
Σὲ ἕνα χωριό της Ρουμανίας, δὲν ὑπῆρχε ἱερέας, καὶ οἱ κάτοικοι πήγαιναν συχνὰ στὸν Πατριάρχη μὲ τὸ αἴτημα, τὴν πλήρωση τῆς κενῆς θέσης. Ὅμως ὁ Πατριάρχης δὲν εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ ἱκανοποιήσει τὸ αἴτημα τῶν ἀνθρώπων. Πήγαιναν καὶ ξαναπήγαιναν οἱ κάτοικοι, ἀλλά, τίποτε ὁ Πατριάρχης τους ἔλεγε τὰ ἴδια λόγια, ὅτι δὲν ἔχω ἱερέα νὰ σᾶς στείλω στὸ χωριό. Ἐν τῷ μεταξὺ ἄλλοι πέθαιναν ἀδιάβαστοι, ἄλλοι εἶχαν γυναῖκες καὶ παιδιὰ χωρὶς γάμο, τὰ παιδιὰ καὶ οἱ μεγάλοι ἦταν ἀβάπτιστοι.
Μία μέρα σταμάτησε ἔξω ἀπὸ τὸν Ναὸ ἕνα αὐτοκίνητο καὶ κατέβηκε ἕνας ἱερέας. Ὅλο τὸ χωριὸ ἀνάστατο ἦρθε παπᾶς φώναζαν. Πῆγαν ἐκεῖ οἱ κάτοικοι, τὸν καλωσόρισαν καὶ τοῦ εἶπαν: “Πῶς ἦρθες στὸ χωριὸ ἀφοῦ ὁ Πατριάρχης μας εἶχε πεῖ ὅτι δὲν ἔχει παπᾶ νὰ μᾶς στείλει; ” Τότε ὁ ἱερέας τους εἶπε: “Αὐτὸ δὲν θέλατε; Δὲν θέλατε ἱερέα; Νὰ ἦρθα”. Ὅλο τὸ χωριὸ χάρηκε μὲ τὴν παρουσία τοῦ νέου ἱερέα.
Ὁ ἱερέας ἄρχισε ἀμέσως δουλειά, πῆγε σὲ ὅλους τοὺς τάφους καὶ διάβαζε τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία, βάπτισε καὶ πάντρεψε ὅλους στὸ χωριό, λειτουργοῦσε καὶ τοὺς κοινωνοῦσε.
Μιὰ μέρα, καλεῖ τοὺς χωρικοὺς καὶ τοὺς λέγει ὅτι: “θὰ φύγω, τελείωσε ἡ ἀποστολή μου”. Τότε τὸ χωριὸ ἀναστατώθηκε “τώρα ποὺ ἦρθες θὰ φύγεις;”. Ὅμως ὁ ἱερέας δὲν ἄκουγε τοὺς κατοίκους καὶ ἐπέμενε στὴν ἀπόφασή του. Ἀφοῦ οἱ χωρικοὶ κατάλαβαν ὅτι δὲν γινόταν τίποτε τὸν εὐχαρίστησαν γιὰ τὴν προσφορά του καὶ τὸν κατευόδωσαν.
Μετὰ ἀπὸ μέρες πῆγαν στὸν Πατριάρχη νὰ τὸν εὐχαριστήσουν ποὺ τοὺς ἔστειλε παπᾶ καὶ νὰ τοῦ ποῦν ὅταν μπορέσει νὰ τοὺς ξαναστείλει κάποιον ἱερέα, ἀλλὰ ὁ Πατριάρχης δὲν ἤξερε τίποτα. Τοὺς εἶπε ὅτι “ἐγὼ δὲν ἔστειλα κανέναν παπᾶ γιατί δὲν ἔχω, ὅμως περιμένετε μήπως ὁ πρωτοσύγκελος σᾶς ἔστειλε κάποιον γιὰ νὰ σᾶς ἐξυπηρετήσει”. Πῆρε τηλέφωνο τὸν πρωτοσύγκελο ἀλλὰ οὔτε κι αὐτὸς εἶχε στείλει κανέναν. Ὁ Πατριάρχης τους εἶπε: “τί ἔκανε αὐτὸς ὁ ἱερέας στὴν ἐνορία;” Οἱ χωρικοὶ εἶπαν: “μᾶς πάντρεψε, μᾶς βάπτισε, μᾶς ἔκανε τὶς κηδεῖες τῶν γονέων μας, μᾶς ἔκανε ὅτι κάνει ἕνας παπᾶς”. “Καλά – εἶπε ὁ Πατριάρχης – δὲν σᾶς ἔδινε χαρτιά, δὲν ἔγραφε τὰ μυστήρια;”
“Βεβαίως, εἶπαν οἱ χωρικοὶ μᾶς ἔδινε χαρτιὰ καὶ τὰ καταχώρισε στὰ βιβλία τοῦ ναοῦ”. “Δὲν εἴδατε τί ἔγραφε; Καὶ πῶς ὑπέγραφε μὲ τί ὄνομα; “Ὅλα τὰ στοιχεῖα Δέσποτα τὰ ἔγραφε στὰ Ρουμανικά. Πολλὰ γράμματα δὲν ξέρουμε, γιατί τὴν ὑπογραφὴ τὴν ἔβαζε σὲ ἄλλη γλῶσσα ποὺ δὲν ἔχουμε ξαναδεῖ”. Ὁ Πατριάρχης παρακάλεσε νὰ πᾶνε νὰ φέρουν τὰ βιβλία γιὰ νὰ δεῖ ποιός ἦταν αὐτὸς ὁ κληρικός. Ὅταν τοῦ πῆγαν τὰ βιβλία ὁ Πατριάρχης ἔμεινε ἔκθαμβος. Δὲν πίστευε στὰ μάτια του, ὄντως ὅλα τὰ στοιχεῖα ἦταν γραμμένα στὰ Ρουμανικὰ ἐνῷ τὸ ὄνομά του ἦταν γραμμένο στὰ Ἑλληνικά, μὲ τὸ ὄνομα τῆς ὑπογραφῆς: Νεκτάριος Ἐπίσκοπος Πενταπόλεως.
ΠΗΓΗ: ΦΩΤΙΣΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΣ, ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΑΓΙΩΝ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΙΟΥ ΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ ΦΩΤΙΣΤΩΝ ΤΩΝ ΣΛΑΒΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου