Συναξάριον.
Τῇ Δʹ(4ῃ) τοῦ μηνὸς Νοεμβρίου μνήμη τοῦ Ὁσίου Γεωργίου Καρσλίδη, τοῦ ὁμολογητοῦ ἐν Δράµᾳ (1959)
Στίχοι ·
Χριστοῦ ἔδειξας σὴν ψυχὴν γεώργιον
Ἀγάπῃ πιαινόµενον, Γεώργιε
Κάποτε ρώτησαν τον άγιο Γεώργιο τον Καρσλίδη γιατί ανάβει πολλά κεριά και απάντησε: Γι’ αυτούς πού δεν τους θυμάται κανείς…
Σ’ ένα εσπερινό πήγε στο μοναστήρι ένας άγνωστος κύριος. Προσκύνησε στο ναό κι έβαλε τρεις μετάνοιες στην εικόνα της Παναγίας. Ο όσιος, δίχως να τον γνωρίζει καθόλου, τον προσφώνησε με τ’ όνομά του και του ανέφερε το πρόβλημα που τον απασχολούσε, πριν του το φανερώσει εκείνος. Του είπε συγκεκριμένα: «Σκέπτεσαι να πας να κάνεις εγχείρηση στην Κωνσταντινούπολη. Δεν θα πας να κάνεις εγχείρηση. Θα πας στην Καβάλα, στο ναό του Τιμίου Προδρόμου. Θα κάνεις τρεις νύχτες αγρυπνία στον Τίμιο Πρόδρομο, θα τον παρακαλέσεις και θα λουσθείς με το αγίασμα που έχει και θα γίνεις καλά». Ο ασθενής έπραξε όπως του είπε ο όσιος, έγινε τελείως καλά και προσετέθη στη συνοδεία των πνευματικών του τέκνων.
Πνευματικό τέκνο του οσίου Γέροντος διηγήθηκε πως κάποτε τον επισκέφθηκε και του πήγε κεριά, για να τ’ ανάβει στις εικόνες. Ο όσιος δεν τα δέχθηκε. «Αυτά ανήκουν του αγίου Νικολάου, ο οποίος είναι θεμέλιο του σπιτιού σας», του είπε. Όταν επέστρεψε στο σπίτι του και βρήκε το παιδί του, που ήταν τριών μηνών, με πυρετό, θυμήθηκε τους λόγους του οσίου πατρός. Παλαιότερα του είχαν πεθάνει μικρά τα παιδιά του, δίχως να μπορούν οι ιατροί να τα βοηθήσουν. Με πίστη πήρε τη σύζυγό του, το παιδί του και τα κεριά και πήγε στην εκκλησία του αγίου Νικολάου για να προσκυνήσουν. Άφησε τα κεριά, προσευχήθηκε θερμά, και το παιδί του, με τη βοήθεια του αγίου Νικολάου και την ευχή του οσίου, έγινε καλά. Στη βάπτιση έδωσαν στο παιδί το όνομα Νικόλαος.
Άλλοτε ήλθε μία γυναίκα ασθενής στον όσιο. Την παρέπεμψε στον άγιο Γρηγόριο στη Νέα Καρβάλη με τη βεβαιότητα πως θα γίνει καλά. Πράγματι, ύστερα από μία αγρυπνία στο ναό, όπου φυλάγεται το θαυματουργό λείψανο του αγίου, η γυναίκα αυτή επέστρεψε τελείως υγιής.
Στην περίοδο του ανταρτοπολέμου μία γυναίκα επισκέφθηκε τον όσιο Γεώργιο για να τον συμβουλευθεί αν έπρεπε να μετακομίσουν από το χωριό στην πόλη, για μεγαλύτερη ασφάλεια. Ο όσιος με τη βεβαιότητα που λάβαινε άνωθεν, της απάντησε: «Να μη διαλύσετε το σπιτικό σας. Ο σύζυγός σου είναι ευσεβής και η προσευχή του εισακούεται. Οι αντάρτες δεν θα σας πειράξουν. Να μη πεις όμως στον σύζυγό σου ότι η προσευχή του εισακούεται, γιατί μπορεί να υπερηφανευτεί, και τότε η προσευχή του θα χάσει την δύναμή της». Η γυναίκα άκουσε τον όσιο και δεν έπαθε κανένα κακό η οικογένειά της.
Ο μπαρμπα-Άγγελος, γείτονας του μοναστηριού, τυφλός από πολλά χρόνια, διηγήθηκε ότι μόλις άρχισε ο συμμοριτοπόλεμος, μία Κυριακή πρωί, μετά τη θεία λειτουργία, ο όσιος είχε ετοιμάσει κονσερβοκούτια με συρμάτινο χερούλι, στα οποία έβαλε αναμμένα κάρβουνα με θυμίαμα. Τα μοίρασε σε όλο το εκκλησίασμα, καθώς και τις ιερές εικόνες, κι έκαναν λιτανεία γύρω από το χωριό. Ο όσιος Γέροντας έψαλλε και διάβαζε ευχές. Όταν επέστρεψαν στην εκκλησία, είπε στους χωρικούς: «Τώρα να μη φοβάστε τίποτε. Κανείς από τους χωρικούς δεν θα πάθει το παραμικρό». Ήταν αξιοθαύμαστη η μεγάλη βεβαιότητά του. Πράγματι, κατά το κοινώς λεγόμενο, δεν άνοιξε ούτε μύτη.
***
Μία
γυναίκα από το Λιβαδερό διηγήθηκε πως τον καιρό της βουλγαρικής κατοχής
υπήρχε μεγάλη πείνα και η οικογένειά τους ήταν πολύ φτωχή. Ο πατέρας
της μ’ ένα κουτσό και γέρικο μουλάρι έκανε μεταφορές ξύλων ενός
ξυλέμπορα, που τους έδινε γι’ αμοιβή καλαμπόκι κι έτσι ζούσαν.
Μία ημέρα κτύπησε το μουλάρι και οι γονείς
της ήταν απαρηγόρητοι και θλιμμένοι για το πάθημά τους. Χρήματα δεν
είχαν ν’ αγοράσουν άλλο ζώο. Πήγαν στον όσιο Γέροντα, μήπως και θα
μπορούσε να τους βοηθήσει. Μόλις τους είδε ο όσιος, παρότι τους έβλεπε
για πρώτη φορά, φώναξε τον πατέρα με τ’ όνομά του: «Χαράλαμπε, τι
πάθατε, γιατί έχετε τόση στενοχώρια;»
–«Ήρθαμε να πούμε τον πόνο μας, να μας συμβουλέψεις τι πρέπει να κάνουμε. Ό,τι ζώα πήραμε, όλα ψόφησαν, κανένα δεν μας έμεινε».
–«Γιατί, παιδί μου· όταν διψάς και μέσα σ’ ένα βουνό είναι το νερό, τι πρέπει να κάνεις, για να πας να πιείς;»
–«Πρέπει να καθαρίσω τον δρόμο για να φθάσω στην πηγή και μετά θα καθαρίσω και γύρω από την πηγή, για να πιω λίγο νερό».
–«Οι γονείς σου πέθαναν χωρίς κηδεία, χωρίς
σάβανα, χωρίς τίποτε. Αυτοί περιμένουν να τους κάνεις τα καθήκοντα, για
ν’ ανοίξει ο δρόμος και να προοδεύσεις. Να πάρεις από συγγενικούς
τάφους χώμα, να το βάλεις σε κασελάκια και να κάνεις τη νεκρώσιμη
ακολουθία και μετά να κάνεις κόλλυβα στα τριήμερα, στα εννιάμερα, σε όλα
τα μνημόσυνά τους».
Ο πατέρας ζήτησε από τον όσιο να κάνει σαρανταλείτουργο για τις ψυχές τους. Συγκινημένος του είπε ο όσιος: «Μπράβο, αυτό είναι το καλύτερο». Δεν είχε όμως χρήματα και προβληματιζόταν πώς θα πληρώσει για το σαρανταλείτουργο.
Ο όσιος διάβασε τη σκέψη του και του είπε:
«Πώς δεν έχεις, για θυμήσου, μέσα στο μπαούλο έχεις μία λίρα». Οι γονείς
την είχαν λησμονημένη και τους τη θύμισε ο όσιος, που τους είπε: «Εγώ,
για μένα δεν θέλω χρήματα, τον ψάλτη να πληρώσουμε, που έχει
οικογένεια».
Τον έστειλε και σ’ ένα κατάστημα ν’
αγοράσει ύφασμα και να κάνει σάβανα. Όποιος πέθαινε πήγαιναν και τον
σαβάνωναν για τις ψυχές των γονέων του.
Όταν τελείωσε το σαρανταλείτουργο, ρώτησε τον όσιο: «Γέροντα, κουράστηκες για να το τελειώσεις;»
–«Όχι,
παιδί μου, μου ήταν τόσο ευχάριστο, σαν να έκανα ένα εσπερινό, γιατί
ήταν πολύ καλοί άνθρωποι. Ο πατέρας σου έχει ένα πλούσιο τραπέζι, σαν
του Αβραάμ».
–«Μα εμείς ήμασταν τόσο φτωχοί, που σχεδόν ήμασταν πεινασμένοι, πού το βρήκε ο πατέρας μου αυτό το τόσο πλούσιο τραπέζι;»
–«Μη
το βλέπεις έτσι. Μπορεί να μη είχε να δώσει, μα η ψυχή του ήθελε πολύ να
δίνει και ο Θεός το μέτρησε σαν να έδινε. Η μάνα σου είναι σαν
υπηρέτρια στον πατέρα σου, γιατί ήταν αρκετά κουραστική και τον
στενοχωρούσε, όλο γκρίνιαζε. Αλλά ο πατέρας σου πάντα με το χαμόγελο τη
φερόταν και με πολύ καλοσύνη. Στους συγγενείς σας είχατε και μία τυφλή,
που ξεχάσατε να την γράψετε. Ήταν αγνή και πολύ αγαθή. Εκείνη ξέχασες να
γράψεις.»
Απορημένος ο πατέρας ρώτησε: «Μα εσύ πού την ξέρεις;»
–«Όταν
μνημονεύω έρχεται και εκείνη στα κόλλυβα, αλλά έρχεται σαν
μουσαφίρισσα, δεν ενώνεται με τους άλλους. Τώρα ο καθένας πήγε στη θέση
του και για σας άνοιξε ο δρόμος».
Πράγματι μετά από αυτό, προόδευσε και
πλούτισε ο πατέρας, αφού πήρε άλογο και κάρο. Όταν για πρώτη φορά
τράβηξε το κάρο, το φόρτωσε ξύλα, να τα πάει στον όσιο για τις ανάγκες
του μοναστηριού και να τον ευχαριστήσει. Ο όσιος με τα νοερά του μάτια
τον είδε που ερχόταν και είπε σε κάποιους, που ήταν δίπλα του: «Πάτε να βοηθήσετε τον μπαρμπα-Χαράλαμπο, που ανεβαίνει την ανηφόρα με το κάρο φορτωμένο ξύλα».
Εκτός από το πλούσιο χάρισμα του οσίου, να βλέπει τα παρελθόντα ως παρόντα, τα μακρυνά ως πλησίον, παρατηρούμε ότι έβρισκε τη ρίζα των παθημάτων κι έδινε απελευθερωτικές και πραγματικά ελεήμονες λύσεις, που είναι να θαυμάζει κανείς.
Ένα πνευματικό τέκνο του οσίου πατρός διηγήθηκε πως σ’ ένα σαρανταλείτουργο προ των Χριστουγέννων έδωσε τα ονόματα των κεκοιμημένων για να μνημονεύονται. Μετά από ένα εσπερινό τον κάλεσε ο όσιος και του είπε: «Όλα καλά, αυτές οι ψυχές έρχονται στο τραπέζι και τρώνε, αλλά τη νονά σου δεν την έγραψες, στέκεται δίπλα παραπονεμένη…». Τίποτε δεν διέφευγε από τον θεοφώτιστο όσιο.
***
Ένας
κύριος, καταγόμενος από τη Μικρά Ασία, πήγε στο μοναστήρι να κάνει ένα
μνημόσυνο στους γονείς του. Ήθελε να γράψει και το όνομα του νονού του,
αλλά δεν το ήξερε. Όταν το είπε στον όσιο, του είπε να γράψει «Σάββας».
Δεν το πολυπίστεψε όμως εκείνος.
Αφού εκοιμήθη ο όσιος, ύστερα από μερικά
χρόνια, πήγε ο αδελφός του νονού του στη Σίψα και τον ζήτησε. Από αυτόν
πληροφορήθηκε ότι το όνομα του νονού του ήταν πράγματι αυτό που του είχε
πει ο όσιος.
Μία ημέρα, ενώ ο όσιος Γέροντας ήταν στην αυλή και καθόταν με κάποιους προσκυνητές, ξαφνικά σηκώθηκε, έκανε τον σταυρό του και είπε: «Ώρα καλή, Δημήτρη». Σε μισή ώρα κτύπησε η καμπάνα του χωριού πένθιμα, γιατί όντως είχε πεθάνει ο Δημήτρης από τη Σίψα. Και άλλες φορές, έβλεπε από μακριά τις ψυχές των ανθρώπων ν’ ανεβαίνουν στον ουρανό και μίλαγε σχετικά.
Μία
κόρη του ιδίου αγάπησε τον μοναχικό βίο και κατόπιν νουθεσιών του οσίου
Γεωργίου μετέβη στη μονή Αγίας Τριάδος Θηβών, για να μονάσει. Στην
περίοδο του ανταρτοπολέμου, για να σώσει μία μονάδα του ελληνικού
στρατού, δέχθηκε να θυσιάσει τη ζωή της.
Μετά την απελευθέρωση ο πατέρας της μοναχής
δεν είχε καμμιά είδησή της και το ανάφερε στον όσιο. Ο όσιος του είπε:
«Εκεί που είναι τώρα, είναι καλύτερα από πρώτα».
Μετά από καιρό έμαθε ο πατέρας από συγγενή
του τον θάνατο της κόρης του. Αμέσως πήγε στον παρηγορητή του, τον όσιο.
Εκείνος με συμπάθεια του είπε: «Δεν σου το έλεγα, για να το
μάθεις από άλλον. Εγώ όλα τα έκαμα. Και τα τρίτα, και τα ένατα και τον
χρόνο. Τα μνημόσυνα έγιναν. Εσύ ένα χρέος έχεις. Κάθε Σάββατο θα πηγαίνεις από μία προσφορά σε μία εκκλησία».
***
Μία
Μακεδονίτισσα γιαγιά μένει χρόνια στο Τορόντο του Καναδά. Μικρή είχε
γνωρίσει τον όσιο και τον είχε αγαπήσει. Μία μεγάλη φωτογραφία του οσίου
την είχε σε κορνίζα στο σαλόνι της. Από τη γιαγιά είχαν γνωρίσει για
τον όσιο και τα εγγόνια της. Μία δεκαεφτάχρονη εγγονή της μία ημέρα
λιποθύμησε κι έχασε τις αισθήσεις της.
Την πήγαν στο νοσοκομείο και οι ιατροί
βλέποντας να έχει παραισθήσεις και να μη επικοινωνεί με το περιβάλλον
της ανησύχησαν και την έστειλαν σ’ ένα άλλο ειδικό νοσοκομείο. Εκεί
δέχθηκαν οι υπεύθυνοι ιατροί ένα τηλεφώνημα που τους έλεγε ότι η νέα
πάσχει από εγκεφαλομηνιγγίτιδα. Άρχισαν μία θεραπεία, αλλά είπαν ότι η
νέα όταν συνέλθει δεν θα μπορεί να μιλά, να βαδίζει και να τρώει. Η
γιαγιά έλεγε πως στο τηλεφώνημα ήταν ο όσιος Γέροντας.
Η νέα χωρίς να κοιμάται είδε τον όσιο με ράσα καθισμένο στην άκρη του κρεβατιού και της είπε: «Μη φοβάσαι, εγώ θα σε κάνω καλά» και τη σταύρωσε. Αυτό επανελήφθη επί τρεις βραδιές συνεχώς. Η νέα από τότε συνήλθε, άρχισε να μιλά άνετα, να βαδίζει και σιγά-σιγά να τρώει.
Δύο εβδομάδες μετά, όλα τελείωσαν, η
ασθένεια θεραπεύθηκε δίχως να της αφήσει τίποτε. Ακόμη και οι ιατροί
έλεγαν πως έγινε θαύμα. Η νέα σπούδασε ψυχολογία και προοδεύει. Η μητέρα
της έπασχε επί μία εικοσαετία από μία ανίατη και σοβαρή ασθένεια που
λέγεται λύκος. Θεραπεύθηκε και αυτή από τον όσιο. Όλοι τον ευχαριστούν
ευγνώμονα.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὁσίου Γεωργίου Καρσλίδου, τοῦ ὁμολογητοῦ
Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ἐκ Πόντου ἀνέτειλας ὥσπερ ἀστὴρ φαεινός, τήν Δράµαν ἐφώτισας ταῖς διδαχαῖς σου σοφέ, τῇ ἰσαγγέλῳ πολιτείᾳ σου. Ὅθεν τοῖς προσιοῦσι τῇ ἁγίᾳ Μονῇ σου, νέµεις αὐτοῖς εἰρήνην καὶ παντοίας ἰάσεις, ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς Χριστόν, Γεώργιε, πατὴρ ἡµῶν Ὅσιε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὁσίου Γεωργίου Καρσλίδου, τοῦ ὁμολογητοῦ
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Θείας χάριτος ῥεῖθρον θεοφόρον Γεώργιον, καὶ κρουνὸν θαυμάτων παντοίων εὐφημήσωμεν κράζοντες· δομῆτορ Ἀναλήψεως Μονῆς, καὶ Δράμας ἀντιλήπτορ καὶ φρουρέ, μὴ ἐλλίπῃς ἱκετεύων, τὸν μεγαλύναντά σε πάτερ Ὅσιε· Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ νεαυγῶν σε ἀσκητῶν πυξίον δείξαντι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὁσίου Γεωργίου Καρσλίδου, τοῦ ὁμολογητοῦ
Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀναλήψεως Μάνδρας σεπτῆς δομήτορα, χαροποιοῦ πένθους μύστην καρδιακῆς προσευχῆς, ταπεινώσεως καὶ νήψεως τὸ ἔσοπτρον, ὕμνοις Γεώργιον πιστοί, ὥσπερ ὁμολογητῶν τιμήσωμεν νέον εὖχος, βοῶντες· φρούρει θεόθεν σημειοφόρε τοὺς ἱκέτας σου.
Εἰς τὸν Στίχον. Στιχηρὰ Προσόμοια.
Ἦχος πλ. α´. Χαίροις ἀσκητικῶν.
Χαίροις, ὁ ἐν ἐσχάτοις καιροῖς, ὁσιοτάτων ἀσκητῶν κατορθώματα, ἐρήμου τῆς Παλαιστίνης, καὶ τῆς Αἰγύπτου λαμπρῶς, ἀναζωγραφήσας πάτερ ὅσιε, τρισμάκαρ Γεώργιε, γόνε Ἀργυρουπόλεως, Ποντίων εὖχος, Ἐκκλησίας ὡράισμα, Δράμας σέμνωμα, καὶ νεόφωτον πύρσευμα, Μάνδρας τῆς Ἀναλήψεως Χριστοῦ ἐνθεώτατε, ἐξ οὐρανίου εὐκλειας ὁ περισκέπων ἀείποτε, τοὺς σοὶ προσιόντας, καὶ τιμῶντάς σου τὴν μνήμην ψαλμοῖς καὶ ᾄσμασι.
Χαίροις, ὁ ἀγαπήσας Χριστόν, ἐκ τῆς νεότητος σου χρόνων Γεώργιε, καὶ ὅλον ἀφιερώσας βίον Αὐτῷ σὸν σεπτόν, κλέισμα Ποντίων πολυτίμητον· Αὐτοῦ θείᾳ χάριτι, φυλακὴν καθυπέμεινας, καὶ διεσώθης, ἐκ θανάτου πανόλβιε, ἵνα στέφανον, λάβῃς ὁμολογίας σου, καὶ κατὰ πνεῦμα τέκνα σου ἐκ τοῦ αἰωνίζοντος, σώσῃς θανάτου εὐχαῖς σου καὶ διδαχαῖς θεοπνεύστοις σου, σοφὲ ποδηγέτα, εὐσεβῶν καὶ κατευθῦντορ αὐτῶν πρὸς θέωσιν.
Χαίροις, ὁ ταπεινὸς ἀσκητής, τῆς ἀσιτίας ἐραστὴς καὶ τῆς νήψεως, εὐχῆς τῆς ἀδιαλείπτου ὁ φωτοφόρος ἀστήρ, Μάνδρας θεῖε κτίτορ Ἀναλήψεως, τῆς Δράμας Γεώργιε, θείου Πνεύματος ὄργανον, καὶ ὁδοδείκτα, τῶν πιστῶν πρὸς τελείωσιν, ἐκβοῶμέν σοι, φιλοσίων οἱ σύλλογοι· πρέσβευε οὖν μακάριε, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε, καὶ ἐκτελούντων σὴν μνήμην τὴν σεβασμίαν καὶ πάμφωτον, Χριστῷ τῷ Σωτῆρι, τῷ παρέχοντι εὐχαῖς σου ἡμῖν τὸ ἔλεος.
Μετὰ τὴν β´ Στιχολογίαν Κάθισμα. Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Θαυμάτων ἀκένωτος πηγὴ καὶ φρέαρ πολλῶν, ἰάσεων ἄφθονος ἐδείχθη ἄρτι σεπτέ, ἡ θήκη λειψάνων σου, ἣν προσκυνοῦντες πόθῳ, ἀρυόμεθα ὕδωρ, σῶν θεϊκῶν χαρίτων, ἀρωγῆς καὶ εὐνοίας, τῆς θείας σου πρὸς πάντας ἡμᾶς, μάκαρ Γεώργιε.
Εμπειρία Αγιότητας – ‘Άγιος Γεώργιος Καρσλίδης
Το πνευματικοπαίδι του Αγίου Γεώργιου Καρσλίδη, Κωνσταντινιά Τσακλίδου, μιλά για τον Αγιο
iconandlight.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου