Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες οι εν Σεβαστεία
(320): Αγγίας ο καπικλάριος (δεσμοφύλακας), Αγλάϊος, Αειθαλάς, Αέτιος,
Αθανάσιος, Ακάκιος, Αλέξανδρος, Βιβιανός, Γάιος, Γοργόνιος, Γοργόνιος,
Δομετιανός η Δομέτιος, Δόμνος, Εκδίκιος, Ευνοικός, Ευτύχιος, Ηλιάδης η
Ηλίας, Ηράκλειος, Ησύχιος, Θεόδουλος, Θεόφιλος, Ιωάννης η Κάνδιδος,
Κλαύδιος, Κύριλλος, Κυρίων, Λεόντιος, Λυσίμαχος, Μελίτων, Νικόλαος,
Ξανθίας, Ουαλέριος, Ουάλης, Πρίσκος, Σακερδών η Σακεδών, Σεβηριανός,
Σισίνιος, Σμάραγδος, Φιλοκτήμων, Φλάβιος και Χουδίων.
Καισάριος της Ναζιανζού Μ. Ασίας, αδελφός Αγ. Γρηγορίου Θεολόγου (368)
Ουρπασιανός ο συγκλητικός, μάρτυς στη Νικομήδεια Βιθυνίας Μ. Ασίας (295)
Πασιανός επίσκοπος Βαρκελώνης Ισπανίας (390)
Βιτάλιος όσιος στην Καλαβρία Ἰταλίας (990)
Κωνσταντίνος μάρτυς της Σκωτίας, από Κορνουάλλης Αγγλίας (576)
Πάππος και μάμμη, πατήρ και μητέρα και τα 2 τέκνα τους, μάρτυρες (9/3, +? αἰ.)
Κλεόπας Στάρετς, μαθητής Αγ. Παϊσίου Βελιχκόβσκυ, Ρώσος (1778)
Θεοδόσιος Λεβίτσκυ, Πρεσβύτερος στη Ρωσία (1845)
Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Αλμπαζίν της Ρωσίας
Εορτάζουν στις 9 Μαρτίου.
Στίχοι
Πληρούμεν υστέρημα σου Σώτερ πάθους,
Τεσσαράκοντα συντριβέντες τα σκέλη.
Αμφ’ ενάτην εάγη σκέλε’ ανδρών τεσσαράκοντα.
Ὑπόθεση ΙΒ΄(12)
Ἀπό τό μαρτύριο τῶν ἁγίων σαράντα μαρτύρων
Καθώς οἱ ἅγιοι σαράντα μάρτυρες ἀγωνίζονταν στό στάδιο τοῦ μαρτυρίου καί πρωί πρωί, μετά τήν ὁλονύχτια ὀρθοστασία τους, στήν παγωμένη λίμνη καί τήν ἀδάμαστη καρτερία τους στό φοβερό κρύο, τούς τραβοῦσαν στήν παραλία, γιά νά τσακίσουν τά πόδια τους μέ ρόπαλα, ἡ μητέρα ἑνός ἀπό αὐτούς παρέμενε συνεχῶς κοντά τους καί παρακολουθοῦσε τόν γιό της. Γιατί αὐτός ἦταν ὁ πιό νέος ἀπό ὅλους, καί ἡ μητέρα φοβόταν μήπως ἡ νεαρή ἡλικία καί ἡ ἀγάπη τῆς ζωῆς τοῦ προξενήσουν δειλία καί φανεῖ ἀνάξιος γιά τή συμπαράταξη μέ τούς ἄλλους στρατιῶτες καί τήν τιμή πού τούς περίμενε. Στεκόταν λοιπόν καί τόν κοιτοῦσε συνεχῶς, καί μέ τή στάση καί τό βλέμμα της τοῦ ἔδινε θάρρος. Καί ἁπλώνοντας τά χέρια της πρός αὐτόν, τοῦ ἔλεγε:
«Παιδί μου γλυκύτατο, παιδί πιά τοῦ οὐράνιου Πατέρα! Κάνε λίγη ὑπομονή, γιά νά γίνεις τέλειος. Μή φοβηθεῖς τά βασανιστήρια, γιατί δίπλα σου στέκεται βοηθός ὁ Χριστός. Κανένα ἄλλο δυσάρεστο καί κανένας πόνος δέν θά σέ βρεῖ πιά· ὅλα αὐτά πέρασαν, ὅλα αὐτά τά νίκησες μέ τή γενναιότητά σου. Ἀπό δῶ καί πέρα ὑπάρχει χαρά, ἀπόλαυση, ἄνεση, εὐφροσύνη, καί σέ αὐτά θά μετέχεις βασιλεύοντας μαζί μέ τόν Χριστό καί μεσιτεύοντας σέ αὐτόν γιά ἐμένα πού σέ γέννησα».
Οἱ ἅγιοι λοιπόν, μετά τό σπάσιμο τῶν ποδιῶν τους, παρέδωσαν τίς ψυχές τους στόν Θεό, καί οἱ φρουροί ἔφεραν ἅμαξες, φόρτωσαν σέ αὐτές τά ἱερά σώματα καί τά πῆγαν στήν ὄχθη τοῦ κοντινοῦ ποταμοῦ. Βλέποντας ὅμως τόν νέο ἐκεῖνο, πού λεγόταν Μελίτων, νά ἀναπνέει ἀκόμη, τόν ἄφησαν πίσω, μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά ζήσει.
Ὅταν ἡ μητέρα τόν εἶδε ἀφημένο μόνο του, τό θεώρησε αὐτό θάνατο καί δικό της καί τοῦ γιοῦ της· ἀγνόησε λοιπόν τή γυναικεία ἀδυναμία, ξέχασε καί τόν μητρικό της πόνο, πῆρε τόν γιό της στούς ὤμους καί μέ γενναιοψυχία ἀκολουθοῦσε τίς ἅμαξες, πιστεύοντας ὅτι τότε αὐτός θά ζήσει, ὅταν τόν δεῖ νεκρό καί τελειωμένο.
Καθώς αὐτή τόν κουβαλοῦσε, ἐκεῖνος ξεψύχησε. Τότε λοιπόν ἡ μητέρα ξένοιασε ἀπό τίς φροντίδες καί σκίρτησε ἀπό τήν πολύ μεγάλη χαρά γιά τό τέλος τοῦ γιοῦ της. Καί ἀφοῦ πῆγε τό νεκρό σῶμα τοῦ πολυαγαπημένου της μέχρι τόν τόπο ὅπου ἦταν τά σώματα τῶν ἁγίων, τό ἔβαλε ἐπάνω στά ἄλλα καί τό συναρίθμησε μέ αὐτά, ὥστε οὔτε ἀπό τά σώματα νά λείψει τό σῶμα, τοῦ ὁποίου τήν ψυχή φρόντιζε νά συναριθμήσει μέ τίς ψυχές ἐκείνων.
Ἔπειτα οἱ ὑπηρέτες τοῦ ἐχθροῦ ἄναψαν μεγάλη φωτιά καί ἔκαψαν τά σώματα τῶν ἁγίων. Τά λείψανα πού ἔμειναν, τά ἔριξαν στόν ποταμό ἀπό φθόνο, γιά νά μήν τά πάρουν οἱ χριστιανοί. Ἐκεῖνα ὅμως, ἀπό θεία πρόνοια φυσικά, μαζεύτηκαν στήν ἄκρη κάποιου γκρεμοῦ, ἀπό ὅπου τά πῆραν χριστιανικά χέρια καί μᾶς τά χάρισαν ὡς ἀναφαίρετο θησαυρό.
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Εὐεργετινός τόμος α΄, Ὑπόθεση ΙΒ΄(12), Ἐκδόσεις:«ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ»
***
Λίγες ημέρες μετά το μαρτύριο των Αγίων, παρουσιάσθηκαν οι Άγιοι στον Επίσκοπο Σεβαστείας Πέτρο και του υπέδειξαν το ποτάμι, όπου θα μπορούσε να βρει τα ιερά τους λείψανα. Αμέσως πήγε τη νύχτα με μερικούς χριστιανούς και αφού τα περισυνέλεξε, τα τοποθέτησε μέσα σε θήκες.
Οι γονείς του Μεγάλου Βασιλείου, που κατείχαν «κόνιν» και τεμάχια των ιερών λειψάνων των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, ανήγειραν τον πρώτο ναό στην Ανατολή εις τιμήν των Αγίων, όπου και ετάφησαν, σε κτήμα τους στον Πόντο. Μονές αφιερωμένες στους Αγίους Τεσσαράκοντα ίδρυσαν στη Σεβάστεια ο Επίσκοπος Πέτρος και στην Καισάρεια της Καππαδοκίας η αδελφή του Μεγάλου Βασιλείου, η Αγία Μακρίνα, η οποία κατείχε τεμάχια ιερών λειψάνων τους.
Τα λείψανα των Αγίων βρήκε η αυτοκράτειρα Πουλχερία, το έτος 438 μ.Χ., κρυμμένα στο ναό του Αγίου Θύρσου, όπου ο ίδιος ο Άγιος Θύρσος της τα αποκάλυψε σε θεία οπτασία , πίσω από τον άμβωνα, στον τάφο της διακόνισσας Ευσεβείας σε δύο αργυρές θήκες, οι οποίες κατά την διαθήκη της Ευσεβείας, είχαν εναποτεθεί στον τάφο της στο μέρος της κεφαλής της. Στην συνέχεια η Πουλχερία οικοδόμησε ναό έξω από τα τείχη των Τρωαδησίων.
Ναός αφιερωμένος στους Αγίους
Τεσσαράκοντα Μάρτυρες υπήρχε στην περιοχή Μέση της Κωνσταντινούπολης,
που είχε ανεγερθεί από τον αυτοκράτορα Τιβέριο Α’ (579 – 582 μ.Χ.) και
συμπληρωθεί από τον αυτοκράτορα Μαυρίκιο (582 – 602 μ.Χ.). Το ναό
κατεκόσμησε ο Ανδρόνικος ο Κομνηνός (1183 – 1185 μ.Χ.). Στο ναό αυτό
λειτουργούνταν κατά την ημέρα της μνήμης των Αγίων Μαρτύρων οι
αυτοκράτορες.Ο Γερο–Θεοφύλακτος
από το Ιβηρίτικο Κελί του Αγίου Νικολάου (το λεγόμενο το «Κελί των
Τυπογράφων»), διηγήθηκε κάποτε με δάκρυα τα εξής:
«Κατά τα χρόνια της Γερμανικής κατοχής μάς
συνέλαβαν οι Γερμανοί με τον κατά σάρκα αδελφό μου, τον
παπα–Παντελεήμονα, και μας πήγαν στο Νταχάου. Μια νύχτα, μας έβγαλαν έξω
για να μας εκτελέσουν. Ήταν χειμώνας και μας ξέντυσαν.1 Περιμέναμε την
σειρά μας. Ελπίδα σωτηρίας, δεν είχαμε.«
»Τότε θυμήθηκα τους Αγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες και του λέω: “Μωρέ, Παντελεήμων! Ποιο είναι το απολυτίκιο των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων; Το ξέρεις;”.«
»Ο π. Παντελεήμων, άρχισε τότε να ψέλνει:
“Τας αλγηδόνας των αγίων,
ας υπέρ Σου έπαθον,
δυσωπήθητι, Κύριε·
και πάσας ημών τας οδύνας
ίασαι, φιλάνθρωπε, δεόμεθα”.«
»Αμέσως τότε, μια ζέστη απλώθηκε γύρω από
’μας τους δύο και δεν καταλαβαίναμε το κρύο. Ήταν η παρουσία των Αγίων,
που και αυτοί υπέφεραν από το ψύχος.«
»Η νύχτα πέρασε έτσι και, το πρωί, ενώ
περιμέναμε τον θάνατο, ήρθε διαταγή εμάς τους δύο καλογήρους να μη μας
εκτελέσουν. Κανείς δεν γλύτωσε από όσους πήγαν εκεί, παρά μόνο εμείς.
Γι’ αυτό έγραψαν και τα ονόματά μας σε μια πινακίδα και την τοποθέτησαν
εκεί στο Στρατόπεδο εκτελέσεως».
(1) «Δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο Παράδεισος!», έλεγαν μ’ ένα στόμα και με μια καρδιά οι Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες στα παγωμένα νερά της λίμνης της Σεβαστείας.
Από το βιβλίο «Από την ασκητική και ησυχαστική αγιορείτικη παράδοση», 2ο μέρος, σελ.344
Ενθάρρυναν ο ένας τον άλλο, λέγοντας: «Δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο παράδεισος. Λίγο ας υπομείνουμε και σε μια νύχτα θα κερδίσουμε ολόκληρη την αιωνιότητα».
***
Διηγείται ο ίδιος ο Γέροντας Αμβρόσιος Λάζαρης:
«Το
’35 έγινε γενική επιστράτευση, γιατί είχε κάνει επανάσταση αυτός επάνω
εκεί στη Μακεδονία. Απ’ τη Λευκάδα για να πάω στην Αθήνα έκανα τρείς
μέρες με το σαπιοκάραβο. Κι όσο να φτάσουμε στην Αθήνα, κατεστάλη το
κίνημα.
»Όταν έφτασα στην Αθήνα και κατεστάλη το
κίνημα, ήμουν χαμένος. Δεν είχα τίποτα κανένα γνώριμο. Στρατιώτες είχα,
αλλά μετά που έγινα πολίτης… Δυό τρείς μέρες καθόμουνα στην Αθήνα. Ήταν
ένα Λευκαδίτικο ξενοδοχείο και πήγαινα και κοιμόμουνα το βράδυ εκεί.
»Την Τρίτη μέρα, να και ένας έρχεται με
πλησιάζει και μου λέει: «Έρχεσαι να πάμε στο Άγιον Όρος;». Λέω: «Που
είναι το Άγιον Όρος;». Λέει: «Επάνω, στη Μακεδονία». Εγώ δεν είχα ιδέα
για το Άγιον Όρος ούτε από καλογήρους ήξερα. Λέω: «Δεν πάμε;».
«Ετοιμάσου» μου λέει, «το βράδυ φεύγει το βαπόρι». Άγνωστος αυτός τώρα.
»Πήγαμε λοιπόν. Μετά από δύο μέρες, βγήκαμε
στη Δάφνη. Απ’ τον Πειραιά το βαπόρι πήγε κατευθείαν στη Δάφνη. «Τώρα
που θα πάμε;». «Θα πάμε στο Ξηροποτάμου το βράδυ», μου λέει. «Αλλά δεν
θα καθίσουμε, θα πάμε στο Κουτλουμούσι. Εκεί θα κοινοβιάσουμε».
»Όταν φτάσαμε στο Ξηροποτάμου, στην πύλη, τι γίνεται, παιδιά; Οι άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες κατέβηκαν απ’την εικόνα και μιλούσαν μεταξύ τους επί 20 λεπτά την ώρας. Κι εγώ τα έχασα. «Θεέ μου, τι γίνεται;», λέω. Οι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες κατέβηκαν στο προαύλιο του ναού!
Λοιπόν, σε λίγο χάθηκαν οι Άγιοι. Τα’χασα κι εγώ. Ρώτησα κάποιον:
«Ποιοι ήσαν αυτοί έξω που μιλούσαν, κάτι στρατιώτες; Που πήγαν κι
έφυγαν;». «Ποιοι στρατιώτες;», μου λέει.
»Καθίσαμε το βράδυ εκεί και την άλλη μέρα
πήγαμε στο Κουτλουμούσι. Πήγαμε μέσα στη Γεροντεία, στον ηγούμενο. Εγώ
είπα θα καθίσω, κι αυτός είπε θα καθίσει. Και μετά που είπε θα καθίσει,
την άλλη μέρα χάθηκε. Δεν ξέρω τι έγινε. Ψάχνω να τον βρω, στις Καρυές,
παντού, τίποτα.»
Γέρων Αμβρόσιος Λάζαρης Πνευματικός της Μονής Δαδίου Φθιώτιδος
Εκδόσεις Π.Κυριακίδη
Άλλη φορα ο Γέροντας σε διήγηση του συμπληρώνει: «Μου έδωσε μάλιστα και ψωμί και φάγαμε παρέα όλες τις ημέρες, που ήταν μαζί μου. Όσο ήταν μαζί μου, αισθανόμουν μεγάλη ασφάλεια. Προχωρώντας μου έδειξε την Μονή Ξηροποτάμου, όπου τιμούν τους Αγίους 40 μάρτυρες. Με ρώτησε, αν ήθελα να προσκυνήσουμε και εγώ δέχτηκα. Μπήκαμε στον Ναό (στο καθολικό της Μονής) και ενώ ασπαζόμουν την εικόνα, μας περικύκλωσαν 40 νέοι άνδρες. Τότε ο νέος μου είπε ότι “είναι οι Σαράντα Άγιοι Μάρτυρες και χαίρονται γιατί θα γίνεις μοναχός”.
***
Ὢ τί ἅγιος χορός! Ὢ τί σύνταγμα ἱερόν! Ὢ τί ἀδιάσπαστος συνασπισμός! Ὢ τί κοινοὶ φρουροὶ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους! Ἀγαθοὶ συμμέτοχοι εἰς τὰς φροντίδας, συνεργοὶ εἰς τὴν προσευχήν, πρεσβευταὶ δυνατώτατοι, ἄστρα τῆς οἰκουμένης, ἄνθη τῶν Ἐκκλησιῶν. Δὲν σᾶς ἐκάλυψε τὸ χῶμα, ἀλλὰ ὁ οὐρανὸς σᾶς ὑπεδέχθη. ἀνοίχθησαν εἰς σᾶς αἱ πύλαι τοῦ παραδείσου. Ἄξιον θέαμα εἰς τὴν Ἀγγελικὴν στρατιάν, ἀντάξιον τῶν πατριαρχῶν, τῶν προφητῶν, τῶν δικαίων. ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ομιλία στους Αγίους Σαράντα Μάρτυρες
***
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΜΑΡΤΥΡΕΣ
Όταν ο σκληρόκαρδος Λικίνιος (308-323), με τον οποίον ο άγιος Κωνσταντίνος μοιραζόταν την εξουσία, πέταξε το προσωπείο της υποκρισίας και αποσχίσθηκε, εξέδωσε διατάγματα εναντίον των χριστιανών και έστειλε σε όλες τις επαρχίες άρχοντες επιφορτισμένους να εκτελέσουν τις διαταγές του, θανατώνονταν με φρικτά μαρτύρια όσους δεν υποτάσσονταν. Ο έπαρχος Αγρικόλαος, που ορίστηκε για την Καππαδοκία και την Μικρή Αρμενία, ήταν από τους πιο πρόθυμους εκτελεστές των διαταγμάτων του τυράννου, και κάλεσε στην Σεβάστεια, όπου είχε την έδρα του, την δωδεκάτη αυτοκρατορική λεγεώνα την οποία διοικούσε ο δούκας Λυσίας. Σαράντα από τους στρατιώτες αυτής της λεγεώνας, άντρες νέοι, γενναίοι, που έχαιραν εκτίμησης για τις υπηρεσίες τους, αρνήθηκαν τότε να θυσιάσουν στα είδωλα και διακήρυξαν την χριστιανική τους πίστη. Προέρχονταν από διαφορετικές περιοχές, αλλά ενωμένοι σαν ένας νέος άνθρωπος διά της πίστεως και της αγάπης, παρουσιάστηκαν ένας-ένας ενώπιον του έπαρχου, ωσάν αθλητές που εγγράφονται για να λάβουν μέρος σε αγώνες και, δηλώνοντας την αληθινή τους ταυτότητα, έλεγαν: «Είμαι χριστιανός!». Ο Αγρικόλαος αρχικά δοκίμασε να τους προσεταιρισθεί με την πραότητα, εκθειάζοντας τα κατορθώματά τους και υποσχόμενος προνομίες και τιμές εκ μέρους του αυτοκράτορα, αν υπάκουαν στις προσταγές του. Οι άγιοι αποκρίθηκαν διά στόματος ενός από τους στρατιώτες: «Αν καθώς λέγεις, έχουμε αγωνισθεί γενναία για τον επίγειο αυτοκράτορα, με πόσο μεγαλύτερο ζήλο πρέπει να δοθούμε τώρα στον αγώνα για την αγάπη του Παμβασιλέως; Για μας μια ζωή υπάρχει: ο υπέρ Χριστού θάνατος!». Τους έριξαν στην φυλακή εν αναμονή νέας ανάκρισης και εκεί οι άξιοι αγωνιστές της ευσέβειας γονάτισαν και προσεύχονταν στον Χριστό να τους διαφυλάξει στην αληθινή πίστη και να τους ενδυναμώσει στον επικείμενο αγώνα τους. Καθώς αγρυπνούσαν ψάλλοντας, εμφανίσθηκε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και τους είπε: «Αρχίσατε καλά, αλλά ο στέφανος θα δοθεί σε όποιον υπομείνει μέχρι τέλους!».
Την επομένη το πρωί ο έπαρχος τούς κάλεσε και πάλι και ξανάρχισε τις κολακείες του, όμως ένας από τους μάρτυρες, ο άγιος Κάνδιδος, τον έλεγξε δημόσια για την μελιστάλαχτη υποκρισία του, προκαλώντας την οργή του. Παρ’ όλα αυτά, μην μπορώντας να πράξει τίποτα εναντίον τους, αφού ο στρατηγός τους Λυσίας δεν τους είχε κρίνει, ο Αγρικόλαος διέταξε να τους ρίξουν εκ νέου στην φυλακή. Όταν ο Λυσίας έφτασε στην Σεβάστεια μετά από επτά ημέρες, τους οδήγησαν ενώπιόν του. Καθ’ οδόν ο Κυρίων ενεθάρρυνε τους συντρόφους του λέγοντας: «Τρεις είναι οι εχθροί μας: ο διάβολος, ο Λυσίας και ο έπαρχος. Τι μπορούν να κάνουν εναντίον μας, ενάντια σε σαράντα στρατιώτες του Χριστού;». Όταν τους είδε τόσο σταθερούς και αποφασισμένους, ο Λυσίας πρόσταξε τους άλλους στρατιώτες να τους σπάσουν τα δόντια με πέτρες. Αλλά μόλις πήγαν να εκτελέσουν την διαταγή, θεία δύναμη τούς τύφλωσε και μέσα στην σύγχυσή τους χτυπιούνταν αναμεταξύ τους. Ο Λυσίας εξοργισμένος άρπαξε μια πέτρα και την εκσφενδόνισε εναντίον των αγίων, αλλά η πέτρα χτύπησε τον Αγρικόλαο και τον τραυμάτισε σοβαρά. Μετέφεραν τους αγίους στην φυλακή για την νύκτα, μέχρι να αποφασίσουν σε τι μαρτύριο θα τους υπέβαλλαν.
Θέτοντας σε εφαρμογή όλη την διεστραμμένη φαντασία του, ο έπαρχος διέταξε να τους αφαιρέσουν τα ενδύματα και να τους αφήσουν γυμνούς στην παγωμένη λίμνη, που βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την πόλη, ώστε να πεθάνουν μέσα στους φρικτούς πόνους που προκαλεί το ψύχος. Για να εντείνει το μαρτύριο, σκέφτηκε να στήσει μπροστά στους αγίους, ως ύστατο πειρασμό, την λύτρωση από την παιδωμή: διέταξε λοιπόν να ετοιμάσουν στην όχθη της λίμνης ένα ζεστό λουτρό, έτσι ώστε αυτός που θα εγκαταλείψει τον αγώνα, νικημένος από το ψύχος, να βρει εκεί παρηγοριά.
Μόλις άκουσαν την απόφαση, οι άγιοι άρχισαν να συναγωνίζονται ποιος θα βγάλει πρώτος τα ενδύματα λέγοντας: «Ας μη βγάλουμε μόνο το ένδυμα, αλλά ας αποβάλουμε τον παλαιό άνθρωπο που φθείρεται με τις επιθυμίες της απάτης. Σ’ ευχαριστούμε Κύριε, γιατί βγάζοντας αυτά τα ενδύματα, αποβάλλουμε και την αμαρτία. Επειδή εξαιτίας του όφεως φορέσαμε τον δερμάτινο χιτώνα, ας τον αποβάλλουμε σήμερα για να αποκτήσουμε τον Παράδεισο που χάσαμε. Τι να ανταποδώσουμε προς τον Κύριο; Κι αυτός γυμνώθηκε. Ποια μεγαλύτερη τιμή υπάρχει για τον δούλο από το να πάθει όσα έπαθε ο Κύριός του; Μάλιστα δε, εμείς ήμασταν εκείνοι που γυμνώσαμε τον Κύριο, διότι το τόλμημα εκείνο ήταν έργο στρατιωτών. Από μόνοι μας θα εξαλείψουμε την κατηγορία που έχει καταγραφεί σε βάρος μας. Δριμύς ο χειμώνας, αλλά ηδεία η ανάπαυση. Ας υπομείνουμε λίγο και θα ζεσταθούμε μέσα στους κόλπους του Αβραάμ. Με τους κόπους μιας νύχτας θα εξαγοράσουμε την αιώνια χαρά. Ας περιμένουμε λίγο και ο κόλπος του Αβραάμ θα μας περιθάλψει. Θα ανταλλάξουμε μια νύχτα με όλη την αιωνιότητα. Ας καούν τα πόδια μας, για να χορεύουν διηνεκώς με τους αγγέλους. Ας αποκοπούν και τα χέρια μας, για να έχουν παρρησία να υψώνονται προς τον Δεσπότη. Αφού έτσι κι αλλιώς θα πεθάνουμε, ας πεθάνουμε για να ζήσουμε αιώνια. Ας πραγματοποιηθεί η θυσία μας ενώπιόν Σου, Κύριε· και είθε να γίνουμε δεκτοί από Σένα, σαν μια θυσία ζώσα και ευάρεστη σε Σένα, καθώς θα γίνουμε ολοκαυτώματα του ψύχους και όχι του πυρός» [1].
Ενθαρρύνοντας ο ένας τον άλλον με αυτόν τον τρόπο οι Σαράντα Μάρτυρες προχώρησαν όλοι μαζί σαν ένας άνθρωπος πάνω στον πάγο, χωρίς άλλο δεσμό παρά την θέλησή τους, και όλη την νύκτα άντεξαν τον παγωμένο αέρα, ιδιαίτερα ψυχρό σ’ εκείνα τα μέρη, να τους περονιάζει προσευχόμενοι στον Κύριο να εξέλθουν και οι Σαράντα νικητές από αυτό τον αγώνα, χωρίς να λείψει ούτε ένας από τον ιερό αυτόν αριθμό, που συμβολίζει την πληρότητα. Καθώς η νύκτα προχωρούσε, τα σώματά τους άρχισαν να ξυλιάζουν από το κρύο και το αίμα τους να παγώνει προκαλώντας αφόρητους πόνους στην καρδιά, οπότε ένας από τους Σαράντα στρατιώτες νικημένος από τον πόνο, άφησε την λίμνη και βάδισε προς το λουτρό. Η μεγάλη όμως διαφορά της θερμοκρασίας τον θανάτωσε σχεδόν ακαριαία, στερώντας του τον καλλίνικο στέφανο. Οι άλλοι τριάντα εννέα θλιβόμενοι για την απώλεια του συντρόφου τους, πολλαπλασίασαν τις δεήσεις τους, ώσπου μέγα φως άστραψε στον ουρανό και στάθηκε πάνω από την λίμνη θερμαίνοντάς τους, ενώ άγγελοι κατέρχονταν στεφανώνοντάς τους με τριάντα εννέα απαστράφοντες στεφάνους. Μπροστά σε αυτό το θαύμα, ένας από τους δεσμοφύλακες, ονόματι Αγλάιος, που ζεσταινόταν κοντά στο λουτρό, ένιωσε να αφυπνίζεται η πίστη στην συνείδησή του. Διαπιστώνοντας ότι στον αέρα στέκει μετέωρος ένας τεσσαρακοστός στέφανος, σαν να περίμενε κάποιον να έρθει να συμπληρώσει τον αριθμό των εκλεκτών, ξύπνησε τους συναδέλφους του, τους πέταξε τα ρούχα του και προχώρησε γοργά στον πάγο για να ανταμώσει τους Μάρτυρες, φωνάζοντας ότι είναι κι αυτός χριστιανός.
Όταν την επομένη ο Αγρικόλαος πληροφορήθηκε το γεγονός, διέταξε να βγάλουν τους Μάρτυρες από την λίμνη, να τους αποτελειώσουν σπάζοντάς τους τα πόδια, και κατόπιν να ρίξουν τα σώματά τους στην πυρά ώστε να μην μείνει ίχνος από τον ένδοξο αγώνα τους. Καθώς τους οδηγούσαν στο έσχατο μαρτύριο, οι ένδοξοι Μάρτυρες έψαλλαν: «Περάσαμε μέσα από την φωτιά των θλίψεων και το ταραγμένο νερό των δοκιμασιών κι Εσύ Κύριε μάς έβγαλες σε τόπο αναψυχής» (Ψαλμ. 65, 12). Αφού οι δήμιοι επιτέλεσαν το έργο τους, φόρτωσαν τα σώματα των Μαρτύρων σε ένα κάρο για να τα μεταφέρουν στην πυρά. Πρόσεξαν τότε ότι ο πιο νέος από τους Μάρτυρες, ο Μελίτων, ήταν ακόμη ζωντανός και τον άφησαν με την ελπίδα ότι θα απαρνηθεί την πίστη του. Η μητέρα του Μελίτωνος όμως που βρισκόταν εκεί, πήρε το σώμα του γιου της και το φόρτωσε η ίδια στο κάρο λέγοντας: «Μη στερηθείς τον στέφανο, αγαπημένο μου παιδί, πήγαινε με τους συντρόφους σου για να απολαύσεις αυτό το αιώνιο φως που θα απαλύνει την οδύνη μου». Και χωρίς ούτε ένα δάκρυ, συνόδευσε το κάρο στην πυρά, με το πρόσωπο ολόφωτο.
Οι στρατιώτες σκόρπισαν την στάχτη των
αγίων Μαρτύρων και έριξαν τα οστά στον ποταμό όπως τους διέταξε ο
έπαρχος. Μετά από τρεις ημέρες όμως, οι άγιοι παρουσιάστηκαν στον
επίσκοπο Πέτρο της Σεβάστειας και του υπέδειξαν το σημείο του ποταμού,
όπου θα έβρισκε τα λείψανά τους για να προσκυνήσουν οι πιστοί. Αργότερα
τα λείψανα των αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων μοιράστηκαν σε πολλούς τόπους
και η τιμή τους διαδόθηκε, προπαντός χάρις στην οικογένεια του Μεγάλου Βασιλείου, που τους ευλαβούνταν ιδιαίτερα [2].
Την νύκτα που προηγήθηκε του μαρτυρίου
τους, οι άγιοι υπαγόρευσαν την «Διαθήκη» τους, υπό μορφή παραινέσεως,
στον νεαρό δούλο Ευνοϊκό, που υπήρξε μάρτυς των αγώνων τους και
κατόρθωσε να διαφύγει τον διωγμό. Κληροδότησε αυτό το θαυμαστό κείμενο
στους μεταγενέστερους και μερίμνησε για τον ναό όπου θα αποθέτονταν τα
τίμια λείψανά τους. Σε αυτή την «Διαθήκη» αναφέρονται τα ονόματα των
Τεσσαράκοντα Μαρτύρων: Αγγίας, Αέτιος, Αθανάσιος, Ακάκιος, Αλέξανδρος,
Βιβιανός, Γάιος, Γοργόνιος και έτερος Γοργόνιος, Δομετιανός, Δόμνος,
Εκδίκιος, Ευνοϊκός, Ευτύχιος, Ηλιανός, Ηράκλειος, Ησύχιος, Θεόδουλος,
Θεόφιλος, Ίλης, Ιωάννης, Κάνδιδος (ή Κλαύδιος), Κυδίων, Κύριλλος,
Λυσίμαχος, Μελέτιος, Μελίτων, Νικόλαος, Ξανθίας, Ουάλης, Ουαλέριος,
Πρίσκος, Σεκενδών, Σεβηριανός, Σισίννιος, Σμάραγδος, Φιλοκτήμων,
Φλάβιος, Χουδίων (Λεόντιος). Ένας
από αυτούς στερήθηκε την δόξα του μαρτυρίου, και την θέση του πήρε ο
στρατιώτης Αγλάιος, συμπληρώνοντας τον ιερό αριθμό [3].
— Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ —
[1] Μέγας Βασίλειος: «Εγκώμιον εις τους αγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρας» – 6, Έργα, ΕΠΕ 7, 305.
[2]
Η αγία Εμέλεια, η μητέρα του Μεγάλου Βασιλείου, οικοδόμησε την πρώτη
εκκλησία που αφιερώθηκε στους αγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες καθώς και την
μονή που διηύθυνε η αγία Μακρίνα [19 Ιουλ.]. Οι λόγοι που εκφώνησαν
προς τιμήν τους ο Μέγας Βασίλειος και ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης [ΕΠΕ 11,
175-217] παραμένουν αθάνατοι.
[3] Ο κατάλογος αυτός ποικίλλει ελαφρά, ανάλογα με τις παραλλαγές του κειμένου της «Διαθήκης».
«Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας»· Τόμος 7ος (Μάρτιος), Εκδόσεις «Ίνδικτος»,
***Από τον βίο του αγίου Γρηγορίου Νύσσης
Από
την ζωή του μεγάλου αυτού αγίου (ήταν αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου,
γόνος μιας οικογένειας αγίων), επιλέξαμε ένα χαριτωμένο περιστατικό από
τα παιδικά ή μάλλον εφηβικά χρόνια του. Αντέδρασε, γκρίνιαξε στην μητέρα
του, απομακρύνθηκε από τις εκδηλώσεις τιμής των αγίων Σαράντα Μαρτύρων
όπου έπρεπε να παραβρίσκεται… αλλά τελικά οι άγιοι τον νουθέτησαν με τον
τρόπο τους…. Διηγείται σε ομιλία του με αφορμή τη μνήμη των
Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, …με τον σκοπό να τιμήσει τους Μάρτυρες και να
οικοδομήσει το πολυάριθμο ακροατήριό του.
Η αταξία του συνδέεται άμεσα με τη μητέρα
του Εμμέλια. Η ζωή της ήταν αφιερωμένη στην επιτέλεση αγαθοεργών σκοπών…
Ένας από τους αγαθοεργούς σκοπούς της ήταν και η φροντίδα της για την
τιμή της μνήμης των Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, που θανατώθηκαν το 320 στη
Σεβάστεια της Αρμενίας. Συγκεκριμένα η Εμμέλια φρόντισε να
συγκεντρώσει τα οστά των μαρτύρων σε ειδική θήκη (λάρνακα), να την
τοποθετήσει σε έναν ναΐσκο (σηκό), και να εγκαινιάσει «την επί τοις λειψάνοις πανήγυριν την πρώτην».
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του αγιου
Γρηγορίου… συνάγεται ότι η μητέρα του είχε την ευθύνη για τη διοργάνωση
της γιορτής. Με την ευκαιρία αυτή συνέστησε στον νεαρό Γρηγόριο να έρθει
μαζί της, για να παρακολουθήσει όσα θα διαδραματιστούν. Φαίνεται ότι ο
Γρηγόριος στεκόταν κάπως μακρυά από τέτοιες εκδηλώσεις, ακόμη κι αν
επρόκειτο να μετάσχει ανεπίσημα, μαζί με τον κοινό λαό. Άπειρος από
τέτοια πράγματα, του κακοφάνηκε η πρόταση της μητέρας του, πολύ δε
περισσότερο επειδή έπρεπε να γίνουν όλα γρήγορα. Γκρίνιαξε μάλιστα στη
μητέρα του, που όχι μόνο δεν ανέβαλε το πανηγύρι γι’ αργότερα αλλά, παρά
τις τόσες φροντίδες για την οργάνωση, το μετέφερε πιο νωρίς.
Τελικά όμως, και παρά τη γκρίνια του, πήρε
τον δρόμο για τον τόπο που θα γινόταν η τελετή. Όταν έφτασε στον
προορισμό του, είχε ήδη αρχίσει η ολονυκτία, που γινόταν στον κήπο,
δηλαδή εκεί που βρίσκονταν τα λείψανα των μαρτύρων. Ο νεαρός Γρηγόριος,
αντί να παρακολουθήσει την ιερή ακολουθία, μπήκε στο παρακείμενο σπίτι,
διάλεξε ένα δωμάτιο και έπεσε να κοιμηθεί. Γρήγορα τον πήρε ο ύπνος.
Τότε είδε το εξής όνειρο: Ήθελε δήθεν να μπεί στον κήπο, όπου τελείτο η
ολονυκτία. Προχώρησε προς την είσοδο του κήπου, αλλά η είσοδος είχε
καταλειφθεί από ένα πλήθος στρατιωτών. Στην προσπάθειά του να περάσει
μέσα οι στρατιώτες σηκώθηκαν, πρόβαλαν απειλητικά τα ραβδιά τους και του
εμπόδισαν την είσοδο. Κινδύνεψε μάλιστα να χτυπηθεί, αν δεν μεσολαβούσε
κάποιος από τους στρατιώτες, που φαινόταν πιο φιλάνθρωπος.
Τη στιγμή εκείνη ξύπνησε. Ξαφνιασμένος
από το όνειρο αναλογίστηκε αυθόρμητα τη συμπεριφορά που έδειξε στη
μητέρα του. Ταυτόχρονα πήρε το μήνυμα που του έδωσαν οι στρατιώτες, οι
οποίοι δεν ήσαν άλλοι παρά οι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, και φοβήθηκε. Τότε ξέσπασε σε λυγμούς για την προηγούμενη συμπεριφορά του. Αμέσως
κατέβηκε κάτω στον κήπο και έχυσε πικρά δάκρυα πάνω στη θήκη των
λειψάνων, ενώ συγχρόνως παρακαλούσε τον Θεό να τον συγχωρήσει και
ζητούσε από τους αγίους στρατιώτες να του δώσουν «αμνηστία».
( Ηλία Βουλγαράκη, Στιγμιότυπα από την εποχή των Πατέρων, Εκδ. Αρμός, σ. 70).
***
π.Ραφαήλ Νόϊκα του Έσσεξ, ησυχαστής της Ρουμανίας
Όταν βάλεις κάτι στον νου σου, ο Θεός το βλέπει, και αν έχεις πάρει απόφαση γι’ αυτό το κάτι, είναι πολύ πιθανό να πραγματοποιηθεί κάποτε στη ζωή σου.
Ακούστε ένα παράδειγμα. Κάποιος μοναχός μου είπε: «Μάλωσα με έναν μοναχό (νομίζω από άλλη μονή), αλλά ύστερα μετάνιωσα και ήθελα να του ζητήσω συγγνώμη. Εκείνος όμως ούτε που ήθελε να ακούσει για μένα- τόσο πληγωμένος ήταν. Και σκεφτόμουν: Τι να κάνω; Αύριο μεθαύριο πρέπει να φύγω, και θέλω και να κοινωνήσω Πλήγωσα τον αδελφό μου, πώς να πλησιάσω στη θεία Κοινωνία; Αλλά και πώς να συνεχίσω τη ζωή της μετάνοιας αφού δεν με θέλει πια, εγώ θέλω να του ζητήσω συγγνώμη, αλλά αυτός ούτε που θέλει να ακούσει για μένα. Θυμήθηκα τότε», λέει, «έναν λόγο της θείας Λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου». Στα Δίπτυχα, μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, ο ιερέας λέει: «Μνήσθητι, Κύριε, των ευσεβεστάτων και πιστοτάτων ημών βασιλέων… λάλησον εις την καρδίαν αυτών αγαθά υπέρ της Εκκλησίας σου και παντός του λαού σου». Ο μοναχός αυτός θυμήθηκε αυτό το «λάλησον» και είπε: «Κύριε, λάλησε Εσύ στην καρδιά του για τη μετάνοιά μου, πες του ότι μετανιώνω για ό,τι έκανα, ότι του ζητάω συγγνώμη και ότι και εγώ τον συγχωρώ». Και συνέχισε λέγοντας: «Την επόμενη φορά που τον είδα ήταν σαν να μην υπήρχε ποτέ σύννεφο στον ουρανό όλα εξαφανίστηκαν και η συμφιλίωση έγινε». Όταν έμαθα αυτό το περιστατικό, συμβούλεψα και άλλους να πράττουν έτσι- και σχεδόν κάθε φορά γίνονταν θαύματα.
Μια μοναχή, που είχε πρωτοπάει σε μια μονή, μου έλεγε: «Πάτερ, φοβάμαι όλους τους ανθρώπους». Ήταν πολύ ευαίσθητη και πληγωμένη ιδιαίτερα από κάποια ηλικιωμένη μοναχή που ήταν πολύ αυταρχική. Μου έλεγε: «Όταν μπαίνω στο μαγειρείο, με πιάνει τρόμος, δεν ξέρω τι να κάνω!» Της είπα να προσευχηθεί με αυτόν τον τρόπο: «Κύριε, πες στην καρδιά της για μένα έναν καλό λόγο». Μια μέρα, λοιπόν, έρχεται τρέχοντας και μου λέει: «Πάτερ, ξέρετε τι συνέβη; Ήρθε η αδελφή τάδε και με ξανάπιασε ο τρόμος και είπα- “Κύριε, πες της ότι την αγαπάω!” Και τότε, πάτερ, δεν ξέρω- ίσως να ήταν σύμπτωση, με κοίταξε γλυκά και μου μίλησε πολύ ωραία». Πέρυσι, όταν την ξαναείδα, είχε το ίδιο λαμπερό πρόσωπο όπως τότε, και ας είχαν περάσει δέκα ολόκληρα χρόνια, και είχε ειρήνη με όλους. Και πιστεύω ότι αυτές οι “συμπτώσεις” της συνεχίστηκαν.
Βλέπουμε λοιπόν ότι όλα δένονται και λύνονται με πνευματικό τρόπο στον μυστικό χώρο της καρδιάς. Και ευχαριστώ για την ερώτηση, γιατί μου δίνεται η ευκαιρία να πω και τούτο: πρέπει να ασκούμαστε σε αυτό που οι πρόγονοί μας το έκαναν πολύ φυσικά. Οι πρόγονοί μας, που ήταν πιο κοντά στον Θεό απ” ότι εμείς, με πολύ φυσικότητα, σε κάθε περίσταση, επικαλούνταν τον Θεό. Φέρ” ειπείν, όταν αισθανόμαστε έναν κίνδυνο, να πούμε: «Κύριε!» Και πες κάτι στον Θεό. Βλέπεις μια αμαρτία μέσα σου, πες:
«Κύριε, κοίτα τι έχω μέσα μου, μη με αφήνεις έτσι!» Βλέπεις ότι κάποιος σε στενοχωρεί και δυσκολεύεσαι να φιλιώσεις μαζί του• πες πάλι: «Κύριε, μίλησε στην καρδιά μου για τον πλησίον μου!» κτλ. Να επικαλείσθε, λοιπόν, τον Θεό. Είναι πίστη μας ότι ο Ιησούς, ο Σωτήρας μας, είναι ο μόνος μεσίτης μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου. Άρα λοιπόν, τολμώ να πω, ότι αρέσει στον Θεό να μεσιτεύει μεταξύ του ενός και του άλλου. Κάλεσε λοιπόν τον Θεό και κάνε Τον μεσίτη ανάμεσα σ’ εσένα και στον εχθρό σου, ανάμεσα σ’ εσένα και σε αυτούς, με τους οποίους έχεις μαλώσει, και θα δεις τη “σύμπτωση” που θα συμβεί.
Λίγες μέρες πριν μου έλεγε κάποιος ότι δεν υπάρχει Θεός. Και του απαντώ: «Όχι! Παριστάνει πολύ καλά ότι δεν υπάρχει! Κάνε λοιπόν εσύ ότι πιστεύεις, και θα δεις πως και ο Θεός θα κάνει ότι υπάρχει!» Και έτσι θα συμβαίνουν και σ’ εμάς παρόμοιες “συμπτώσεις”.
Συνοψίζω λέγοντας: Να μάθουμε, αδελφοί μου, να καλούμε τον Θεό σε κάθε περίπτωση και με κάθε αφορμή και να ζητάμε τη συμβουλή Του. Να θέτουμε στον Θεό όλες τις απορίες μας, να Τον ρωτάμε τι νόημα και τι σκοπό έχει το καθετί.
Και να μην ξεχνάμε να Τον ευχαριστούμε κάθε φορά που μας δίνει ό,τι Του έχουμε ζητήσει. Το «Κύριε!» να έχουμε πρώτα πρώτα στην καρδιά μας, και ύστερα όλα τα άλλα.
Ιερομονάχου Ραφαήλ Νόικα , Η καλλιέργεια του Πνεύματος ,σελ. 175-8, Το Περιβόλι Της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2013
Ἀπολυτίκιον των εν Σεβαστεία 40 Μαρτύρων
Ήχος α’
Τας αλγηδόνας των Αγίων, ας υπέρ σου έπαθον, δυσωπήθητι, Κύριε· και πάσας ημών τας οδύνας ίασαι, φιλάνθρωπε δεόμεθα.
Απολυτίκιο. Ήχος γ’. θείας πίστεως.
Θείω Πνεύματι, συγκροτηθέντες, δήμος ώφθητε, τροπαιοφόρος, Αθλοφόροι Χριστού Τεσσαράκοντα· διά πυρός γαρ και ύδατος ένδοξοι, δοκιμασθέντες λαμπρώς εδοξάσθητε. Αλλ’ αιτήσασθε, Τριάδα την Υπερούσιον, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Ρωμανος ο Μελωδός – Κοντάκιον εις τους Αγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρας
Οικοι
Τα της γης
ιη´ Υπολειφθέντα ένα εκ των αγίων
υπό των παρανόμων βλέπουσα μήτηρ,
άρασα ον έτεκεν επί ώμων τοις σώμασι των αγίων επέρριψε
νικήσασα τα πάθη τη εαυτής προθέσει,
ευρούσα αιωνίαν δόξαν συν αυτοίς·
αλλ᾿ ώσπερ και τότε, Χριστέ, σωτήρ, βασιλεύ μου,
τοις σοίς αγίοις παρέσχες νίκην
κατά δαιμόνων και των τυράννων,
και νυν ως ευδιάλλακτος τω πιστοτάτω άνακτι
κατά βαρβάρων δώρησαι τας νίκας και τα τρόπαια,
ειρήνην νέμων σω λαώ ικεσίαις και ευχαίς της τεκούσης σε σαρκί,
των αγίων και στερρών αθλοφόρων σου αεί,
των λαβόντων παρά σου
δόξαν εκ των ουρανών και στεφάνων πληθύν.
ιη´ Ἄφησαν ἕναν πίσω, ἀπὸ τοὺς ἁγίους
οἱ παράνομοι καὶ βλέποντας ἡ μητέρα,
ἐσήκωσε στοὺς ὤμους, αὐτὸν ποὺ ἐγέννησε καὶ πάνω τὸν ἔρριξε στῶν Ἁγίων τὰ σώματα
καὶ τὰ ἔνστικτα ἐνίκησε μὲ τὴν πρωτοβουλία της
καὶ κέρδισεν ἀντάμα τους αἰώνια δόξα.
Ἀλλ᾿ ὅπως ἀκριβῶς καὶ τότε, Χριστέ, Σωτήρα, Βασιλιά μου,
ἔδωσες νίκη στοὺς Ἁγίους Σου
κατὰ δαιμόνων καὶ τυράννων,
ἔτσι καὶ τώρα ὡς εὐκολοσυμβίβαστος, στὸν πιστότατον ἄνακτα
δώρησε νίκες κατὰ βαρβάρων καὶ τρόπαια,
παρέχοντας εἰρήνη στὸ λαό Σου, πάντοτε μὲ τὶς ἱκεσίες καὶ τὶς προσευχὲς
Ἐκείνης ποὺ Σὲ γέννησεν ὡς Ἄνθρωπο καὶ τῶν Ἁγίων καὶ στέρεων Ἀθλοφόρων Σου,
ποὺ ἀπὸ Σένα ἔλαβαν
οὐράνια δόξα καὶ πλῆθος στεφάνια.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Ρωμανοῦ Μελωδοῦ, «Ὕμνοι»,, Ἀπόδοση στὰ νέα ἑλληνικὰ, Ἀρχιμ. Ἀνανία Κουστένη,
Ήχος πλ. α’
Χαίροις ασκητικών
Χαίροις τροπαιοφόρος πληθύς, η εν πολέμοις ανδρικώς αριστεύσασα, αστέρες οι διελθόντες, διά πυρός και κρυμού, και υδάτων πήξιν διαλύσαντες, οι γην ουρανώσαντες, και τα πάντα φωτίσαντες, οι εν τοίς κόλποις, Αβραάμ νύν θαλπόμενοι, οι χορεύοντες, συν Αγγέλων στρατεύμασι, Μάρτυρες τεσσαράκοντα, τα άνθη τά πνέοντα, την ευωδίαν τής όντως, πνευματικής διαδόσεως, Χριστόν δυσωπείτε, ταίς ψυχαίς ημών δοθήναι, το μέγα έλεος.
Δόξα… Ήχος πλ. α’
Ιωάννου Μοναχού
Αθλοφόροι Χριστού, την πάνσεπτον νηστείαν φαιδροτέραν απειργάσασθε, τη μνήμη τής ενδόξου υμών αθλήσεως, Τεσσαράκοντα γαρ όντες, την τεσσαρακονθήμερον αγιάζετε, το σωτήριον πάθος μιμησάμενοι, διά τής υπέρ Χριστού υμών αθλήσεως, Διό έχοντες παρρησίαν πρεσβεύσατε, εν ειρήνη καταντήσαι ημάς, εις την τριήμερον Ανάστασιν τού Θεού, και Σωτήρος των ψυχών ημών.
Ήχος β’ Ιωάννου Μοναχού
Φέροντες τά παρόντα γενναίως, χαίροντες τοίς ελπιζομένοις, πρός αλλήλους έλεγον οι Άγιοι Μάρτυρες, Μή γάρ ιμάτιον αποδυόμεθα; αλλά τόν παλαιόν άνθρωπον αποτιθέμεθα, Δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο Παράδεισος, αλγεινή η πήξις, αλλά ηδεία η απόλαυσις, Μή ούν εκκλίνωμεν, ώ συστρατιώται, μικρόν υπομείνωμεν, ίνα τούς στεφάνους τής νίκης αναδησώμεθα, παρά Χριστού τού Θεού, καί Σωτήρος τών ψυχών ημών.
Δόξα… των Αγίων
Ήχος β’
Την λίμνην ως Παράδεισον, και το κρύος ως καύσωνα, οι Μάρτυρες ηγήσαντο, Χριστέ ο Θεός, ουκ έπτηξαν τον λογισμόν αι των τυράννων απειλαί, ουκ εδειλίασαν οι γενναίοι των βασάνων τάς προσβολάς, όπλον θείον κεκτημένοι τον Σταυρόν, δι’ αυτού γάρ τον εχθρόν, ως κραταιοί ετροπώσαντο, όθεν και τον στέφανον εκομίσαντο της χάριτος.
«Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, πνεύμα αργίας, περιεργίας, φιλαρχίας, και αργολογίας μή μοι δώς.
Πνεύμα δε σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης χάρισαί μοι τω σω δούλω.
Ναι, Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα
εμά πταίσματα, και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου, ότι ευλογητός εί εις
τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ναι, Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα
εμά πταίσματα, και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου, ότι ευλογητός εί εις
τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου