Στήν Μονή τοῦ Ἁγίου Σάββα στά Ἱεροσόλυμα, συμβαίνει κάτι περίεργο.
Κάθε Σεπτέμβριο καταφθάνουν περίπου διακόσια πουλιά, πού μοιάζουν μέ κοτσύφια στό χρῶμα καί στό μέγεθος, καί μπαίνουν στά δωμάτια τῶν μοναχῶν, ὅταν βρίσκουν ἀνοικτά τά παράθυρα.
Μένουν ὅλο τόν χειμώνα καί φεύγουν τήν ἄνοιξη, σάν νά θέλουν νά παρηγορήσουν τούς μοναχούς στίς μονότονες χειμωνιάτικες ἡμέρες.
Κάθονται στά πόδια τους καί, ὅταν καποιος τά προσκαλέσει, κρατώντας ξερά σῦκα ἤ κομμάτια ψωμιοῦ, τρέχουν καί κάθονται στά χέρια, στούς ὤμους καί τό κεφάλι του. Ποτέ ὅμως δέν πλησιάζουν σέ κοσμικό ἄνθρωπο, ἤ σέ ξένον ἱερωμένο.
Κάποια χρονιά, στήν ἑορτή τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου Σάββα, πῆγε νά ἱερουργήσει γιά τήν πανήγυρη στήν Μονή ὁ Ἐπίσκοπος Ἰορδάνου.
Μαζί του πῆγαν καί ἄλλοι προσκυνητές καί, ὡς συνοδός φύλακας, ἕνας ἀπό τούς ραβδούχους τοῦ Πατριάρχη, ὀθωμανός στό θρήσκευμα.
Ὁ ὀθωμανός ἐκεῖνος, βλέποντας τά κοτσύφια πού ἔτρωγαν ἀπό τά χέρια τῶν μοναχῶν, θέλησε νά πάρει δύο ἀπ ᾽ αὐτά μαζί του φεύγοντας.
Οἱ μοναχοί τόν συμβούλευσαν νά τούς προσφέρει σῦκα, γιά νά μπορέσει νά τά πιάσει. Μά ὅσο κι ἄν τά καλόπιανε, ὅσα σῦκα κι ἄν τούς πρόσφερε, αὐτά δέν πλησίαζαν.
-Κατάλαβα, εἶπε κάποια στιγμή ὁ ὀθωμανός ραβδοῦχος. Δέν μέ πλησιάζουν, γιατί δέν φορῶ ράσο καί σκοῦφο.
Φόρεσε ράσο καί σκοῦφο, πῆρε τά σῦκα στά χέρια, μά τά πουλάκια ὄχι μόνον δέν τόν πλησίασαν, ἀλλά καί πέταξαν πιό μακρυά.
(Ἀπομνημονεύματα Ἀρχιμ. Ἰωακείμ Σπετσιέρη, Σίμωνος Μοναχοῦ, «Ἡ ζωοφιλία τῶν Ἁγίων καί ἡ ἁγιοφιλία τῶν ζώων», ἐκδόσεις «Ὁ Ἅγιος Στέφανος», Ἀθήνα 2007).
Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»
Kοντά στόν XριστόΔιμηνιαῖο φυλλάδιο παιδικῶν ἐνοριακῶν συνάξεων
Ἱερὰ Μητρόπολις Ἱεραπύτνης καὶ Σητείας
τεῦχος 75 – Ἰούλιος – Αὒγουστος 2013
Εἰκόνα ἀπὸ: Ancient Faith
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου