
Γεννήθηκε τὸ 1891 στὸ Βαρῶσι της Ἀμμοχώστου τῆς Κύπρου, ποὺ σήμερα εἶναι κατεχόμενο. Ἡ οἰκογένεια τῆς ἦταν πολὺ φτωχή. Εἶχε ἄλλα τέσσερα ἀδέλφια. Ἡ ἴδια ἦταν ἡ μικρότερη. Ὀρφάνεψε ἀπὸ μάννα, ὅταν ἦταν πολὺ μικρή.
Ὁ Κωνσταντῖνος Ψαρᾶς ποὺ ἦταν χῆρος μὲ δύο παιδιὰ ζήτησε σὲ γάμο τὴν ἀδελφή της Μηλιά. Ἡ Μηλιά του ἔβαλε σὰν ὅρο νὰ πάρει μαζί της καὶ τὴν δεκάχρονη τότε Βασιλικὴ καὶ τὸ δέχθηκε.
Ἡ Βασιλικὴ μεγάλωσε τὰ δύο ὀρφανὰ καὶ ἄλλα ἑπτὰ παιδιὰ ποὺ ἔκανε ἡ ἀδελφή της μὲ τὸν Κωνσταντῖνο. Ὅλα τὰ παιδιὰ τὴν ἀγαποῦσαν περισσότερο ἀπὸ τὴν μάννα τους, γιατί κι αὐτὴ τὰ ἀγαποῦσε πολύ.
Ὁ Κωνσταντῖνος ὡς ἀντίδωρο τῆς προσφορᾶς της πρὸς τὰ παιδιά του καὶ τὴν οἰκογένεια του, τῆς ἀγόρασε σπίτι στὸ κέντρο τῆς πόλεως. Δὲν τὴν ξεχώρισε ἀπὸ τὰ παιδιά του καὶ φρόντισε νὰ τὴν προικίσει καὶ νὰ τὴν ἀποκαταστήσει.
Ἦταν ψηλή, ἐμφανίσιμη, μὲ πολὺ μακριὲς κόκκινες πλεξοῦδες, καὶ ἄσπρη ἐπιδερμίδα μὲ πολλὲς φακίδες. Παντρεύτηκε τὸν Πολύβιο Παρασκευὰ ἀπὸ τὴν Λάπηθο, κατὰ 13 χρόνια μικρότερο της, χωρὶς αὐτὸ νὰ ἀποτελέσει ἐμπόδιο, καὶ ἔζησαν πολὺ ἀγαπημένοι. Ἐκ φύσεως ἦταν πολὺ ἀθῶα, ἀπονήρευτη καὶ καλοσυνάτη. Ἂν καὶ φτωχὴ ἦταν πολὺ ἐλεήμων. Ὅ,τι ἔπεφτε στὰ χέρια της τὸ ἔδινε ἐλεημοσύνη. Εἶχε βαθιὰ πίστη στὸν Θεὸ καὶ ἐμπιστοσύνη ἀκλόνητη στὴν πρόνοια Του.
Καὶ πρὶν παντρευτεῖ καὶ ἀφοῦ παντρεύτηκε ἀγαποῦσε νὰ μένει πολλὲς ὧρες τὴν ἡμέρα στὴν Ἐκκλησία. Σκούπιζε, ἄναβε τὰ καντήλια καὶ προσευχόταν.
Στὴν οἰκογένεια τῆς καὶ στὸ χωριὸ ἔλεγαν: «Ἡ Βασιλοῦ εἶναι ἁγία». Δὲν ἔχανε ἀκολουθία καὶ τηροῦσε ὅλες τὶς νηστεῖες κατὰ γράμμα. Ἦταν ταπεινὴ καὶ γιὰ τὸ κάθε τι ρωτοῦσε τοὺς ἱερεῖς. Ὅ,τι τὴν συμβούλευαν τὸ ἐδέχετο ὡς θέλημα Θεοῦ καὶ τὸ τηροῦσε. Δὲν θύμωσε καὶ δὲν μάλωσε ποτὲ μὲ κανέναν. Δὲν εἶχε ἐχθρούς. Σὲ ὅλους ἐφέρετο μὲ ἀγάπη. Ἦταν πρόθυμη νὰ βοηθήσει, νὰ δώσει ὅ,τι τῆς ζητοῦσαν, κι ἂς ζημίωνε τὴν οἰκογένεια της.
Ὅταν ἔβλεπε κάποιον νὰ θυμώνει καὶ νὰ φωνάζει, ἐστενοχωρείτο πολύ. Ἔλεγε: «Τὸν καημένο! Τί ἔχει; Μήπως δὲν εἶναι καλά;». Ἦταν πολὺ ταπεινή. Δὲν ἤθελε νὰ τὴν ξέρει καὶ νὰ μιλᾶ κανεὶς γι’ αὐτήν. Ὅ,τι καλὸ ἔκανε, τὸ ἔκρυβε ἐπιμελῶς. Ἔλεγε πάντα τὴν ἀλήθεια. Ἡ γλῶσσα της δὲν μποροῦσε νὰ πεῖ ψέματα, κι ἂς ἦταν πολλὲς φορὲς εἰς βάρος της.
Ἡ Βασιλική, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἐννιὰ παιδιὰ τοῦ Κωνσταντίνου, μεγάλωσε καὶ τὰ δύο δικά της καὶ ἀργότερα καὶ τὰ ἐγγόνια της. Φαίνεται πὼς εἶχε γεννηθεῖ γιὰ νὰ μεγαλώνει παιδιά. Τὰ πήγαινε πολὺ καλὰ μαζί τους, ἀλλὰ καὶ μὲ ὅλο τὸν κόσμο.
Στὰ τόσα καλὰ ποὺ εἶχε ἡ Βασιλικὴ εἶχε καὶ ἕνα φυσικὸ ἐλάττωμα ἢ συνήθεια, νὰ μιλᾶ πολύ. Ἦταν πολυλογοῦ, σὲ σημεῖο ποὺ ἔμεινε παροιμιώδης ἡ πολυλογία της. Ὅταν κάποιος μιλοῦσε πολὺ οἱ ἄλλοι ἔλεγαν: «Νά, ἡ Βασιλοῦ». Ἀπὸ τὴν πολυλογία της μερικὲς φορὲς ξεχνιόταν καὶ ἔκαιγε τὸ φαγητό. Ἐρχόταν ὁ ἄνδρας της ἀπὸ τὴν δουλειὰ γιὰ νὰ φάει τὸ μεσημέρι, καὶ αὐτὴ μὲ χαριτωμένο τρόπο του ἔλεγε: «Πολυβάκο μου, ἔκαψα τὸ φαΐ. Νὰ σοῦ τηγανίσω δύο αὐγά;». Αὐτὸς δὲν διαμαρτυρόταν, ἔτρωγε κάτι πρόχειρο καὶ πήγαινε πάλι στὴν δουλειά του.
Ἐνῷ ὅμως μιλοῦσε τόσο πολὺ ἡ Βασιλικὴ γιὰ τὸν Χριστό, τὴν Παναγία, τοὺς Ἁγίους καὶ γιὰ τὴν οἰκογένεια της, δὲν κατέκρινε ποτὲ κανέναν.
Ἦταν πολὺ αὐστηρὴ στὴν κατάκριση, τὴν θεωροῦσε μεγάλη ἁμαρτία καὶ ποτὲ δὲν σχολίαζε τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων. Ἔλεγε στὴν κόρη της: «Ἀνδρούλα, δὲν θὰ σὲ δείρω ποτὲ (καὶ πράγματι, ποτέ της δὲν ἔδειρε τὰ παιδιά της). Ἀλλὰ ἂν σὲ ἀκούσω νὰ πεῖς κάτι κακὸ γιὰ κάποιον ἄνθρωπο, θὰ σοῦ τὴν δώσω στὸ στόμα».
Ὁ γυιός της ἀγάπησε μία γυναῖκα μὲ τρία παιδιὰ κατὰ δέκα χρόνια μεγαλύτερη του. Ἡ Βασιλικὴ τὴν δέχθηκε μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ ἔδωσε τὴν εὐχή της, ποὺ τοὺς στήριξε καὶ πρόκοψαν. Ἔλεγε γιὰ τὴ νύφη της: «Αὐτήν μας ἔστειλε ὁ καλὸς Θεός. Εἶναι πολὺ καλή». Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ ἦταν ἔντονη καὶ ζωντανὴ στὴν ζωή της.
Σὲ μεγάλη ἡλικία πῆγε προσκύνημα στὰ Ἱεροσόλυμα. Σὲ κάποιο προσκύνημα οἱ ὑπόλοιποι τὴν ἄφησαν πίσω γιατί ἦταν ἡλικιωμένη. Αὐτὴ προχώρησε μόνη της, μὲ μεγάλη εὐκολία καὶ στὴν ἀπορία τῶν ἄλλων εἶπε ὅτι τὴν κρατοῦσε ἡ Παναγία. Οἱ ἄλλοι δυσπιστοῦσαν ἐνῷ αὐτὴ ἐπέμενε ὅτι ἔνιωθε ἕνα χέρι ποὺ τὴν κρατοῦσε καὶ τὴν στήριζε, καὶ βάδιζε εὔκολα.
Δὲν πῆγε ποτὲ σὲ γιατρό. Γιατρός της ἦταν ἡ Παναγία. Ὅταν ἀρρώσταινε ἔλεγε στὸν γυιό της: «Παναγιώτη, ὄχι γιατρό. Πᾶρε μὲ στὴν Παναγία». Τὴν ἔπαιρνε σηκωτὴ στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Ζώνης στὸ Βαρῶσι. Προσευχόταν, ἀλειφόταν μὲ λαδάκι καὶ γύριζε πίσω μὲ τὰ πόδια ὑγιής.
Μετὰ τὸν ξεριζωμὸ τοῦ 1974 ἡ Βασιλικὴ μὲ τὸν σύζυγο τῆς καὶ τὴν οἰκογένεια τοῦ γυιοῦ της, κατέφυγαν στὸ προάστιο Πολεμίδια τῆς Λεμεσοῦ. Ἐκεῖ ἔζησε τέσσερα χρόνια καὶ ἐκοιμήθη τὸ 1978 σὲ ἡλικία 87 ἐτῶν. Ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ μεγάλωσε μαζεύτηκαν καὶ μὲ ἀγάπη ἔκαναν τὴν κηδεία της. Πρόσφεραν καὶ χρήματα γιατί τότε μετὰ τὴν προσφυγιά, ὑπῆρχε μεγάλη φτώχεια.
Μετὰ ἀπὸ πέντε χρόνια ἐκοιμήθη καὶ ὁ σύζυγος της. Γιὰ νὰ τὸν θάψουν ἄνοιξαν τὸν τάφο της νὰ κάνουν τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ὀστῶν της καὶ ὅλοι ἐξεπλάγησαν. Τὸ φόρεμα καὶ τὰ μαλλιὰ τῆς Βασιλικῆς ἦταν ἄθιχτα καὶ τὰ ὀστᾶ της εὐωδίαζαν. Αὐτὸ τὸ ἐπιβεβαιώνουν ὅλοι οἱ παρόντες κατὰ τὴν ἐκταφῇ. Ὁ γυιός της ἔλεγε στὴν ἀδελφή του: «Ἀνδρούλα, δὲν εἶμαι πολὺ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ τί νὰ σοῦ πῶ! Ὅταν ἀνοίξαμε τὸν τάφο της μάννας, εὐωδίαζε». Αἰωνία της ἡ μνήμη. Ἀμήν.
Πηγή: Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο, τόμος Β’, ἔκδοση Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου «Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος», σέλ.103-107, Μεταμόρφωση Χαλκιδικῆς, 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου