Σάββατο 24 Αυγούστου 2019

Κλονισμενη πιστι – τσακισμενη ηθικη.

Κλονισμενη πιστι – τσακισμενη ηθικη

«Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾽ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;» (Ματθ. 17,17)

δαιμονισμεν. ιστ 
Θὰ προσπαθήσω, ἀγαπητοί μου, ὅσο μπο­ρῶ νὰ δώσω μιὰ ἐξήγησι στὸ σημερινὸ ἱ­ερὸ εὐαγγέλιο μὲ λίγα λό­για.

* * *

⃝Ὁ Χριστὸς βρισκόταν μὲ τοὺς τρεῖς πιὸ θερμοὺς καὶ ἀγαπημένους μαθητάς του ἐπάνω στὸ ὄρος Θαβώρ. Ἐκεῖ ἔγινε ἡ ἔνδοξος Με­­ταμόρφωσίς του, τῆς ὁποίας τὴ μνήμη ἑ­ορτά­ζουμε στὶς 6 Αὐ­γούστου. Ἀλλ᾽ ἐνῷ ἐκεῖ­νος ἦ­ταν ἐκεῖ μὲ τοὺς τρεῖς μαθητάς, οἱ ἄλ­λοι ἐν­νέα μαθηταὶ ἔμειναν στοὺς πρόποδες τοῦ βουνοῦ. Ἐν τῷ μεταξὺ μαζεύτηκε κό­σμος καὶ κάποιος ταλαιπωρημένος πατέρας ἔ­φερε τὸ παιδί του, ποὺ ἦταν ἄρρωστο βαρειά, καὶ τοὺς ζήτησε νὰ τὸ θεραπεύσουν.
Τὸ παι­δὶ σεληνι­αζόταν ὅπως λέει τὸ εὐαγγέλιο (Ματθ. 17,15)· ἔπασχε δηλαδὴ ἀπὸ δαιμονικὲς προσβο­λὲς ποὺ συνδέονταν μὲ φάσεις τῆς σε­λήνης. Αἰτία τοῦ κακοῦ βέβαια δὲν ἦταν ἡ σελή­νη· τὶς δαιμονικὲς κρίσεις τὶς προκαλοῦ­σε ὁ πονηρὸς σὲ συγκεκριμένες ἡμέρες, γιὰ νὰ θεωρηθῇ ὡς αἰτία τῆς ταλαιπωρίας τοῦ παι­διοῦ ἡ σελήνη, τὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔτσι ἐμμέσως νὰ κατηγορῆται ὁ Θεός. Τὸ παι­δὶ ἔ­πε­φτε κάτω, χτυπιόταν μὲ ἀφροὺς ἀ­­­­­πὸ τὸ στό­μα, ἔβγαζε φωνὲς ἄγριες, σπάραζε ὅ­πως τὸ ψάρι ὅταν τὸ βγάζῃ ὁ ψαρᾶς ἀπὸ τὴ θάλασ­σα, ὑπέφερε φοβερά.
Ὁ πατέρας ὁπωσδήποτε θὰ τὸ πῆγε καὶ σὲ γιατρούς, μὰ δὲν μπόρε­σαν νὰ τὸ κάνουν καλά· θὰ μεταχειρίσθηκε ἀ­σφα­λῶς καὶ φάρμακα δι­άφορα, μὰ δὲν ἔ­φεραν ἀποτέλεσμα· ἡ ἀσθένεια, ἢ μᾶλλον τὸ δαιμόνιο, δὲν ἐν­­νοοῦσε νὰ φύγῃ. Ὁ σατανᾶς εἶχε στή­σει καλὰ τὴ φωλιά του μέσα στὸ σῶ­μα ἐ­κεῖνο καί, λὲς καὶ ἦταν ἰ­διοκτήτης, δὲν ἐννοοῦσε νὰ τ᾽ ἀφήσῃ. Ἀ­πελπισμένος μετὰ ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ ὁ πατέρας ἀποφάσισε νὰ τὸ φέρῃ στὸ Χριστό. Βρίσκει τοὺς μα­θητὰς καὶ τοὺς παρακαλεῖ νὰ τοῦ θεραπεύ­σουν τὸ παιδί. Μὰ οὔτε καὶ οἱ ἀπόστολοι κατάφεραν νὰ νικήσουν τὸ δαιμόνιο. Ἡ ἀπελπισία τοῦ πατέρα κορυφώθηκε.
Πάνω στὴν ὥρα ἔρχεται ὁ Χριστός· καὶ τώρα ὅ,τι δὲν κατάφεραν νὰ κάνουν οἱ γιατροὶ καὶ τὰ φάρμακα, ὅ,τι δὲν μπόρεσαν οὔτε οἱ ἀ­πόστολοι, θὰ τὸ κάνῃ ἐκεῖνος. Γιατὶ αὐ­τὸς εἶ­νε ὁ παν­τοδύναμος γιατρός, ποὺ χωρὶς φάρ­μακα, χωρὶς κλινικὲς καὶ ἔξοδα, θεραπεύει τὸν ἄνθρωπο πλήρως, ψυχικῶς καὶ σωματικῶς.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ κάνῃ τὴ θεραπεία ὁ Χριστὸς θέλει κάτι. Τί ζητάει; ὄχι χρήματα, οὔτε κάτι ἄλλο παρόμοιο, ἀλλὰ τί· πίστι! Ὁ Χριστός μας εἶ­νε πλούσιος, γεμᾶτος δῶρα. Γιὰ νὰ πά­ρῃς ὅ­μως κάτι ἀπὸ τὰ δῶρα του, πρέπει ν᾽ ἁ­πλώ­σῃς κ᾽ ἐσὺ τὸ χέρι σου· καὶ «χέρι» εἶνε ἡ πίστι· μ᾽ αὐτὴν μποροῦ­με νὰ πάρουμε ὅ,τι ἔ­χου­με ἀνάγκη. Στὸν πατέρα τοῦ δαιμονιζομέ­νου παιδιοῦ δὲν ὑ­πῆρχε δυστυχῶς δυνατὴ πί­στι. Καὶ μόνο σ᾽ αὐτόν;
Οὔτε καὶ στοὺς παρισταμένους ἐκεῖ ἀκροατάς. Ἀ­φήνω τοὺς ἄλ­λους, τοὺς ἐχθρούς, γραμματεῖς καὶ φα­ρισαίους· αὐτοὶ ὄχι μόνο δὲν πίστευαν, ἀλλὰ ζητοῦσαν καὶ νὰ δηλητηριάσουν ὅλους τοὺς ἄλ­λους, νὰ κλονίσουν τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ λαοῦ ὅτι ὁ Ναζωραῖος εἶνε ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ· ζητοῦσαν νὰ ἐξοντώσουν τὸ Χριστό.
Στὸ σύνολο λοιπὸν τοῦ πλήθους ἐκείνου, ποὺ εἶχε μαζευτῆ ἐκεῖ, δὲν ὑπῆρχε ἡ πίστι ποὺ ζητάει ὁ Θεός. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστός, βλέπον­­τας τοὺς συγ­­κεν­τρωμένους καὶ γνωρίζον­τας τὸ φρό­νημά τους, ὑψώνει φωνὴ καὶ τοὺς ἐ­λέγχει· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕ­ως πό­τε ἔσομαι μεθ᾽ ὑμῶν; ἕως πότε ἀ­νέξομαι ὑ­μῶν;» (Ματθ. 17,17). Πόσο δίκιο εἶχε! Τρία χρόνια δίδασκε, θαύματα πρωτάκουστα εἶ­χε δείξει, μὰ αὐτοὶ ἀκόμη δὲν τὸν πίστευαν πλήρως.
⃝ Μοῦ φαίνεται ὅμως, ἀδελφοί μου, ὅτι, ἂν ὁ Χριστὸς ἐρχόταν πάλι σήμερα κ᾽ ἐπιθεωροῦ­σε τώρα τὴ δική μας ζωή, τὸν ἴδιο ἔλεγχο θὰ ἔ­­κανε, τὰ ἴδια λόγια θὰ ἔλεγε. Εἴμαστε κ᾽ ἐ­μεῖς σήμερα, ὅ­πως ἐκεῖνοι τότε, «γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη».
Εἴμαστε ἄπιστοι. Δὲν πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι. Σὲ λίγες ψυχὲς τὸ καντήλι τῆς πίστεως δι­­­ατηρεῖται ἀκόμη ἀναμμένο. Οἱ πολλοὶ πιστεύ­ουν ὅ,τι ἐπιβάλλει ἡ κοινὴ γνώμη μὲ τὰ μέσα ποὺ διαθέτει, ὅ,τι γράφουν οἱ ἐφημερίδες, ὄχι αὐ­τὰ ποὺ γράφει τὸ Εὐαγγέλιο. Γι᾽ αὐ­τὸ καὶ ἐπικρατεῖ σὲ μεγάλο βαθμὸ πλάνη. Ἡ Ἐκ­κλησία, λένε, εἶνε ἄχρηστη, δὲν μᾶς χρειά­ζε­ται!… Δὲν πι­στεύουν ὅτι ὑ­πάρχει Θεὸς ποὺ θὰ μᾶς κρίνῃ, μέλλουσα ζωή, παράδεισος, κόλασι. Ποιός τὴν εἶδε, σοῦ λένε, τὴν ψυχή; δὲν ὑ­­πάρχει… Μὰ τότε τί ὑ­πάρ­χει; μόνο μιὰ κοιλιά, ποὺ πρέπει κάθε τόσο νὰ τὴ γεμίζουμε; Γι᾽ αὐ­τὸ καταντήσαμε σὰν τὰ ζῷα, ποὺ ὅταν φᾶνε τὸ σανό τους τότε μόνο μένουν εὐχαρι­στημένα. Θεός, σοῦ λένε, δὲν ὑπάρχει… Λοι­πὸν τί ὑ­πάρ­χει; Τὸ χρῆ­μα· ἂς ἔχω ἐγὼ χρῆ­μα, σοῦ λέει, καὶ κάνω ὅ,τι θέλω… Πιστεύει δηλαδὴ στὸ χρῆμα, δὲν πιστεύει στὸ Θεό.
Οἱ ἰδέες αὐτὲς εἶνε σατανικές· μόλυναν τὴν πατρίδα, κλόνισαν τὴν πίστι τοῦ λαοῦ. Ποῦ εἶ­νε ἡ εὐλάβεια τῶν περασμένων γενε­ῶν, ἡ ἀ­δελφικὴ ἀγάπη, ἡ εὐ­σπλαχνία, ἡ ἀλληλοβοήθεια, ἡ προσ­­ευχή, ὁ ἐκ­κλησιασμός;… Ἀφήσαμε τοὺς κλέφτες καὶ μᾶς πῆραν τὴν «ψυχή», τὸ πολυτιμότερο πρᾶγμα ποὺ εἴχαμε, τὴν πίστι μας. Καὶ χωρὶς πίστι ὁ ἄνθρωπος βαδίζει σὰν τυφλὸς μέσ᾽ στὰ σκοτάδια…
Εἴμαστε καὶ διεστραμμένοι – διεφθαρμένοι. Ἀφοῦ χάσαμε τὴν πίστι, ἑπόμενο ἦταν νὰ χάσουμε καὶ τὴν ἠθική μας. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχασε τὰ μάτια του χάνει καὶ τὸ δρόμο του. Ὤ πόσο ἄλ­λαξε ἡ κοινωνία μας! Διαφθορὰ στὰ σπίτια, στὰ σχολεῖα, στὴν ἀγορά, στὴ ζωή. Διαφθορὰ σὲ ἄντρες – γυναῖκες, γέρους – νέους, ἀ­κόμα καὶ σὲ μικρὰ παιδιά· ἀκοῦς μικρὸ παι­δὶ καὶ βαστημάῃ τὰ θεῖα! βλέπεις παιδιὰ νὰ μὴ σέβων­­ται τοὺς μεγαλυτέρους. Ἡ γυναίκα ἀ­τιμάζει τὸν ἄντρα της, ὁ ἄντρας ἀπατᾷ τὴ γυναῖκα του, ἀλλάζουν σύζυγο ὅπως ἀλλάζουν ἔν­δυμα. Ὁ ἕνας ζητάει νὰ ἐξοντώσῃ τὸν ἄλλο. Ἀλήθεια μὴν περιμένεις· ζοῦμε μέσα στὸ ψέμα.
Πρὸ ἡμερῶν κάποιος δικαστικὸς μοῦ ἔλεγε μὲ θλῖψι· –Πρέπει νὰ κλείσουν τὰ δικαστή­­ρια. –Γιατί; τὸν ἐρωτῶ. –Δὲν λένε ἀλήθεια οἱ ἄνθρωποι· ἀπὸ τοὺς 100 ποὺ καταθέτουν ζήτη­μα ἂν οἱ 10 ἀληθεύουν, οἱ ἄλλοι ψεύδον­ται… Ἐκεῖ φτάσαμε· ἁπλώνει ὁ ἄλλος φαρδὺ – πλα­τὺ τὸ χέρι του ἐπάνω στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ παίρνει ψεύτικο ὅρκο.
Ὀσμὴ ἀποσυνθέσεως! Ἀπὸ τοὺς 100 νέους οἱ 75 ἔχουν μολυνθῆ· τοὺς σάπισε ἡ ἁμαρτία. Ἡ οἰκογένεια διαλύεται· οἱ μητροπόλεις ὑπογράφουν καθημερινῶς διαζύγια καὶ οἱ δικηγό­ροι ἔχουν χρυσὲς δουλειές· ζεύγη ἀστεφά­νωτα ὑπάρχουν σὲ κάθε μέρος. «Καλλιτέχνιδες» τρέχουν τὴ νύχτα ἀπὸ πόλι σὲ πόλι καὶ ἀ­πὸ κέντρο σὲ κέν­τρο, γιὰ νὰ σκορπίσουν τὸ μόλυσμα τῆς σαρκικῆς ἀκαθαρσίας.
Ἄχ! κάποτε ἡ πατρίδα μας ἦταν μία ἀμόλυν­τη παρθένος, ἕνα δέντρο ποὺ ὕψωνε ὁ­λόισια τὴν κορυφή του στὸν οὐρανό· τώρα μο­λύνθηκε, ὁ κορμός του στράβωσε, τὰ κλαδιά του γύρισαν πρὸς τὰ κάτω, εἶνε σκυμμένα πάνω στὴν κοπριὰ τῆς ἁμαρτίας…
⃝ Εἴμαστε λοιπὸν μία «γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη». Δὲν ἀρκεῖ ὅμως μόνο νὰ τὸ ὁμολογοῦμε· πρέπει καὶ νὰ φροντίσουμε νὰ γίνουμε πάλι μία γενεὰ πιστὴ καὶ καθαρή, ὅπως ἦταν οἱ προπάτορές μας. Ὁ ἄρρωστος δὲν ἀρ­­­κεῖ νὰ παραδέχεται ὅτι εἶνε ἄρρωστος· πρέπει καὶ νὰ τρέξῃ στὸ γιατρό, νὰ πάρῃ φάρμακα, νὰ ἐφαρμόσῃ τὴν δίαιτα, γιὰ νὰ γίνῃ καλά.

* * *

Ἐμεῖς τί νὰ κάνουμε, ἀγαπητοί μου;
Τὸ πρῶτο ποὺ χρειάζεται εἶνε, νὰ κλείσουμε τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς στὶς φωνὲς τῆς ἀπιστί­ας. Μὴν ἀκοῦτε τί λένε οἱ ἄπιστοι. Αὐτοὶ εἶνε σὰν τοὺς δαιμονισμένους· ἔχουν ῥίξει τὸν ἑ­αυτό τους στὴ φωτιὰ τοῦ δι­αβόλου, καὶ θέλουν νὰ ῥίξουν καὶ ἄλλους ἐκεῖ.
Ἔπειτα πρέπει νὰ πλησιάσουμε τὸ Χριστό, νὰ γονατίσουμε μπροστά του ὅπως ὁ πατέρας τοῦ δυστυχισμένου παιδιοῦ καὶ μὲ πίστι καὶ πόνο νὰ τοῦ ποῦμε· Κύριε, ἁμαρτήσαμε, σ᾽ ἐγκαταλείψαμε. Ἀφήσαμε τὴν ἁγία σου Ἐκ­κλησία καὶ τρέξαμε ἐκεῖ ποὺ μᾶς καλεῖ μὲ τὰ ἀπατηλὰ τραγούδια του ὁ σατανᾶς. Καὶ δές μας ποῦ καταντήσαμε· χάσαμε τὴ μεγά­λη κλη­­­ρονομιὰ τῶν πατέρων μας· καὶ τώρα, χωρὶς πίστι, χωρὶς ἠθική, σὰν τυφλοὶ καὶ ψωμοζῆ­τες, γυρίζουμε ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ. Ἀλλὰ ἤδη μετανο­οῦμε. Θέλουμε νὰ ζήσουμε ὅπως οἱ πατέρες μας. Δός μας, σὲ παρακαλοῦμε, τὴν πίστι τὴ με­γάλη. Μόνο μ᾽ αὐτὴν μποροῦμε νὰ τινάξου­με στὸν ἀέρα τὰ κάστρα τοῦ διαβόλου, νὰ ἐ­λευ­θερωθοῦμε ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ ἐ­χθροῦ, καὶ ἐλεύθεροι θὰ βαδίσουμε τὸν ὡ­ραῖο δρόμο τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ἀρετῆς, καὶ νὰ γίνουμε πάλι μία γενεὰ εὐσεβής, ὑπόδειγμα στὸν κόσμο. Χριστέ, βοήθησέ μας γιὰ νὰ ξημερώ­σῃ πάλι μεγάλη ἡμέρα στὸ ἔθνος μας. Δός μας, Κύριε, πίστι ν᾽ ἀνορθωθοῦμε!
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπὸ τὸ χειρόγραφο ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας καὶ πιθανῶς τὴν 1-8-1939. Ἀνάγνωσις, στοιχειοθεσία, μεταφορὰ σὲ ἁπλῆ γλῶσσα καὶ μικρὴ ἀναπλήρωσις 18-7-2019.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου