Ο Αββάς Ισαάκ ο Θηβαίος εργάζοταν κάνοντας μια μεγάλη κουνουπιέρα. Κατάλαβε όμως ότι κάπου έκανε λάθος και σκεπτόταν πώς να τη διορθώση.

Πέρασε έτσι μια ολόκληρη μέρα και δεν ήξερε τι να κάνη. Καθώς αναρωτιόταν, μπαίνει από το παράθυρο ένας νεαρός και του λέει:

– Έκανες λάθος, δώσε μου το εργόχειρό σου να το διορθώσω.

– Φύγε συ από δω κι ας μείνη όπως είναι, του απάντησε ο αββάς.

– Ναι, αλλά θα ζημειωθής έχοντάς το κακοφτιαγμένο.

– Εσένα, τι σε μέλλει;

– Σε λυπάμαι, γιατί πάει χαμένος ο κόπος σου. Εξ’ άλλου είσαι δικός μου.

– Πως το λες αυτό;

– Επειδή κοινώνησες τρεις φορές, ενώ μνησικακείς εναντίον του γείτονά σου.

– Ψέματα λες.

– Δεν λέω ψέματα. Δεν εχθρεύεσαι τον γείτονά σου για λίγες φακές; Εγώ είμαι ο αρμόδιος για την μνησικακία. Γι’αυτό είσαι δικός μου.

Μόλις το άκουσε αυτός ο αββάς Ισαάκ, άφησε το κελλί του, πήγε στον γείτονά του και έβαλε μετάνοια.

Όταν επέστρεψε είδε ότι ο δαίμονας του κατέστρεψε και το εργόχειρό του και το ψαθί του, όπου έκανε τις μετάνοιες του. Τον είχε εξαγριώσει η μεταμέλεια του αββά.

Από το βιβλίο «Χαρίσματα και Χαρισματούχοι»
Ανθολογία χαρισματικών εκδηλώσεων, Τόμος πρώτος
Εκδόσεις Ι.Μ.Παρακλήτου Ωρωπός Αττικής

Πηγή: Ορθόδοξο Ιστολόγιο Επαρχίας Αμμοχώστου

Εικόνα από: Pinterest

το «σπιτάκι της Μέλιας»

             oikohouse.wordpress.com