Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2025

Όταν φεύγαμε από το Αϊβαλί, Μικρασιατικές αναμνήσεις του κ. Φώτη Κόντογλου.

 

Ὁ λαὸς ἵσταται διὰ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ Συναξαρίου.
Συναξάριον.
Τῇ ΙϚʹ (16ῃ) τοῦ μηνὸς Σεπτεμβρίου μνήμη τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος καὶ πανευφήμου Εὐφημίας (304).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Βίκτωρος καὶ Σωσθένους, τῶν πρῴην δημίων καὶ διὰ τῆς ἁγίας Εὐφημίας εἰς Χριστὸν πιστευσάντων, ἐν Χαλκηδόνι Μ. Ἀσίας (304)

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Μελιτινῆς ἐκ Μαρκιανουπόλεως τῆς Μοισίας (2ο αι.)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη ἡ ἁγία μάρτυς Σεβαστιανή, ἱεραπόστολος Βάρνας, Πομόριε καὶ Ντέβνας Βουλγαρίας (=παλαιά Ὀδησσόπολι, Ἀγχίαλος καὶ Μαρκιανούπολι), ἐν Ἡράκλεια Ἀνατ. Θράκης, ἐκ Σεβαστείας Ἀρμενίας, μαθήτρια Ἀπ. Παύλου (16/9 καὶ 24/10 ἑορτή, +86)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Ἱερομάρτυρος Κυπριανοῦ, ἐπισκόπου Καρχηδόνος. (†258)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ ὅσιος Δωρόθεος ὁ ἐν Αἰγύπτῳ ὁ Ἐρημίτης (4ος αἰ.)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Νινιανοῦ (Ninian), τοῦ ἰσαποστόλου, ἐπισκόπου Κανδίδης (Candida, CasaWhithorn), ἐν Σκωτίᾳ. (~†432)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἰωσὴφ καὶ Ἰσαάκ, τῶν ἐν Γεωργίᾳ ἀθλησάντων. (~†808)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ ὅσιος Κασσιανὸς ὁ Κύπριος ὁ ἐν τῇ Γλυφία Ἀλέκτορας
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Λουντμίλας, βασιλίσσης τῆς Τσεχίας. (~†927)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ ἅγιος Σάββας, Ἰσαπόστολος Βουλγαρίας καὶ Σλάβων, ἀπό τούς 7 Ἰσαποστόλους Τσεχίας, Βουλγαρίας καὶ Σλάβων, μαθ. Ἁγιου Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου (16/9, Ι΄αι.) [σύναξι 27/7]
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Προκοπίου, τοῦ ἐν Σάζαβᾳ τῆς Βοημίας ἀσκήσαντος. (~†1053)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Κυπριανοῦ, μητροπολίτου Κιέβου καὶ πάσης Ῥωσσίας. ἐκ Turnovo Βουλγαρίας (1406) [27/5 καὶ 27/8 ἀνακομιδή λειψάνων]
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ ἅγιος ὁσιομάρτυς Νικόδημος ἐν Σάμω, ἐξ Ἑρμουπόλεως Σύρου (27/7 μαρτύριο, 1597)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ οἱ Ἅγιοι νεο-ἱερομάρτυρες καὶ Ὁμολογητές: Ἰβὰν Ἀμοράντωφ, Ἠλίας Μπαζάνωφ, Νικήτας Γκρομογκλάσωφ, Στέφανος Ζαχάρωφ, Ἰωαννίκιος (Ταράρα), Ἀπόλλων Νικηφόρωφ, Μητροφανης Νόβικοφ, Φίλιππος Ὀβτσινίκωφ, Ἀνδρέας Ὀρλόφ, Γρηγόριος Οστρόφσκι, Βαλεντίνος Περεχβάλσκι, Ποιμένας (Μπελόλικοφ), Ἀθανασιος Πολιάκωφ, Ἰβὰν Πολυάνσκι, Νικόλαος Προκόρωφ, Ἰβὰν Πουλχέρωφ, Πέτρος Σορόκιν, Ἀλέξανδρος Τιχόνωφ, Βασίλειος Τοκάρεφ, Ἀλέξανδρος Τροφίμωφ, Μιχαήλ Οὐσίκωφ, Νικόλαος Φεντότοφ, Μαρία Σαλάμοβα, Ἀλεξάνδρα Στόκοβιτς (Στόκοβιτς), ἐν πολλαῖς βασάνοις, φυλακαῖς καὶ διωγμοῖς ὑπὸ τῶν ἀθέων μπολσεβίκων τελειωθέντες ἐν Ῥωσίᾳ.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων τῆς ὁσιομάρτυρος Θεοκτίστης Μιχαήλοβνα τῆς διὰ Χριστὸν σαλῆς, ἐν Βορονὲζ τῆς Ῥωσίας (κοίμησις 22/2, 1936)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς ἐπικαλουμένης «Ἰδοῦ ἡ Ταπεινοφροσύνη» ἐν Πσκωφ τῆς Ῥωσίας (1420)

Στίχοι
πέρ Θεοῦ κτανθεῖσαν ἄρκτου ταῖς μύλαις,
Εὐφημίαις σε χρή στέφειν Εὐφημία.
Τῇ δ’ ἐκκαιδεκάτῃ Εὐφημίαν ἔκτανεν ἄρκος.

Όταν φεύγαμε από το Αϊβαλί
Μικρασιατικές αναμνήσεις του κ. Φώτη Κόντογλου

Τον καιρό που φύγαμε από τη Μικρά Ασία, διωγμένοι από τον Τούρκο στα 1922, γινότανε θρήνος κι αλαλαγμός σ’ όλα τα κατάγιαλα, γιατί ο κόσμος είχε κατέβει σαστισμένος στη θάλασσα για να περάσει στα ελληνικά νησιά. Οι Τούρκοι είναι καλοί και πονόψυχοι από φυσικό τους, πλην ο πόλεμος είναι σαν μια αρρώστια που χτυπά και τους καλούς και τους κακούς και αγριεύει. Σε πολλές ακρογιαλιές δεν βρισκότανε καΐκια και καθότανε ο κόσμος στην ακροθαλασσιά μαζεμένος και κλαίγανε και φωνάζανε να πάγει γιαλό κανένα καράβι που περνούσε ανοιχτά στο πέλαγο, μα κανένα δε ζύγωνε, γιατί θα βουλιάζανε το καράβι κείνοι οι απελπισμένοι, που ξημεροβραδιαζότανε οι κακότυχοι απάνω στα βράχια.
Στο Ακ Τσάϊ είχανε κατεβεί από μέσα από την Ανατολή, από το Αδραμύτι, από το Ιβριντί, από το Φρένελι, χιλιάδες κόσμος, γυναίκες, παιδιά, γριές. Στο Ντικελί είχανε κατέβει από την Πέργαμο κι από τα γύρω χωριά.
Στην πατρίδα μου, στο Αϊβαλί, είχανε πολλά καΐκια, γιατί ήτανε θαλασσινό το μέρος, αλλά αποφασίσανε να μη φύγουνε, παρά να ζήσουνε με τους Τούρκους, και βγάλανε τα τιμόνια από τα καράβια γιά να μη φύγει κανένας. Ωστόσο, στην αρχή, πριν να πάρουνε αυτή την απόφαση, φύγανε πολλοί και περάσανε στην Μυτιλήνη.
Εγώ καθόμουν στο νησί το δικό μου. Σαν αποφασίσαμε να φύγουμε, κάθησα και λογάριασα τι να πρωτοβαλω μέσα σε μια βάρκα που είχα, αφού θα τ΄ αφήναμε όλα σύξυλα, τους ανθρώπους μου ή τα πιο χρειαζούμενα πράγματα; Το Σάββατο τη νύχτα δεν κοιμήθηκα , γιατί έκανα διάφορα σκέδια, ως που αποφάσισα να βάλω στη βάρκα όσα πράγματα έπαιρνε και να πάγω να βρω κανένα καίκι να ναυλώσω, για να μπαρκάρω τους ανθρώπους μου κι ό,τι άλλο μπορούσα.
… Την άλλη μέρα το γλυκοχάραμα μπαρκάραμε ό,τι μπορέσαμε στο καίκι, βάλαμε και στη βάρκακάτι ψιλοπράματα, ασημικά, λίγα βιβλία και τα εικονίσματα, και κάναμε πανιά. Τη βάρκα τη δέσαμε από πίσω. Την ώρα πόβγαινε ο ήλιος , καβατζάραμε τον Κάβο- Καλόγερα και, με πρίμον αγέρα βοριά – γραίγο, ήβγαμε από το Ταλιάνι και πιάσαμε το πέλαγο.
Απ’όξω από το Ταλιάνι ήτανε φουνταρισμένα πεντ΄- έξι καΐκια κ’ ένα δυό μεγάλα καράβια. Περάσαμε ανάμεσά τους και μας ρωτούσανε τί γίνεται στ’ Αϊβαλί, κι αν κατεβήκανε οι Τούρκοι και το πιάσανε, επειδής είχανε έρθει για να γλυτώσουνε τους χριστιανούς, αν τυχόν δεν είχανε καΐκια ντόπια για να φύγουνε. Ό,τι γίνηκε προ εκατό τόσα χρόνια , τότες που πήγε ο καπετάν – Τσαμαδός να γλυτώσει τους Αϊβαλιώτες, το ίδιο γινότανε και τώρα. Αυτά τα καράβια είχανε μαζευτεί από τα γύρω νησιά , σαν μάθανε πως ο χριστιανισμός κιντύνευε, και πήγανε μπροστά στο μπουγάζι και φουντάρανε, μη ξέροντας τι γίνεται μέσα στην πολιτεία· γι’ αυτό μας ρωτούσανε. Ήτανε ένα –δυό χιώτικα, δυό – τρία μυτιληνιά, ένα – δυό σαμιώτικα και δυό- τρία μπουγαζιανά από τον Μαρμαρά. Τους είπαμε τα καθέκαστα και τραβήξαμε για τη Μυτιλήνη.
Ο καιρός ήταν πρίμος και, πριν από το μεσημέρι, φτάξαμε στη Θέρμη και βγήκαμε στη στεριά, ξεφορτώσαμε και το καΐκι. Πιάσαμε ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα – ένα πύργο, όπως τα λέγανε σ’αυτό το μέρος- και καθήσαμε. Τη βάρκα την έδωσα σ’ έναν ψαρά από τον Τσεσμέ, και κείνον πρόσφυγα σαν κι εμένα , να τη δουλεύει να ζήσει τα παιδιά του. Ήτανε Δεκαπενταύγουστο, παραμονή της Παναγίας, που φύγαμε από την Ανατολή και γινήκαμε από τότε πρόσφυγες, 14 Αυγούστου 1922.
Τις κατοπινές μέρες ερχότανε πολλά καΐκια και βγάζανε απάνω στη Μυτιλήνη κόσμο τρομαγμένον. Όλη η χριστιανωσύνη άφηνε την Ανατολή κ’ είχε κατεβεί στη θάλασσα. Αντίκρυ βλέπαμε τα βουνά, σα να κλαίγανε και κείνα. Όσοι έρχονταν από την πέρα μεριά , μας λέγανε πως οι Τούρκοι δεν είχανε φανεί ακόμα, μα μέρα με τη μέρα θα κατεβαίνανε στη θάλασσα. Την ημέρα βλέπαμε εδώ κι εκεί να βγαίνει καπνός και τη νύχτα φωτιές σ’ όλη την ακρογιαλιά. Άλλοι καίγανε τα δεμάτια στάλώνια, γιατί δεν μπορούσανε να τα πάρουνε μαζί τους, άλλοι πάλι ανάβανε φωτιές και μας κάνανε σινιάλα, οι καϊμένοι, ζητώντας βοήθεια, επειδής δεν είχανε βάρκες για να φύγουνε. Πολλές φορές δακρύζανε τα μάτια μου εκεί που καθόμουνα στ΄ακροθαλάσσι και κοίταζα αντίκρυ, ενώ η θάλασσα βούϊζε ανάμεσα στη στεριά της Ανατολής και στο νησί που καθόμουνα. Ερχόντανε ολοένα στον νου μου τούτα τα λόγια που λέγει ο Όμηρος για τον πόλεμο της Τρωάδας :
αἰεὶ δὲ πυραὶ νεκύων καίοντο θαμειαί. [Ιλιάδα, ραψ. Α’ στ.52]
Στο μεταξύ από την πατρίδα μου δεν ήρθε κανένας άλλος, εξόν απ’όσους φύγανε πρίν από μένα και περάσανε στη Μυτιλήνη. Μυστήριο σκέπαζε τ’ Αϊβαλί.
Χωρίς να πώ τίποτα στους δικούς μου, αποφάσισα να περάσω πάλι πίσω, να δω τί γίνεται, να πάρω κι όσα μπορέσω από τα πρόβατα που είχα αφήσει….
Κάναμε πανιά παραμονή του Αγίου Γιάννη, 28 Αυγούστου, μιά ώρα απάνω – κάτω πριν βασιλέψει ο ήλιος….

[…]Μ’ έβγαλε λοιπόν όξω η βάρκα.
Αγριεύτηκα σαν απόμεινα μοναχός απάνω στην έρημη ακρογυαλιά, νύχτα μαύρη κι η θάλασσα να βουίζει από τον αγέρα. Έπιασα να περπατώ ανάμεσα στα πουρνάρια και στα σκοίνα και στ’ άλλα τα’ άγρια τα δέντρα. Κείνη τη βραδιά θα ‘πεσα και θα σηκώθηκα ίσαμε είκοσι φορές. Κάθε τόσο μου φαινότανε πως άκουσα να φωνάζουνε τούρκικα, τα δέντρα με τρομάζανε σα να ‘τανε ανθρώποι. Με πολλά βάσανα είδα τέλος την απομέσα θάλασσα και πέρα μακριά την πατρίδα μου, το Αϊβαλί, με κάτι λιγοστά θλιμμένα φώτα κι άκουσα καμπάνες, σημείο πως δεν είχανε κατέβει ακόμα οι Τούρκοι και χτυπούσανε οι καμπάνες για το πανηγύρι του Προδρόμου.
Σαν έφταξα κοντά στο δικό μου το λημέρι, που ήτανε στο κάστρο απάνω σ’ έναν βράχο, στάθηκα από κάτω να δω τι γίνεται και χώθηκα μέσα στο μαντρί που ήτανε κάτω από τα παράθυρα.
Ψυχή ζωντανή δεν ανέσαινε. Κάθισα λιγάκι, μα σαν συλλογίσθηκα πως θα μ’ αφήσει ο καπετάν Παρασκευάς και θα φύγει, έκανα κουράγιο και σίμωσα στην αυλόπορτα κι έστησα τ’ αυτί μου. Λες κι ήτανε νεκροταφείο.
Σε λίγο άκουσα ένα ξεροβήξιμο κι είδα μια φωτιά από τσιγάρο. Σα να γνώρισα τα βήξιμο και σίμωσα, είπα ή ταν ή επί τας. Μόλις με κατάλαβε ο άλλος τρόμαξε πιο πολύ από μένα και πετάχτηκε όρθιος και μου μίλησε τούρκικα. Ήτανε ο μπάρμπα Νικόλας ο Καρακατσάνης, ο παραγιός μας. Αυτός δε θέλησε να έρθει με εμάς με κανέναν τρόπο τη μέρα που φύγαμε με το καΐκι. «Αφεντικό, μου είπε, εγώ είμαι γέρος κι έχω στένος (1). Που να πάγω σ’ άλλον τόπο; Θα κάτσω εδώ πέρα, ψωμί έχω, κρασί έχω, λάδι έχω, ούζο έχω, καπνό έχω, παπλώματα έχω, θα σφάζω κι από μια κάκνα (2) και θα καλοπεράσω. Αν με σκοτώσουνε θα πάγω χορτάτος». Κι έτσι απόμεινε μονάχος. Την ώρα που πήγα, είχε φάγει και καθότανε διπλοπόδι απάνω σ’ ένα πεζούλι και φουμάριζε μ’ ένα μακρύ τσιμπούκι που είχε, γιατί ήτανε αληθινά ίδιος Τούρκος και στα συνήθεια και στο σχέδιο.
Γλήγορα γλήγορα καβαλικέψαμε σε δυο άλογα να πάμε να βρούμε τα πρόβατα και τα βόδια. Βασανιστήκαμε πολύ, ως που τα ‘βραμε. Οι τσομπάνηδες δε μας γνώρισαν μέσα στη νύχτα και πιάσανε κι αυτοί τουρκικά:
«Χος γκελντίν εφέντημ»! – «Καλώς όρισες αφέντη μου!».

Τέλος, τα λαλήσαμε τα πρόβατα κι έξι βόδια, και τα πήγαμε στη θάλασσα, κοντά στον κάβο που μ’ είχε ξεμπαρκάρει ο Παρασκευάς. Το φεγγάρι είχε βγει, κι έφεγγε λιγάκι. Μαζέψαμε κλαδιά κι ανάψαμε μια φωτιά, κοντά σε μια πλάκα, δηλαδή σ’ έναν πλατύ βράχο μέσα στη θάλασσα. Μετά κάμποση ώρα ακούσαμε από το πέλαγο να χτυπούνε στον αγέρα τα πανιά, και ξεχωρίσαμε το καΐκι. Στάθηκε αλακάπα κι έστειλε όξω τη βάρκα, να δει που θα διπλαρώσει το καΐκι· και, σαν πήγε πίσω η βάρκα, ήρθε γιαλό και με πολλά βάσανα το τραβερσάρωσε στην πλάκα. Μ’ όλο που το μέρος ήτανε απάγκειο κι αποθαλάσσωνε, ωστόσο κόντεψε να τσακιστεί το καΐκι, τόσο είχε φρεσκάρει ο βοριάς.
Βάλαμε μέσα γλήγορα όσα πρόβατα χωρέσανε στ’ αμπάρι, κι ύστερα μπαρκάραμε τα βόδια και τα δέσαμε καλά απάνω στην κουβέρτα. Ένα από τα βόδια ήτανε παλληκάρι κι άγριο και δεν έμπαινε στο καΐκι και μούγκριζε, βελάζανε και τα πρόβατα κι η θάλασσα βούιζε και δεν ακούγαμε ο ένας τον άλλον. Είπα να τ’ αφήσουμε να φύγουμε. Μα ο Παρασκευάς ήτανε τεχνίτης στο κούρσος και δεν το παραδέχτηκε. «Βρε αμάν, βρε, ζαμάν!» – τίποτα.
«Ιγώ ν’ αφήσω τέτοιου βόδ; Τι λες, κυρ- Φωτάκ’! Να τα’ αφήσου να του φαγ’ ου Κιμάλ -πασάς; Αμ’ δεν του τρώγου ιγώ καλύτιρα»!
Με μεγάλον αγώνα το ‘βαλε μέσα με το μακαρά, το μπαγλάρωσε καλά με τα σκοινιά, το ‘κανε σα κουβάρι, έδεσε τα κέρατα με τα πόδια και την ουρά κάτω από την κοιλιά του.
Ο μπάρμπα Νικόλας έκλαιγε, μα δε θέλησε να ‘ρθει μαζί μας, το ίδιο κι ένας τσομπάνης. Ήρθε μαζί μας ο άλλος ο τσομπάνης κι ένα τσομπανόπαιδο. Κάναμε πανιά και «παπούτσια να μπαλώσουμε»! Τραβήξαμε κατάπριμα. Σιγά – σιγά πάψανε τα βελάσματα, κι έκοβε ο αγέρας. Σαν ανοίξαμε κάμποσο, αποκοιμηθήκανε όλοι και μ’ αφήσανε εμένα στο τιμόνι.
Ο Παρασκευάς έστρωσε ένα πάπλωμα κοντά στ’ άγριο το βόδι, έκανε το σταυρό του και μου ‘πε : « Σα δεις τ’ Βενιζέλου του ν’σί, να μι ξυπνήσεις. Καληνύχτα»!
Απόμεινα εγώ μονάχα ξυπνητός. Κάπου- κάπου έβγαινε από τα’ αμπάρι κάποιο βέλασμα. Ο αγέρας ολοένα έπεφτε και καλωσύνευε. Την ώρα πόπιανε να γλυκοχαράζει, ξεχώρισα στην πλώρη το νησί του Βενιζέλου (3) κι άκουσα να λαλούνε οι πετεινοί. Ξύπνησα τον Παρασκευά και μαϊνάραμε τα πανιά.

(1) Άσθμα
(2) Γαλοπούλα
(3) Ένα ξερονήσι πολύ μικρό μπροστά στη Θερμή. Το βγάλανε έτσι, επειδής κάνανε τραπέζι μιά αφορά στο Βενιζέλο πάνω σε δαύτο.
(Άρθρο στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ στις 31/10/1948, διήγημα «Τίμιος Κουρσάρος». Περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Φώτη Κόντογλου «Το Αϊβαλί η Πατρίδα μου» – σελ. 239-244)

Αϊβαλί_μοναστήρι της Αγ. Παρασκευής (Taşlı Manastır- Tımarhane Adası)_Photis Kontoglou Island_Ayvalik-Κυδωνίες_Κόντογλου_23Η εποχή μας είναι αβάσταχτη… φτάσαμε σε «αποκαλυπτικούς καιρούς»… θα κατασκευαστούν μηχανές οι οποίες θα ελέγχουν τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων… μόνο όσοι ζουν με την καρδιά, και προσεύχονται καρδιακά, αυτοί έχουν το χάραγμα του Σταυρού μέσα σε αυτήν, θα μείνουν ανεπηρέαστοι από αυτή την δικτατορία… Άγιος Σωφρόνιος (Σαχάρωφ) του Έσσεξ
https://iconandlight.wordpress.com/2023/09/15/%ce%b7-%ce%b5%cf%80%ce%bf%cf%87%ce%ae-%ce%bc%ce%b1%cf%82-%ce%b5%ce%af%ce%bd%ce%b1%ce%b9-%ce%b1%ce%b2%ce%ac%cf%83%cf%84%ce%b1%cf%87%cf%84%ce%b7-%cf%86%cf%84%ce%ac%cf%83%ce%b1%ce%bc%ce%b5/

Θεέ μου, πόσο ευτυχισμένη είμαι που σας γνώρισα!… ανεκλάλητη η πρόνοια του Θεού.
https://iconandlight.wordpress.com/2024/09/15/%ce%b8%ce%b5%ce%ad-%ce%bc%ce%bf%cf%85-%cf%80%cf%8c%cf%83%ce%bf-%ce%b5%cf%85%cf%84%cf%85%cf%87%ce%b9%cf%83%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%b7-%ce%b5%ce%af%ce%bc%ce%b1%ce%b9-%cf%80%ce%bf%cf%85-%cf%83%ce%b1%cf%82/

Ο Άγιος Παΐσιος μέσα στην παραδεισένια ατμόσφαιρα που είχε φέρει η Αγία Ευφημία με την επίσκεψή της, φώναζε: «Με παλάβωσες, με παλάβωσες, Αγία Ευφημία! Τέτοια λεπτή γλυκύτητα!».
https://iconandlight.wordpress.com/2022/09/15/%ce%bf-%ce%ac%ce%b3%ce%b9%ce%bf%cf%82-%ce%b4%ce%b1%ce%bc%ce%b1%cf%83%ce%ba%ce%b7%ce%bd%cf%8c%cf%82-%cf%84%cf%83%ce%ad%ce%bd%cf%84%cf%81%ce%b9%ce%ba-%cf%84%ce%bf%cf%85-%cf%83%cf%84%ce%b1%cf%81%ce%bf-2/

Φυσάει άγριος άνεμος του διαβόλου. Προσέξτε! Όλα προσπαθεί να τα ξερριζώσει· και Πίστη και πατρίδα και οικογένεια… Να μη σαλευθείτε… θα πετάξει έξω κονσερβοκούτια, σκουπίδια, όλα τα άχρηστα, και μετά θα ξεκαθαρίσουν τα πράγματα. Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης – π. Αυγουστίνος Καντιώτης
https://iconandlight.wordpress.com/2021/09/15/%CF%86%CF%85%CF%83%CE%AC%CE%B5%CE%B9-%CE%AC%CE%B3%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%AC%CE%BD%CE%B5%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%B2%CF%8C%CE%BB%CE%BF%CF%85-%CF%80%CF%81%CE%BF/Ἀπολυτίκιον τῆς Ἁγίας Εὐφημίας
Ἦχος δ’ Κατεπλάγη Ἰωσὴφ

 ἀμνάς σου Ἰησοῦ, κράζει μεγάλῃ τῇ φωνῇ· Σὲ νυμφίε μου ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι, καὶ συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῷ σου· καὶ πάσχω διὰ σέ, ὡς βασιλεύσω σὺν σοι· καὶ θνῄσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί· ἀλλ᾽ ὡς θυσίαν ἄμωμον, προσδέχου τὴν μετὰ πόθου τυθεῖσάν σοι. Αὐτῆς πρεσβείαις, ὡς ἐλεήμων, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἀπολυτίκιον τῆς Μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας
Ἦχος γ´. Θείας πίστεως.

Λίαν εὔφρανας τοὺς ὀρθοδόξους, καὶ κατῄσχυνας τοὺς κακοδόξους, Εὐφημία Χριστοῦ καλλιπάρθενε· τῆς γὰρ τετάρτης Συνόδου ἐκύρωσας, ἃ οἱ Πατέρες καλῶς ἐδογμάτισαν. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἀπολυτίκιον τῆς Μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.

Τῷ θείῳ ἔρωτι, λαμπρῶς ἀθλήσασα, εἰς oσμὴν ἔδραμες, Χριστοῦ πανεύφημε, οἴα νεᾶνις παγκαλῆς, καὶ Μάρτυς πεποικιλμένη, ὅθεν εἰσελήλυθας, ἐiς παστάδα οὐράνιον, κόσμω διανέμουσα, ἰαμάτων χαρίσματα, καὶ σῴζουσα τοὺς σοὶ ἐκβοώντας, χαίροις θεόφρον Εὐφημία.

Ἀπολυτίκιον τῆς Ὁσιομάρτυρος Θεοκτίστης τῆς Ρωσίδος ἐν Βορονὲζ
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 22α Φεβρουαρίου.
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου. (Ἰσιδώρας Μοναχῆς)

Θεοκτίστην Ρωσίδα τὴν σαλὴν μακαρίσωμεν,πόλεως τῆς Βόρονεζ στῦλον, ἐν ἀσκήσει ἀκλόνητον· Μονῇ ἐν Ἀλεξίεβο καὶ γάρ, εἰργάσατο τὰς θείας ἀρετάς, καὶ ἀθλήσεως τοῖς πόνοις τοῖς ἱεροῖς, τὴν πίστιν ἐπεσφράγισε. Χαίροις ἡ λογικὴ περιστερά· χαίροις Μαρτύρων καύχημα· χαίροις ἡ προοράσεως πολλοῖς, χαρίσμασιν ἐκλάμπουσα.

Ἀπολυτίκιον τῆς Ἑορτῆς
Ἦχος α’

Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου, νίκας τοῖς Βασιλεῦσι κατὰ βαρβάρων δωρούμενος καὶ τὸ σὸν φυλάττων διὰ τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα.

Δόξα… Ἦχος πλ. β’
Ἀνατολίου

 διηνθισμένη ταῖς ἀρεταῖς, καὶ πεφωτισμένη τὸν λογισμόν, ἡ μύρα προχέουσα ἐν ταῖς καρδίαις τῶν πιστῶν, ἡ ἐκ τῆς Ἑῴας ἀνατείλασα, ὡς ἀστὴρ φαεινός, καὶ ἀθροισμὸν ποιήσασα, διὰ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπιφοιτήσεως, τῶν θείων Πατέρων· μὴ διαλίπῃς ὑπὲρ ἡμῶν δυσωποῦσα πρὸς Κύριον, Εὐφημία πανένδοξε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Καὶ νῦν… ὁ αὐτὸς

 τετραπέρατος κόσμος, σήμερον ἁγιάζεται, τοῦ τετραμεροῦς ὑψούμένου σου Σταυροῦ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν· καὶ τὸ κέρας τῶν πιστῶν συνυψοῦται Βασιλέων ἡμῶν, συντριβόντων ἐν αὐτῷ, τῶν δυσμενῶν τὰ κέρατα. Μέγας εἶ Κύριε, καὶ θαυμαστὸς ἐν τοῖς ἔργοις σου! δόξα σοι.

Εἰς τοὺς Αἴνους, Δόξα… Ἦχος πλ. β’
Ἰωάννου Μοναχοῦ

κ δεξιῶν τοῦ Σωτῆρος, παρέστη ἡ παρθένος καὶ ἀθληφόρος καὶ Μάρτυς, περιβεβλημένη ταῖς ἀρεταῖς τὸ ἀήττητον, καὶ πεποικιλμένη ἐλαίῳ τῆς ἁγνείας, καὶ τῷ αἵματι τῆς ἀθλήσεως, καὶ βοῶσα πρὸς αὐτὸν ἐν ἀγαλλιάσει, τὴν λαμπάδα κατέχουσα· Εἰς ὀσμὴν μύρου σου ἔδραμον, Χριστὲ ὁ Θεός, ὅτι τέτρωμαι τῆς σῆς ἀγάπης ἐγώ, μὴ χωρίσῃς με νυμφίε ἐπουράνιε. Αὐτῆς ταῖς ἱκεσίαις κατάπεμψον ἡμῖν, παντοδύναμε Σωτὴρ τὰ ἐλέη σου.

iconandlight.wordpress.com 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου