Πίστη και Προσευχή
Τίποτε δεν είναι αδύνατον στην Παναγία μας
Τίποτε δεν είναι αδύνατον στην Παναγία μας
«Χαίρε, τροφή του Μάννα διάδοχε·. Χαίρε, τρυφής αγίας διάκονε». ( Στάσις Β΄ Λ5 )
«Όλο το 1919 η Μονή Αγίου Σεργίου δοκιμάσθηκε. Από στέρησι και πείνα. Δεν είχε ούτε ψωμί.
Στις 16 του Νοεμβρίου 1919 μια γερόντισσα απ’ τα γύρω χωριά, η Νίνα Στεφάνοβνα Αριστόβα, ζήτησε να δη τον ηγούμενο. Ο αρχιμανδρίτης Κρονίδης τη δέχτηκε αμέσως. Κι εκείνη του εξήγησε, ότι έμαθε τη στέρησί τους, και τους έφερε ότι μπορούσε: ψωμί, ζάχαρη, καφέ!
Ταράχθηκε ο π. Κρονίδης βλέποντας τη γνωστή του πτωχή γυναίκα, να γεμίζη ένα τραπέζι πράγματα! Και της είπε:
– Συγχώρεσέ με, Νίνα Στεφάνοβνα. Δεν μπορώ να τα δεχθώ από σένα. Γιατί ξέρω την πτώχεια σου και τις ανάγκες σου.
Ακούγοντας τα λόγια αυτά η γριούλα πικράθηκε, τόσο βαθειά, που το κατάλαβε ο ηγούμενος· και μετάνοιωσε για τα λόγια, τα οποία της είχε πει και δήλωσε:
– Μη πικραίνεσαι! Θα τα πάρω!
Κατευχαριστημένη η Νίνα, του απάντησε:
– Ευχαριστώ, πατέρα μου. Έχω μάθει στη ζωή μου να μη φοβάμαι την ευσπλαχνία. Την ασπλαχνία φοβάμαι. Κι άκουσε γιατί:
Και του διηγήθηκε:
Το 1848 είχαμε πάλι στη Μόσχα πείνα. Και θέριζε η χολέρα. Οι άνθρωποι πέθαιναν σωρηδόν. Και στη Μόσχα. Και στα περίχωρα. Εκείνη, λοιπόν, την εποχή πήγε σ’ ένα πτωχό, τον Ιβάν Ιλαριόνοβιτς Ουκραΐντσεφ, μια πτωχή· και του ζήτησε με λυγμούς λίγο ψωμί. Για τα παιδιά της. Να μην πεθάνουν από πείνα.
Χωρίς, ούτε καν να κάτση να το σκεφθή, ο Ιβάν άρπαξε ένα καρβέλι και της το έδωσε.
Σε λίγο γύρισε η γυναίκα του· και μαθαίνοντας τι είχε γίνει, θύμωσε! Θύμωσε τόσο, που δεν ήξερε, τι και πόσα του έσουρε.
Ο Ιβάν τα υπέμεινε όλα με υπομονή και πραότητα.
Σε λίγες μέρες, όμως, το ψωμί στο σπίτι τους σώθηκε. Και τώρα, τα παιδιά του, με δάκρυα στα μάτια, του ζητούσαν ψωμί. Εκείνος, μη μπορώντας να το αντέξη, βγήκε. Και πήγε κατ’ ευθείαν στην εκκλησία της Παναγίας των Ιβήρων. Κι εκεί, γονατίζοντας μπροστά στην αγία Εικόνα της Παναγίας, την παρακάλεσε θερμά, χύνοντας δάκρυα πολλά, να τον βοηθήση στο πρόβλημά του.
Την ίδια ώρα, ένας άλλος άνθρωπος, ο άρχοντας Βατμπόλσκι έκανε την προσευχή του στο σπίτι του. Ζούσαν και οι δύο στη Μόσχα. Όμως, ούτε ο Ιβάν γνώριζε τον άρχοντα· ούτε εκείνος τον Ιβάν.
Και, ενώ προσευχόταν γονατιστός, ακούει ο Βατμπόλσκι, να βγαίνη απ’ την εικόνα της Παναγίας, την οποία είχε στο δωμάτιό του, μια φωνή:
– Τρέξε, τώρα αμέσως, στο δούλο μου Ιβάν Ουκραΐντσεφ. Να πας τρόφιμα. Για την οικογένειά του. Γιατί τα παιδιά του πεθαίνουν· από πείνα!
Η Παναγία του έδωσε και τη διεύθυνσι. Κι ο άρχοντας, αφού πρώτα με άνθρωπό του διεπίστωσε ότι το όραμά του ήταν αληθινό, έστειλε στον Ουκραΐντσεφ, χωρίς καθυστέρησι, απ’ όλα όσα χρειάζονταν· και με αφθονία. Και ψωμί. Και κρέας. Κι από εκείνη τη μέρα ο άρχοντας Βατμπόλσκι πήρε τον Ουκραΐντσεφ στη φροντίδα του. Και στην προστασία του.
Αυτά είχα, πάτερ, να σου πω. Έτσι σώθηκε η οικογένεια του Ιβάν Ουκραΐντσεφ.
Στάθηκε για λίγο σιωπηλή. Και μετά πρόσθεσε η Νίνα Στεφάνοβνα με συγκίνησι κι ευλάβεια.
– Έτσι σώθηκε τότε η οικογένειά μας. Η φροντίδα της Παναγίας μας έζησε. Και δεν το ξεχνάμε ποτέ. Και ήταν αμοιβή στον πατέρα μας. Για την ευσπλαχνία την οποία είχε» (ΑΚ, 26).
(Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, ο Αντίχριστος, Σταμάτα 2016, σελ. 107-110 όπου και η πηγή)
***
Χαίρε͵ ανόρθωσις των ανθρώπων· χαίρε͵ κατάπτωσις των δαιμόνων·
Χαίρε͵ της απάτης την πλάνην πατήσασα· χαίρε͵ των ειδώλων τον δόλον ελέγξασα· ( Στάσις Β΄Λ 1-2 )
Χαίρε͵ δι΄ ης ελύθη παράβασις· χαίρε͵ δι΄ ης ηνοίχθη παράδεισος·
Χαίρε͵ η κλείς της Χριστού βασιλείας· χαίρε͵ ελπίς αγαθών αιωνίων·
Χαίρε͵ νύμφη ανύμφευτε. (Στάσις Γ΄ Ο 5-6 )
Χαίρε͵ της απάτης την πλάνην πατήσασα· χαίρε͵ των ειδώλων τον δόλον ελέγξασα· ( Στάσις Β΄Λ 1-2 )
Χαίρε͵ δι΄ ης ελύθη παράβασις· χαίρε͵ δι΄ ης ηνοίχθη παράδεισος·
Χαίρε͵ η κλείς της Χριστού βασιλείας· χαίρε͵ ελπίς αγαθών αιωνίων·
Χαίρε͵ νύμφη ανύμφευτε. (Στάσις Γ΄ Ο 5-6 )
Ένα άλλο σπουδαίο θαύμα της Θεοτόκου που αναφέρεται στην «Αμαρτωλών Σωτηρία» είναι το εξής. Στα μέρη της Συρίας ζούσε ένας ενάρετος και Άγιος ερημίτης (ονόματι Παρθένιος), ο οποίος πήγαινε συχνά στο Όρος Σινά και προσκυνούσε την Αγία Βάτο, ενθυμούμενος το θαύμα που είχε γίνει εκεί, εις τύπον της Αειπαρθένου Μαρίας. Μία φορά λοιπόν, περνώντας από την Ερυθρά Θάλασσα, είδε στον αιγιαλό νεκρόν άγνωστο και λυπούμενος στο θέαμα αυτό, έκανε δέηση θερμοτάτη προς τον Κύριο δια πρεσβειών της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, υπέρ των νεκρών. Και, καθώς προσήυχετο, βλέπει τον νεκρό να ανίσταται και τον προσκύνησε και του είπε: « Σε ευχαριστώ άγιε του Θεού, διότι η πολλή ευλάβεια και αγάπη που έχεις στο Θεό και την Αειπάρθενο Μητέρα του, δεν ωφελεί μόνο εσένα, αλλά και πολλοί ελυτρώθηκαν από ψυχικό θάνατο και εξόχως εγώ, ο ανάξιος.
Εγώ ήμουν στην αίρεση του ασεβεστάτου Νεστορίου (δηλ. Νεστοριανός) και όταν άκουγα να λέγεται το όνομα της Κυρίας Θεοτόκου θύμωνα και θεωρούσα μεγάλο ανόμημα να λέγεται μία γυναίκα Θεοτόκος. Κάποτε που πήγαινα στα Ιεροσόλυμα, δια θαλάσσης, στο πλοίο που ταξίδευα έτυχε ένας ευλαβής χριστιανός και όταν έμαθε ότι ήμουν Νεστοριανός, με νουθετούσε να αφήσω την αίρεση. Εγώ φιλονικούσα μαζί του και αντιδρούσα και ήρθαμε σε σύγκρουση. Παλεύοντας, πέσαμε και οι δύο στη θάλασσα και πήγαμε στο βυθό. Τότε παρουσιάστηκε μία ένδοξος και φωτοφόρος γυναίκα και πήρε τον άλλο από το χέρι και είπε: «Επειδή είσαι φίλος μου και θυσιάστηκες για μένα, δεν σε αφήνω να πνιγείς, αλλά θα σε πάω να προσκυνήσεις τον Πανάγιο Τάφο του Υιού μου, όπως επιθυμείς και μετά τρία χρόνια θα σε πάρω στην Ουράνια Βασιλεία». Τότε, στράφηκε και σε μένα η Δέσποινα και μου είπε : «Πήγαινε εσύ ανόητε στην αιώνια κόλαση μαζί με τον αιρεσιάρχη Νεστόριο και όλους τους άλλους που δεν με ομολογούν σαν Θεοτόκο και αρνούνται τη Θεία σάρκωση του Υιού μου».
Μόλις έφυγε η Παναγία με τον πιστό χριστιανό, πήραν την άθλια ψυχή μου σκοτεινοί δαίμονες και την πήγαν στην κόλαση. Εκεί είδα πλήθος ψυχών που βασανιζόταν και αναθεμάτιζαν τον Νεστόριο που ήταν η αιτία της καταδίκης τους. Ξαφνικά, παρουσιάστηκε η Υπερένδοξος εκείνη Γυναίκα και μου είπε: «Σε βγάζω από την κόλαση αυτή που είσαι, χάρις στην δέηση του δούλου μου Παρθενίου και πες του να μην κάνει πλέον δέηση για τους εχθρούς μου. Και, εσύ να κηρύξεις παντού την κόλαση που έχουν οι Νεστοριανοί». Μόλις άκουσα αυτά τα λόγια, επέστρεψε στο σώμα το πνεύμα μου και αναστήθηκα. Σε ευχαριστώ λοιπόν, Άγιε του Θεού και σε παρακαλώ να με μυρώσεις (με το Άγιο Μύρο), διότι αρνούμαι την αίρεση του Νεστορίου και ομολογώ την Αειπάρθενο Μαρία αληθή Θεοτόκο. Ο Όσιος όταν άκουσε αυτά χάρηκε πολύ και με πήρε μαζί του στα Ιεροσόλυμα, όπου βρήκαμε τον άλλο διασωθέντα και πήγαμε οι τρείς μαζί στην έρημο, όπου ζήσαμε με αγώνες και άσκηση μέχρι το τέλος της ζωής μας.
***
Θεοτόκε
Παρθένε, χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ο Κύριος μετά Σου. Ευλογημένη Συ εν
γυναιξί, και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας Σου, ότι Σωτήρα έτεκες,
των ψυχών ημών.
Την πάσαν ελπίδα μου εις Σε ανατίθημι, Μήτηρ του Θεού, φύλαξόν με υπό την σκέπην Σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου