κάποιος νὰ τὸ κρατοῦσε ἀγκαλιὰ καὶ στὴν συνέχεια νὰ τὸ ἀκουµπᾶ κάτω στὴ γῆ. Τὸ ἴδιο τὸ παιδὶ φαινόταν νὰ τὰ ἔχει χαµένα, ἀλλὰ ἦταν σαστισµένο καὶ σοκαρισµένο.

Ἔτρεξαν οἱ γονεῖς του κλαίγοντας καὶ τὸ ἀγκάλιασαν. “Τι ἔκανες;” τὸν ρώτησαν. “Πώς βρέθηκες κάτω; Μήπως κτύπησες;” “Ὄχι, µὴν στεναχωριέστε, εἶµαι καλὰ” τοὺς εἶπε. “Μὲ πῆρε ἀγκαλιὰ ἕνας παππούλης καὶ µὲ κατέβασε χωρὶς νὰ καταλάβω τίποτε. Μὰ ποῦ εἶναι ὁ παππούλης;” ρωτοῦσε.

– »Ἐγὼ κατάλαβα πολὺ καλὰ τί εἶχε συµβεῖ. Ὁ Γέροντας µὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Θεοτόκου, ἔκανε τὸ θαῦµα του. Ὡστόσο ἐµεῖς ποὺ τὸν εἴχαµε ὅλοι στὴν παρέα µας, ξαφνικὰ τὸν χάσαµε κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἐπεισοδίου καὶ δὲν τὸν ξαναεῖδα καθόλου ἐκείνη τὴν ἡµέρα.

– »Ὅσες φορὲς ἀναφέρθηκα στὸ περιστατικὸ δὲν µοῦ ἔλεγε τίποτα καὶ µᾶλλον ἀπέφευγε τὴ συζήτηση. Αὐτὸς ἦταν ὁ Γέροντας, ἀδελφούλα µου, νὰ ἔχουµε τὴν εὐχὴ καὶ τὶς πρεσβεῖες του».

Πηγή: “Γέρων Βασίλειος Καυσοκαλυβίτης, Νουθεσίες – Διδαχὲς” Ζτούπα Καλλιόπη, ἐκδ. Ἀγαθὸς Λόγος, σελ. 75-78

Συντάκτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου