Δέν υπάρχει "τελευταία Αποκριά".
Η Αποκριά είναι ΜΙΑ, είναι η τελευταία, καί είναι αύριο ( 19/2 ) πού μετά από αυτήν σταματάνε οι πραγματικοί Χριστιανοί το κρέας.
Η Αποκριά είναι ΜΙΑ, είναι η τελευταία, καί είναι αύριο ( 19/2 ) πού μετά από αυτήν σταματάνε οι πραγματικοί Χριστιανοί το κρέας.
"..Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ
καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ,
τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν
αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη..."( Ματθ.κεφ 25 )
( Μα «Επείνασα και εδώκατέ μοι φαγείν. Εδίψησα και εποτίσατέ με…»
Σήμερα αγαπητοί μου είναι η μεγάλη ημέρα τής Απόκρεω, κατά την οποίαν διαβάζεται το Ευαγγέλιο της Κρίσης του Θεού.
Καί πιστεύω ότι όλοι το ακούσαμε...
Διάβαζα
σχετικά σ’ ένα παλιό Γεροντικό χριστιανοί μου, ένα φοβερόν όραμα, που
επαληθεύτηκε την εποχή εκείνη με συνταρακτικά γεγονότα που ακολούθησαν
ευθύς αμέσως.
Ίσως με ρωτήσετε τώρα τι σχέση μπορεί να έχει αυτό με τη σημερινή ημέρα, αφού διαβάζεται το Ευαγγέλιο της Κρίσεως του Θεού, που κατά την Δευτέραν Αυτού Παρουσίαν, και μάλιστα με βάση την αγάπη προς τον πλησίον.
Ίσως με ρωτήσετε τώρα τι σχέση μπορεί να έχει αυτό με τη σημερινή ημέρα, αφού διαβάζεται το Ευαγγέλιο της Κρίσεως του Θεού, που κατά την Δευτέραν Αυτού Παρουσίαν, και μάλιστα με βάση την αγάπη προς τον πλησίον.
Για
τη μέλλουσα αυτή δικαία Κρίση του Θεού, και των σημείων που θα
προηγηθούν της φοβεράς αυτής Παρουσίας, μας μίλησε και το χθεσινό
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, όπως και το Αποστολικόν, για να μας
προειδοποιήσουν ότι η μέρα και η ώρα αυτή πλησιάζει.
Έρχεται. Είναι πολύ κοντά μας. Και αυτή η ημέρα είναι η ημέρα του θανάτου μας...
Σκόπιμα η Εκκλησία μας, μέσα στο Τριώδιο, που κατήντησε περίοδος ξεφαντώματος, αμαρτωλών διασκεδάσεων, σατουρνο-ειδωλολατρικών αναβιώσεων, με πανσεξουαλικές διαστροφές και πάσης φύσεως ανωμαλίες, έρχεται η Εκκλησία μας και με πολλή σοφία μας λέγει δύο πράγματα προειδοποιητικά.
- Πρώτον. Προσέξτε τα σημεία των καιρών, ως κακά προμηνύματα καταστροφής και ελέυσεως του Αντιχρίστου και αρχισατανά.
Σκόπιμα η Εκκλησία μας, μέσα στο Τριώδιο, που κατήντησε περίοδος ξεφαντώματος, αμαρτωλών διασκεδάσεων, σατουρνο-ειδωλολατρικών αναβιώσεων, με πανσεξουαλικές διαστροφές και πάσης φύσεως ανωμαλίες, έρχεται η Εκκλησία μας και με πολλή σοφία μας λέγει δύο πράγματα προειδοποιητικά.
- Πρώτον. Προσέξτε τα σημεία των καιρών, ως κακά προμηνύματα καταστροφής και ελέυσεως του Αντιχρίστου και αρχισατανά.
Και
- Δεύτερον, ότι έρχεται και η δική μας προσωπική κρίσις με έναν ξαφνικό και απροσδόκητο θάνατό μας...
---------------------
- Δεύτερον, ότι έρχεται και η δική μας προσωπική κρίσις με έναν ξαφνικό και απροσδόκητο θάνατό μας...
---------------------
Γι’
αυτό και προειδοποιητικά τόνισε στο χθεσινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα,
«προσέχετε εαυτοίς μήποτε βαρυνθώσι αι καρδίαι υμών εν κραιπάλη», να
προσέξτε δηλαδή μήπως βαρυνθούν οι καρδιές σας από την κραιπάλη της
αμαρτίας και της διαφθοράς και μέθη και μέριμνες βιωτικές.
Δηλαδή το μυαλό σας και η καρδιά σας, οι πράξεις και τα λόγια σας, δεν θα προσκολλούνται στις διασκεδάσεις, στη μέθη, και στις βιωτικές αμαρτωλές μέριμνες, αλλά στο πώς θα κερδίσετε το έλεος του Θεού και την Βασιλείαν των Ουρανών, διότι «αιφνίδιος», συνεχίζει παρακάτω το Ευαγγέλιο, «εφ’ υμάς επιστεί η ημέρα εκείνη του θανάτου και της Κρίσεως του Θεού».
Ξαφνικά θα μας έρθει. Δεν θα το καταλάβουμε ούτε το πώς, ούτε και το πότε. Και πρέπει να εξηγούμε στα παιδιά μας, τι να εξηγούμε και πως θα το εξηγούμε και στα παιδιά μας, και στα εγγόνια μας, ότι το καρναβάλι έχει ειδωλολατρική προέλευση, έχει μέσα αμαρτωλά έθιμα και όργια ακατανόμαστα.
Πώς θα τα εξηγήσουμε, και πως θα τα ξεχωρίσουμε, το αθώο απ’ το αμαρτωλό.
Πολύ σοφά λοιπόν ετοποθέτησε η Εκκλησία μας τις ημέρες αυτές, αυτά τα ιερά Αναγνώσματα για να μας οδηγήσει στο σωστό δρόμο, στο δρόμο της μετανοίας.
Δηλαδή το μυαλό σας και η καρδιά σας, οι πράξεις και τα λόγια σας, δεν θα προσκολλούνται στις διασκεδάσεις, στη μέθη, και στις βιωτικές αμαρτωλές μέριμνες, αλλά στο πώς θα κερδίσετε το έλεος του Θεού και την Βασιλείαν των Ουρανών, διότι «αιφνίδιος», συνεχίζει παρακάτω το Ευαγγέλιο, «εφ’ υμάς επιστεί η ημέρα εκείνη του θανάτου και της Κρίσεως του Θεού».
Ξαφνικά θα μας έρθει. Δεν θα το καταλάβουμε ούτε το πώς, ούτε και το πότε. Και πρέπει να εξηγούμε στα παιδιά μας, τι να εξηγούμε και πως θα το εξηγούμε και στα παιδιά μας, και στα εγγόνια μας, ότι το καρναβάλι έχει ειδωλολατρική προέλευση, έχει μέσα αμαρτωλά έθιμα και όργια ακατανόμαστα.
Πώς θα τα εξηγήσουμε, και πως θα τα ξεχωρίσουμε, το αθώο απ’ το αμαρτωλό.
Πολύ σοφά λοιπόν ετοποθέτησε η Εκκλησία μας τις ημέρες αυτές, αυτά τα ιερά Αναγνώσματα για να μας οδηγήσει στο σωστό δρόμο, στο δρόμο της μετανοίας.
Γυμνός
και περιεβάλλετέ με. Ήμουν γυμνός, λέγει ο Κύριος, αλλά εσείς με
ντύσατε, ναι, με ντύσατε στο πρόσωπο του συνανθρώπου σας που είναι
γυμνός στο σώμα από τη φτώχεια.
Βρισκόμαστε στα μαύρα χρόνια της Κατοχής, στη Δράμα και στο βαρύ χειμώνα 41 προς το 42. Κάποιος γείτονάς μου, τσαγκάρης ήταν, Θανάσης το όνομά του, ένα πρωινό που το κρύο ήταν πολύ δυνατό, η θερμοκρασία στο μηδέν, ξεκίνησε για το μαγαζάκι του, μετά τις οκτώμιση, διότι τότε επετρέπετο η κυκλοφορία.
Ήταν δε ντυμένος με μια παλιά προβιά από κατσίκι. Είχε όμως και μια καλή συνήθεια. Πριν πάει στη δουλειά του, περνούσε από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου που είναι στην πλατεία, άναβε κεράκι, προσκυνούσε τις εικόνες και ύστερα πήγαινε στο μαγαζάκι του.
Φθάνοντας στην εκκλησία βλέπει έναν μισόγυμνο άνδρα στα σκαλοπάτια εκεί της εκκλησίας, να τρέμει ολόκληρος απ’ το κρύο και την παγωνιά.
- Βοήθησέ με, του λέγει. Πεθαίνω από το κρύο.
Και ο κυρ Θανάσης, χωρίς να διστάσει βγάζει την προβιά και τον τυλίγει.
- Σε ευχαριστώ, του λέγει. Η ευλογία του Θεού στ’ αμπάρι σου.
Μπαίνει στο ναό, ψάχνει για κερί αλλά δεν βρίσκει, που να υπήρξαν κεριά και τότε, ασπάζεται τις εικόνες και βγαίνει από την εκκλησία κάνοντας το Σταυρό του για να πάει στο μαγαζάκι του.
Αλλά, ψάχνει για τον δυστυχισμένο εκείνον άνθρωπο και δεν τον βλέπει. Δεν ήταν πουθενά. Και μάλιστα στα σκαλοπάτια ήταν αφημένη η προβιά-σακάκι.
Γεμάτος αμηχανία, κοίταξε από δω, κοίταξε από κει, και μη βλέποντάς τον κανένα, έσκυψε, πήρα την προβιά και την ξαναφόρεσε, γιατί και κείνος έτρεμε από το κρύο. Και ήταν τόσο ζεστή η προβιά, που έμοιαζε όπως έλεγε με θερμό λουτρό.
Στο μαγαζί δεν πάτησε κανένας, το κρύο ήταν φοβερό, μαύρα εκείνα τα χρόνια.
Ήρθε η ώρα τρείς, το έκλεισε και πήγε στο σπίτι του γεμάτος σκέψεις.
- Θεέ μου τι θα φάμε σήμερα; Υπάρχουν και τρία παιδιά, η γυναίκα μου, η άρρωστη γιαγιά, η πεθερά και τόσοι άλλοι. Αλλά πάλι αυτή η προβιά που με ζεσταίνει τόσο πολύ; Και τι έγινε αυτός ο ευλογημένος; Γιατί το πέταξε και έφυγε;
Μ’ αυτές τις απορίες πήγε σπίτι του. Έφτασε εκεί και βλέπει ζεστό το σπίτι, και τραπέζι έτοιμο με τηγανίτες. Ζυμάρι, τηγανισμένο στο λάδι.
- Που βρέθηκαν αυτά; ρώτησε ξαφνιασμένος.
- Για έλα να δεις, του λέει. Έλα να μπούμε εδώ στη μικρή την αποθήκη. Για κοίταξε. Το πρωί που μπήκα μέσα είδα αυτή την κατσαρόλα γεμάτη από αλεύρι καλαμποκίσιο. Και αυτό το μπουκάλι γεμάτο από λάδι.
Αυτό το ξύλινο δοχείο γεμάτο αλάτι. Και δεν φτάνει μόνον αυτό, αλλά κάτω από τη σκάλα υπήρχαν δυο αγκαλιές ξύλα, τόσα όσα για να μας φτάσουν να περάσουμε σήμερα, τη βαριά αυτή ημέρα του χειμώνος.
- Πώς βρέθηκαν αυτά άνδρα; Ποιος τάφερε Θανάση μου εδώ;
Και η απάντησις του καλού εκείνου χριστιανού:
- Μόνον ο Θεός κάνει θαύματα γυναίκα. Αλλά μη βγάλεις τσιμουδιά, γιατί θα χαθεί η θεία ευλογία.
Έτσι λοιπόν αλεύρι, λάδι, αλάτι και ξύλα για θέρμανση δεν έλειψαν εκείνες τις φοβερές ημέρες της Κατοχής.
Όχι όμως για πολύ. Μόνο για δεκατέσσερεις μήνες, και δεν είναι λίγο. Διότι τόσο διάστημα κράτησε το μυστικό της ευλογίας του Θεού, η ταλαίπωρη εκείνη γυναίκα του κυρ Θανάση.
Μόλις το είπε στη γειτονιά, που τους βοηθούσε από τα υπάρχοντα, που έστελνε ο Θεός στ’ αμπάρι, χάθηκε η θεία προσφορά.
Ασθενής και επισκέψασθέ με...
Το ότι πρέπει να συντρέχουμε τους αρρώστους και υλικά, και ηθικά και πνευματικά, δεν χρειάζεται να το συζητάμε. Το ξέρετε. Υπάρχουν όμως και αδύνατοι στην πίστη που χρειάζονται πνευματική φροντίδα και στήριγμα για να αποκατασταθεί η υγεία της ψυχής από τα πάθη. Και αυτούς πρέπει να φροντίζουμε. Γιατί και αυτοί είναι άρρωστοι. Άρρωστοι από τα πάθη. Έτσι λοιπόν, οι επισκέψεις στα νοσοκομεία, γηροκομεία, άσυλα, ιδρύματα αναπήρων, φυλακές και άλλα είναι απαραίτητες, όταν το καλούν οι περιστάσεις, όταν οι ανάγκες το απαιτούν.
Ας έλθουμε όμως στο πραγματικό γεγονός, με το οποίον σας υποσχέθηκα, ότι θα αρχίσω την σημερινή μου ομιλία, με μια συνταρακτική αποκάλυψη θείου οράματος που είναι γραμμένη στα γεροντικά της εποχής εκείνης.
Βρισκόμαστε στις αρχές του εβδόμου αιώνος μετά Χριστόν, και ειδικότερα τον Γενάρη, του 614. Εκείνη τη χρονιά στην έρημο της Παλαιστίνης, ασκήτευε κάποιος ασκητής, ευλαβέστατος που είχε και δώδεκα υποτακτικούς. Κάποιο πρωί, τον Γενάρη μήνα, μετά την Θεία Λειτουργία, τους μάζεψε γύρω του και τους είπε κα εξής:
Παιδιά μου, την προηγουμένη νύχτα, είδα ένα φοβερό όραμα. Είδα ότι βρέθηκα στο Άγιο Θυσιαστήριο του πανσέπτου ιερού ναού της Αναστάσεως του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα. Γύρω από την Αγία Τράπεζα ήσαν αρκετοί αρχιερείς, πολλοί ιερείς έγγαμοι και άγαμοι, και αρκετοί διάκονοι, πανέτοιμοι για τη Θεία Λειτουργία. Ο δε κυρίως ναός, ήτο γεμάτος από μοναχούς, και από εκκλησιαζομένους χριστιανούς.
Βρισκόμαστε στα μαύρα χρόνια της Κατοχής, στη Δράμα και στο βαρύ χειμώνα 41 προς το 42. Κάποιος γείτονάς μου, τσαγκάρης ήταν, Θανάσης το όνομά του, ένα πρωινό που το κρύο ήταν πολύ δυνατό, η θερμοκρασία στο μηδέν, ξεκίνησε για το μαγαζάκι του, μετά τις οκτώμιση, διότι τότε επετρέπετο η κυκλοφορία.
Ήταν δε ντυμένος με μια παλιά προβιά από κατσίκι. Είχε όμως και μια καλή συνήθεια. Πριν πάει στη δουλειά του, περνούσε από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου που είναι στην πλατεία, άναβε κεράκι, προσκυνούσε τις εικόνες και ύστερα πήγαινε στο μαγαζάκι του.
Φθάνοντας στην εκκλησία βλέπει έναν μισόγυμνο άνδρα στα σκαλοπάτια εκεί της εκκλησίας, να τρέμει ολόκληρος απ’ το κρύο και την παγωνιά.
- Βοήθησέ με, του λέγει. Πεθαίνω από το κρύο.
Και ο κυρ Θανάσης, χωρίς να διστάσει βγάζει την προβιά και τον τυλίγει.
- Σε ευχαριστώ, του λέγει. Η ευλογία του Θεού στ’ αμπάρι σου.
Μπαίνει στο ναό, ψάχνει για κερί αλλά δεν βρίσκει, που να υπήρξαν κεριά και τότε, ασπάζεται τις εικόνες και βγαίνει από την εκκλησία κάνοντας το Σταυρό του για να πάει στο μαγαζάκι του.
Αλλά, ψάχνει για τον δυστυχισμένο εκείνον άνθρωπο και δεν τον βλέπει. Δεν ήταν πουθενά. Και μάλιστα στα σκαλοπάτια ήταν αφημένη η προβιά-σακάκι.
Γεμάτος αμηχανία, κοίταξε από δω, κοίταξε από κει, και μη βλέποντάς τον κανένα, έσκυψε, πήρα την προβιά και την ξαναφόρεσε, γιατί και κείνος έτρεμε από το κρύο. Και ήταν τόσο ζεστή η προβιά, που έμοιαζε όπως έλεγε με θερμό λουτρό.
Στο μαγαζί δεν πάτησε κανένας, το κρύο ήταν φοβερό, μαύρα εκείνα τα χρόνια.
Ήρθε η ώρα τρείς, το έκλεισε και πήγε στο σπίτι του γεμάτος σκέψεις.
- Θεέ μου τι θα φάμε σήμερα; Υπάρχουν και τρία παιδιά, η γυναίκα μου, η άρρωστη γιαγιά, η πεθερά και τόσοι άλλοι. Αλλά πάλι αυτή η προβιά που με ζεσταίνει τόσο πολύ; Και τι έγινε αυτός ο ευλογημένος; Γιατί το πέταξε και έφυγε;
Μ’ αυτές τις απορίες πήγε σπίτι του. Έφτασε εκεί και βλέπει ζεστό το σπίτι, και τραπέζι έτοιμο με τηγανίτες. Ζυμάρι, τηγανισμένο στο λάδι.
- Που βρέθηκαν αυτά; ρώτησε ξαφνιασμένος.
- Για έλα να δεις, του λέει. Έλα να μπούμε εδώ στη μικρή την αποθήκη. Για κοίταξε. Το πρωί που μπήκα μέσα είδα αυτή την κατσαρόλα γεμάτη από αλεύρι καλαμποκίσιο. Και αυτό το μπουκάλι γεμάτο από λάδι.
Αυτό το ξύλινο δοχείο γεμάτο αλάτι. Και δεν φτάνει μόνον αυτό, αλλά κάτω από τη σκάλα υπήρχαν δυο αγκαλιές ξύλα, τόσα όσα για να μας φτάσουν να περάσουμε σήμερα, τη βαριά αυτή ημέρα του χειμώνος.
- Πώς βρέθηκαν αυτά άνδρα; Ποιος τάφερε Θανάση μου εδώ;
Και η απάντησις του καλού εκείνου χριστιανού:
- Μόνον ο Θεός κάνει θαύματα γυναίκα. Αλλά μη βγάλεις τσιμουδιά, γιατί θα χαθεί η θεία ευλογία.
Έτσι λοιπόν αλεύρι, λάδι, αλάτι και ξύλα για θέρμανση δεν έλειψαν εκείνες τις φοβερές ημέρες της Κατοχής.
Όχι όμως για πολύ. Μόνο για δεκατέσσερεις μήνες, και δεν είναι λίγο. Διότι τόσο διάστημα κράτησε το μυστικό της ευλογίας του Θεού, η ταλαίπωρη εκείνη γυναίκα του κυρ Θανάση.
Μόλις το είπε στη γειτονιά, που τους βοηθούσε από τα υπάρχοντα, που έστελνε ο Θεός στ’ αμπάρι, χάθηκε η θεία προσφορά.
Ασθενής και επισκέψασθέ με...
Το ότι πρέπει να συντρέχουμε τους αρρώστους και υλικά, και ηθικά και πνευματικά, δεν χρειάζεται να το συζητάμε. Το ξέρετε. Υπάρχουν όμως και αδύνατοι στην πίστη που χρειάζονται πνευματική φροντίδα και στήριγμα για να αποκατασταθεί η υγεία της ψυχής από τα πάθη. Και αυτούς πρέπει να φροντίζουμε. Γιατί και αυτοί είναι άρρωστοι. Άρρωστοι από τα πάθη. Έτσι λοιπόν, οι επισκέψεις στα νοσοκομεία, γηροκομεία, άσυλα, ιδρύματα αναπήρων, φυλακές και άλλα είναι απαραίτητες, όταν το καλούν οι περιστάσεις, όταν οι ανάγκες το απαιτούν.
Ας έλθουμε όμως στο πραγματικό γεγονός, με το οποίον σας υποσχέθηκα, ότι θα αρχίσω την σημερινή μου ομιλία, με μια συνταρακτική αποκάλυψη θείου οράματος που είναι γραμμένη στα γεροντικά της εποχής εκείνης.
Βρισκόμαστε στις αρχές του εβδόμου αιώνος μετά Χριστόν, και ειδικότερα τον Γενάρη, του 614. Εκείνη τη χρονιά στην έρημο της Παλαιστίνης, ασκήτευε κάποιος ασκητής, ευλαβέστατος που είχε και δώδεκα υποτακτικούς. Κάποιο πρωί, τον Γενάρη μήνα, μετά την Θεία Λειτουργία, τους μάζεψε γύρω του και τους είπε κα εξής:
Παιδιά μου, την προηγουμένη νύχτα, είδα ένα φοβερό όραμα. Είδα ότι βρέθηκα στο Άγιο Θυσιαστήριο του πανσέπτου ιερού ναού της Αναστάσεως του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα. Γύρω από την Αγία Τράπεζα ήσαν αρκετοί αρχιερείς, πολλοί ιερείς έγγαμοι και άγαμοι, και αρκετοί διάκονοι, πανέτοιμοι για τη Θεία Λειτουργία. Ο δε κυρίως ναός, ήτο γεμάτος από μοναχούς, και από εκκλησιαζομένους χριστιανούς.
Ξαφνικά,
με πολύ μεγάλη βοή, άρχισε να εισέρχεται από την κεντρική είσοδο του
ναού, ένας βρωμερός χείμαρρος, γεμάτος ακαθαρσίες και περιττώματα, που
πλημμύρισε ολόκληρο το δάπεδο του ναού, βρωμίζοντας τους πάντες και τα
πάντα.
Και
αφού η βρωμερή και δυσώδης αυτή ακαθαρσία κάλυψε ολόκληρο το ναό,
άρχισε κατόπιν διά μέσου της Ωραίας Πύλης – από δω που βρίσκομαι εγώ –
να εισέρχεται και στο Άγιον Βήμα, να κυκλώνει το κάτω μέρος της Αγίας
Τραπέζης. Οι χριστιανοί και οι μοναχοί, μέσα στον κυρίως ναό, αλλά και
όλοι οι λειτουργοί, αρχιερείς, ιερείς και διάκονοι, λερώθηκαν όχι μόνον
στα πόδια τους, αλλά λερώθηκαν και στα λειτουργικά τους άμφια, που η
ακαθαρσία έφθασε μέχρι των γονάτων.
Εγώ
όμως, συνέχισε και, ο ευλαβέστατος και άγιος εκείνος ασκητής, γεμάτος
φόβο και τρόμο, για να μην βρωμίσω απ’ αυτήν την ακαθαρσία, ανέβηκα στο
σύνθρονον του Αγίου Βήματος, - σύνθρονο είναι ένας θρόνος πού υπάρχει
πίσω από την Αγία Τράπεζα, αλλά στους μεγάλους και μητροπολιτικούς
ναούς, εμείς δεν έχουμε εδώ, που είναι αρκετά ψηλά, και από το Άγιον
Βήμα, - και από κει άρχισα να κραυγάζω και να διαμαρτύρομαι, λέγει, ο
ασκητής, κυρίως προς τους αρχιερείς, τους ιερείς, τους διακόνους και
τους μοναχούς, λέγοντας ακόμα και με θυμό, διότι τους έβλεπα να
στέκονται αδρανείς και αδιάφοροι.
Μερικοί μάλιστα αστειεύοντο, άλλοι γελούσαν, για όσα συνέβαιναν γύρω τους με τη βρωμιά που τους περικύκλωνε. Γελούσαν με τη φοβερή κατάντια τους. Και τους είπα με ιερή αγανάκτηση:
- Μα δε βλέπεται τι γίνεται γύρω σας, δε βλέπετε πόσο βρώμισε όλος ο ναός, και πόσο κοπρίστηκαν οι χριστιανοί σας; Δε βλέπετε τα χάλια σας; Δε βλέπετε πόσο αξιοθρήνητοι γίνατε με τόση ακαθαρσία επάνω σας; Γιατί δεν φροντίζετε για την καθαριότητα του ναού; Να τον καθαρίζετε ολόκληρο. Να πλύνετε τους χριστιανούς. Να καθαρίσετε και τον εαυτόν σας. Γιατί δεν το κάνετε; Γιατί παραμένετε τόσο αδιάφοροι, αναίσθητοι και ψυχροί και μάλιστα και μερικοί από σας και γελώντας;
Μερικοί μάλιστα αστειεύοντο, άλλοι γελούσαν, για όσα συνέβαιναν γύρω τους με τη βρωμιά που τους περικύκλωνε. Γελούσαν με τη φοβερή κατάντια τους. Και τους είπα με ιερή αγανάκτηση:
- Μα δε βλέπεται τι γίνεται γύρω σας, δε βλέπετε πόσο βρώμισε όλος ο ναός, και πόσο κοπρίστηκαν οι χριστιανοί σας; Δε βλέπετε τα χάλια σας; Δε βλέπετε πόσο αξιοθρήνητοι γίνατε με τόση ακαθαρσία επάνω σας; Γιατί δεν φροντίζετε για την καθαριότητα του ναού; Να τον καθαρίζετε ολόκληρο. Να πλύνετε τους χριστιανούς. Να καθαρίσετε και τον εαυτόν σας. Γιατί δεν το κάνετε; Γιατί παραμένετε τόσο αδιάφοροι, αναίσθητοι και ψυχροί και μάλιστα και μερικοί από σας και γελώντας;
Εδω
σταμάτησαν οι παρατηρήσεις του αγίου. Παρά ταύτα όμως, παρά τις
παρατηρήσεις, δυστυχώς όλοι τους παρέμεναν αδιάφοροι και αναίσθητοι. Και
ξαφνικά, συνεχίζει ο άγιος, βλέπω δίπλα μου δύο ολόλαμπρους νέους που
ήσαν άγγελοι Κυρίου.
Γυρίζω προς αυτούς και με παρρησία τους ρωτώ:
- Πού οφείλεται όλη αυτή η βρωμερή κατάστασις; Και γιατί;
Γυρίζω προς αυτούς και με παρρησία τους ρωτώ:
- Πού οφείλεται όλη αυτή η βρωμερή κατάστασις; Και γιατί;
Και αυτοί μου είπαν ότι όλη αυτή η βρωμερή και δυσώδης ακαθαρσία οφείλεται
- Πρώτον. Στην κακή διαγωγή των κληρικών παντός βαθμού, και
- Δεύτερον, στην κολασμένη και ανήθικη ζωή των λαϊκών χριστιανών.
Να το επαναλάβω; Για να το χωνέψουμε όλοι μας και μείς οι ιερείς.
- Πρώτον. Στην κακή διαγωγή των κληρικών παντός βαθμού, και
- Δεύτερον, στην κολασμένη και ανήθικη ζωή των λαϊκών χριστιανών.
Να το επαναλάβω; Για να το χωνέψουμε όλοι μας και μείς οι ιερείς.
- Πρώτον. Στην κακή διαγωγή κληρικών παντός βαθμού, και
- Δεύτερον, στην κολασμένη και ανήθικη ζωή των λαϊκών χριστιανών.
Και συμπλήρωσαν οι άγγελοι.
Και συμπλήρωσαν οι άγγελοι.
-
Όλος αυτός ο βόθρος και αυτή η ακαθαρσία των περιττωμάτων, που λέρωσε
και κατεβρώμισε τον ιερόν ναόν, το Άγιον Βήμα, τους κληρικούς και τους
χριστιανούς, όλη αυτή η βρώμα, και όλος αυτός ο βόθρος, θα καθαριστεί ευθύς αμέσως, αλλά δια πυρός και σιδήρου.
Και
ω του θαύματος και της φρίκης, από την επομένην άρχισε πόλεμος μεγάλος
με τους Πέρσες. Είμαστε στο Γενάρη του 614. Οι οποίοι κατέλαβαν την
Ιερουσαλήμ, στις 22 Ιανουαρίου με τους Αγίους Τόπους. Κατέσφαξαν
χιλιάδες χριστιανούς, μεταξύ των οποίων ήσαν και πολλοί ερημίτες και
ασκητές, και μεταξύ αυτών και ο ευλογημένος αυτός ασκητής που είδε το
φοβερόν αυτό όραμα και που το διέσωσαν ορισμένοι από τους υποτακτικούς
του που κατάφεραν να σωθούν απ’ την τρομερή εκείνη σφαγή.
Χιλιάδες
τα πτώματα στους δρόμους και το αίμα έτρεχε σαν ποτάμι. Οι αιχμάλωτοι
ήσαν και αυτοί κατά χιλιάδες. Τότε ήταν που πήραν οι Πέρσες σαν λάφυρο
και τον Τίμιον Σταυρόν. 22 Ιανουαρίου του 614. Δυο τρείς μέρες πριν δει
το φοβερό εκείνο όραμα ο άγιος εκείνος ασκητής.
Και τον Τίμιον αυτόν Σταυρόν, ύστερα από 14 χρόνια ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ηράκλειος νίκησε σε εκστρατεία το 628 μ.Χ. τους Πέρσας, και επανέφερε θριαμβευτικά τον Τίμιον Σταυρόν και πάλι στα Ιεροσόλυμα και τον οποίο ύψωσε στις 14 Σεπτεμβρίου, πράμα που μείς γιορτάζουμε πανηγυρικά την ημέρα αυτή, την παγκόσμιο ημέρα Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.
Χριστιανοί μου, το φοβερόν όραμα του αγίου εκείνου ερημίτου και γέροντος επαληθεύεται και στις ημέρες μας, αφού τα χάλια ημών των κληρικών παντός βαθμού, είναι πολλά και ποικίλα, αφού λείπει από μας, στους περισσοτέρους το γνήσιο Ορθόδοξο πνεύμα. Η νηστεία, η αγρυπνία, η εγκράτεια, η αδιάλειπτη προσευχή, το ταπεινό φρόνημα, η λαχτάρα για μελέτη του Ευαγγελίου και γενικά της Αγίας Γραφής, των Ιερών Κανόνων, και των Πατέρων της Εκκλησίας και του δόγματος. Λείπει ακόμα η προσωπική μας αγωνία, για τη σωτηρία τόσων και τόσων χιλιάδων ψυχών, που κρέμονται δυστυχώς στο λαιμό μας. Και το κυριότερον είναι ότι λείπει από μας η νήψις, η μετάνοια, και ο καθημερινός πνευματικός αγώνας για την κάθαρση απ’ τα πάθη μας και για μια πορεία προς την τελείωση και την θέωση.
Και τον Τίμιον αυτόν Σταυρόν, ύστερα από 14 χρόνια ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ηράκλειος νίκησε σε εκστρατεία το 628 μ.Χ. τους Πέρσας, και επανέφερε θριαμβευτικά τον Τίμιον Σταυρόν και πάλι στα Ιεροσόλυμα και τον οποίο ύψωσε στις 14 Σεπτεμβρίου, πράμα που μείς γιορτάζουμε πανηγυρικά την ημέρα αυτή, την παγκόσμιο ημέρα Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.
Χριστιανοί μου, το φοβερόν όραμα του αγίου εκείνου ερημίτου και γέροντος επαληθεύεται και στις ημέρες μας, αφού τα χάλια ημών των κληρικών παντός βαθμού, είναι πολλά και ποικίλα, αφού λείπει από μας, στους περισσοτέρους το γνήσιο Ορθόδοξο πνεύμα. Η νηστεία, η αγρυπνία, η εγκράτεια, η αδιάλειπτη προσευχή, το ταπεινό φρόνημα, η λαχτάρα για μελέτη του Ευαγγελίου και γενικά της Αγίας Γραφής, των Ιερών Κανόνων, και των Πατέρων της Εκκλησίας και του δόγματος. Λείπει ακόμα η προσωπική μας αγωνία, για τη σωτηρία τόσων και τόσων χιλιάδων ψυχών, που κρέμονται δυστυχώς στο λαιμό μας. Και το κυριότερον είναι ότι λείπει από μας η νήψις, η μετάνοια, και ο καθημερινός πνευματικός αγώνας για την κάθαρση απ’ τα πάθη μας και για μια πορεία προς την τελείωση και την θέωση.
Από
τους χριστιανούς πάλι λείπουν πολλά πράγματα, ακόμα πολύ περισσότερα.
Λείπουν η έμπρακτη αγάπη προς τον Θεόν και τον πλησίον, αγάπη που να
φθάνει και να αγκαλιάζει ακόμα και τους εχθρούς. Το σημερινό Ευαγγελικό
Ανάγνωσμα στέκεται στην αγάπη, την έμπρακτη αγάπη προς τον πλησίον, με
πλούσια την ενεργητικότητα της προς όλες τις κατευθύνσεις, τις ακούσαμε.
Πώς
μπορεί όμως να αγαπάς τον πλησίον σου, χωρίς να αγαπάς και τον Θεόν
σου; Και πώς μπορείς να αγαπάς τον Θεόν, χωρίς να Τον λατρεύεις; Και την
λατρεία σου την προσφέρεις με εκκλησιασμό, με προσευχή, με εξομολόγηση,
με Θεία Κοινωνία, με μελέτη, με νηστεία, με εγκράτεια, με προσευχή και
τόσα άλλα. Και πως γίνεται να λατρεύεις τον Θεόν και να συμμετέχεις στα
σωστικά μυστήρια της Εκκλησίας χωρίς την ενεργουμένην πίστιν; Τη φλογερή
πίστη, τη ζωντανή πίστη; Την πίστη προς τον Έναν Θεόν, τον
διακρινόμενον όμως σε τρία πρόσωπα υποστάσεις, τον Πατέρα, τον Υιόν, και
το Άγιον Πνεύμα, τον Έναν Τριαδικόν Θεόν. Πίστη στη Θεανθρωπότητα του
Ιησού Χριστού και στο κοσμοσωτήριον έργο Του. Πίστη στην Παναγία μας, ως
Θεοτόκον και ως Θεομήτορα, πίστη στους αγίους, στα άγια λείψανά τους,
στα θαύματά τους. Πίστις και ελπίδα βεβαιωμένη, πίστις και μετάνοια
καθημερινή, που δεν υπάρχει, πίστις και έργα αγάπης μετά πάσης
ταπεινοφροσύνης.
Ότι
και το να βοηθάς τον πλησίον σου, να τον ποτίζεις όταν διψά, να τον
ταΐζεις όταν πεινά, να τον ντύνεις όταν είναι γυμνός, να του δίνεις
φάρμακα, και να τον επισκέπτεσαι όταν είναι ασθενής και πτωχός και
ανήμπορος.
Αλλά
μετά πάσης ταπεινοφροσύνης, μετά πάσης ταπεινοφροσύνης και άκρας
υπομονής για να μπορείς να περιποιείσαι αρρώστους και ανήμπορους
γέροντες και γερόντισσες. Άκρα υπομονή. Άκρα ταπείνωσις, άκρα αγαθότης,
πλούσια την αγάπη να χύνεται προς αυτούς. Άνευ γογγυσμών, αλλά μετά
πάσης δοξολογίας και ευχαριστίας προς τον Θεόν.
Αυτά είναι που όταν ρώτησαν οι δυστυχισμένοι, πότε σε είδομεν πεινώντα ή διψώντα, ή γυμνόν, ή ασθενή ή εν φυλακή, και ολίγον ή ου διηκονίσαμέν σοι; Πώς, αφού μέσα σου δεν έχεις τίποτα; Χρειάζεται ακόμα πίστις και καθαρές αισθήσεις, και γλώσσα ακατάκριτη, χωρίς δηλαδή κατάκριση, πολυλογία και καταλαλιά.
Χριστιανοί μου, όλα αυτά που πολύ περιληπτικά σας ανέφερα, αυτά και θα προκαλέσουν το έλεος του Θεού και όχι τα έργα μας.
Διότι τα πάντα τα κατορθώνουμε με το έλεος, την Χάριν και την παντοδυναμίαν του Αγίου Θεού.
Άρα, και τα έργα της αγάπης προς τον πλησίον μας, αλλά και τα έργα πίστεως και Θείας Λατρείας προς τον Θεόν μας, οφείλονται στο δικό Του το έλεος. Και μόνον στο δικό του το έλεος. Εμείς διαθέτουμε απλή προαίρεση.
Σ’ αυτό το Θείον έλεος του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, οφείλουμε πάσα δόξα, τιμή και προσκύνηση,
τώρα και πάντοτε,
και εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων,
Αμήν.
Αυτά είναι που όταν ρώτησαν οι δυστυχισμένοι, πότε σε είδομεν πεινώντα ή διψώντα, ή γυμνόν, ή ασθενή ή εν φυλακή, και ολίγον ή ου διηκονίσαμέν σοι; Πώς, αφού μέσα σου δεν έχεις τίποτα; Χρειάζεται ακόμα πίστις και καθαρές αισθήσεις, και γλώσσα ακατάκριτη, χωρίς δηλαδή κατάκριση, πολυλογία και καταλαλιά.
Χριστιανοί μου, όλα αυτά που πολύ περιληπτικά σας ανέφερα, αυτά και θα προκαλέσουν το έλεος του Θεού και όχι τα έργα μας.
Διότι τα πάντα τα κατορθώνουμε με το έλεος, την Χάριν και την παντοδυναμίαν του Αγίου Θεού.
Άρα, και τα έργα της αγάπης προς τον πλησίον μας, αλλά και τα έργα πίστεως και Θείας Λατρείας προς τον Θεόν μας, οφείλονται στο δικό Του το έλεος. Και μόνον στο δικό του το έλεος. Εμείς διαθέτουμε απλή προαίρεση.
Σ’ αυτό το Θείον έλεος του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, οφείλουμε πάσα δόξα, τιμή και προσκύνηση,
τώρα και πάντοτε,
και εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων,
Αμήν.
Πρωτοπρεβύτερος π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου