Προεόρτια του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου
Αρτέμων επίσκοπος Σελευκείας της Πισιδίας Μ. Ασίας (1ος αι.) και Αρτέμων ο πρεσβύτερος ιερομάρτυς στη Λαοδικεία Συρίας ή Μ. Ασίας (303)
αββάς Ζαχαρίας της Σκήτεως της Αιγύπτου (4ος αι.) και Μαρτίνος ο Θηβαίος, Αιγύπτου
αββάς Θωμάς ηγούμενος της μονής αγίου Ευθυμίου (542)
Ιάκωβος ο Στουδίτης, ομολογητής (8ος αι.)
Αβραάμ ο εν τω όρει Λάτρω Μ. Ασίας ασκήσας ( 10ος αι.), Ζαχαρίας «ο εν Χαρσικίω» και Στεφάνος ο Ξυλινίτης
Σύναξη Υπεραγίας Θεοτόκου του Όρους του Συννέφου στο Τβερ
Ανάμνηση Θαύματος εν τη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου
Εορτάζουν στις 24 Μαρτίου
Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου της Βάτου, εν τω όρει Σινά
Εορτάζει στις 25 Μαρτίου
Άγιος Ιωσήφ ο ‘Ραϊθηνός ο εξ Αϊλά (312)
Εορτάζει στις 14 Ιανουαρίου
β΄. Ήλθε κάποτε ο Αββάς Μωυσής να βγάλη νερό και βρήκε τον Αββά Ζαχαρία να προσεύχεται στο πηγάδι και το Πνεύμα του Θεού να είναι καθισμένο πάνω του.
δ΄. Ενώ έμενε κάποτε ο Αββάς Ζαχαρίας σε Σκήτη, είδε μια μυστική θεωρία. Σηκώνεται λοιπόν και ανεκοίνωσε το γεγονός στον Αββά του Καρίωνα. Αλλά ο γέρων όντας άνθρωπος της πράξεως, δεν καλοήξερε γύρω απ’ αυτά. Και σηκώθηκε και τον έδειρε, λέγοντας ότι από δαίμονες ήταν. Αλλά παρέμεινε ο λογισμός. Και σηκώνεται και πηγαίνει στον Αββά Ποιμένα τη νύχτα και του ανακοινώνει το ζήτημα και πως καίονται τα εντός του. Και βλέποντας ο γέρων ότι από Θεού ήταν, του λέγει: «Πήγαινε στον δείνα γέροντα και ότι σου πη, κάμε το». Πήγε λοιπόν σ’ εκείνον τον γέροντα και πριν προλάβη να του πη τίποτε, του τα λέγει όλα ο γέρων και ότι η θεωρία από Θεού ήταν. Και του συνέστησε να πάη και να υποταχθή στον πνευματικό του πατέρα.
ε΄ . Είπε
ο Αββάς Ποιμήν, ότι ρώτησε ο Αββάς Μωυσής τον Αββά Ζαχαρία, λίγο πριν ο
τελευταίος παραδώση το πνεύμα: «Τι βλέπεις;». Και του αποκρίνεται: Δεν
είναι καλύτερα να σιωπά τινάς, πάτερ;». Και του είπε: «Ναι, τέκνο μου,
ας σιωπάς». Και την ώρα πού παρέδινε το πνεύμα, καθισμένος ο Αββάς
Ισίδωρος, ανάβλεψε στον ουρανό και είπε: «Ας ευφραίνεσαι, τέκνο μου
Ζαχαρία, γιατί σου ανοίχθηκαν οι πόρτες της βασιλείας των ουρανών».
(Είπε Γέρων, Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ.84-86)
***
αββάς Ιωσήφ ο Ραϊθηνός
Κάποιον γέροντα τον έλεγαν Ιωσήφ και καταγόταν από την Εϊλάτ. Αυτός εγκαταστάθηκε σε μια περιοχή δυο μίλια μακριά από το νερό κι έκτισε το καλύβι του με τα ίδια του τα χέρια. Ήταν λόγιος με το χάρισμα της διακρίσεως και τέλειος σε όλα, πλημμυρισμένος απ’ τη χάρη του Θεού. Στον τόπο αυτό έμεινε περίπου τριάντα χρόνια κι είχε έναν μαθητή, που δεν συγκατοικούσε μαζί του, παρά ς’ ένα διπλανό οίκημα.
Τον επισκέφθηκε κάποτε ένας να τον συμβουλευτεί για λογισμό. Χτύπησε την πόρτα αλλά απάντηση δεν πήρε και τότε σκύβοντας μες από τη χαραμάδα βλέπει τον γέροντα ολόκληρο, από το κεφάλι ως τα πόδια να στέκεται σαν φλόγα πυρός. Γεμάτος φόβο, το σώμα του παρέλυσε κι έπεσε κάτω στο χώμα σαν νεκρός για μια ώρα, ύστερα σηκώθηκε και πήγε και κάθισε κοντά στην πόρτα. Ο γέροντας όμως προσηλωμένος στην θεωρία δεν κατάλαβε τι έγινε κι ύστερα από πέντε ολόκληρες ώρες εμφανίστηκε πάλι ως άνθρωπος, άνοιξε την πόρτα και πήρε μέσα τον αδελφό. Και σαν κάθισαν τον ρώτησε· «Πότε ήρθες;». Κι εκείνος αποκρίθηκε στον γέροντα· «Έχω τέσσερις ώρες και κάτι από τότε που ήλθα, αλλά για να μην σε ενοχλήσω δεν χτύπησα την πόρτα παρά τώρα». Τότε κατάλαβε ο γέροντας ότι έγινε αντιληπτός αλλά πάνω ς’ αυτό δεν είπε τίποτα στον αδελφό. Έδωσε όμως απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις του, θεράπευσε τον λογισμό του κι έτσι τον απέλυσε εν ειρήνη. Μετά όμως από αυτό χάθηκε κι αυτός από τα μάτια των ανθρώπων, φοβούμενος την ανθρώπινη δόξα.
Ύστερα ήλθε ο αββάς Γελάσιος, ο μαθητής του, μα δεν τον βρήκε. Αναζήτησε πολύ τον γέροντα, κι αφού δεν τον βρήκε έμεινε ο ίδιος στο κελλι του γέροντα έχοντας μεγάλη ανησυχία γι’ αυτόν. Και μετά από έξι χρόνια, γύρω στην ενάτη ώρα (τρεις το μεσημέρι) κάποιος χτύπησε την πόρτα. Βγαίνοντας ο αββάς Γελάσιος βλέπει τον γέροντα του να στέκεται απ’ έξω. Εκπλάγηκε στην θέα του και τον νόμισε πως είναι πνεύμα. Χωρίς όμως να ταραχθεί καθόλου του λέγει· «Εύχου πάτερ». Και ευχομένου αυτού τον δέχτηκε χαρούμενος και ασπάστηκαν ‘’αλλήλους εν φιλήματι αγίω’’. Ο δε γέροντας είπε· «Καλώς έκανες παιδί μου και ζήτησες πρώτα την ευχή, γιατί είναι πολλές οι παγίδες του διαβόλου».
Κι ο αδελφός τον ρώτησε και του είπε· «Πως έτσι αποφάσισες, τίμιε πάτερ, να χωρισθείς από τη συνοδεία σου και να με εγκαταλείψεις ορφανό, ήμουν σε μεγάλη θλίψη για σένα». Και του λέγει ο γέροντας· «Την αιτία που δεν εμφανιζόμουν την γνωρίζει ο Θεός, όμως μέχρι σήμερα δεν απομακρύνθηκα από τούτο τον τόπο κι ούτε πέρασε Κυριακή που να μη κοινώνησα μαζί με όλους σας των μυστηρίων του Χριστού». Και θαύμαζε ο αδελφός πως έμπαινε κι έβγαινε ο γέροντας χωρίς κανένας να τον βλέπει. Και του λέγει· «Και τώρα για ποιο λόγο ήλθες στον δούλο σου;». Αποκρίθηκε εκείνος κι είπε· «Σήμερα αναχωρώ από τούτο το άθλιο σώμα προς τον Κύριο. Ήλθα λοιπόν να το αφήσω σε σένα, για να το θάψεις όπως νομίζεις και να αποδώσεις στη γη ο,τι της ανήκει».
Και αφού συζήτησε πολλά με τον αδελφό
για την ψυχή και τα μέλλοντα αγαθά, άπλωσε τα χέρια και τα πόδια και
πέθανε ειρηνικά. Και ευθύς τρέχοντας ο αδελφός μας συγκέντρωσε όλους.
Πηγαίνοντας με βάγια και ψαλμωδίες τον σηκώσαμε ενώ το πρόσωπό του
έλαμπε ολοφώτεινο και τον κατεβάσαμε στο κοιμητήριο με τους
προκοιμηθεντας πατέρες.
Από την Διήγηση 16-17 του μοναχού Αμμωνίου (Μαρτυρολόγιο του Σινά, σελ 210 – 212)
***
κα’. Και κάποιος άλλος Σαρακηνός είπε ς’ έναν από τους εδώ αδελφούς τα εξής· «Έλα μαζί μου να σου δείξω ένα μικρό κήπο κι ένα κελλί ενός αναχωρητή». Τον ακολούθησε λοιπόν αυτόν στην περιοχή του Μετμόρ και αφού έφτασαν στην κορυφή κάποιου όρους του δείχνει ο Σαρακηνός κάτω ς’ ένα χείμαρρο ένα μικρό κήπο κι ένα κελλί και του λέγει· «Κατέβα μόνος σου, μήπως εξαιτίας μου επειδή δεν είμαι Χριστιανός φύγει ή κρυφτεί ο αναχωρητής. Ποτέ δεν τόλμησα να κατεβώ προς αυτόν». Ενώ κατέβαινε λοιπόν ο αδελφός προς αυτόν, από ενέργεια του σατανά του φωνάζει δυνατά ο Σαρακηνός· «Πάρε τα σανδάλια σου, πάτερ, γιατί τα άφησες εδώ». Καθώς ο αδελφός γύρισε το βλέμμα του προς τα πίσω και είπε· «Δεν τα χρειάζομαι», από κάποια δύναμη ξαναγύρισε το πρόσωπό του για να κατέβει. Τότε εξαφανίστηκε και ο μικρός κήπος και το κελλί, τα οποία ούτε ο μοναχός ούτε ο Σαρακηνός μπόρεσαν να ξαναϊδούν. Παρέμεινε ο μοναχός θλιμμένος πολύν καιρό λέγοντας· «Ό,τι έπαθε η γυναίκα του Λωτ όταν γύρισε προς τα πίσω, το ίδιο έπαθα κι εγώ».
«Πήγα σε δύο μοναστήρια του Αγίου Αντωνίου, τα οποία και σήμερα κατοικούνται από τους μαθητές του. Έφθασα επίσης και στον τόπο όπου ασκήτευε ο μακαριώτατος Παύλος, ο πρώτος ερημίτης. Είδα την ερυθρά θάλασσα. Ανέβηκα στη ράχη του όρους Σινά, του οποίου η ψηλότερη κορυφή σχεδόν αγγίζει τον ουρανό και δεν είναι δυνατόν με κανένα τρόπο να φθάσει κανείς. Στα βάθη αυτού του όρους έλεγαν πώς υπάρχει ένας αναχωρητής, τον οποίο, αν και αναζήτησα πολύ και για αρκετό χρόνο, δεν μπόρεσα να δώ. Αυτός είχε αποσυρθεί από κάθε ανθρώπινη συναναστροφή σχεδόν εδώ και πενήντα χρόνια. Δεν χρησιμοποιούσε κανένα ρούχο. Σκεπαζόταν μόνο με τις τρίχες του σώματός του κι έτσι με τη θεία χάρη αγνοούσε τη γυμνότητά του. Όσες φορές ευλαβείς άνδρες θέλησαν να τον πλησιάσουν, αυτός απέφευγε τις ανθρώπινες συναντήσεις και τρέχοντας αναζητούσε άβατα μέρη. Μονάχα σ’ έναν λεγόταν πώς επέτρεψε να τον δεί πριν πέντε χρόνια, ο οποίος πιστεύω πώς χάρη στη δυνατή του πίστη έγινε άξιος να το επιτύχει αυτό. Όταν αυτός ανάμεσα στις πολλές συζητήσεις ερεύνησε γιατί τόσο πολύ απέφευγε εκείνος τους ανθρώπους, λέγεται πώς του απάντησε, πώς σε όποιον συχνάζουν οι άνθρωποι, σ’ αυτόν δεν είναι δυνατόν να συχνάζουν οι άγγελοι. Από αυτό όχι αδικαιολόγητα, είχε κυκλοφορήσει φήμη, πού την παραδεχόταν πολλοί, ότι ο άγιος εκείνος είχε επισκέψεις αγγέλων».
***
Από τον βίο του αγίου Ευθυμίου
Από τον Ευεργετινό
Κάποια
Κυριακή ο μέγας Ευθύμιος λειτουργούσε στον Θεό και πρόσφερε σε αυτόν
την αναίμακτη θυσία, και στα δεξιά στεκόταν ο Δομετιανός κρατώντας το
συμβολικό ριπίδιο*.
Ήταν η ώρα να αρχίσει η τρισάγια δοξολογία (το Άγιος ο Θεός), όταν ο
Τερέβων ο Σαρακηνός και ο αδελφός του Χρυσίππου Γαβριήλιος, που
στέκονταν ο ένας κοντά και ο άλλος μέσα στο άγιο βήμα, – ω, τι πολλή
χάρη έδωσες, Χριστέ, στον Ευθύμιο! – είδαν ξαφνικά φωτιά, σαν
απλωμένη επάνω σε σεντόνι, να κατεβαίνει από ψηλά, να τυλίγει τον μέγα
Ευθύμιο, και μαζί με αυτόν και τον Δομετιανό, και να μένει έτσι γύρω
τους από την αρχή του τρισαγίου μέχρι το τέλος της θείας Λειτουργίας.
Ο Τερέβων κυριεύτηκε από δέος και έφυγε από
το άγιο βήμα έντρομος και καταφοβισμένος· και στο εξής δεν ξανατόλμησε
να μπει με αναίδεια και θράσος, όπως συνήθιζε, μέσα στα άδυτα, αλλά κατά
τη Λειτουργία στεκόταν στα προπύλαια του ναού με πολλή ευλάβεια…
Κάποτε, σε μερικούς από τους αδελφούς που έμεναν μαζί του ιδιαιτέρως, ο άγιος είπε ότι πολλές φορές είδε φανερά αγγέλους να συλλειτουργούν με αυτόν και να συμμετέχουν στην ιερουργία.
Τους είπε ακόμη ότι, κατά τη μετάληψη του σώματος του Κυρίου, έβλεπε μερικούς από τους προσερχόμενους να φωτίζονται από αυτήν και άλλους να γίνονται σκοτεινοί, όσοι δηλαδή δεν ήταν άξιοι εκείνου του φωτός και της λαμπρότητας.
Γι’ αυτό και τόνιζε στους αδελφούς την άριστη συμβουλή του αποστόλου,
ότι πρέπει να προσέχει ο καθένας και να εξετάζει προσεκτικά τον εαυτό
του, και τότε να μεταλαβαίνει με φρίκη από τον άρτο και το ποτήριο,
ξέροντας καλά πως, αν προσέλθει και μεταλάβει χωρίς να είναι άξιος,
κοινωνεί προς καταδίκη του (Α’ Κορ. 11:28-29).
Γι’ αυτό και ο ιερέας, όταν προσφέρει αυτή τη θυσία, αμέσως από την αρχή ασφαλίζει, θα λέγαμε, το πλήθος, αναφωνώντας: «Άνω σχώμεν τας καρδίας»· και όταν λάβει από εκείνους τη σχετική διαβεβαίωση («Έχομεν προς τον Κύριον»), τότε παίρνει το θάρρος να προσφέρει την αγία Αναφορά.
Όταν πάλι αυτή ολοκληρωθεί, ο ιερέας υψώνει
τα χέρια προς τον ουρανό και, σαν να δείχνει σε αυτούς το μυστήριο που
πραγματοποιήθηκε για τη σωτηρία μας, λέει με δυνατή φωνή: «Τα άγια τοις αγίοις». Σαν να τους λέει δηλαδή:
«Επειδή εγώ είμαι άνθρωπος όπως και εσείς και αγνοώ τι έχει κάνει ο καθένας, γι’ αυτό ακριβώς διακηρύττω φανερά από πριν και ορίζω σε όλους αυτό το κριτήριο για τη συνείδησή σας. Αν λοιπόν κανείς αιχμαλωτίστηκε από μνησικακία ή μίσος, ή άλλος από φθόνο ή οργή ή υπερηφάνεια, αν κάποιος κυριεύτηκε από κακολογία ή αισχρολογία ή άτοπη επιθυμία ή κάποιο άλλο πάθος, ας μην προσέλθει, αν προηγουμένως δεν καθαριστεί από τον μολυσμό με τη μετάνοια. Γιατί, λέει, αυτά τα άγια δίνονται όχι στους βέβηλους αλλά στους αγίους. Όσοι επομένως παίρνετε θάρρος από τη συνείδησή σας, ελάτε στον Κύριο και φωτιστείτε, και τα πρόσωπά σας δεν θα ντροπιαστούν (Ψαλμ. 33:6)».
* Το ριπίδιον
(είδος βεντάλιας από φτερά παγωνιού ή λεπτό ύφασμα) ήταν αρχαίο
λειτουργικό σκεύος, το οποίο κινούσαν επάνω από τα τίμια δώρα για να
διώχνουν τα έντομα (βλ. Διατάξεις των αγίων αποστόλων 8.12, PG 1,
1092Β). Από τα ριπίδια προήλθαν τα σημερινά εξαπτέρυγα.
ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ,
τόμος Δ’, Υπόθεση ΚΘ’ (29), σελ. 297, και Υπόθεση ΛΓ’ (33), σελ. 315.
Εκδόσεις “Το Περιβόλι της Παναγίας”, Θεσσαλονίκη 2010.
***
Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος
Ο άνθρωπος της χάριτος λάμπει εσωτερικά σαν αστέρι. Συχνά, μάλιστα, η εσωτερική αυτή λαμπρότητα περνά από την ψυχή στο σώμα και γίνεται ορατή στους άλλους.
Όταν έμενα στην Πετρούπολη, στη δεκαετία
του 1840, ακούγοντας γι’ αυτό από κάποιους, θέλησα να το διαπιστώσω με
τα ίδια μου τα μάτια. Ήμουνα, βλέπεις, νεαρός τότε και δύσπιστος. Έτυχε,
λοιπόν, να με επισκεφθεί ένας μοναχός, στον οποίο οι ενέργειες της
χάριτος ήταν ήδη έκδηλες. Αρχίσαμε να μιλάμε για πνευματικά ζητήματα.
Όσο πιο πολύ αυτοσυγκεντρωνόταν, όσο πιο πολύ η σκέψη του βάθαινε, τόσο
πιο φωτεινό γινόταν το πρόσωπό του• ώσπου, τελικά, έγινε λευκό σαν το
χιόνι, με τα μάτια του ν’ αστράφτουν. Λένε ότι και ο γέροντας Σεραφείμ του Σαρώφ πολύ συχνά έλαμπε, ιδιαίτερα την ώρα της προσευχής, και όλοι τον έβλεπαν φωτόλουστο.
Πολλές τέτοιες περιπτώσεις συναντάμε στις διηγήσεις των αγίων πατέρων. Αναφέρεται, για παράδειγμα, στο Γεροντικό ότι ο αββάς Ιωσήφ της Πανεφώ,
όταν προσευχόταν με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, τα δάχτυλά του
γίνονταν σαν δέκα λαμπάδες αναμμένες. Το αποκάλυψε ο αββάς Λωτ, που το
είδε.
Σε κάθε εποχή υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, άνθρωποι της χάριτος… Όλοι
οι φωτεινοί άνθρωποι του Θεού μετέχουν χαρισματικά στο άκτιστο φως
–δηλαδή στην άκτιστη ενέργεια– του Κυρίου, στο φως που αξιώθηκαν να δουν
οι άγιοι απόστολοι Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης στο όρος Θαβώρ, όταν
Εκείνος μεταμορφώθηκε, όταν «το πρόσωπό Του έλαμψε σαν τον ήλιο» (Ματθ.
7:2) και «τα ρούχα Του έγιναν αστραφτερά, κατάλευκα σαν το χιόνι» (Μαρκ.
9:3).
(Από το βιβλίο: “Πνευματική Ανθολογία
από τους βίους και τους λόγους των Αγίων της Ρωσίας” . Ιερά Μονή
Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2018, σελ. 99, 102, 105.)
***
Σε ενα κείμενο του Σεραπίωνος Θμουπόλεως (4ος αιών.) για τον μοναχισμό διαβάζουμε,
«Πόσο υπερέχει στην τιμή το άγιο σχήμα σας! Πόση ευωδία πνευματική αποπνέει! Πόσο μεγάλο είναι το επάγγελμα που διαλέξατε! Κανένας
λόγος δεν μπορεί να το εξυμνήσει! Ώ επάγγελμα που αγγίζεις τον
ουρανό! Ώ επάγγελμα που συνδέεσαι με το Θεό! Ώ επάγγελμα που μοιάζεις με
αγγέλους! Ώ επάγγελμα που διασώζεις το «κατ’ εικόνα»! Ώ επάγγελμα που
παραστέκεσαι κοντά στο Θεό! Ώ επάγγελμα που είσαι για το Θεό το πιο τίμιο! Ώ επάγγελμα με το οποίο σώζεται ο κόσμος!Μακαρίζοντάς σας κάποιος δίκαια θα μπορούσε να πει: “μακάριοι οι άμωμοι εν οδώ, οι πορευόμενοι εν νόμω Κυρίου” ».
Απολυτίκιον του Οσίου. Ήχος πλ. δ’
Ταις των δακρύων σου ροαίς, της ερήμου το άγονον εγεώργησας· και τοις εκ βάθους στεναγμοίς, εις εκατόν τους πόνους εκαρποφόρησας· και γέγονας φωστήρ, τη οικουμένη λάμπων τοις θαύμασιν, Ιωσήφ Πατήρ ημών όσιε· πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Απολυτίκιον πάντων των εν Σινά Αγίων
Ήχος α΄. Της ερήμου πολίτης.
Εν Σινά τω αγίω διαφόροις εν έτεσι, και εν Ραϊθώ υπέρ φύσιν εν σαρκί ηγωνίσασθε, Πατέρων των Οσίων η πληθύς, και δήμος θεοφόρων Ασκητών, διά τούτο ευφημούμεν πάντας υμάς συμφώνως ανακράζοντες· δόξα τω ενισχύσαντι υμάς, δόξα τω στεφανώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δι’ υμών πάσιν ιάματα.
Φῶς ἀναλλοίωτον Λόγε.
Ἡ Βάτος ἐν τῷ Σιναίῳ, σὲ προετύπου Παρθένε, τὸ πῦρ τῆς θείας Οὐσίας, ἀφλέκτως ἐγγυμονοῦσα, διὸ ἡμᾶς τοὺς σοὺς δούλους, ποίησον οἴκους, τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου.
Ήχος πλ. α’. Τω Σωτήρι Θεώ.
Φωτοδόχε λαμπάς, την ταπεινην μου ψυχήν, έσκοτισμένην πλημμελήμασιν , ως αγαθή τω φωτί σου καταλάμπρυνον ωδήν χαριστήριον όπως βοήσω σοι.
Φωτοδόχον
λαμπάδα, τοις εν σκότει φανείσαν, ορώμεν την αγίαν Παρθένον. Το γαρ
άϋλον άπτουσα φώς, οδηγεί προς γνώσιν θεϊκήν άπαντας, αυγή τον νουν
φωτίζουσα, κραυγή δε τιμωμένη ταύτα.
Χαίρε, ακτίς νοητού ηλίου. Χαίρε, βολίς του αδύτου φέγγους.
Χαίρε, αστραπή τας ψυχάς καταλάμπουσα. Χαίρε, ως βροντή τους εχθρούς καταπλήττουσα.
Χαίρε, ότι τον πολύφωτον αναβλύζεις φωτισμόν. Χαίρε, ότι τον πολύρρυτον αναβλύζεις ποταμόν.
Χαίρε, της κολυμβήθρας ζωγραφούσα τον τύπον. Χαίρε, της αμαρτίας αναιρούσα τον ρύπον.
Χαίρε, λουτήρ εκπλύνων συνείδησιν. Χαίρε, κρατήρ κιρνών αγαλλίασιν.
Χαίρε, οσμή της Χριστού ευωδίας. Χαίρε, ζωή μυστικής ευωχίας.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου