«Τα
κατά πόλιν δεσμά και τάς θλίψεις σου Τις
διηγήσεται, ένδοξε Απόστολε
Παύλε; "Η τις παραστήσει τους αγώνας και τους κόπους σου, ους
εκοπίασας έν τω Ευαγγελίω του Χριστού;»
Ίδιόμελο
Άνδρέου Κρήτης.
...Κ'
έκλινες την κεφαλή σου, Μεγάλε Μυσταγωγέ, κάτω από το ξίφος του εκπροσώπου της
Ρώμης!... Κ' έπεσε, πάνω στη νοτισμένη χλόη, αιμόφυρτο το σεπτό σκήνωμα του μεγαλυτέρου,
μετά τον Βαπτιστή, τέκνου της Γης — το σκήνωμα το δικό σου, Θείε Παύλε!
Κ'
έπεσες, σαν το πολύμοχθο ποτάμι, πού ξεπηδά από τα πλευρά χιονισμένων βουνών,
πέφτει, σαν πολυτάραχος καταρράκτης εδώ, και κυλά σαν ζωοφόρο νάμα παρακάτω —
χαρά και ευφροσύνη των γονίμων πεδιάδος!
«Και
άναπεσών κεκοίμησαι, ως λέων»...
Κάπου
παρεμόνευαν ό Λουκάς, ό Τιμόθεος και οι αδελφοί της Ρώμης ασφαλώς, τρικυμισμένοι
από σπαραγμό, σαν τις Μυροφόρες και τους κρυφούς Μαθητές του Κυρίου, και ποντισμένοι
στο νάμα των δακρύων. Όταν εξαφανίσθηκε το ρωμαϊκών απόσπασμα, ήλθαν, γονάτισαν
μπροστά στα αγία Σου λείψανα, Σε θρηνολόγησαν και Σ' έθαψαν στο αγρόκτημα της
καλότυχης ματρόνας Λ ο υ κ ί ν α ς, κάπου τρία χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο του
μαρτυρίου Σου.
Τι
κι' αν το περιβάλλον αυτό ήταν ειδωλολατρικό; Φαίνεται, πώς ή Θεία Βουλή θέλησε
να βρίσκεσαι και μετά θάνατον, σαν Απόστολος των Εθνών,
ανάμεσα στα Έθνη!.
Πέρασαν
χρόνια — χρόνια δίσεκτα και φουρτουνιασμένα! Κύλησαν αιώνες — αιώνες σκληροί
και ματωμένοι από το αίμα μυριάδων μαρτύρων-της Πίστεως!
Όμως
ή ευσέβεια του Μεγάλου Κωνσταντίνου ανύψωσε, πάνω στον Τάφο σου, ένα μικρό ναό.
Κ' υστέρα άλλοι ευσεβείς Αυτοκράτορες άρχισαν, και άλλοι πύργωσαν μια μεγάλη
Βασιλική στη μνήμη Σου, Άγιε Παύλε!
Κι
όταν, μέσα στη ροή των αιώνων, ή πυρκαγιά την κατέφαγε αφήνοντας άθικτο μονάχα
τον Τάφο Σου, ή ευλάβεια των Χριστιανών ανήγειρε τον σημερινό μεγαλόπρεπο Ναό
σου, έξω από τα τείχη της Ρώμης, και πάνω στην Αγία Τράπεζα του χάραξε Τα
αθάνατα Σου λόγια: «Έμοί το ζην Χριστός, και το άποθανείν κέρδος.» (Φιλ.α',21)
Μέσα
στο Ναό Σου αυτό, με έφεραν κάποτε τα βήματα μου, την ώρα ενός φθινοπωρινού
δειλινού. Ό ήλιος της Ρώμης έστελνε τις τελευταίες του χρυσοπόρφυρες αχτίδες,
πριν βυθισθή μέσα στα βαθυγάλανα νερά του Τυρρηνικού, και προσκυνούσε τη
μεγαλόπρεπη πρόσοψη τού Ναού με το επιβλητικό του Τετράπυλο, στολισμένο από
μωσαϊκά υπέροχα. Και έλαμπαν όλα: πρόσοψη, Τετράπυλο, μωσαϊκά!
Αποκαλύπτομαι,
ευλαβικά, και προχωρώ από τη μεγάλη πύλη μέσα στο Ναό. Το βλέμμα μου
συναρπάζουν τα πέντε κλίτη του, γεμάτα μωσαϊκά και τοιχογραφίες από τη ζωή του
Κυρίου, από τη ζωή Σου, θείε Παύλε, και τη ζωή άλλων Αγίων, έργα διασήμων
καλλιτεχνών.
Και
ή ψυχή μου γονατίζει μπροστά στην περίφημη εικόνα Σου. θέλει να προσευχηθεί,
θέλει να πλέξη το εγκώμιο Σου. Κι' ανεβαίνουν στα χείλη μου αυθόρμητοι οι
στίχοι του Ιδιόμελου, πού έψαλλα κάποτε πάνω στον μυρωμένο Λόφο της Χάλκης.
Και
ψάλλω σιγαλά:
«Τα
κατά πάλιν δεσμά και τάς θλίψεις σου,
Τις
διηγήσεται, ένδοξε Απόστολε Παύλε;»...
Μα
όταν ή σκέψη μου αγκάλιασε, σαν αστραπή, όλη την τιτανική Σου σταδιοδρομία,
πόσο φτωχό, πόσο άτονο μου φάνηκε το Ιδιόμελο αυτό!
Δεν
φταίει ό μελωδός του. Ποιος ποιητής και ποιος μελωδός μπορεί να συλλαβή τις
διαστάσεις της μεγάλης Σου ψυχής; Ποιος μουσουργός μπορεί να σύνθεση το
ρόχθισμα του Μεγάλου Καταρράκτη, το πλατάγισμα του Υψιπέτη Αετού, και το
πάφλασμα του Απέραντου Ωκεανού;...
Κι'
ακούω, από τα βάθη των αιώνων, την φωνή των Μεγάλων Πατέρων, πού Σε εξύμνησαν: Την
μνημειώδη π ρ ώ τ ι σ τ α περίληψη της Ζωής Σου, πού έγραψε ό σύγχρονος Σου Κ λ
ή μ η ς, έπειτα Επίσκοπος Ρώμης:
«'Αφού φόρεσε επτά φορές τα δεσμά, αφού
φυγαδεύτηκε, πετροβολήθηκε, και κήρυξε και στην Ανατολή και στη Λύση, πήρε της
γενναίας πίστης τον τη δόξα, και αφού δίδαξε δικαιοσύνη σ' όλο τον κόσμο, και
έφθασε στο τέρμα της Δύσης, και μαρτύρησε την εποχή και εξ αιτίας των αυτοκρατόρων, γλύτωσε από τον κόσμο, και πήγε στον άγιο
τόπο, και έγινε μέγιστο υπόδειγμα υπομονής.»
Αλλά
κ ματαιότερη, πολυηχότερη και περιπαθέστερη αντηχεί ολόγυρα μου ή παυλόληπτη
φωνή του 'ιερού Χρυσοστόμου:
«Εγώ και την Ρώμη γι αυτό συμπαθώ, αν και έχω να
την επαινέσω και για Άλλους λόγους, δηλ. και για το μέγεθος της, και για την
αρχαιότητα της, και για την ομορφιά τις, και για τον πληθυσμό της, και για τη
διοίκηση της, και για τον πλούτο της, και για τα πολεμικά της κατορθώματα- εγώ όμως,
αφήνοντας όλα τα άλλα, την μακαρίζω γι αυτό, διότι δηλ. και ζώντας έγραφε στους
Ρωμαίους ό Παύλος, και παρών εκεί τούς μίλησε, και τον βίο του εκεί τερμάτισε.
Γι αυτό και ή Ρώμη είναι ένδοξη περισσότερο, παρά για όλα τα άλλα. Και όπως ένα
μεγάλο και δυνατό σώμα, έτσι και ή Ρώμη έχει δυο λαμπερά μάτια, τα σώματα αυτών
των δύο άγιων (του Παύλου και του Πέτρου). Δεν είναι τόσο λαμπρός ο ουρανός, όταν
ό ήλιος αφήνει τις ακτίνες του, όσο ή πόλις των Ρωμαίων, όταν σκορπά παντού στην
Οικουμένη το φώς αυτών των δύο λαμπάδων.
'Απ'
εκεί θ' αρπάξουν οι άγγελοι τον Παύλο, απ' εκεί και τον Πέτρο για τα ουράνια.
Σκεφτείτε
και θαυμάστε, ποιο εξαίσιο θέαμα θα δη ή Ρώμη, όταν θ' αντικρύσει έξαφνα
αναστημένο τον Παύλο από τον τάφο εκείνο μαζί με τον Πέτρο, και θα τον δη να
υψώνεται για να συνάντηση τον Κύριο! Για όμορφα τριαντάφυλλα θα στείλει ή Ρώμη
στον Χριστό, τί θαυμάσια στεφάνια δυο έχει γύρω από το μέτωπο της, τί χρυσές
αλυσίδες είναι ζωσμένη, και από τί κρυστάλλινες πηγές δροσισμένη!
Για όλα
αυτά θαυμάζω την πάλι, όχι για το χρυσάφι της το πολύ, όχι για τους στύλους, όχι
για τα άλλα στολίδια της. αλλά για τούς στύλους αυτούς της ' Εκκλησίας».
«Ποιος θα μου δώσει τώρα τη δυνατότητα να χυθώ
γύρω από το σώμα του Παύλου, και ν' αγκαλιάσω τον τάφο, και να δώ τη σ κ ό ν η του
σώματός εκείνον, που αναπλήρωσε τα υστερήματα του Χριστού, πού βάσταξε τα
στίγματα τον, πού κατέσπειρε παντού το κήρυγμα; Να δώ τη σκόνη τον στόματος, με
το οποίο μιλούσε ό Χριστός, και το φώς έξέλαμψε λαμπρότερο από κάθε αστραπή,
και φωνή έξεπήδησε φοβερότερη από κάθε βροντή;..
Αλλά
και τη σκόνη της καρδιάς εκείνης θα θελα να δώ πού δεν θα έσφαλλε κανείς, αν την
έλεγε καρδιά της Οικουμένης, και μυρίων αγαθών πηγή, και αρχή και στοιχείο της
ζωής μας... Θα ήθελα να την δώ και διαλυμένη ακόμα την καρδιά αυτή, πού πύρωνε για
τον καθένα, πού χανότανε, πού κοιλοπονούσε για δεύτερη φορά τα κακογεννημένα
παιδιά, πού έβλεπε τον Θεό, πού ήταν πιο ψηλή και από τον Ουρανό, πιο πλατειά
κι από την Οικουμένη, πιο χαροπή κι' από τις αχτίδες, πιο ζεστή κι από τη φωτιά,
πιο στερεή από το διαμάντι, και είναι πηγή ποταμών, και αξιώθηκε ν' αγαπήσει τον
Χριστό τόσο, όσο κανένας άλλος δεν τον αγάπησε...
Γιατί ή καρδιά του Παύλου
είναι θάλασσα, πού μεταφέρει τούς ταξιδιώτες, όχι από πόλη σε πόλη, άλλ' από τη
Γή στον Ουρανό. -Σ" αύτη τη θάλασσα δεν υπάρχουν άνεμοι, αλλά φυσάει το
θείο Πνεύμα και συνοδεύει τις ταξιδεύτρες ψυχές. Δεν υπάρχουν εδώ κύματα, δεν
υπάρχουν σκόπελοι, δεν υπάρχουν θαλάσσια θεριά. Όλα είναι γαλήνια.
Θα
ήθελα να δώ και τ ή σκόνη των χεριών των αλυσοδεμένων-θαθελα να ιδώ τη σκόνη των ματιών εκείνων, πού τυφλώθηκαν για
καλό (στη Δαμασκό), και Άνοιξαν για τη σωτηρία της Οικουμένης και αξιώθηκαν
ζώντας να δουν τον Χριστό... θα ήθελα και των ποδιών έ κ ε ινών να δώ τη σκόνη,
πού περιέτρεξαν την Οικουμένη και την Αοίκητη Γή, πού δέθηκαν σε ξύλο στις
φυλακές, και πεζοπόρησαν πολλές φορές
Και
γιατί πρέπει να απαριθμώ χωριστά τα μέλη του; θα ήθελα να δώ τον τάφο του, όπου
είναι τοποθετημένα τα όπλα της δικαιοσύνης, τα όπλα του φωτός, τα μέλη, πού
τώρα ζουν και ήσαν νεκρά, ενόσω ζούσε, και σ όλα μέσα ζούσε ό Χριστός, τα μέλη του
Χριστού, πού είχαν σταυρωθεί για τον κόσμο... Αυτό το σώμα κάστρο είναι για την
πόλη εκείνη, κάστρο ασφαλέστερο από κάθε πύργο και από μύρια οχυρά...
Ήθελα
να δώ το πνευματικό εκείνο Λιοντάρι, πού έδωσε φωτιά στα κοπάδια των αλεπούδων,
έτσι ό Παύλος έπεσε στις τάξεις των δαιμόνων και των κακών φιλοσόφων, και σαν
κεραυνός ρίχθηκε στις φάλαγγες του διαβόλου.»
Τί να
πρόσθεση, Άγιε Παύλε, ή αδύνατη λαλιά ή δική μου στο απαράμιλλο αυτό Εγκώμιο του
Χρυσορρήμονος;
Ταπεινός
εγώ προσκυνητής του Τάφου σου, έρχομαι από τη Γή του ανείπωτου Πόνου και του
μεγάλου Θρήνου, τη Γή, πού άγιασαν τα ακαταπόνητα σου βήματα, κ φώτισε το
κατάφωτό σου πνεύμα, και αγάπησε ή ολόθερμη σου καρδιά, τη Γή, όπου ή ραδιακή
σου δραστηριότητα φύτεψε τις Αδελφότητες της 'Αγάπης τις ζωντανές Εκκλησίες του
Χριστού, στη Μικρασία, τον Πόντο και τη Θράκη:
Τί να
πώ και πώς να θρηνήσω εδώ, κοντά στην καρδιά σου, τις θυγατέρες σου εκείνες,
πού υπήρξαν και έλαμψαν, μέσα στη ροή των είκοσι αιώνων, από τότε, πού τις ίδρυσες,
και τώρα είναι νεκρές άταφες; Τί λέγω; ' Ακόμα και τα κόκκαλα τους σκόρπισε και
πούλησε ή κακία και ή βουλιμία των ανθρώπων «του αιώνος τούτου», των οργάνων τ
ή ς Ανομίας, πού διόπτευσαν κάποτε τα προφητικά σου μάτια, μέσα στα βάθη του
μέλλοντος!...
Και
τώρα οι Μνήμες, πονεμένες και δακρυσμένες, διαλαλούν τα ονόματα των όμορφων
πολιτειών, όπου με τόσους μόχθους ίδρυσες τις Εκκλησίες Χριστού, όπως εκφωνούν τα
ονόματα ενδόξων ηρώων-
Ταρσός!
Αντιόχεια ή επί Δάφνη! Πέργη! Δέρβη! Λύστρα! Ικόνιον! 'Αντιόχεια Πισιδίας!
Φιλομήλιον! Πεσσηνούς! Γόρδιον! 'Ακροϊνόν! Κοτύαιον! Δορύλαιον! Αίζανοί!
Πέργαμος! Τρωάδα! Αδρομύττιον ! 'Ατταλια!
Απάμεια!
Κολοσσαί! Ίεράπολις! Λαοδικεία! Μαγνησία! Τράλλεις! Σμύρνη! Θυάτειρα!
Φιλαδέλφεια! Μίλητος και Έφεσος!
Όλα
- ονόματα άγια πάντοτε, μα πράγματα ανύπαρκτα
τώρα, εκεί, στον τόπο τους!..
Ω Άγιε
Παύλε!
Σκύβω
πάνω στον Τάφο σου και σε ίκετεύω: Δέξου μέσα στο Σεπτό σου αυτό Κοιμητήριο, και
σφίξε πάνω στην Καρδιά σου όλες σου αυτές τις βαριόμοιρες και άταφες Κόρες, και
μαζί μ' αυτές και τις άλλες, που ίδρυσαν οι άλλοι Απόστολοι και Διάδοχοι σας,
στη Μικρασία, στον Πόντο και στη Θράκη: 'Επίτρεψέ μου να εκφωνήσω τα ονόματα
τους!:
Καισαρεία!
Νικόπολις ή δική μου! Νεοκαισάρεια! Τραπεζούς! Άργυρούπολις! Τρίπολις!
Σούρμαινα! Ριζούς! Κεράσους! Κοτύωρα! Αμισός! Σινώπη! Ποντοηράκλεια! Κ άστα
μονή! Άγκυρα! Νικομήδεια! Νίκαια! Προύσα! Κύζικος! Δαρδανέλλια! Αδριανούπολης!
Σαράντα Έκκλησίαι! Σωζούπολις; Ραιδεστός! Σηλύβρια! Αίνος! Τορολόη και τόσες
άλλες...
Δέξου
τες, και θέρμανε τες, και παρηγόρεσέ τες! Γιατί, πολύ, πάρα πολύ, τις επίκράναν
οι άνθρωποι! Όχι τόσο οι άπιστοι, όσο πολλοί από κείνους, πού ορκίζονται στο
όνομα του Χριστού και στη μνήμη τη δική σου!...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου