ΣΧΟΛΙΟ : Ένα κείμενο προς παραδειγματισμό για τους σημερινούς Μητροπολίτες.Τότε ήταν οι Γερμανοί και οι Κομμουνιστές.Σήμερα πάλι από τους ίδιους έχουμε κατοχή.Εχει όμως ο καιρός γυρίσματα.Η Εκκλησία πάντα πρωτοστατούσε στους αγώνες του Έθνους.
Κατά τον χρόνο αυτόν, καθώς και κατά τον επόμενο του 1943, ο Μητροπολίτης Παντελεήμων σάν βασικό στέλεχος τής εθνικής όργανώσεως γιά την άπελευθέρωση τής πατρίδος μας «Μίδας 614»,
«Στό Μοναστήρι οι γέροι μοναχοί με υπεδέχθησαν με αγάπη -χρόνια πολλά, Δέσποτά μου, νά χαίρεσαι τήν εορτή σου!
μαζί μέ τούς εκλεκτούς του συνεργάτες κληρικούς και λαϊκούς, έγραψε σελίδες δόξης τής εθνικής άντιστάσεως έναντίον των κατακτητών Γερμανών καί Ιταλών. "Οπως σημειώνει ο ίδιος, «η Εύβοια, και ειδικότερα η Καρυστία, ήσαν τα πιό κοντινά παράλια της Ελλάδος με την Μ. ’Ανατολή». Μοιραία λοιπόν ένα μεγάλο μέρος τοϋ άγώνος τής εθνικής αντιστάσεως έπεσε στην Καρυστία καί μάλιστα στήν Εκκλησία τής Καρυστίας, πού πήρε τα γκέμια του στα χέρια της. Αυτό επέβαλε το καθήκον τών λειτουργών της. Μέσα, λοιπόν, στον τρομερό κλοιό, που μας είχαν κλείσει κατακτηταί και κουμμουνισταί, άρχισαν οι «αγώνες κάτω από τα δεσμά». ’Έτσι, στα πλαίσια αυτού του Ιερού αγώνος, ο αγωνιστής Μητροπολίτης εδημιούργησε πολλές βάσεις, με κορυφαία τα δάση της Μονής Μεταμορφώσεως στή θέση «Πλατάνι», από τις οποίες εφυγάδευσε στή Μ. ’Ανατολή πλήθος αγωνιστών, που κατεδίωκαν οι Γερμανοί, γιά την απελευθέρωση της πατρίδος.Από τις βάσεις αυτές παρελάμβανε και όσους ήρχοντο από τη Μ. Ανατολή προς τον ίδιο σκοπό, τους οποίους με κίνδυνο της ζωής και αυτού του ίδιου και των συνεργατών του έκρυβε και προωθούσε κατάλληλα πρός τήν Αθήνα συνήθως. Στις βάσεις αυτές παρελάμβανε και αρκετό υλικό του πολέμου, ασυρμάτους, μηχανήματα, διάφορα εκρηκτικά, όπλα, χειροβομβίδες, πιστόλια καί πρό παντός μαγνητικές βόμβες. Ή πρώτη λοιπόν αναφορά, που κάνει ο Μητρ. Παντελεήμων γιά τόν Γέροντα Σίμωνα στό προα-ναφερθέν βιβλίο του, είναι στή σελίδα 116. Ηταν άρχές Νοεμβρίου τοϋ 1942. Ό ασύρματος είχε δώσει σήμα ότι το υποβρύχιο «Νηρεύς» θα έφερνε στή βάση ένα άξιωματικό, δύο ασυρματιστές καί πολεμοφόδια. ’Εκεί περίμεναν οι άνθρωποι του Μητροπολίτου. Τό υποβρύχιο έφθασε κανονικά κοντά στή βάση, αλλά κάποια βλάβη παραλίγο θανατηφόρος γιά τό πλήρωμά του, τό απεμάκρυνε από εκεί καί έτσι οι τρεις άντρες βγήκαν σε άγνωστο μέρος. Τυχαϊα συνάντησαν κοντά στό Μοναστήρι τής Μεταμορφώσεως τόν π. Σίμωνα, ο οποίος και τους έφερε σε επαφή με τόν Μητροπολίτη. Ή δεύτερη καί σημαντικότερη αναφορά, πού συγχρόνως είναι και η μαρτυρία του Μητροπολίτου Παντελεήμονος γιά τόν π. Σίμωνα, γίνεται στή σελίδα 312. Ηταν Ίούνιος-Ίούλιος του 1943. Ό ηρωϊκός Επίσκοπος είχε αποφασίσει ήδη τήν εικονική παραίτησή του από τήν θέση του Μητροπολίτου Καρυστίας καί Σκύρου, πιεζόμενος άπό τήν άνάγκη νά βοηθήσει τόν Ελληνικό Στρατό στή Μ. ’Ανατολή, πού οι κουμμουνιστές μέ τίς προδοσίες τους παραλίγο νά διαλύσουν. "Αλλωστε άπό καιρό οι Γερμανοί είχαν μάθει γιά τήν έθνική δράση (από προδοσίες καί πάλι των κουμμουνιστών τής περιφερείας Κύμης) καί προσπαθούσαν νά βρουν στοιχεία εις βάρος του, γιά να τόν έκτελέσουν. 'Ως τόπος αναχωρήσεως γιά Μ. ’Ασία καί από εκεί τήν Μ. ’Ανατολή ορίστηκε η 27η ’Ιουλίου. Τήν ημέρα τής εορτής του Αγίου Παντελεήμονος ό Μητροπολίτης ετέλεσε έν μέσω θρήνων καί οδυρμών του ποιμνίου του τήν τελευταία του Θεία Λειτουργία στή Κύμη. Τό απόγευμα τής ίδιας ημέρας επήγε στό Μοναστήρι τής Μεταμορφώσεως, γιά νά φύγει άπό έκεΐ γιά πάντα άπό τήν επαρχία του άφήνοντας πίσω του, όπως σημειώνει ό ’ίδιος στή σελίδα 236, «τήν όλη έργασία του στήν έπαρχία Καρυστίας, τα όνειρά του, τούς πόθους του, τούς κόπους του, τούς μόχθους του, τίς απογοητεύσεις του, τίς στερήσεις, τίς θυσίες, τόν ιδρώτα του, τά δάκρυα, πού είχε χύσει ως τότε πάνω στούς πόθους του, τό Τάγμα του, ολόκληρο τό έργο του, τούς άδελφούς του Τάγματος, τά ορφανά του, τόν δυστυχή λαό τής έπαρχίας του καί πρό παντός τής Κύμης, πού όλα τά περίμενε άπό αύτόν στίς τραγικές ήμέρες έκεΐνες των στερήσεων». ’Αλλά άς άφήσουμε τόν ίδιο νά διηγηθεΐ καί όσα άφοροϋν τόν π. Σίμωνα.
Προσπαθοϋσαν νά βρουν τά καλύτερα λόγια, γιά νά έκφρ-σουν τή χαρά τους πρό παντός ό πάτερ Σίμων, ο άγαθός Ιερομόναχος, καί γεμάτος πίστη καί καλοσύνη, τί δεν είχε ετοιμάσει, γιά νά μάς περιποιηθεϊ. Σε λίγο τού είπα : «πάτερ Σίμων, φοβούμαι πώς με πήραν εϊδηση καί θ’ άρχίσουν νάρχονται άπό τήν Κύμη, γιά νά με χαιρετίσουν. Πρέπει οπωσδήποτε νά τό άποφύγω. Λοιπόν πάμε ένα περίπατο ώς τήν παραλία;». Μ’ έκύτταξε περίεργα: «Σεβασμιώτατε, είναι γκρεμός πώς θά κατέβετε;». — «’Έννοια σου, θά κατέβω μιά χαρά». ’Έκαμα τόν Σταυρό μου στήν Εκκλησία μας, χαιρέτισα τούς μοναχούς καί ξεκινήσαμε ο πατήρ Σίμων, ο Κωστάρας και εγώ. ’Αλήθεια, ούτε κατσίκια δέν θά μπορούσαν νά κατέβουν αυτό το απόκρημνο μονοπάτι. Επιτέλους εφθάσαμε στήν άκτή... Σέ λίγο φάνηκαν. Ό Γουβανέλης μέ τό Φιλήμονα ετραβούσαν κουπί... Ό Κωστάρας επήδησε στό βράχο και κράτησε τη βάρκα, γιά να μη κτυπήσει. Μία δύναμις ακατανόητη μ’ έκανε νά σκύψω. Εγέμισα τό χέρι μου με χώμα της σκλαβωμένης πατρίδος μου... τώφερα στά χείλη μου καί άρχισα νά το φιλώ αχόρταγα. Άπό τα μάτια μου έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα. Ό άγαθός, πάτερ Σίμων μ’ εκυττούσε περίεργα. Τόν αγκάλιασα και τον εφίλησα στο μέτωπο. ’Ακόμα τίποτε δέν είχε καταλάβει (σημείωσις δική μου, ό Δεσπότης κρατούσε μυστική την φυγή του μέχρι την τελευταία στιγμή τής άναχωρήσεώς του). Ή βάρκα έσχιζε τα νερά με χάρι. Ό πάτερ Σίμων, γίγαντας στο ανάστημα, μας παρακολουθούσε ολόρθος, μεγαλόπρεπος από τό βράχο. Σάν προφήτης της Παλαιός Διαθήκης εφάνταζε με φόντο τη δασωμένη πλαγιά...» Ταΐς τού Όσιου πατρός ήμών Σίμωνος πρεσβείαις, Χριστέ ό Θεός ήμών, σώσον πάντας ημάς.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΣΙΜΩΝ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ.
Κατά τον χρόνο αυτόν, καθώς και κατά τον επόμενο του 1943, ο Μητροπολίτης Παντελεήμων σάν βασικό στέλεχος τής εθνικής όργανώσεως γιά την άπελευθέρωση τής πατρίδος μας «Μίδας 614»,
«Στό Μοναστήρι οι γέροι μοναχοί με υπεδέχθησαν με αγάπη -χρόνια πολλά, Δέσποτά μου, νά χαίρεσαι τήν εορτή σου!
μαζί μέ τούς εκλεκτούς του συνεργάτες κληρικούς και λαϊκούς, έγραψε σελίδες δόξης τής εθνικής άντιστάσεως έναντίον των κατακτητών Γερμανών καί Ιταλών. "Οπως σημειώνει ο ίδιος, «η Εύβοια, και ειδικότερα η Καρυστία, ήσαν τα πιό κοντινά παράλια της Ελλάδος με την Μ. ’Ανατολή». Μοιραία λοιπόν ένα μεγάλο μέρος τοϋ άγώνος τής εθνικής αντιστάσεως έπεσε στην Καρυστία καί μάλιστα στήν Εκκλησία τής Καρυστίας, πού πήρε τα γκέμια του στα χέρια της. Αυτό επέβαλε το καθήκον τών λειτουργών της. Μέσα, λοιπόν, στον τρομερό κλοιό, που μας είχαν κλείσει κατακτηταί και κουμμουνισταί, άρχισαν οι «αγώνες κάτω από τα δεσμά». ’Έτσι, στα πλαίσια αυτού του Ιερού αγώνος, ο αγωνιστής Μητροπολίτης εδημιούργησε πολλές βάσεις, με κορυφαία τα δάση της Μονής Μεταμορφώσεως στή θέση «Πλατάνι», από τις οποίες εφυγάδευσε στή Μ. ’Ανατολή πλήθος αγωνιστών, που κατεδίωκαν οι Γερμανοί, γιά την απελευθέρωση της πατρίδος.Από τις βάσεις αυτές παρελάμβανε και όσους ήρχοντο από τη Μ. Ανατολή προς τον ίδιο σκοπό, τους οποίους με κίνδυνο της ζωής και αυτού του ίδιου και των συνεργατών του έκρυβε και προωθούσε κατάλληλα πρός τήν Αθήνα συνήθως. Στις βάσεις αυτές παρελάμβανε και αρκετό υλικό του πολέμου, ασυρμάτους, μηχανήματα, διάφορα εκρηκτικά, όπλα, χειροβομβίδες, πιστόλια καί πρό παντός μαγνητικές βόμβες. Ή πρώτη λοιπόν αναφορά, που κάνει ο Μητρ. Παντελεήμων γιά τόν Γέροντα Σίμωνα στό προα-ναφερθέν βιβλίο του, είναι στή σελίδα 116. Ηταν άρχές Νοεμβρίου τοϋ 1942. Ό ασύρματος είχε δώσει σήμα ότι το υποβρύχιο «Νηρεύς» θα έφερνε στή βάση ένα άξιωματικό, δύο ασυρματιστές καί πολεμοφόδια. ’Εκεί περίμεναν οι άνθρωποι του Μητροπολίτου. Τό υποβρύχιο έφθασε κανονικά κοντά στή βάση, αλλά κάποια βλάβη παραλίγο θανατηφόρος γιά τό πλήρωμά του, τό απεμάκρυνε από εκεί καί έτσι οι τρεις άντρες βγήκαν σε άγνωστο μέρος. Τυχαϊα συνάντησαν κοντά στό Μοναστήρι τής Μεταμορφώσεως τόν π. Σίμωνα, ο οποίος και τους έφερε σε επαφή με τόν Μητροπολίτη. Ή δεύτερη καί σημαντικότερη αναφορά, πού συγχρόνως είναι και η μαρτυρία του Μητροπολίτου Παντελεήμονος γιά τόν π. Σίμωνα, γίνεται στή σελίδα 312. Ηταν Ίούνιος-Ίούλιος του 1943. Ό ηρωϊκός Επίσκοπος είχε αποφασίσει ήδη τήν εικονική παραίτησή του από τήν θέση του Μητροπολίτου Καρυστίας καί Σκύρου, πιεζόμενος άπό τήν άνάγκη νά βοηθήσει τόν Ελληνικό Στρατό στή Μ. ’Ανατολή, πού οι κουμμουνιστές μέ τίς προδοσίες τους παραλίγο νά διαλύσουν. "Αλλωστε άπό καιρό οι Γερμανοί είχαν μάθει γιά τήν έθνική δράση (από προδοσίες καί πάλι των κουμμουνιστών τής περιφερείας Κύμης) καί προσπαθούσαν νά βρουν στοιχεία εις βάρος του, γιά να τόν έκτελέσουν. 'Ως τόπος αναχωρήσεως γιά Μ. ’Ασία καί από εκεί τήν Μ. ’Ανατολή ορίστηκε η 27η ’Ιουλίου. Τήν ημέρα τής εορτής του Αγίου Παντελεήμονος ό Μητροπολίτης ετέλεσε έν μέσω θρήνων καί οδυρμών του ποιμνίου του τήν τελευταία του Θεία Λειτουργία στή Κύμη. Τό απόγευμα τής ίδιας ημέρας επήγε στό Μοναστήρι τής Μεταμορφώσεως, γιά νά φύγει άπό έκεΐ γιά πάντα άπό τήν επαρχία του άφήνοντας πίσω του, όπως σημειώνει ό ’ίδιος στή σελίδα 236, «τήν όλη έργασία του στήν έπαρχία Καρυστίας, τα όνειρά του, τούς πόθους του, τούς κόπους του, τούς μόχθους του, τίς απογοητεύσεις του, τίς στερήσεις, τίς θυσίες, τόν ιδρώτα του, τά δάκρυα, πού είχε χύσει ως τότε πάνω στούς πόθους του, τό Τάγμα του, ολόκληρο τό έργο του, τούς άδελφούς του Τάγματος, τά ορφανά του, τόν δυστυχή λαό τής έπαρχίας του καί πρό παντός τής Κύμης, πού όλα τά περίμενε άπό αύτόν στίς τραγικές ήμέρες έκεΐνες των στερήσεων». ’Αλλά άς άφήσουμε τόν ίδιο νά διηγηθεΐ καί όσα άφοροϋν τόν π. Σίμωνα.
Προσπαθοϋσαν νά βρουν τά καλύτερα λόγια, γιά νά έκφρ-σουν τή χαρά τους πρό παντός ό πάτερ Σίμων, ο άγαθός Ιερομόναχος, καί γεμάτος πίστη καί καλοσύνη, τί δεν είχε ετοιμάσει, γιά νά μάς περιποιηθεϊ. Σε λίγο τού είπα : «πάτερ Σίμων, φοβούμαι πώς με πήραν εϊδηση καί θ’ άρχίσουν νάρχονται άπό τήν Κύμη, γιά νά με χαιρετίσουν. Πρέπει οπωσδήποτε νά τό άποφύγω. Λοιπόν πάμε ένα περίπατο ώς τήν παραλία;». Μ’ έκύτταξε περίεργα: «Σεβασμιώτατε, είναι γκρεμός πώς θά κατέβετε;». — «’Έννοια σου, θά κατέβω μιά χαρά». ’Έκαμα τόν Σταυρό μου στήν Εκκλησία μας, χαιρέτισα τούς μοναχούς καί ξεκινήσαμε ο πατήρ Σίμων, ο Κωστάρας και εγώ. ’Αλήθεια, ούτε κατσίκια δέν θά μπορούσαν νά κατέβουν αυτό το απόκρημνο μονοπάτι. Επιτέλους εφθάσαμε στήν άκτή... Σέ λίγο φάνηκαν. Ό Γουβανέλης μέ τό Φιλήμονα ετραβούσαν κουπί... Ό Κωστάρας επήδησε στό βράχο και κράτησε τη βάρκα, γιά να μη κτυπήσει. Μία δύναμις ακατανόητη μ’ έκανε νά σκύψω. Εγέμισα τό χέρι μου με χώμα της σκλαβωμένης πατρίδος μου... τώφερα στά χείλη μου καί άρχισα νά το φιλώ αχόρταγα. Άπό τα μάτια μου έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα. Ό άγαθός, πάτερ Σίμων μ’ εκυττούσε περίεργα. Τόν αγκάλιασα και τον εφίλησα στο μέτωπο. ’Ακόμα τίποτε δέν είχε καταλάβει (σημείωσις δική μου, ό Δεσπότης κρατούσε μυστική την φυγή του μέχρι την τελευταία στιγμή τής άναχωρήσεώς του). Ή βάρκα έσχιζε τα νερά με χάρι. Ό πάτερ Σίμων, γίγαντας στο ανάστημα, μας παρακολουθούσε ολόρθος, μεγαλόπρεπος από τό βράχο. Σάν προφήτης της Παλαιός Διαθήκης εφάνταζε με φόντο τη δασωμένη πλαγιά...» Ταΐς τού Όσιου πατρός ήμών Σίμωνος πρεσβείαις, Χριστέ ό Θεός ήμών, σώσον πάντας ημάς.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΣΙΜΩΝ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου