Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2025

Ὅλη ἡ Ἑλλάδα ἦταν ἐκεῖ. Εἴχαμε ἀσυναίσθητα γονατίσει καὶ ψέλναμε Μεγαλόφωνα τὸν Ὕμνο μας, τῆς ἀστρομέτωπης Λ ε υ τ ε ρ ι ᾶ ς! Ἠχῆστε οἱ σάλπιγγες! «Σ’ αὐτὸ τὸ φέρετρο ἀκουμπᾶ ἡ Ἑλλάδα!» Κωστής Παλαμάς, ο δεύτερος εθνικός ποιητής μας!

 

Σταυρός_Ελκόμενος επί Σταυρού_Holy-Cross_Крест Господня_S1luarea_crucii--_Greek-Byzantine-Orthodox-Icon_ 

Ὁ λαὸς ἵσταται διὰ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ Συναξαρίου.
Συναξάριον.
Τῇ ΚΖ´ (27ῃ) τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου, μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν καὶ Ὁμολογητοῦ Προκοπίου τοῦ Δεκαπολίτου.(750)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Ἀποστόλου Σίμωνος τοῦ Κυρηναίου, πατρὸς Ἀλεξάνδρου καὶ Ρούφου, τοῦ ἄραντος τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐπὶ τῇ τοῦ Γολγοθᾷ ἀναβάσει.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Μάρτυρος Γελασίου, ὃς τὸ Βάπτισμα κελευσθεὶς διαπαῖξαι παρὰ τοῦ ἄρχοντος, βαπτίζεται ἀληθῶς καὶ ξίφει τελειοῦται.(297)

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Θαλλελαίου τοῦ ἐν Συρίᾳ.( 460)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ὁ Ὅσιος Στέφανος, ὁ συστησάμενος τὸ γηροκομεῖον τοῦ Ἁρματίου, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.(614)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ὁ Ἅγιος ἔνδοξος Μάρτυς Νήσιος, βουνεύροις τυπτόμενος, τελειοῦται.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Λεάνδρου, ἐπισκόπου Σεβίλλης, ὑπερμάχου καὶ στερεωτοῦ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ἐν Ἱσπανίᾳ, κοιμηθέντος ἐν Κυρίῳ ἐν ἔτει χα´ (601).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, οἱ Ὅσιοι Πατέρες ἡμῶν Ἀσκληπιός, Ἰάκωβος καὶ Τιμόθεος, οἱ ἐν Καισαρείᾳ, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦνται(5ος αι.)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων τῶν ἐν Θεσσαλονίκῃ· Ἀβουδαντίου, Ἀλεξάνδρου, Ἀντιγόνου, Καλάνου, Ἰανουαρίου, Μακαρίου, Σεβηριανοῦ, Τιτιανοῦ καὶ Φουρτουνάτου.(284–305)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Γεροντίου.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ὁσίου Τίτου τοῦ ἀπὸ στρατιωτῶν, τοῦ ἐν τοῖς Σπηλαίοις τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου ἀσκήσαντος.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ὁσίου Τίτου τοῦ Πρεσβυτέρου, τοῦ ἐν τοῖς Σπηλαίοις τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου ἀσκήσαντος. (1196)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Φωτίου τοῦ Ῥώσσου, τῆς Μονῆς Γιούρεβ τοῦ Νόβγκοροντ.(1838)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Νεομάρτυρος Ἠλία τοῦ Τραπεζουντίου, ἀθλήσαντος ἐν ἔτει ͵αψμθ´ (1749).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἁγίου Νεομάρτυρος Ἀγαθαγγέλου, ξίφει μαρτυρήσαντος ἐν Μοναστηρίῳ, ἐν ἔτει 1727ῳ.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ὁ ἐν Ἁγίοις πατὴρ ἡμῶν Ῥαφαήλ, ἱεραποστόλος Ἀμερικῆς καὶ Ἐπίσκοπος Μπρούκλιν, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται, ἔν ἔτει ͵αϠιε´ (1915).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Κατουνακιώτου. (1998)

Στίχ.
Σταυρὸν Χριστοῦ ἀράμενος, Σίμων μάκαρ,
Χριστοφόρος γέγονας λελαμπρυσμένος.
 Στίχ. Φώτισμα μέλλων ἐκγελᾷν, γελᾷς πλάνην·
Πλυθεὶς δέ, Γελάσιε, ἐκτέμνῃ κάραν.

Τῇ 27ῃ τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου 1943 ἐκοιμήθη ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς ὁ νεότερος ἐθνικὸς ποιητής μας

Γέροντας Ανανίας Κουστένης:
Ο Παλαμάς είναι ο δεύτερος εθνικός ποιητής μας μετά το Σολωμό ”.

Κωστής Παλαμάς,
αφιέρωμα στον ποιητή που στο φέρετρό του ακούμπησε όλη η Ελλάδα!

 

Η Ιωάννα Τσάτσου (ποιήτρια και συγγραφέας, σύζυγος του προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Τσάτσου και αδελφή του ποιητή Γιώργου Σεφέρη) περιγράφει συγκλονιστικά τις στιγμές που ακολούθησαν την είδηση του θανάτου του μεγάλου ποιητή στα ημερολόγια της που εκδόθηκαν υπό τον τίτλο “Φύλλα Κατοχής”:

Χτὲς βράδυ μιὰ εἴδηση ἀκατανόητη μᾶς ἦρθε. Μιὰ εἴδηση ἀσύλληπτη.
Ὁ Γερο-Παλαμὰς πέθανε.
Εἴχαμε ξεχάσει πὼς ἦταν θνητός.
Τρέξαμε ἀμέσως στὴν ὁδὸ Περιάνδρου.
Ἐκεῖ βρήκαμε τὸν Ἄγγελο Σικελιανὸ ἀναστατωμένο κι αὐτόν. Δὲν ἀκούονταν ἄχνα. Ἄφωνοι ὅλοι κοιτάζαμε τὸ γεροντάκι νὰ κοιμᾶται καὶ περιμέναμε ὧρες ὀρθοὶ κοντά του. Τί περιμέναμε;… Ἴσως τὴ γνώριμη λάμψη τῶν ματιῶν του κάτω ἀπὸ τὰ πυκνὰ χαμηλωμένα φρύδια του… Μὰ τίποτα πιά. Τὸ μυστήριο ἅπλωνε. Μιὰ μεγάλη ψυχὴ ποὺ χώνεται στὸν Ἅδη καὶ τὸν τραντάζει καὶ ἑνώνει τοὺς κόσμους. Πῶς ἡ εἴδηση μαθεύτηκε καὶ βούιξε ὅλη ἡ Ἀθήνα;… Πῶς τὸ νεκροταφεῖο σήμερα ἦταν μαῦρο ἀπὸ κόσμο; Ὅλη ἡ Ἑλλάδα ἦταν ἐκεῖ. Οἱ Ἰταλοὶ φρουροὶ εἶχαν μαζευτεῖ στὶς γωνιές τους καὶ κοίταζαν θαυμάζοντας, φοβισμένοι. Τὸ σιωπηλὸ αὐτὸ πλῆθος εἶχε ἕνα μεγαλεῖο, ποὺ ἔκανε τοὺς ξένους προσεκτικούς. Μετεῖχε στὸ θάνατο. Στριμωχτήκαμε μὲ κόπο μέσα στὴν ἐκκλησία. Χιλιάδες εἴχανε μείνει ἀπ’ ἔξω. Ὁ Μακαριότατος χοροστάτησε καὶ ἀποχαιρέτησε τὸ νεκρό.
Ἔπειτα μιὰ φωνὴ τράνταξε τὰ τοιχώματα, ἡ φωνή του Σικελιανοῦ:
«Ἠχῆστε οἱ Σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές
δονῆστε σύγκορμη τὴ χώρα πέρα ὡς πέρα…
Βογκῆστε τύμπανα πολέμου… Οἱ φοβερές
σημαῖες, ξεδιπλωθεῖτε στὸν ἀέρα!
Σ’ αὐτὸ τὸ φέρετρο ἀκουμπᾶ ἡ Ἑλλάδα!»
Νέα παιδιὰ σήκωσαν τὸ μικρὸ φέρετρο, μαζὶ μ’ αὐτὰ καὶ ὁ Σικελιανὸς πρῶτος καί το΄φεραν στὸν ἥλιο καὶ στὸν ἄπειρο λαό. Ὅλοι εἴχαμε ἀφήσει τὰ κορμιά μας πίσω καὶ προχωρούσαμε μὲ τὸ νεκρό. Πλάϊ μου ὁ Γιῶργος Κατσίμπαλης καὶ ὁ Κωστάκης ἦταν ἄσπροι ἀπὸ συγκίνηση. Ἡ μεγάλη στιγμὴ ἔφτασε. Τὸ πρῶτο χῶμα ἀκούστηκε πάνω στὸ ξύλο. Τότε ὁ Κατσίμπαλης μὲ τὴν πιὸ δυνατὴ ἀπὸ ὅλες τὶς φωνές του ἄρχισε τὸν Ὕμνο:
«Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη…»
Kαι μαζὶ μ΄ αὐτὸν ὅλοι μας. Ἡ Ἑλληνικὴ γῆ γαλήνεψε. Τὴν εἴχαμε κερδίσει ἀπ΄ ἄλλους δρόμους. Εἴμαστε ἐλεύθεροι.
Ιωάννα Τσάτσου, Φύλλα Κατοχής
Νέα Αθηναϊκή Σχολή

***

 

Στο βιβλίο του Μ. Λουντέμη «Ο Εξάγγελος», όπου ο συγγραφέας αναφέρετε στον ποιητή Άγγελο Σικελιανό, περιγράφει πως έζησαν οι ίδιοι, αλλά και ο πνευματικός κόσμος της Αθήνας και ο απλός λαός γενικότερα τη συγκλονιστική ημέρα της κηδείας του Παλαμά, που εξελίχθηκε σε εκδήλωση αντίστασης κατά των Γερμανών κατακτητών:
« […..] Φύγαμε από κει. Κρυώναμε. Ο Παλαμάς είχε ξεψυχήσει πριν από μια ώρα. Χωρίσαμε σ’ ένα σταυροδρόμι. Πονούσαν οι κροτάφοι μου. Είχα, ως φαίνεται, κρυολογήσει. Μα δεν έπεσα στο κρεβάτι. Κλήρος βαρύς έπεφτε στους ώμους μας. Να πάρουμε στα χέρια μας την υπόθεση της ταφής. Σμίξαμε πρωί πρωί όλοι στο βιβλιοπωλείο του «Αετού». Μας προσδέχτηκε ισκιωμένος ο Κίμων Θεοδωρόπουλος με τον Χρυσ. Γανιάρη. Είχαν κι οι δυο μαύρο περιβραχιόνιο. […] Τότε εμφανίζεται ο γιος του Παλαμά: « Κύριοι!!..»είπε στυφά. «Σας παρακαλώ. Σεβαστείτε το πένθος μας! Τι θέλετε, επιτέλους, απ’ το νεκρό μας; Αφήστε τον ήσυχο!… Θα τον ενταφιάσει η οικογένειά του, σεμνά, οικογενειακά» (ήθελε να πει «μυστικά»). Άφρισα. «Ποια οικογένειά του;» του λέω. «Φαίνεται, κύριε, πως δεν ξέρετε π ο ι ο ν είχατε πατέρα! Οικογένειά του είναι όλη η Ελλάδα. Μόνος του την απόκτησε. Και κανένας ανάξιος γιος δεν μπορεί να του την αφαιρέσει». Ήταν μέτριος σ’ όλα. Στην ποίηση, στη ζωγραφική, στη λογιστική. Σήμερα αποδειχνότανε μέτριος και στα αισθήματα. «Ξεκινάτε από «αλλότριους» σκοπούς…» είπε με σφιγμένα τα δόντια. «Δεν θα σας αφήσω να κάνετε τον πατέρα μου ύποπτο φλάμπουρο». «Φλάμπουρο είναι! Και προς τιμήν του. Και προς τιμήν σου. Αν είσαι μικρός γι’ αυτήν την τιμή, παραμέρα!… Κλείσου στο σπίτι σου. Θα περάσει ο Λαός και θα σε παρασύρει. Κρύψου! Τ’ άλλα είναι δική μας υπόθεση». Έτσι νομίζαμε. Ότι ήταν δική μας μόνο υπόθεση, του πνευματικού μόνο κόσμου. Μα πίσω μας ήταν σύγκορμος ο Λαός. Ούτε υποπτευόμασταν, ως τότε, τι γινόταν πίσω απ’ το οικογενειακό πένθος των λογοτεχνών. Η Αθήνα είχε όλη ντυθεί στο πένθος κι ετοιμαζόταν να ξεπροβοδίσει το μεγάλο της πατέρα. Πώς το ‘μαθαν; Ποια μυστική καμπάνα έκραξε μες τα μεσάνυχτα; Ποιος ειδοποίησε τις μυριάδες των πολιτών της πανάρχαιας πόλης ότι έφτασε η ώρα της πρώτης μάχης; Σαν είδαμε το πρωί τα πλήθη, μείναμε άφωνοι. Πλήθη αμέτρητα, άπειρα, ανόμοια… Ο Λ α ό ς! Φορτώθηκε το αγέρωχο πένθος του, όπως ταίριαζε για ένα τέτοιο νεκρό, σε μια τέτοια ώρα, σε μια τέτοια πόλη. Είναι αδύνατο —και τώρα— να περιγράψω αυτή τη θανή. Μου λύνονται οι αρμοί. Στην εξέδρα, δίπλα στο φέρετρο, σε μια στιγμή —σα χρησμός— ο Σικελιανός! Η φωνή του θαρρετή, σαν την «κόψη του σπαθιού την τρομερή», έσκισε την πένθιμη σιωπή [….] »

Παλαμᾶς
Ἄγγελος Σικελιανός

Ἠχῆστε οἱ σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονῆστε σύγκορμη τὴ χώρα πέρα ὡς πέρα…
Βογκῆστε τύμπανα πολέμου… Οἱ φοβερὲς
σημαῖες, ξεδιπλωθεῖτε στὸν ἀέρα!

Σ᾿ αὐτὸ τὸ φέρετρο ἀκουμπᾶ ἡ Ἑλλάδα! Ἕνα βουνὸ
μὲ δάφνες ἂν ὑψώσουμε ὡς τὸ Πήλιο κι ὣς τὴν Ὄσσα,
κι ἂν τὸ πυργώσουμε ὡς τὸν ἕβδομο οὐρανό,
ποιὸν κλεῖ, τί κι ἂν τὸ πεῖ ἡ δικιά μου γλώσσα;

Μὰ ἐσὺ Λαέ, ποὺ τὴ φτωχή σου τὴ μιλιά,
Ἥρωας τὴν πῆρε καὶ τὴν ὕψωσε ὡς τ᾿ ἀστέρια,
μεράσου τώρα τὴ θεϊκὴ φεγγοβολιὰ
τῆς τέλειας δόξας του, ἀνασήκωσ᾿ τον στὰ χέρια

γιγάντιο φλάμπουρο κι ἀπάνω ἀπὸ μᾶς
ποὺ τὸν ὑμνοῦμε μὲ καρδιὰ ἀναμμένη,
πὲς μ᾿ ἕνα μόνο ἀνασασμόν: «Ὁ Παλαμᾶς!»,
ν᾿ ἀντιβογκήσει τ᾿ ὄνομά του ἡ οἰκουμένη!

Ἠχῆστε οἱ σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονῆστε σύγκορμη τὴ χώρα πέρα ὡς πέρα…
Βογκῆστε τύμπανα πολέμου… Οἱ φοβερὲς
σημαῖες, ξεδιπλωθεῖτε στὸν ἀέρα!

Σ᾿ αὐτὸ τὸ φέρετρο ἀκουμπᾶ ἡ Ἑλλάδα! Ἕνας λαός,
σηκώνοντας τὰ μάτια του τὴ βλέπει…
κι ἀκέριος φλέγεται ὡς μὲ τ᾿ ἄδυτο ὁ Ναός,
κι ἀπὸ ψηλὰ νεφέλη Δόξας τόνε σκέπει.

Τί πάνωθέ μας, ὅπου ὁ ἄρρητος παλμὸς
τῆς αἰωνιότητας, ἀστράφτει αὐτὴν τὴν ὥρα
Ὀρφέας, Ἡράκλειτος, Αἰσχύλος, Σολωμὸς
τὴν ἅγια δέχονται ψυχὴ τὴν τροπαιοφόρα,

ποὺ ἀφοῦ τὸ ἔργο της θεμέλιωσε βαθιὰ
στὴ γῆν αὐτὴν μὲ μίαν ἰσόθεη Σκέψη,
τὸν τρισμακάριο τώρα πάει ψηλὰ τὸν Ἴακχο
μὲ τοὺς ἀθάνατους θεοὺς γιὰ νὰ χορέψει.

Ἠχῆστε οἱ σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονῆστε σύγκορμη τὴ χώρα πέρα ὡς πέρα…
Βόγκα Παιάνα! Οἱ σημαῖες οἱ φοβερὲς
τῆς Λευτεριᾶς ξεδιπλωθεῖτε στὸν ἀέρα!!
(σημ: το ποίημα «Παλαμάς» ο Α. Σικελιανός έγραψε τα χαράματα της 28ης Φλεβάρη 1943, την ημέρα της κηδείας, προς τιμήν του μεγάλου ποιητή).

«Τράνταζε ο Σικελιανός. Το ποίημα δεν ξέρω αν είναι από τα μεγάλα του. Εκείνη την ώρα τάραξε τις ψυχές και πολλοί κλαίγανε. Έδωκε τον τόνο. Δεν υπήρχε θάνατος πια. Τελούνταν μπρος μας η αιωνοποίηση, η αποθέωση ενός θνητού. Τη θλίψη την αντικαθιστούσε μία πνοή θριάμβου», σημειώνει ο Κ. Τσάτσος.

 

Και στον «Εξάγγελο» ο Μ. Λουντέμης συνεχίζει:
«Ρίγη προφητικά μάς διαπέρασαν όλους. Οι τόνοι της φωνής του ξεχύθηκαν εξαγγελτικοί ως κάτω στην πόλη, εισέβαλαν απ’ τα Προπύλαια κι ανέβηκαν στην Ακρόπολη! Κι εκεί… Το ποίημα δεν είχε ακόμα τελειώσει. Οι τόνοι του μόλις είχαν αρχίσει να σβήνουν…Και τότε, με τα χείλη του Λαού, απάντησε —από απόσταση ενός αιώνα— σε τούτον τον Έ λ λ η ν α Ποιητή, ένας άλλος Έ λ λ η ν α ς Ποιητής: Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή Σε γνωρίζω από την όψη που με βιά μετράει τη γη….. Είχαμε ασυναίσθητα γονατίσει Και ψέλναμε Μεγαλόφωνα. Τον Ύμνο μας, της αστρομέτωπης Λ ε υ τ ε ρ ι ά ς!»

Όταν τελείωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, ο Σπύρος Μελάς, ο Άγγελος Σικελιανός και νέα παιδιά σήκωσαν το φέρετρο και κατευθύνθηκαν προς τον χώρο της ταφής. Την ώρα που θα εναπόθεταν το φέρετρο μέσα στη γη, πλησίασε ο αντιπρόσωπος του κατακτητή, ο δοσίλογος πρωθυπουργός Λογοθετόπουλος, να καταθέσει στεφάνι. Τότε, ο λογοτέχνης Γιώργος Κατσίμπαλης άρχισε να τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο: «Σε γνωρίζω από την κόψη…». Ακολούθησε το συγκεντρωμένο πλήθος, «πρώτα δειλά –περιγράφει ο Κωνσταντίνος Τσάτσος– ύστερα η φωνή κατάκτησε όλον τον κόσμο, μυριόστομη. Ήταν η στιγμή η πιο συγκινητική. Ο κόσμος τραγουδούσε με πάθος. Κάποιος φώναξε Ζήτω η ελευθερία του πνεύματος. Αλλά ο κόσμος ήθελε ελευθερία σκέτη και φώναζε Ζήτω η Ελευθερία!».
(σημ: το ποίημα «Παλαμάς» ο Α. Σικελιανός έγραψε τα χαράματα της 28ης Φλεβάρη 1943, την ημέρα της κηδείας, προς τιμήν του μεγάλου ποιητή).
Πηνελόπη Κοψιδά
Πηγή

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΜΑΣ 27.2.2002 OMΙΛΙΑ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΝΑΝΙΑ ΚΟΥΣΤΕΝΗ
https://www.youtube.com/watch?v=601ZrpyGU7c

Μυστική Παράκληση

Δέσποινα,
κανένα φόρεμα τη γύμνια μου
δε φτάνει να σκεπάση,
η μοναξιά μου είναι σαν τ’ άδειο, σαν τ’ αλόγιστο
χυμένο προτού νάρθη η πλάση,
η αρρώστια μου βογγάει σαν τα μεγάλα δάση
καθώς τα δέρνει η μπόρα.
Ήρθεν η ώρα η φοβερή, ωχ! ήρθε η ώρα.
Εσύ παρθένα, εσύ μητέρα,
κι από δροσιά, κι από κελάϊδισμα
στάλα του αιθέρα,
ήρθεν η ώρα η φοβερή, ωχ! ήρθε η ώρα.
Πρόστρεξε, Μυροφόρα,
μονάχα Εσένα πίστεψα
και λάτρεψα μονάχα Εσένα
από τα πρωτινά γλυκοχαράματα
κι ως τώρα μες στα αιματοστάλαχτα
μιας ωργισμένης δύσης.
Δέσποινα, στήριξέ μ’ Εσύ και μη μ’ αφήσης.
Δέσποινα,
βήμα δεν έχω μήτε φτέρωμα,
με γονατίζει το στοιχειό της θλίψης.
Υψώσου ποιος μου λέει; δε δύναμαι,
δύνασαι κάτου Εσύ ως εμέ να σκύψης;
Ρίξε από πάνου σου,
στους αθανάτους τη θεόπρεπη
παράτησε αλουργίδα του Ολύμπου,
έλα, κατέβα ολόγυμνη, βαφτίσου
στον Ιορδάνη του δακρύου,
κι ύστερα κρύψε το τρανό κορμί το ηλιόχαρο
στη σκέπη τη γαλάζια της Αειπάρθενης,
που ειν’ η χαρά των ασκητών και των μαρτύρων.
Δεν εισ’ Εσύ των εθνικών ηδονολάστρα η Μούσα,
της πλαστικής και της σκληρής
χαράς δεν είσαι η Πιερίδα,
του σπλάχνους του τρανού βαθιογάλανη
φορείς Εσύ πορφύρα
κι από του θρήνου κατεβαίνεις την πατρίδα.
Α! δείξου στο μικρό και τον ανήμπορο,
και δείξου καθώς δείχνεσαι στους ταπεινούς,
και φτάσε καθώς φτάνει στους αμαρτωλούς,
και δείξου καθώς δείχνεται στους σκλάβους
η Αγιά Λεούσα.
Άκου, ένα-σκούσμα τον αέρα σπάραξε·
Ποιος κλαίει;
Κοίτα, βροχή από λάβα βρέχει ένας θειφότοπος·
τι κλαίει;
Έλα κοντά, ένας ήσκιος αργοσάλεψε,
και λέει :
Του τραγουδιού σου δε γυρεύω πια το θρίαμβο,
μηδέ τον κόσμο τον ολάκριβο, τη Λύρα,
μηδέ τη μοίρατου δοξασμένου διαλεχτού σου, Δέσποινα!
Λυπήσου,
και πλάσε μου,
και στείλε μου έναν ύπνο ήσυχο ήσυχο,
με του παιδιού το γλυκανάσασμα,
μαζί μου.
Κωστής Παλαμάς

iconandlight.wordpress.com 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου