Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

Η καταπολέμηση των παθών.

π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου
Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν συνιστούν τον κατά μέτωπο αγώνα εναντίον των πονηρών λογισμών. Ο Αγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέ­γει πως όποιος προσπαθεί να παλαίψει εναντίον του δαίμονος της βλα­σφημίας μ' αυτό τον τρόπο μοιάζει μ' εκείνον που επιχειρεί να συλλά­βει την αστραπή με τα χέρια του. Διότι, λέγει, πως είναι δυνατόν να συλλάβει ή να αντειπεί ή να παλέψει κανείς εναντίον εκείνου που έρχε­ται στην καρδιά ξαφνικά σαν άνεμος, που είναι τα λόγια του γρηγορό­τερα από την ριπή του οφθαλμού και που αμέσως γίνεται άφαντος;. Εκείνο που αρμόζει στο λογισμό που έρχεται από έξω από τον άνθρω­πο, είναι η περιφρόνηση, όχι η κατά μέτωπο αντιπαράθεση. Γι' αυτό και ο Αγιος Ιωάννης της Κλίμακος συνεχίζει:
Εκείνος που είναι κλεισμένος σ' ένα σπίτι, ακούει τα λόγια αυτών που περνούν απ' έξω, χωρίς να συνομιλή μαζί τους. Παρομοίως και η ψυχή που ζη με αυτοσυγκέντρωση, ταράσσεται ακούοντας τις βλασφη­μίες που προφέρει διερχόμενος ο διάβολος. Όποιος περιφρονεί τούτον τον δαίμονα, ελευθερώθηκε από το πάθος. Όποιος σοφίζεται να αγωνισθή εναντίον του διαφορετικά, στο τέλος νικάται. Διότι εκείνος που προσπαθεί να συλλαβή τα πνεύματα με λόγια, ομοιάζει με εκείνον που προσπαθεί να κλείση κάπου τους ανέμους.

Κάποιος εκλεκτός μοναχός, ενοχλημένος είκοσι χρόνους από τούτον τον δαίμονα, έλειωσε την σάρκα του με νηστείες και αγρυπνίες. Και αφού δεν είδε από αυτά καμία ωφέλεια, έγραψε το πάθος σε χαρτί και επήγε και το έδωσε σε κάποιον άγιο άνδρα. Έπεσε δε κατά πρό­σωπον στην γη και δεν μπορούσε να ανυψώση προς αυτόν το βλέμμα του. Ο γέροντας μόλις το διάβασε, χαμογέλασε, και αφού σήκωσε τον αδελφόν, του λέγει: Βάλε, τέκνον μου, το χέρι σου στον αυχένα μου. Αφού το έβαλε ο αδελφός, του λέγει ο μέγας εκείνος: Ας είναι επάνω στον τράχηλό μου, αδελφέ, αυτή η αμαρτία, όσα χρόνια την είχες ή θα την έχης ακόμη. Μόνο εσύ να μην την υπολογίζης πλέον καθόλου. Και ο αδελφός αυτός διαβεβαίωνε ότι δεν πρόφθασε να βγή από το κελλί του γέροντος και το πάθος έγινε άφαντο. Τούτο το περιστατικό μού το διηγήθηκε δοξάζοντας τον Θεόν ο ίδιος αδελφός στον οποίον συ­νέβη.

Γιά τούτο και εμείς ας τον περιφρονούμε και ας μην υπολογίζωμε καθόλου τα λεγόμενά του και ας του λέγωμεν: Ύπαγε οπίσω μου, σα­τανά., Κύριον τον Θεόν μου προσκυνήσω και αυτώ μόνω λατρεύσω (πρβλ. Ματθ. δ' 10)· σού δε επιστρέψει ο πόνος και ο λόγος επί την κεφαλήν σου και επί την κορυφήν σου η βλασφημία σου καταβήσεται (Πρβλ. Ψαλμ. ζ' 17) εν τω νύν αιώνι και εν τω μέλλοντι.

Πρέπει να σκεπτόμαστε πως η ευχαρίστηση που προσφέρουν τα πάθη είναι φαινομενική και πρόσκαιρη. Η υποδούλωση στα πάθη σκο­τίζει το νου και ο άνθρωπος νομίζει ότι ο δρόμος της κακίας είναι ελκυ­στικός και ευχάριστος. Όμως τα φαινόμενα εξαπατούν. Όταν λόγου χάρη κάποιος υποδουλωθεί από το φθόνο, γίνεται πράγματι δυστυχι­σμένος. Ενοχλείται από το καθετί που έχει σχέση με το πρόσωπο που φθονεί ή που θυμίζει αυτό το πρόσωπο. Όμως όποιος αποτινάξει το ζυ­γό, ο δρόμος της κακίας του φαίνεται ελεεινός και αποκρουστικός, ενώ ο δρόμος της αρετής εύκολος και αξιαγάπητος. Αυτό το βεβαιώνουν εκείνοι που ενίκησαν τα πάθη. Όποιος ξερίζωσε το πάθος του φθόνου, δηλαδή ο άνθρωπος της αγάπης, χαίρεται για το καθετί που έχει σχέ­ση με το αγαπώμενο πρόσωπο. Ο δρόμος του είναι πολύ πιο εύκολος, πολύ πιο όμορφος!

Κάθε πρόκληση, που δημιουργεί το πάθος, μας φαίνεται ευχάριστη· μέλι γαρ αποστάζει από χειλέων γυναικός πόρνης, ή προς καιρόν λι­παίνει τον φάρυγγα, ύστερον μέντοι πικρότερον χολής ευρήσεις και ηκονιμένον μάλλον μαχαίρας διστόμου (Παροιμ. ε' 3-4).

Το να πολεμάται κανείς από τα πάθη δεν είναι κακό. Κακό είναι το να παραδίδεται στον εχθρό από αμέλεια. Ο πόλεμος κατά των παθών κάνει τον χριστιανό δόκιμο αγωνιστή και του προσφέρει πείρα. Προ πα­ντός τον προφυλάσσει από τον θανάσιμο εχθρό της σωτηρίας του, την υπερηφάνεια. Αυτός ο πόλεμος αρχίζει με τις επιθέσεις του διαβόλου, από τον οποίο προέρχονται συνήθως οι πονηροί λογισμοί. Εδώ πρέπει κανείς να κερδίσει τη μάχη.

Και πως θα ημπορέσει κανείς να υπερνικήσει την θηριώδη σκέψιν; Τι λέγεις άνθρωπε; Εξουσιάζομε τα λεοντάρια και εξημερώνομεν τας επιθέσεις των, και αμφιβάλλεις εάν θα ημπορέσης να μεταβάλης εις ημερότητα την θηριωδίαν της σκέψεως; Αν και εις το θηρίον ενυπάρχει εκ φύσεως μεν η θηριωδία, παρά φύσιν δε η ημερότης· εις σε όμως συμ­βαίνει το αντίθετον, εκ φύσεως μεν ημερότης, παρά φύσιν δε η αγριότης και η θηριωδία. Συ λοιπόν, που απεμάκρυνες το εκ φύσεως και ετοποθέτησας το παρά φύσιν μέσα εις την ψυχήν του θηρίου, δεν ημπορείς να διατήρησης ο ίδιος το εκ φύσεως; (Χρυσ).

Άνθρωπος όστις διάγει τας ημέρας του αμελών περί της ψυχής του και μη ενθυμούμενος παντελώς τα αγαθά, τα οποία ητοίμασεν ο Κύριος δια τους δικαίους, μηδέ την κόλασιν, η οποία είναι ητοιμασμένη δια τους αμαρτωλούς, αλλά διάγει χωρίς φόβον Θεού- εις τον τοιούτον εμπνέει ο πονηρός πάσαν επιθυμίαν σαρκικήν, και δεν δύναται να εννοήση ο τοιούτος τι πράττει, καθ' όν τρόπον και η πύλη της πόλεως δεν αισθά­νεται τους εισερχόμενους και εξερχόμενους δι' αυτής· διότι η επιθυμία εισελθούσα εις την διάνοιάν του εκάλυψε τους οφθαλμούς του. Τους δε αγωνιστάς πολεμεί διαφόρως ο εχθρός· και πριν εκτελεσθή η ανομία σμικρύνει πολύ αυτήν ο εχθρός εις τους οφθαλμούς των αφού δε τελεσθή, τοσούτον την υψώνει ώστε δεικνύει αυτήν μεγάλην και ασυγχώρητον δια να τον ρίψη εις την απελπισίαν (Εφραίμ ο Σύρος).

Όταν ο λογισμός μεταβληθεί σε σκέψη και εξελιχθεί σε πάθος, ο πόλεμος γίνεται σκληρός. Όταν μάλιστα η αρρώστια γίνει χρόνια, η κα­ταπολέμηση της είναι πολύ δύσκολη. Παλαιόν πάθος της ψυχής, και άσκησις του κακού που ερρίζωσε με την πάροδο του χρόνου είναι δυσκολοθεράπευτος ή και παντελώς αθεράπευτος, διότι η συνήθεια, ως επί το πλείστον, μεταβάλλεται εις φύσιν (Μ. Βασίλειος).

Η τελεία αποφυγή του κακού είναι βέβαια το καλύτερο, όπως ακριβώς αποφεύγουμε την πληγή από φαρμακερό φίδι. Όμως και αν ο χριστιανός δοκιμάσει μία πτώση, πρέπει να απομακρυνθεί αμέσως από τον τόπο εκείνο: Αλλά αποπήδησον, μη χρονίσης εν τω τόπω, μηδέ επιστήσης το σόν όνομα προς αυτήν (Παροιμ. θ' 18α). Σχολιάζοντας ο Μ. Βασίλειος καταλήγει: Μακάριον λοιπόν είναι να μη σκεφθής το πονηρόν εάν όμως από κλοπήν του εχθρού εδέχθης εις την ψυχήν σου σκέψεις ασεβείς, μη παραμείνης εις την αμαρτίαν. Εάν δε και αυτό έχης πάθει, μη στερεωθής εις το κακόν. Μη λοιπόν καθίσης εις την καθέδραν των λοιμών (Ψαλμ. A' I).

Στην περίπτωση που το κακό έχει πλέον εξελιχθεί σε πάθος, οι πατέρες της Εκκλησίας συνιστούν μικρά βήματα. Είναι ο αγών εκείνος, μεγάλος και τα εμπόδια υψηλά και η κορυφή πλησίον του ουρανού και δεν μπορείς να φθάσεις προς το μέγα; Δεν ημπορείς να περιφρονήσεις, τα χρήματα; Τουλάχιστον μην αρπάζεις τα χρήματα των άλλων, ούτε να διαπράττεις αδικίας. Δεν ημπορείς να νηστεύσεις; Τουλάχιστον μη παρασύρεσαι εις απολαύσεις. Δεν ημπορείς να κοιμηθείς επάνω εις σκληρόν στρώμα; Μην κατασκευάζεις σε παρακαλώ κρεββάτια αργυρένδυτα, ούτε ελεφάντινα, αλλά χρησιμοποίησε κρεββάτι και στρώματα, που δεν έχουν κατασκευασθεί δι' επίδειξιν αλλά δι' ανάπαυσιν συγκράτησε τον εαυτόν σου (Χρυσ.).

Αναφερόμενος στην καταπολέμηση του θυμού ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει πως αυτό γίνεται βαθμιαία· στην αρχή δοκιμάζει κανείς εσωτερική πικρία και οδύνη για την αδικία που του προξενήθηκε. Κατόπιν αντιμετωπίζει την αδικία χωρίς λύπη και υστέρα τη θεωρεί έπαινο. Είδα τρεις μοναχούς, λέγει, που εξυβρίσθησαν συγχρόνως· ο πρώτος άπ' αυτούς δαγκώθηκε και ταράχθηκε, αλλά δεν μίλησε. Ο δεύ­τερος χάρηκε για τον εαυτό του και λυπήθηκε για τον υβριστή, και ο τρί­τος, αφού αναλογίσθηκε την ψυχική βλάβη του υβριστού, έχυσε πικρά δάκρυα. Έτσι έχεις εμπρός σου τον εργάτη του φόβου, τον μισθωτό και τον εργάτη της αγάπης.

Η αρχή είναι να σιωπούν τα χείλη, ενώ η καρδιά βρίσκεται σε τα­ραχή. Το μέσον είναι να σιωπούν οι λογισμοί, ενώ η ψυχή βρίσκεται σε ταραχή. Κατόπιν ακολουθεί η κατάσταση στην οποία στη θάλασσα της ψυχής επικρατεί μόνιμη και σταθερή γαλήνη, όσο και αν φυσούν οι ακάθαρτοι άνεμοι.

Η σοφία αρχίζει με το φόβο του Κυρίου (ψαλμ. ρΓ/ρια' 10. Παρ. α'7. θ ΊΟ). Ο φόβος καθαρίζει την ψυχή του πιστού˙ καθήλωσον εκ του φόβου σου τας σάρκας μου· από γαρ των κριμάτων σου εφοβήθην, αναφωνεί ο ψαλμωδός (ψαλμ. ριη'/ριθ' 12). Διότι εκεί όπου κατοικεί ο φόβος, εκεί εγκαθίσταται όλη η καθαρότης της ψυχής. Και κάθε πονη­ρία και ανίερος πράξις απομακρύνεται, αφού τα μέλη του σώματος δεν ημπορούν λόγω του φόβου, να κινηθούν προς ανάρμοστους πράξεις. Διότι όπως αυτός που έχει καρφωθή με υλικά καρφιά και κατέχεται από οδύνας, παραμένει αδρανής, έτσι και αυτός που έχει κυριευθή από τον φόβον του Θεού, και έχει τρόπον τινά συνδεθή ωσάν με οδύνην με την αναμονή αυτών που έχουν απειληθή, δεν ημπορεί ούτε τα μάτια να χρη­σιμοποίηση δια πράγματα που δεν πρέπει, ούτε τα χέρια να κίνηση προς πράξεις που είναι απηγορευμέναι, ούτε να πράξη γενικά παρά το καθήκον κάτι μικρόν ή και μεγάλον (Μ. Βασιλ.).

Διότι όποιος έχει ενώπιον των οφθαλμών του εκείνη την ημέραν και την ώραν και πάντοτε μελετά την απολογίαν του εμπρός εις το δικαστή-ίιιον που δεν ημπορεί να πλανηθή, αυτός, ή καθόλου, ή ελάχιστα θα αμαρτήση, διότι το αμαρτάνειν προέρχεται από απουσίαν φόβου του Οκού από ημάς. Εις όσους δε είναι ζωηρά η ανάμνηση των απειλουμέ­νων τιμωριών, ο ένοικων εις αυτούς φόβος δεν θα τους δώση ευκαιρίαν να περιπέσουν εις απρόσεκτους πράξεις η σκέψεις (Μ. Βασιλ.).

Εις εκείνον λοιπόν που φοβείται δεν υπάρχει καμμία έλλειψις· δη­λαδή δεν λείπει καμμία αρετή εις εκείνον που από τον φόβον εμποδίζεται να διάπραξη κάθε ανάρμοστον πράξιν, αλλά είναι τέλειος, χωρίς να τού λείπη τίποτε από τα καλά που είναι απαραίτητα εις την ανθρωπίνην φύσιν. Και όπως δεν είναι τέλειος εις το σώμα εκείνος που εις κάποιο μέρος του λείπει κάτι από τα αναγκαία, αλλά είναι ατελής ως προς εκείνο που του λείπει, έτσι και εκείνος που περιφρονεί μίαν από τας εντολάς, επειδή στερείται αυτής, είναι ατελής ως προς αυτήν που λείπει. Εκείνος όμως που έχει αποκτήσει τον τέλειον φόβον και είναι συνεσταλμένος εις όλα από ευλάβειαν, δεν θα σταματήση καθόλου, επειδή και τίποτε δεν περιφρονεί, δεν θα έχει καμμίαν έλλειψιν, διότι εις όλα πάντοτε υπάρχει εις αυτόν ο φόβος (Μ. Βασιλ.).

Τι υπάρχει χειρότερον από την γέενναν της κολάσεως; Και όμως τί­ποτε δεν είναι ώφελιμότερον από τον φόβον αυτής, διότι ο φόβος της γεέννης μας φέρει τον στέφανον της βασιλείας του Θεού. Όπου υπάρ­χει φόβος, δεν υπάρχει φθόνος· όπου υπάρχει φόβος, δεν ενοχλεί ο έρωτας των χρημάτων όπου υπάρχει φόβος, έχει σβήσει ο θυμός· η πο­νηρά επιθυμία έχει καταστολή, κάθε παράλογον πάθος έχει εξορισθή˙ και όπως εις το σπίτι στρατιώτου που είναι συνεχώς ωπλισμένος, ούτε ληστής, ούτε διαρρήκτης, ούτε κανείς άλλος από εκείνους που κάνουν τέτοια κακουργήματα θα τολμήση να πλησίαση, έτσι και όταν ο φόβος κατέχη τας ψυχάς μας, κανένα από τα ανελεύθερα πάθη δεν μπαίνει εύκολα εντός ημών αλλά όλα δραπετεύουν και φεύγουν έκδιωκόμενα από παντού από την δύναμιν του φόβου (Χρυσ.).

Η μνήμη του θανάτου είναι επίσης αποτελεσματικό φάρμακο στον αγώνα για την καταπολέμηση των παθών. Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος συνιστά στους γαστρίμαργους: Όταν λάβης θέσι σε πλού­σιο τραπέζι, φάε έχοντας εμπρός σου την μνήμη του θανάτου και της Κρίσεως· ίσως έτσι να συγκράτησης ολίγο το πάθος. Και ενώ πίνεις, μην παύσης να θυμάσαι το όξος και την χολή του Δεσπότου σου. Έτσι ή θα εγκρατευθής, ή τουλάχιστον, αν δεν εγκρατευθής θα ταπεινωθής αναστενάζοντας.

Ακόμη συνιστάται η μνήμη παλαιών αμαρτημάτων, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για πάθη που έχουν πλέον ριζώσει και είναι δύσκολο ξερίζωτο αγκάθι και ατίθασον θηρίον με πολλάς κεφάλας, όπως αναφέρει ο Χρυσόστομος για τη φιλοδοξία:

Διότι όπως ακριβώς το σκουλήκι ροκανίζει τα ξύλα, εις τα οποία οφείλει την γέννησίν του, όπως η σκουριά κατατρώγει τον σίδηρον, από τον οποίον προέρχεται, και όπως ο σκώρος τα μάλλινα, έτσι και η κε­νοδοξία καταστρέφει την ψυχή, που την εκτρέφει. Δι' αυτό χρειάζεται συνεχής φροντίς, ώστε να εξαφανίσωμεν αυτό το πάθος. Αποτελεσματικό μέσο είναι η μνήμη των παλαιών μας αμαρτημάτων, συνιστά ο ίδιος πατέρας και αναφέρεται στον απόστολο Παύλο, που ορίσθηκε από τον Κύριο σκεύος εκλογής (Πραξ. θ' 15). Δε λησμονεί τα αμαρτήμα­τά του, ακόμη και μετά από τη συγχώρηση του και διακηρύσσει πως ο Χριστός, έσχατον πάντων ωσπερεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί. Εγώ γαρ ειμί ο ελάχιστος των αποστόλων, ος ουκ ειμί ικανός καλείσθαι απόστο­λος, διότι έδιωξα την εκκλησίαν του Θεού, χάριτι δε Θεού ειμί ο ειμί (Α' Κορ. ιε' 8-10).

Ο απόστολος Παύλος είχε τη συναίσθηση της χάριτος του Θεού εσκέπτετο το πέλαγος της φιλανθρωπίας του Θεού, αλλά ταυτόχρονα και τις δικές του αμαρτίες. Ακόμη και ο Αβραάμ, που αξιώνεται να συνο­μιλεί με το Θεό, αναφωνεί: Εγώ δε ειμί γη και σποδός (Γεν. ιn' 27).

Πρέπει ακόμη ο Χριστιανός να αξιολογεί σωστά τη σημασία των πραγμάτων της ζωής αυτής, σε σχέση με την αιώνια ζωή του. Στην πραγματικότητα τα δυσάρεστα ή τα ευχάριστα αυτής της ζωής δεν είναι αυτά που μένουν κακά ή αγαθά είναι εκείνα που ακολουθούν στη μέλλουσα ζωή.

Όποιος αισθανθεί αυτή την αλήθεια, αποκτά πνευματική παρηγοριά, που υπερβαίνει την υλοφροσύνη των παθών. Κατανοεί πως τίποτε δεν είναι ο πλούτος, τίποτε η πτωχεία, τίποτε η περιφρόνησις, τίποτε η τιμή, αλλ' εις σύντομον διάρκειαν και εις την ονομασίαν διαφέρουν μεταξύ τους (Χρυσ.). Αν αυτό δεν το κατανοήσουμε, κυνηγούμε σκιές.

Μέντοιγε εν εικόνι διαπορεύεται άνθρωπος, πλην μάτην ταράσσε­ται (ψαλμ. λη'/λθ' 7), πράγματι, εδώ ζεί ο άνθρωπος σαν σκιώδης εικόνα, ωσεί σκιά εκλήθησαν, καγώ ωσεί χόρτος εξηράνθην (ψαλμ. ρα'/ρβ' 12). Δεν ονομάζει σκιά μόνο τα αγαθά του ανθρώπου, αλλά και τα λυπηρά, είτε τον θάνατο, είτε την αρρώστια και οτιδήποτε άλλο, «άνθρωπος ματαιότητι ομοιώθη, αι ημέραι αυτού ωσεί σκιά παράγουσι» η ζωή του άνθρωπου παρέρχεται σαν τη σκιά (ψαλμ. ρμγ'/ρμδ' 4). «τούτο δε φημι, αδελφοί, ο καιρός συνεσταλμένος το λοιπόν εστίν, ίνα και οι έχοντες γυναίκας ως μη έχοντες ώσι, και οι κλαίοντες ως μη κλαίοντες, και οι χαίροντες ως μη χαίροντες, και οι αγοράζοντες ως μη κατέχοντες, και οι χρώμενοι τω κόσμω τούτω ως μη καταχρώμενοτ παράνει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου (Α' Κορ. ζ' 29-31).

Έτσι οι επιθυμίες και τα πάθη προέρχονται από ανώριμον σκέψιν, από παιδικήν νοοτροπίαν, λέγει ο Χρυσόστομος και προτρέπει: και ας επιδιώκομε παντού την αλήθειαν και όχι τας σκιάς, και εις τον πλούτον, και εις την ηδονήν και εις την απόλαυσιν και εις την δόξαν και εις την δύναμιν.

Παρόμοια αναφέρει και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, υπογραμμίζοντας τούς λόγους του ψαλμωδού· υιοί ανθρώπων, έως πότε βαρυκάρδιοι, ίνα τι αγαπάτε ματαιότητα και ζητείτε ψεύδος; (ψαλμ. δ' 3). Ματαιότητα εννοεί εδώ την παρούσα ζωή, την απόλαυση, τη μικρή δόξα, την ταπει­νή εξουσία και την απατηλή ευημερία, λέγει και καταλήγει πως αυτά είναι πράγματα τα οποία ανήκουν περισσότερο σε εκείνους που ούτε τα πε­ρίμεναν ποτέ, και μεταβιβάζονται πότε στον ένα και πότε στον άλλο, σαν τη σκόνη που παρασύρεται από ορμητικό άνεμο. Ότι ελπίς ασεβούς ως φερόμενος χνούς υπό άνεμου και ως πάχνη υπό λαίλαπος διωχθείσα λεπτή και ως καπνός υπό άνεμου διεχύθη και ως μνεία καταλύτου μονοήμερου παρώδευσε (Σοφ. Σολομ. ε' 14)· η ελπίδα που έχει για την ευτυχία ο ασεβής είναι σαν το χνούδι και σαν την πάχνη που τα δια­σκορπίζει ο άνεμος και η λαίλαπα· θυμίζει διαβάτη που κατέλυσε σε κά­ποιο μέρος μια μόνο μέρα και κατόπιν έφυγε.

Για να διδάξουν το ασταθές των παρόντων αγαθών οι Πατέρες ανατρέχουν στην ιστορία. Έτσι ένας από αυτούς λέγει: Η δεν ηξεύρομεν πόσα μεν χωράφια, πόσα δε σπίτια και πόσα έθνη και πολιτείαι δεν επήραν τα ονόματα άλλων κυρίων, ενώ εζούσαν ακόμη αυτοί που τα κατείχαν; Και ότι αυτοί μεν που άλλοτε υπήρξαν δούλοι, ανέβησαν εις τον θρόνον της εξουσίας, αυτοί δε που ωνομάζοντο κύριοι και δεσπόται, ηρκέσθησαν να σταθούν μεταξύ των υπηκόων και έσκυψαν το κεφάλι των εις τους δούλους των, όταν τα πράγματα άλλαξαν δι' αυτούς ξαφνικά, όπως αντιστρέφονται τα ζάρια;

Οι Πατέρες της Εκκλησίας συνιστούν ακόμη την επιθυμίαν του αιώνιου πλούτου, της αιώνιας δόξας και της αιώνιας χαράς. Το να επι­θυμεί κανείς να γίνει πλούσιος δεν είναι κακό. Όμως πρέπει να επιθυμεί να πλουτίσει εις Θεόν (Λουκ. ιβ' 21). Γι' αυτό και ο Κύριος σε άλλο σημείο λέγει: Θησαυρίζετε δε υμίν θησαυρούς εν ουρανώ, όπου ούτε σής ούτε βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ κλέπτουσιν όπου γαρ εστίν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών (Ματθ. στ' 20-21).

Ας σκεφθούμε λοιπόν, αγαπητοί, δια τους εαυτούς μας κάτι το φιλάνθρωπον. Και εάν γενικά θέλωμε το βάρος της ευπορίας να το κάνωμε κέρδος μας, ας το διαμοιράσωμεν εις πολλούς, οι οποίοι και θα το βαστάξουν με πολλήν χαράν και θα το εναποθηκεύουν εις απαραβίαστο ταμείο, τους κόλπους του Δεσπότου, όπου ο σκόρος δεν το καταστρέ­φει, ούτε οι κλέπται κάμνουν διάρρηξιν, ούτε κλέπτουν. Ας επιτρέψωμε εις τον πλούτον που θέλει να ξεχειλίση προς αυτούς που τον έχουν ανάγκη (Μ. Βασιλ.).

Εκείνος που χρησιμοποιεί το επιθυμητικό μέρος της ψυχής του για σαρκικές απολαύσεις, μπορεί να στρέψει την αγάπη του προς την από­λαυση των αιωνίων αγαθών. Έτσι η επιθυμία του δεν θα τον οδηγήσει στις ακάθαρτες ηδονές που τον κάνουν σιχαμερό, αλλά στο Θεό και στα αιώνια αγαθά που τον κάνουν αξιοζήλευτο και μακάριο.

Ο άνθρωπος που θα επιθυμήσει την δόξαν την παρά του μόνου Θεού (Ιω. ε' 44), δεν θα επιθυμήσει να λάβει τη δόξα των ανθρώπων. Μαζί με τον Πέτρο θα αναφωνήσει: Κύριε, καλόν έστιν ημάς ώδε είναι (Ματθ. ιζ' 4)· θα γίνει νεκρός ως προς τον κόσμο των παθών, σαν να έχει τη σάρκα του νεκράν και ανενέργητον παντελώς εις την αμαρτίαν και θα ζει μοναχά εις τον Θεόν, ωσάν οπού ενεργείται και κινείται από αυτόν, λέγει ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος· και αφού στοχασθής τον εαυτόν σου, συνεχίζει, πως είσαι εις τέτοιαν δόξαν, τότε θέλει φωνά­ξεις μαζί με τον θείον Παύλον μεγαλοφώνως, και με χαράν της ψυχής σου: Ευχαριστώ τω Θεώ μου, ότι ο νόμος του Πνεύματος της ζωής, ελευθέρωσέ με από του νόμου και του θανάτου της αμαρτίας˙ και από τότε πλέον και εις το εξής, δεν θέλει έχεις διαφοράν αρσενικού και θη­λυκού προσώπου, ουδέ θέλει βλαβής από αυτά ωσάν οπού έλαβες το κατά φύσιν και δεν βλέπεις πλέον παρά φύσιν τα πλάσματα του Θεού.

Ο ίδιος πατέρας της Εκκλησίας συνιστά να αποφεύγουμε τα πρό­σωπα εκείνα που μας βλάπτουν και γράφει: Αμή και όταν ευρίσκεσαι και συνομιλείς με άνδρας και με γυναίκας, θέλει μείνης αβλαβής και ακί­νητος από την κατά φύσιν στάσιν σου· και θέλει τους ιδής, και τους κοιτάζης, ωσάν μέλη Χριστού τίμια, και ναούς του Θεού. Αμή προ του να φθάσης σε τέτοιο μέτρον, και προ του να θεωρήσης εις τα μέλη σου την ζωοποιόν νέκρωσιν του Ιησού Χριστού, κάμνεις πολλά καλά, να φεύγης τα πρόσωπα όπου σού προξενούν βλάβην, εις τα οποία δεν είναι καμμία αιτία κακού ή σκανδάλου, όμως εμείς απατώμεθα, και συρώμεθα εις ατόπους επιθυμίας, δια μέσου της πορνικής αμαρτίας που κατοικεί μέσα μας.

Εξάλλου η προσήλωση της σκέψης μας στο θέλημα του Κυρίου, βοηθά στην αντιμετώπιση των παθών. Και αν ακόμη σού φανή ευχάρι­στος η πλεονεξία, λέγει ο Χρυσόστομος, σκέψου ότι ο Χριστός δεν την θέλει και αμέσως θα σού φανή δυσάρεστος˙ πάλιν εάν είναι ενοχληπκόν το να δίδης εις τους πτωχούς, μη σταματήσης την σκέψιν σου μέχρι την δαπάνην, αλλ' αμέσως μετάφερε την σκέψιν σου εις την συγκομιδήν των καρπών από τον σπόρον που ρίπτεις. Και όταν είναι φορτικόν το να περιφρονής τον έρωτα ξένης γυναικός, σκέψου τον στέφανον από αυτόν τον κόπον, και εύκολα θα υπομείνης τον κόπον διότι, εάν ο φόβος των ανθρώπων αποτρέπη από τα άτοπα πράγματα, πολύ πε­ρισσότερον ο πόθος του Χριστού.

Η αγάπη για τον Χριστό, και η ζωηρή ανάμνηση της δικής Του αγάπης είναι επίσης δραστικό όπλο στον αγώνα εναντίον των παθών.

Ο Ιωάννης της Κλίμακος, μιλώντας για την καταπολέμηση της οργής συνιστά την ανάμνηση των παθημάτων του Κυρίου. Έτσι, λέγει, αυτός που οργίζεται θα αισθανθεί ντροπή, αναλογιζόμενος την αγάπη και την ανεξικακία του Χριστού και χωρίς ντροπή θα τρέξει πρώτος να συμφιλιωθεί με τον αδελφό του. Εντρέπεσαι, λέγε μου, όταν πρόκει­ται πρώτος να κερδίσης; λέγει ο Χρυσόστομος και συνεχίζει: Αντι­θέτως μάλιστα πρέπει να εντρέπεσαι που παραμένεις εις το πάθος, και εκείνον που σε ελύπησε να τον περιμένης να έλθη προς συμφιλίωσιν διότι τούτο είναι αισχύνη και όνειδος και ζημία πολύ μεγάλη. Διότι εκείνος που θα έλθη πρώτος, εκείνος θα τα κερδίση όλα. Διότι αν αφήσης την οργήν παρακληθείς από άλλον, εις εκείνον υπολογίζεται το κα­τόρθωμα διότι δεν ετήρησες τον νόμον πειθόμενος εις τον Θεόν, αλλά χαριζόμενος εις εκείνον. Κι αν ο άλλος νομίσει πως τον φοβόμαστε; Αν μας περιγελάσει; Τότε η πράξη μας έχει μεγαλύτερη αξία, γιατί παρ' όλο που το γνωρίζαμε αυτό, όμως το υπομείναμε για την αγάπη του Θεού.

Η αίσθηση της παρουσίας του Κυρίου αποδιώκει από τον πιστό κά­θε ίχνος εντροπής, προκειμένου να θεραπεύσει το πάθος, ενώ η καρδιά του πλημμυρίζει από εντροπή στην περίπτωση που εμμένει σ' αυτό. Δεν είναι δυνατόν σ' ένα στρατιώτη να οργισθεί μπροστά στον Αρχιστράτηγο, λέγει κάποιος πατέρας της Εκκλησίας και καταλήγει: Εάν η πα­ρουσία ενός άνθρωπου ισότιμου ως προς τη φύση, ανώτερου ως προς το αξίωμα, εμποδίζει το πάθος, πολύ περισσότερο το εμποδίζει η σκέψη πως ο Θεός είναι παρών και βλέπει στην ψυχή του ανθρώπου το καθε­τί.

Για τον πιστό υπάρχει ακόμη η αίσθηση πως είναι μέλος του Σώμα­τος του Χριστού (Γαλ. γ' 27) και επομένως γνωρίζει πως στη ζωή του δεν έχουν θέση τα πάθη.

Από εκείνους οπού καταξιωθούν να γένουν ένα, να ενωθούν με τον Θεόν με την συνεργείαν του Αγίου Πνεύματος, και να γευθούν από τα ανεκλάλητα αγαθά του, κανένας δεν επιθυμεί άσπρα, ή φορέμα­τα, ή πέτρας τας νομιζομένας από ανόητους πολύτιμους· ουδέ αγαπά να προσηλώνη την καρδίαν του, να έχη προσπάθειαν εις πλούτον ρευστόν ακατάστατον όπου μεταφέρεται από άλλον εις άλλον ουδέ να γνωρίζε­ται από βασιλείς και άρχοντας, όπου δεν είναι άρχοντες τη αληθεία εξουσιασταί κύριοι, άλλ' εξουσιάζονται, κυριεύονται από πολλά πάθη' ουδέ νομίζει τους τοιούτους μέγα τι, και υψηλόν ουδέ λογίζεται πως αυτοί προξενούν περισσοτέραν δόξαν εις εκείνους όπου πλησιάζουν εις αυτούς· ουδέ θέλει επιθυμήσει κανένα άλλον από τους ονομαστούς, και ενδοξότερους εις τον κόσμον καθώς δεν θέλει επιθυμήσει τινάς να γέ­νη από πλούσιος πτωχός, ή από άρχοντας εξουσιαστής μεγάλος και πε­ρίφημος να γένη άτιμος, άδοξος καταφρονημένος, κατώτερος από όλους.

Αυτά υπογραμμίζει ο Αγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος και επανέρ­χεται πολλές φορές σ' αυτό το θέμα:

Διατί καθώς κάθε Υιός είναι όμοιος με τον πατέρα του, ότι και Υιός δεν ημπορεί να είναι, έξω μόνον εκ της φύσεως του πατρός του. Έτσι πρέπει και ο χριστιανός να έχη την ομοίωσιν του πονηρού διαβόλου δια μέσου των παθών της αμαρτίας. Το λοιπόν πρέπει να μάθωμεν και να γνωρίσωμεν την δυναστείαν του πονηρού διαβόλου, και πως μας δυνα­στεύει με δόλον, και απάτην και πως ημπορούμεν να χαλάσωμεν την δυ­ναστείαν του, και τότε να διδαχθούμεν, και να γνωρίσωμεν, και την βασιλείαν του Χριστού, δια να ζητήσωμεν αυτήν εν αληθεία, να έλθη, και να μας ελευθέρωση από τα δεσμά των παθών, και από την δουλείαν του πονηρού διαβόλου. Η οποία βασιλεία του Χριστού έρχεται μοναχά εις εκείνους όπου την γνωρίζουν, και οπόταν βασιλεύση εις αυτούς, τους κάμνει συμπολίτας με τους Αγγέλους.

Ο Κύριος υπογραμμίζει: Αμήν αμήν λέγω υμίν ότι πας ο ποιών την αμαρτίαν δούλος έστι της αμαρτίας. Ο δε δούλος ου μένει εν τη οικία εις τον αιώνα ο Υιός μένει εις τον αιώνα. Εάν ουν ο Υιός υμάς ελευ­θέρωση, όντως ελεύθεροι έσεσθε. (Ιω. η' 34-36)

Σχολιάζοντας τον λόγο αυτό ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέγει: πως ο Υιός, αφού γνωρίση την ελευθερία του Χριστού, μεταλαμβάνοντας και το Θείον Σώμα, και αίμα του, γίνεται ένα με τον Χριστόν. Και άφ' ου αγιασθή με αυτόν τον τρόπον, εάν έχη άσπρα τα έχει ωσάν να μην τα έχη, ότι τα στοχάζεται καθώς είναι φυσικά, ήγουν χώματα της γης. Και εάν έχη δόξαν ομοίως, και αυτήν την έχει, ωσάν να μη την έχη.

Ο Χριστιανός νοιώθει την αδυναμία του και την αναξιότητά του· όμως η συναίσθηση του ότι αποτελεί μέλος Χριστού τον ενθαρρύνει στον αγώνα του κατά του πονηρού. Λέγει ο Εφραίμ ο Σύρος: Αδελ­φός τις πολεμηθείς υπό της πορνείας, επίτιμων τον δαίμονα, έλεγεν ύπαγε εις το σκότος σατανά άραγε δεν γινώσκεις, ότι αν και είμαι ανά­ξιος, μέλη του Χριστού βαστάζω; Και ευθύς παραχρήμα έπαυεν ο ερεθι­σμός, καθ' ον τρόπον φυσών τις σβήνει τον λύχνον, ώστε αυτός καθ' εαυτόν εθαύμαζε δια τούτο και εδόξαζε τον Κύριον.

Μήπως όμως πρέπει κανείς να φύγει από τον κόσμο, προκειμένου να κατανικήσει τα πάθη; Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος υπογραμμίζει: Τι όμως παραγγέλλω; Και λουτρά να χρησιμοποιής και το σώμα σου να περιποιήσαι και να περιφέρεσαι εις την αγοράν και σπίτι να έχης και να σε υπηρετούν οι υπηρέται και να κάμνης χρήσιν των τροφίμων και των ποτών εις κάθε περίπτωσιν μόνο εκδίωξε την πλεονεξίαν. Διότι εκείνη είναι που γεννά την αμαρτίαν, και όταν το ίδιο πράγμα γίνεται εις υπερβολικόν βαθμόν, γίνεται αμαρτία. Η πλεονεξία δεν είναι τίποτε άλλο παρά αμαρτία. Και πρόσεχε! Όταν ο θυμός κινηθή περισσότερον του δέοντος, τότε εξερχόμενος βίαια υβρίζει, τότε κάμνει τα πάντα αδίκως, καθώς επίσης και η υπερβολική επιθυμία των σωμάτων, η επιθυμία των χρημάτων, της δόξης, όλων των άλλων.

Ισχυρά όπλα για την καταπολέμηση των παθών είναι η μελέτη της Αγίας Γραφής, λέγει ο Ισαάκ ο Σύρος και υπογραμμίζει: Κανένα άλλο πράγμα δεν είναι τόσο ισχυρόν, ώστε να αποβάλλη εκ της ψυχής του άνθρωπου τας ενθυμήσεις της παλαιάς ακολασίας, και ν' αποδιώξη τας μνήμας αυτής, αι οποίαι κινούνται και διεγείρονται κατά της σαρκός, και εξάπτουσι την φλόγα της αισχράς επιθυμίας όσον το να καταγίνηταί τις μετά πόθου εις την μελέτην της θείας γραφής, και να ζητή τα βάθη των νοημάτων αυτής....

Και πάλιν εάν ο νους, καταγινόμενος επιμόνως εις την μελέτην των θείων γραφών, δεν δυνηθή να είσδυση εις όλον το βάθος των νοημά­των ίνα κατανόηση όλους τους εις αυτήν την αγίαν Γραφήν εμπεριεχό­μενους θησαυρούς, είναι αρκετόν εις αυτόν αύτη η μελέτη κατά τον προς αυτήν πόθον του, ίνα δέσμευση ισχυρώς όλους τους λογισμούς αυτού εις ένα μόνον λογισμόν του θαύματος, όπως μη τρέχωσι πάλιν εις τας θελήσεις της σαρκός, καθώς ειπέ τις των θεοφόρων Πατέρων.

Η εγρήγορση και η εντατική προσευχή είναι επίσης σημαντικά όπλα στα χέρια του πνευματικού αθλητού. Ο Μ. Βασίλειος, απευθυνόμενος στους μοναχούς, λέγει στις Ασκητικές διατάξεις:

Όταν δε ο διάβολος επιχειρή να μας προσβάλη και σπεύδη να εξα­πόλυση με πολλή σφοδρότητα ως πυρακτωμένα βέλη, τους λογισμούς του κατά της αμέριμνου και ήρεμου ψυχής, και να την καύση αιφνιδίως και να υπενθυμίζη επί μακρόν χρόνον και επιμόνως εκείνα που υπέβα­λε μίαν φοράν, τότε πρέπει τας επίβουλος αυτάς να τας αντιμετωπίσωμεν με εγρήγορσιν και εντατικήν προσευχή, όπως ο αθλητής που απο­φεύγει τας λαβάς των αντιπάλων με την ακριβεστάτην προφύλαξιν και την ταχύτητα του σώματος, και να αναθέσωμεν εις την προσευχήν και εις την επίκλησιν της άνωθεν βοηθείας το τέλος του πολέμου και την αποφυγήν των βελών.

Ο αγώνας κατά των παθών είναι σκληρός· όμως ο πιστός γνωρίζει πως η νίκη δεν είναι αδύνατη. Αυτό αποδεικνύουν οι μυριάδες των αγίων, ανδρών και γυναικών. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει πα­ραδείγματα κοριτσιών, που δεν έφθασαν ακόμη το εικοστόν έτος της ηλικίας και που έζησαν την ζωήν των όλην είς τα εσώτατα δωμάτια της οικίας και ανετράφησαν με πολλάς περιποιήσεις, που είχαν γεμάτα τα δωμάτια των με μύρα και αλλάς αρωματικός ουσίας, που εκοιμώντο εις μαλακόν κρεββάτι και ήσαν οι ίδιαι μαλακαί εκ φύσεως και με την πολλήν περιποίησιν έγιναν μαλθακώτεραι, που όλην την ημέραν δεν είχαν κανένα άλλο έργον, παρά να καλλωπίζονται και να φορούν χρυσά κο­σμήματα και να χαίρωνται τας πολλάς απολαύσεις, που ούτε τον εαυτόν των δεν φροντίζουν, άλλ' έχουν πολλάς υπηρεσίας που τας παραστέ­κουν, που έχουν μαλακά ενδύματα, μαλακώτερα από το σώμα των, λε­πτά και απαλά σινδόνια, ασχολούμενοι συνεχώς με τα ρόδα και με πα­ρόμοιας ευωδίας, αυταί λοιπόν αι κόραι, καταληφθείσαι αιφνιδίως από το πυρ της εις Χριστόν πίστεως, αφού απέβαλον όλην εκείνην την βλακείαν και την αλαζονείαν, και ελησμόνησαν τας απολαύσεις και την ηλικίαν των, αφού εγκατέλειψαν, ωσάν γενναίοι αθληταί, όλας εκείνας τας ανέσεις, εισήλθον εις τον στίβον των αγώνων.

Ο πιστός πρέπει να γνωρίζει ότι ο αντίδικος παραμονεύει παντού· γι' αυτό και γρηγορεί. Όμως ταυτοχρόνως έχει τη συναίσθηση πως δεν τον πολεμεί μόνος, ούτε στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις:

Ταπεινώθητε ουν υπό την κραταιάν χείρα του Θεού, ίνα υμάς ύψωση εν καιρώ· Πάσαν την μέριμναν υμών επιρρίψαντες έπ' αυτόν, ότι αυτώ μέλει περί υμών, νήψατε, γρηγορήσατε- ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη ω αντίστητε στερεοί τη πίστει, ειδότες τα αυτά των παθημάτων τη εν κόσμω υμών αδελφότητι επιτελείσθαι. Ο δε Θεός πάσης χάριτος, ο καλέσας υμάς εις την αιώνιον αυτού δόξαν εν Χριστώ Ιησού ολίγον παθόντας, αυτός καταρτίσει υμάς, στηρίξει, σθενώσει, θεμελιώσει (Α' Πέτρ. ε' 6-10).

Σχολιάζοντας ο Χρυσόστομος υπογραμμίζει: Αυτό δε το είπε επει­δή ήθελε να τους κάνη να είναι περισσότερον ισχυροί και να τους πείση να έχουν μεγαλύτερην οικειότητα με τον Θεόν. Διότι εκείνος που βλέπει τον εχθρόν να στέκεται μπροστά του, τρέχει με περισσοτέραν προθυμίαν και ενώνεται με εκείνον που είναι εις θέσιν να τον βοήθη­σα Καθ' όμοιον τρόπον λοιπόν και τα παιδιά, όταν ιδούν κάτι από τα φοβερά, τρέχουν εις την αγκαλιάν της μητέρας των και αφού κρεμασθούν από τα ρούχα της κρατούνται από αυτά νοιώθοντα ασφάλειαν, και μολονότι πολλοί τα τραβούν πολλές φορές δια να τα πάρουν, αυτά δεν αποχωρίζονται από αυτά.

Η πάλη για την καταπολέμηση των παθών είναι έργο του άνθρωπου· ο πιστός έχει τη συναίσθηση πως μαζί του βρίσκεται ο Κύριος και η νί­κη κερδίζεται με τη δική Του επέμβαση· αρκεί ο ίδιος να συνεχίσει ακλόνητος τον αγώνα. Ακόμη κι αν αισθάνεται πως η πονηρή του προ­αίρεση τον απομακρύνει από τον αγώνα, ο πιστός πρέπει να τον συνε­χίσει. Γι' αυτό το θέμα αναφέρει ο Μακάριος ο Αιγύπτιος:

Πρέπει λοιπόν, πρώτα - πρώτα κάποιος που αφιερώνεται στον Κύ­ριο, έτσι να αγωνίζεται για το αγαθό, ακόμα κι αν δεν θέλει η καρδιά του, κάνοντας την να περιμένει πάντοτε με αλόγιστη πίστη το έλεος του Θεού, ν' αγωνίζεται για την αγάπη, όταν δεν έχει αγάπη, ν' αγωνίζεται για ν' αποκτήσει πραότητα όταν δεν έχει πραότητα, ν' αγωνίζεται για να κάνει την καρδιά του ευσπλαχνική και ελεήμονα, ν' αγωνίζεται να είναι μακρόθυμος όταν περιφρονείται και καταφρονείται... να πιέζει τον εαυτό του στην προσευχή, όταν η προσευχή δεν είναι πνευματική. Και έτσι ο Θεός, βλέποντάς τον ν' αγωνίζεται με αυτό τον τρόπο... του δίνει την αληθινή αγάπη, την αληθινή πραότητα, καρδιά ευσπλαχνική, αληθινή κα­λοσύνη και με λίγα λόγια τον γεμίζει με τους καρπούς του Πνεύματος.

Λοιπόν το να εκριζωθεί η αμαρτία και το κακό που υπάρχει μαζί της, αυτό είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί μόνο με τη θεία δύναμη. Δεν είναι κατορθωτό και δυνατό στον άνθρωπο να εκριζώσει την αμαρτία μόνο με τη δική του δύναμη. Το να παλαίψεις μαζί της, το να μάχεσαι εναντίον της, το να δείρεις και να δαρείς, είναι δικό σου έργο, η εκρί­ζωσή της όμως είναι έργο του Θεού. Διότι αν εσύ μπορούσες να το κά­νεις αυτό, τότε τι θα εχρειάζετο ο ερχομός του Κυρίου; Διότι, όπως δεν είναι δυνατόν στο μάτι να βλέπει χωρίς το φως, ή να μιλάει κανείς χω­ρίς τη γλώσσα, ή να ακούει χωρίς τα αυτιά ή να περπατάει χωρίς τα πό­δια, κατά τον ίδιο τρόπο δεν μπορεί να σωθεί ή να μπει στη βασιλεία των ουρανών κάποιος χωρίς το Χριστό (Μακάριος ο Αιγύπτιος).

Η χάρη του Αγίου Πνεύματος είναι το μεγαλύτερο όπλο εναντίον των παθών όπου η χάρη είναι παρούσα, εκεί δεν μπορεί να σταθεί πά­θος. Έτσι στην Κλίμακα του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου παρουσιάζε­ται ο πονηρός να λέει:

Εμένα με πολεμεί, αλλά δεν με νικά η μνήμη των αμαρτημάτων. Υπερβολικά με εχθρεύεται η σκέψις του θανάτου. Εκείνο όμως που με καταστρέφει τελειωτικά, δεν υπάρχει στους ανθρώπους. Όποιος απέ­κτησε μέσα του τον Παράκλητον, Τον παρακαλεί εναντίον μου. Και Εκείνος καμφθείς από τις ικεσίες δεν με αφίνει να ενεργώ με εμπάθεια. Αυτοί που δεν εγεύθηκαν την χάρι του Παρακλήτου, επιζητούν οπωσ­δήποτε να γλυκαίνωνται από την Ιδικήν μου ηδονή (Κλίμαξ). Και ο Ισαάκ ο Σύρος γράφει: Γνώριζε λοιπόν, ότι αυτό το να ίστασαι και να μη πίπτης εις τα πάθη, δεν είναι ιδικόν σου, ούτε της αρετής σου χάρι­σμα, αλλ' υπάρχει έργον της θείας προνοίας, ήτις σε βαστάζει εις τας παλάμας της χειρός αυτής, ίνα μη φοβηθής. Ταύτα έχε εις το νουν σου εν καιρώ της χαράς, όταν επαρθή ο λογισμός σου, είπεν ο πατήρ ημών Άγιος Μάρκος, και κλαύσον, και δάκρυσον, και ενθυμού τα παραπτώ­ματα σου, εις τα οποία πίπτεις εν καιρώ της παραχωρήσεως σου ίνα ελευθερωθής εκ της επάρσεως και απόκτησης εκ των τοιούτων λογισμών ταπείνωσιν μη απελπισθής όμως, αλλά δια των λογισμών της ταπεινώσεως εξιλέωσον τον Θεόν.

Αν ο πιστός διατηρήσει με τη μυστηριακή ζωή την ενότητα του με το Χριστό και ενηλικιωθεί πνευματικά (Εφεσ. δ' 13-14), είναι απρόσβλη­τος από τα πάθη. Μέχρι τότε έχει ανάγκη από χειραγωγό˙ από το μυ­στήριο της εξομολογήσεως. Εκείνο όμως που συντρίβει τον εχθρό είναι η άξια προσέλευση στη Θεία Κοινωνία. Γι' αυτό λέγει ο Χρυσόστομος: Πως θα απαλλαγούμε λοιπόν από αυτό το σαράκι; Αν πιούμε φάρμακον, που έχει την δύναμιν να νεκρώνη τα σκουλήκια και τα φίδια που έχομε μέσα μας. Ποίον είναι το φάρμακον που έχει την δύναμιν αυτήν; Το τίμιον αίμα του Χριστού, αν το πάρωμε με ειλικρίνειαν. Αυτό έχει ασφαλώς την δύναμιν να εξαλείψη κάθε αρρώστιαν και μαζί μ' αυτό η προσεκτική ακρόασις των θείων Γραφών και η φιλανθρωπία που θα συνοδεύση την ακρόασιν αυτήν.

Κλείνοντες το κεφάλαιο για τα πάθη παρατηρούμε πως η αιτία τους δεν βρίσκεται στο σώμα, αλλά στην πονηρή προαίρεση του άνθρωπου. Το σώμα δόθηκε στον άνθρωπο σαν όργανο της αρετής εν Χριστώ γίνεται ναός του Θεού και κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Τα πάθη μπορεί να έχουν την αφορμή τους στους πονηρούς λογισμούς του δια­βόλου, όμως δεν δημιουργούνται χωρίς τη συνεργασία μας. Τούτο γί­νεται όταν η ψυχή του άνθρωπου παύσει να κατευθύνει και να χρησι­μοποιεί το σώμα σαν όργανο ασκήσεως της αρετής.

Υπάρχουν διάφορα πάθη· είναι η φιληδονία, που στρέφεται εναντίον του σώματος του άνθρωπου και μολύνει το μέλος Χριστού, η γαστριμαργία, που είναι η θύρα όλων των παθών και η πλεονεξία, που είναι κατάχρηση των υλικών αγαθών και είδος ειδωλολατρίας. Είναι ακόμη η φιλοδοξία, που είναι αυτοεξύψωση και αυτονόμηση του πλάσματος από τον Πλάστη του (προπατορικό αμάρτημα) και μπορεί να οδηγήσει και μέχρι την παραφροσύνη. Είναι η κατάκριση, που αποτελεί σφετερισμό του δικαιώματος του Θεού, στον όποιο ανήκει η κρίση και είναι ασυμ­βίβαστη με τη μετάνοια, και επομένως κλείει το δρόμο προς το έλεος και τη χάρη του Θεού. Το ίδιο παρατηρούμε και για το πάθος του φθόνου, που στρέφεται κατά του σώματος του Χριστού, το όποιο κυριολεκτικά διαμελίζει. Είναι η οργή, που εξαφανίζει την ταπείνωση και μαζί μ' αυτή τη σωτηρία.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας συνιστούν περιφρόνηση στους πονηρούς λογισμούς, όχι κατά μέτωπο αγώνα. Πρέπει να σταματήσουμε το κακό στο ξεκίνημα του. Με τους πειρασμούς ο πιστός που αγωνίζεται ασκείται στην ταπείνωση και στην αυτοκυριαρχία· δεν αφήνει τους λογισμούς να εξελιχθούν σε επιθυμία και σε πάθος. Όταν όμως αυτό γίνει, τότε ο πό­λεμος είναι σκληρός. Γιατί ο δρόμος της κακίας φαίνεται τότε στον άνθρωπο ευχάριστος, ενώ ο δρόμος της αρετής του φαίνεται δύσκολος.

Δεν είναι κακό το να πολεμάται κανείς από τα πάθη· ο πόλεμος αυτός προφυλάσσει το δόκιμο αγωνιστή από την υπερηφάνεια. Όμως πρέπει τη μάχη να την κερδίσει από την αρχή στο λογισμό. Ο Διάβολος πα­ρουσιάζει στην αρχή το πάθος σαν κάτι μικρό και ασήμαντο και όταν κάποιος παγιδευθεί τότε φροντίζει να το μεγεθύνει τόσο πολύ, ώστε να τον οδηγήσει στην απόγνωση. Αυτός είναι ο πιο μεγάλος κίνδυνος για τον αμαρτωλό.

Όταν το πάθος γίνει χρόνια αρρώστια, πρέπει κανείς να επιδιώκει να κάνει μικρά βήματα για να θεραπευθεί. Σ' αυτό τον αγώνα είναι χρή­σιμη η μνήμη του θανάτου, όπως και η μνήμη των παλαιών αμαρτημά­των. Οι πατέρες συνιστούν ακόμη ορθή αξιολόγηση των πραγμάτων αυτού του κόσμου, όχι υπερτίμηση του, γιατί όλα είναι παροδικά και μά­ταια. Αν κάποιος είναι υποδουλωμένος στο πάθος της επιθυμίας, πρέ­πει να στρέψει την επιθυμία του στην απόλαυση των αιωνίων αγαθών. Τότε οι επιθυμίες του δεν θα στραφούν προς το κακό. Αν ζητά την δό­ξα, τότε να στρέψει την επιθυμία του στην δόξα παρά του Θεού και μ' αυτό τον τρόπο θα γίνει νεκρός ως προς την αγάπη του κόσμου.

Η αγάπη και ο πόθος για τον Χριστό απομακρύνει τον πιστό από καθετί που είναι ασυμβίβαστο μ' αυτό τον πόθο. Η αίσθηση της συνεχούς παρουσίας του Χριστού στη ζωή του πιστού δημιουργεί το συναί­σθημα της ντροπής κάθε φορά που ο άνθρωπος θα στραφεί προς την αγάπη του κόσμου. Ο πιστός έχει τη συναίσθηση πως είναι μέλος Χριστού και επιθυμεί πάντοτε την ομοίωση του Χριστού μέσω των αρετών σ' αυτό το φρόνημα δεν έχουν θέση τα αμαρτωλά πάθη.

Η νίκη κατά των παθών δεν είναι κάτι άπιαστο και ακατόρθωτο για τον άνθρωπο· το αποδεικνύουν οι μυριάδες ανδρών και γυναικών που κατανίκησαν τα πάθη. Γι' αυτό οι πατέρες της Εκκλησίας συνιστούν εγρήγορση και συνεχή πνευματικό αγώνα. Όμως ο πιστός δεν έχει τη συναίσθηση πως σ' αυτό τον αγώνα είναι μόνος η στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις. Η χάρη του Θεού είναι το ακατανίκητο όπλο για τον κα­θένα που ζει συνειδητά τη ζωή της Εκκλησίας.

Ο Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής αναφέρει πως η άσκηση της αρετής γίνεται με τις εντολές, με τα δόγματα και με την πίστη. Τα τρία αυτά πηγαίνουν μαζί και είναι χαρακτηριστικά για την ορθόδοξο αγιοπνευματική ζωή.

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ - ΑΘΗΝΑ 1997.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου