Σάββατο 15 Μαρτίου 2025

Η Εικονικότητα στην Πολιτική.

 Η έναρξη της δεύτερης προεδρικής θητείας του Τραμπ μου φέρνει στον νου ένα διορατικό άρθρο γραμμένο από τον Τζουντ Λέγκουμ, δέκα χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια της πρώτης προεδρικής του θητείας. Βασιζόμενος στην πολιτισμική ανάλυση του Ρολάν Μπαρτ για την πυγμαχία και την επαγγελματική πάλη (WWE), ο Λέγκουμ υπονοεί ότι το θεμελιωδώς διαφορετικό ήθος αυτών των δύο δραστηριοτήτων ρίχνει φως στην, φαινομενικά ανεξήγητη, επιτυχία του Τραμπ.


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Για τα ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΘΕΜΑΤΑ

 

π. Ρίτσαρντ Ρενέ

Σύμφωνα με τον Μπαρτ, η πυγμαχία αφορά κανόνες, στρατηγικές, διαδικασίες και αποτελέσματα, ενώ «η πάλη είναι ένα άθροισμα θεαμάτων, από τα οποία κανένα μεμονωμένο δεν αποτελεί ουσιαστική εκδήλωση: κάθε στιγμή επιβάλλει τη συνολική γνώση ενός πάθους που αναδύεται και δεσπόζει μόνο του». Υιοθετώντας αυτή την αναλογία, ο Λέγκουμ υποστηρίζει ότι «ο Τραμπ συμπεριφέρεται σαν επαγγελματίας παλαιστής, ενώ οι αντίπαλοί του διεξάγουν τον αγώνα σαν να ήταν αγώνας πυγμαχίας».

Το μόνο μέλημα του Τραμπ (τόσο τότε όσο και τώρα) είναι να δημιουργεί έναν αδιάκοπο καταιγισμό στιγμών που προκαλούν το μέγιστο δυνατό πάθος στους υποστηρικτές του. Στο τέλος, το αν υπάρχει κάποια ουσιαστική αλήθεια πίσω από τις λέξεις, τις χειρονομίες και τα πάθη του είναι αδιάφορο. Όπως το θέτει ο Μπαρτ: «Αυτό που θέλει το κοινό είναι η εικόνα του πάθους, όχι το ίδιο το πάθος. Δεν υπάρχει ζήτημα αλήθειας στην πάλη περισσότερο απ’ ό,τι στο θέατρο».

 

Αυτή η δυναμική αναδεικνύει για άλλη μια φορά τη γνωστή απόσταση μεταξύ της εικόνας που προβάλλουν οι πολιτικοί ηγέτες και των όσων επιτυγχάνουν (ή αποτυγχάνουν) στην πραγματικότητα. Αν και όλοι θα συμφωνούσαν ότι αυτή η απόσταση είναι προβληματική – η πολιτική δεν θα έπρεπε, ασφαλώς, να συγκρίνεται με την επαγγελματική πάλη – λίγοι θα μπουν στον κόπο να το δηλώσουν ρητά. Αντιθέτως, θεωρούν αυτή τη συνθήκη ως δεδομένο, ένα αμετάβλητο χαρακτηριστικό του πολιτικού τοπίου, που ενισχύει τον γενικευμένο κυνισμό μας απέναντι στην πολιτική.

Πρέπει, όμως, να είναι έτσι; Σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, ο Χριστός μάς καλεί να κάνουμε μαθητές όλα τα έθνη – κάτι που, σε αντίθεση με τις απόκοσμες διαστρεβλώσεις της χριστιανικής διδασκαλίας, απαιτεί ενεργή πολιτική δέσμευση. Ωστόσο, πώς μπορούμε να θεραπεύσουμε ένα χάσμα μεταξύ αντίληψης και ουσίας στην πολιτική ζωή, ένα χάσμα κυριολεκτικά διαβολικό και εγγενώς επιρρεπές στη διαφθορά; Πιστεύω ότι η θεολογία της εικόνας, η οποία προέκυψε κατά την περίοδο της Εικονομαχίας στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, μπορεί να παρέχει χρήσιμες απαντήσεις.

Η πατερική υπεράσπιση των εικόνων διατυπώνεται εξαιρετικά από τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό με τον εξής τρόπο:

«Τώρα όμως, επειδή ο Θεός φανερώθηκε με σάρκα και επικοινώνησε με τους ανθρώπους, απεικονίζω το ορατό του Θεού. Δεν προσκυνώ την ύλη, προσκυνώ όμως τον Δημιουργό της ύλης, Αυτόν που έγινε ύλη για μένα και καταδέχτηκε να κατοικήσει μέσα στην ύλη και πραγματοποίησε τη σωτηρία μου μέσω της ύλης, και δεν θα παύσω να σέβομαι την ύλη, με την οποία πραγματοποιήθηκε η σωτηρία μου.».

Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός προβαίνει σε μια θεμελιώδη διάκριση ανάμεσα στην ύλη, την οποία δεν λατρεύουμε, και στο αληθινό αντικείμενο της λατρείας μας, τον «Δημιουργό της ύλης». Ο Θεός φανερώνεται μέσα και διαμέσου της ύλης, η οποία, κατά συνέπεια, καθίσταται άξια προσκύνησης. Ο Δημιουργός της ύλης και η ίδια η ύλη είναι ριζικά διακριτοί και διαφορετικοί όροι, αλλά όχι διαιρεμένοι . Κατ’ αυτή την έννοια, η προσκύνηση των εικόνων έχει τις ρίζες της στον Όρο της Χαλκηδόνος, ο οποίος επιβεβαιώνει τη ριζική διάκριση ανάμεσα στη θεία και την ανθρώπινη φύση του Χριστού, ενώ ταυτόχρονα διακηρύσσει ότι είναι αχώριστες.

Ο Άγιος Ιωάννης υποστηρίζει ότι η ένωση του Θεού με την ύλη μέσω της Σάρκωσης καθιστά την ύλη άξια για προσκύνηση. Αυτό σημαίνει ότι οι εικόνες δεν είναι απλές μιμήσεις της υπόστασης των προσώπων και των γεγονότων που απεικονίζουν, αλλά προσφέρουν μια ορατή, συμβολική μαρτυρία αόρατων, θεϊκών πραγματικοτήτων. Μέσω αυτών, ο υλικός κόσμος μπορεί να γίνει αντιληπτός ως «πλήρης» θείας παρουσίας, συνδράμοντας στη λατρεία του άπειρου Θεού δια κενωτικών πράξεων προσκύνησης.[1]

 Ποιες είναι οι συνέπειες του εν λόγω εικονισμού του κόσμου για την πολιτική; Καταρχάς, η πολιτική αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της «ύλης» της ζωής στον κτιστό κόσμο. Οι άνθρωποι, ως εγγενώς κοινοτικά όντα, καλούνται να απαντήσουν στο θεμελιώδες ερώτημα του πώς μπορούν να ζουν καλά μαζί. Αν αυτό ισχύει, τότε η πολιτική, όπως και ο υπόλοιπος κτιστός κόσμος, μπορεί να κατανοηθεί ως ένα «πλήρες» φαινόμενο.

Αυτό σημαίνει ότι η εικόνα που προβάλλουν οι πολιτικοί ηγέτες και τα πολιτικά συστήματα, αν και συχνά αποκλίνει από τον τρόπο λειτουργίας τους στην πραγματικότητα, δεν είναι ποτέ πλήρως διαχωρίσιμη από αυτήν. Με τους όρους του Αγίου Ιωάννη, η «εικόνα» μιας καλής κοινοτικής ζωής, όπως αυτή προβάλλεται από τα πολιτικά συστήματα και τους ηγέτες, μπορεί και πρέπει να αντανακλά την πραγματική τους καλοσύνη. Ως εκ τούτου, μπορούμε και πρέπει να τιμούμε αυτή την καλοσύνη, αναγνωρίζοντάς την στην εικόνα που σχηματίζει μέσα στην πολιτική πραγματικότητα.

Οι επιπτώσεις των παραπάνω είναι οι εξής: Πρώτον, οι πολιτικοί και τα πολιτικά συστήματα δεν μπορούν να περιοριστούν στην εικόνα που προβάλλουν. Αν οι ψηφοφόροι υποκύψουν στον κυνισμό και υιοθετήσουν την πλάνη ότι «η εικόνα είναι το παν», τότε επιτρέπουμε στη δημόσια ζωή να μετατραπεί σε ένα πεδίο όπου το ψεύδος ευδοκιμεί, δίνοντας ευκαιρία στον «πατέρα του ψεύδους» να δράσει εντός του κόσμου για τον οποίο ο Χριστός θυσιάστηκε. Η εικονικότητα δεν μας καλεί απλώς να «ελέγχουμε τα γεγονότα» και να απαιτούμε λογοδοσία για την ασυνέπεια από τους ηγέτες μας· μας προτρέπει επίσης να στηρίζουμε ηγέτες για τους οποίους η πολιτική υπόσταση και συνέπεια είναι εξίσου σημαντική με την αντίληψη.

Ταυτόχρονα, η πολιτική δεν μπορεί να περιοριστεί αποκλειστικά στο νόημά της. Η εικονικότητα θεμελιώνεται στην αλήθεια ότι η αγάπη του Θεού για τον κόσμο δεν παρέμεινε αόρατη, αλλά φανερώθηκε και έγινε ορατή, «σεσαρκωμένη και επικοινωνώντας με τους θνητούς». Με απλά λόγια το ορατό έχει σημασία στη βασιλεία του Θεού, όπου τα πλάσματα ζουν μέσω των αισθήσεών τους.

Στο πολιτικό πεδίο, αυτό σημαίνει ότι δεν αρκεί απλώς να γνωρίζουμε πώς να εργαζόμαστε. Η εικονικότητα απαιτεί να φαίνεται επίσης ότι εργαζόμαστε σωστά. Οι μονάρχες και οι αυτοκράτορες του παρελθόντος κατανοούσαν καλά αυτή την αλήθεια—εξ ου και όλη η λαμπρότητα και η μεγαλοπρέπεια που συνόδευε τη βασιλεία τους. Οι σύγχρονοι πολιτικοί που επιχειρούν να αγνοήσουν, να υποβαθμίσουν ή να εκλογικεύσουν τέτοιες εικονικές εκδηλώσεις το κάνουν με κίνδυνο την ίδια τους την πολιτική υπόσταση.

Το κεντρικό σημείο είναι ότι η εικονικότητα επιβεβαιώνει πως, στην πολιτική, η αντίληψη και η υπόσταση, αν και διακριτές, δεν πρέπει ποτέ να διαχωρίζονται. Αντλώντας από την πατερική υπεράσπιση των εικόνων, η τιμή που αποδίδουμε στην εικόνα ενός ηγέτη πρέπει να «μεταβαίνει» στο πρωτότυπο, δηλαδή στην ίδια την υπόσταση της ηγεσίας του.

Η θεολογία των εικόνων μάς καλεί να βιώνουμε ολόκληρο τον κόσμο ως εικονικό—το ορατό διαποτισμένο από το αόρατο, το πρόσκαιρο εντός του αιώνιου. Με τη σειρά της, η εικονικότητα μάς καλεί να απαντήσουμε στο θεμελιώδες ερώτημα της πολιτικής: πώς μπορούμε να ζήσουμε καλά σ’ αυτόν τον κόσμο; Η απάντηση έγκειται στην εφαρμογή του τρόπου με τον οποίο ο Θεός κυβερνά την αιώνια πόλη Του—όχι μόνο εγκαθιδρύοντάς την από το μηδέν και διαφυλάσσοντας την αόρατα μέσω του ζωοποιού Πνεύματός Του, αλλά και φανερώνοντας την αγάπη Του γι’ αυτήν μέσα από την ένδοξη παρουσία του Υιού Του εν σαρκί.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου