Πήγαν κάποτε τρεις κυρίες,
συμμαθήτριες τού πατρός Ιεροθέου άπό παλιά, γιά νά γνωρίσουν τον πατέρα Εύμένιο
καί νά έξομολογηθούν. Περιμένοντας στήν αύλή σκέφτονταν άν θά τούς πει ό
Γέροντας κάτι ώφέλιμο μιας καί δεν τις γνωρίζει. Φθάνοντας ή σειρά τους τις
φωνάζει ό πατήρ Εύμένιος και καλεί τήν μία νά κάτσει δίπλα του καί τις άλλες
δύο άπέναντί του. Ξεκινάει νά μιλά χωρίς νά πούν τίποτε οί κυρίες:
-Ή μοιχεία, παιδί μου, είναι κακό
πράγμα. Έχει αυτά τά κακά, τά όποια άρχισε νά απαριθμεί.
Στήν συνέχεια, άπευθυνόμενος στήν
κυρία πού κάθοταν δίπλα του, τής λέει:
-Βρε, εσύ, γιατί είσαι σκορπαλευρον
(δηλαδή σκορπάς τά χρήματα άλόγιστα); Ό άντρας σου είναι ναυτικός καί
θαλασσοπνίγεται. Σού στέλνει τά χρήματα και εσύ δεν κάνεις οικονομία.
-Αλλά σέ λυπούμαι, παιδί μου, διότι
θά πάρεις έναν μεγάλο πόνο, άλλά θά βαστήξει πολύ λίγο, τής είπε χωρίς νά
καταλάβει εκείνη τι εννοούσε.
Πηγαίνοντας στο χωριό, βρίσκει τον
πατέρα Ιερόθεο καί τού λέει ότι τής είπε ό Γέροντας, ότι θά τήν βρει ένα κακό,
άλλά θά κρατήσει λίγη ώρα. Εκείνος δεν μπορούσε νά τής δώσει κάποια έξήγηση γιά
τό τί έβλεπε ό Γέροντας καί τής είπε νά περιμένει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου