Ζώη Φωτεινού
Σήμερα, όπως και πάντοτε, το βάπτισμα είναι ένα χαρούμενο γεγονός. Και όμως μεταξύ του σήμερα και των πρώτων χρόνων της Εκκλησίας υπάρχει στην τελετή του βαπτίσματος μια ουσιαστική διαφορά. Η διαφορά αυτή δεν οφείλεται στο τυπικό της ακολουθίας του μυστηρίου, το οποίο στην ουσία του έμεινε το ίδιο, αλλά στον αποδέκτη του τυπικού, δηλαδή στον βαπτιζόμενο.
Για τον βαπτιζόμενο της αρχαίας εποχής η τελετή του εισαγωγικού αυτού μυστηρίου περιέκλειε ένα σημείο, τό οποίο, ενώ σήμερα λόγω του νηπιοβαπτισμού το ξεπερνάμε απαρατήρητα, αποτελούσε γι αυτόν μια σοβαρή ψυχική δοκιμασία. Το σημειο αυτό ήταν η πρόσκλησή του από τον ιερέα να προφέρει τα γνωστά λόγια της αποτάξεως του σατανά.
Ο απόστολος Ιωάννης τόνιζε· «Ο κόσμος όλος εν τῳ πονηρῴ κείται» (1 Ιω. 5,19). Τη διατύπωση αυτή επαναλαμβάνει η Γραφή με πολλούς τρόπους. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η διατύπωση αυτή δεν ήταν κενή από περιεχόμενο, αλλά αντίθετα εξέφραζε μια πραγματικότητα που την συνειδητοποιούσαν καθημερινά οι άνθρωποι. Αρκεί μόνο να σημειώσουμε ότι ένα από τα δυνατά όπλα της χριστιανικής ιεραποστολής, το οποίο χρησιμοποιόταν και σαν επιχείρημα, ήταν η νίκη του Χριστού πάνω στο διάβολο. Η θεραπεία των δαιμονιζόμενων όχι μόνο στα χρόνια της Κ. Διαθήκης, αλλά και μετά, με την επίκληση του Χριστού ή τη χάραξη του σημείου του σταυρού, δηλαδή με τον εξορκισμό, παρέμενε πάντα ένα εντυπωσιακό γεγονός.
Ο κατηχούμενος όσο κι αν είχε δεχθεί τη νέα πίστη δεν είχε αποσυσχετισθεί και αποσυνδεθεί από το παρελθόν του. Όσο κι αν αγωνιζόταν να αποφεύγει στη ζωή του τα έργα του διαβόλου, δεν έπαυε να νιώθει επάνω του την εξουσία του πονηρού. Αυτός ήταν ο μέχρι χθες κύριός του, ο οποίος ακόμη δεν είχε παραιτηθεί από την κυριαρχία του επάνω στον κατηχούμενο. Έτσι ο φόβος που του ενέπνεε ήταν ακόμη πολύ ισχυρός.
Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι οι κατηχούμενοι είχαν ένα παραπάνω λόγο νά φοβούνται το διάβολο σε σχέση με τους εθνικούς, γιατί αυτοί είχαν πάρει την απόφαση να αποτινάξουν την εξουσία του. Ήταν φυσικό σε μιά τέτοια ανταρσία ο διάβολος όχι μόνο να μην έμενε απαθής, αλλά και να επιζητούσε με κάθε μέσο να δείξει τη δύναμή του.
Την αντίληψη αυτή την συμμερίζονταν και οι Χριστιανοί. Ο Ωριγένης γράφει· «… Οι δαίμονες εξαγριώνονται εναντίον του ανθρώπου που απομακρύνεται από τη γεμάτη κνίσσες και αίματα λατρεία τους και που με κάθε τρόπο, τόσο με τα λόγια όσο και με τις πράξεις, σπεύδει να ενωθεί με τον παντοδύναμο Θεό που με τον Ιησού κατανίκησε χιλιάδες δαίμονες…».
Αν γενικά ο διάβολος θύμωνε για τη νίκη του Χριστιανισμού και συνέχιζε να πολεμά τους χθεσινούς του υποτελείς, που στο μεταξύ έγιναν μέλη της Εκκλησίας, είναι φυσικό να καταδίωκε με περισσότερο ζήλο τους κατηχούμενους που πορεύονταν προς το βάπτισμα. Ο Κύριλλος Ιεροσολύμων λέει στις Κατηχήσεις του, ότι ο διάβολος παρακολουθούσε τον υποψήφιο για το βάπτισμα μέχρι σ᾿ αυτή την κολυμβήθρα· «Και σ᾿ ακολουθούσε ακόμα καί μέχρι το σωτήριο νάμα (νερό) του βαπτίσματος αυτός ο αυθάδης καί ξεδιάντροπος αρχηγός του κακού, ο δαίμονας».
Τα παραπάνω αρκούν για να μας δείξουν τον ψυχολογικό φορτισμό με τον οποίο ο κατηχούμενος προσερχόταν στο μυστήριο. Ο φορτισμός αυτός έφτανε στην πιο έντονη στιγμή του, όταν ο κατηχούμενος έπρεπε επίσημα και δημόσια να αποκηρύξει το δρόμο. Ήταν η στιγμή της αποτάξεως.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας παρίσταναν τη στιγμή αυτή το διάβολο να είναι εξαγριωμένος. Σ᾿ ένα αμφιβαλλόμενο κείμενο του Πρόκλου Κωνσταντινουπόλεως γράφεται· «Τώρα στέκει προς το δυτικό μέρος ο διάβολος τρίζοντας τα δόντια του, τραβώντας τα μαλλιά του, κτυπώντας τα χέρια του, δαγκώνοντας τα χείλη του, μανιασμένος, θρηνώντας για την εγκατάλειψή του, ελπίζοντας πως στο τέλος θα μας εμποδίσει να κερδίσουμε την ελευθερία». Ο Χρυσόστομος λέγει· «Επειδή είναι φυσικό εκείνο το θηρίο, όταν ακούει αυτά τα λόγια της αποτάξεως να εξαγριώνεται περισσότερο (καθώς είναι αδιάντροπο) και να θέλει να ορμήξει στο πρόσωπό σου. Γι᾿ αυτό ο ιερέας, φτιάνοντας με το χρίσμα το σημείο του σταυρού στο πρόσωπό του εξουδετερώνει ολωσδιόλου τη μανία του».
Είναι φανερό ότι η ρεαλιστική αυτή περιγραφή της παρουσίας του εξαγριωμένου διαβόλου κατά την ώρα της αποτάξεως δεν αποτελούσε ένα λεκτικό σχήμα, αλλά αντιπροσώπευε την κοινή πεποίθηση όλων των πιστών. Η δοκιμασία του μυούμενου έφτανε στο κατακόρυφο. Η ψυχή του γέμιζε δέος· «Στέκουν, με τον τρόπο που ετοιμάζεται ο παλαιστής, σκυφτοί, συμπλέκοντας τα χέρια, τρέμοντας εξαιτίας της περιστάσεως, αμυνόμενοι στις επιθετικές διαθέσεις του φθονερού διαβόλου, περιμένοντας τη μοναδική λύτρωση που τους προσφέρει το σωτήριο φώτισμα. Αυτός που πρόκειται να βαφτιστεί κρατά το χέρι προτεταμένο και το πρόσωπό του στραμμένο κατευθείαν προς αυτόν (το διάβολο) χωρίς κανένα φόβο… και πρέπει να τον αναθεματίσει χωρίς φόβο λέγοντας αυτά…».
Ο κατηχούμενος καλείτο την ώρα εκείνη να προφέρει τα τρομακτικά λόγια που προκαλούν τρόμο. Και το έκανε. Το έκανε δε παίρνοντας δύναμη από την πίστη του, από τους άλλους αδελφούς που προχωρούσαν μαζί του για το βάπτισμα και από τους ιερείς που παρίσταντο κοντά του».
Το ξεπέρασμα αυτό της προσωπικής του δυσκολίας περιγράφεται ωραία πάλι από το Χρυσόστομο· «Αποτάσσομαί σοι Σατανά· Τι γίνεται εδώ; Ποιό είναι αυτό το ασυνήθιστο και παράδοξο που συμβαίνει; Ο φοβισμένος, ο τρεμάμενος επαναστάτησε ενάντια στον τύραννο; Περιφρονείς την αγριότητά του; Ποιός σ᾿ έσπρωξε σε τέτοιο παράτολμο διάβημα; Από πού πήρες το κουράγιο;». Ανάλογα μιλάει καί ο Θεόδωρος Μοψουεστάις· «Προηγουμένως, ακόμα κι όταν το θέλατε, δεν τολμούσατε να ξεστομίσετε αυτά τά λόγια γιατί εἴσασταν γεμάτοι τρόμο μπροστά στην εξουσία του».
Η φοβερή αυτή εμπειρία που δοκίμαζαν στα χρόνια της αρχαίας Εκκλησίας όσοι αποφάσιζαν να γίνουν μέλη της σφράγιζε ανεξέλειπτα τη μνήμη τους, ενώ συγχρόνως αποτελούσε ένα ισχυρό βιωματικό εχέγγυο ότι πέρασαν σε μια ανώτερη κατάσταση ζωής.
Αν στην εμπειρία αυτή προστεθεί η τριετής κατήχηση, η προετοιμασία των τελευταίων ημερών πριν από το βάπτισμα με την έντονη νηστεία, η νύχτα της Αναστάσεως, στην οποία συνήθως γινόταν το βάπτισμα, η συμμετοχή με τους πιστούς στη λειτουργία της Αναστάσεως και η πρώτη θεία μετάληψη, μπορεί να φανταστεί κανείς τις πνευματικές προϋποθέσεις με τις οποίες έμπαινε στα παλαιά χρόνια ο άνθρωπος στην Εκκλησία.
Σήμερα το βάπτισμα, που δεν παύει, ως μυστήριο, να έχει την ίδια αξία όπως και παλαιά, στερείται πολλά από τα στοιχεία εκείνα που συνεργούσαν, από ψυχολογική άποψη, στη διαμόρφωση της συνειδήσεως του νεοφώτιστου, ότι το μυστήριο αυτό αποτελεί ένα αποφασιστικό και ταυτόχρονα νικηφόρο βήμα της ζωής του.
Ωστόσο και σήμερα σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας, εκεί που η Ορθόδοξη Εκκλησία εργάζεται ιεραποστολικά, βλέπουμε μεγάλους άνδρες και γυναίκες να προσέρχονται μόνοι ή με τα παιδιά τους για να λάβουν το λουτρό της σωτηρίας. Κι αυτοί οι μεγάλοι στην ηλικία άνθρωποι πρέπει να επαναλάβουν τα ίδια «φρίκης γέμοντα ρήματα» με την απόταξη του διαβόλου.
Σήμερα στις χώρες αυτές της ιεραποστολής, όπου επαναλαμβάνονται αυτές οι «φοβερές» σκηνές συνεχίζεται ο αγώνας για να αποδιωχθεί ο πολύμορφος τύραννος του αιώνα τούτου και τη θέση του σκοταδιού να την πάρει το φως, όπως παλαιότερα έγινε στο δικό μας τόπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου