Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

Ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Βατοπαιδινὸς ὡς ὑποτακτικός τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ τοῦ Ἠσυχαστοῦ.

Ἀρχιμανδρίτου Ἐφραίμ, Καθηγουμένου τῆς Ἱ.Μ. Μονῆς Βατοπαιδίου.
Ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Βατοπαιδινὸς ἔκανε τὴν ἀποταγή του στὴν ἡλικία τῶν 16 ἐτῶν τὸ καλοκαίρι τοῦ 1937 στὴν Ἱερὰ Μονὴ Σταυροβουνίου στὴν Κύπρο. Ἀφορμὴ τῆς ἀποταγῆς του ἦταν τὸ ἑξῆς γεγονός. Μετὰ τὴν παρακολούθηση μίας κωμικῆς ταινίας, αἰσθάνθηκε ἕνα μεγάλο ὑπαρξιακὸ κενὸ καὶ μία βαθιὰ νέκρωση γιὰ τὰ πρόσκαιρα. Στεκόταν μόνος σ' ἕνα ὕψωμα στὴν πόλη τῆς Πάφου, τὴ βραδινὴ ἐκείνη ὥρα, ὅταν ξαφνικὰ μέσα σ’ ἕνα ὑπερκόσμιο, ἱλαρὸ φῶς πρόβαλε ἡ παρακλητική, γεμάτη ἀγάπη καὶ εἰρήνη μορφὴ τοῦ Κυρίου.
Ἐμφανίστηκε σὲ αὐτὸν ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ τοῦ εἶπε: «Γι’ αὐτὸ δημιούργησα τὸν ἄνθρωπο; Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀθάνατος». Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ὅραση πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ ἀρνηθεῖ τὰ ἐγκόσμια καὶ νὰ γίνει μοναχός. Στὴ μοναχικὴ κουρὰ του πῆρε τὸ ὄνομα Σωφρόνιος καὶ...
ἔζησε στὴν Μονὴ γιὰ 10 περίπου χρόνια. Μὲ ἀφορμὴ τὸ ἡμερολογιακὸ ζήτημα ποὺ εἶχε διχάσει τὴν Μονὴ σὲ δύο στρατόπεδα, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ κατευθυνόμενος ἀπὸ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ κατόπιν προτροπῆς καὶ εὐλογίας ἀπὸ τὸν πνευματικό τῆς Μονῆς παπα-Κυπριανὸ κατευθύνεται γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος γιὰ ὑψηλότερη πνευματικὴ ζωή.

Προσωρινά, στὶς ἀρχὲς τοῦ 1947, φιλοξενήθηκε στὴν ἀσκητικὴ Καλύβη τῆς Θείας Ἀναλήψεως κάτω ἀπὸ τὸ Κυριακό τῆς Σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννης ἀπὸ τὸν σεβαστὸ Γέροντα Νικόδημο καὶ τὴν ἑξαμελῆ συνοδεία του. Ἡ συνοδεία ἐκεῖ ἀσχολεῖτο μὲ τὴν ξυλουργική. Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ φρόντισε ὥστε ὅταν χρειάστηκε ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστὴς μία ξύλινη πόρτα γιὰ τὸ ἐκκλησάκι τοῦ ἀσκητηρίου, ποὺ ἦταν ἀφιερωμένο στὸν Τίμιο Πρόδρομο, νὰ παραγγείλει τὴν κατασκευή της στὴ συνοδεία ποὺ ὁ π. Σωφρόνιος ἔμενε προσωρινά, στὴν Ἁγία Ἄννα.
Ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστὴς ἐκείνη τὴν περίοδο ἡσύχαζε στὴ Μικρὰ Ἁγία Ἄννα μὲ τὸν συνασκητὴ του πατέρα Ἀρσένιο καὶ τὸν π. Ἀθανάσιο, τὸν κατὰ σάρκα ἀδελφό του, μέσα στὰ ἀπόκρημνα ἐρημικὰ σπήλαια. Ἐτύγχανε ἰδιαιτέρου σεβασμοῦ ἀπὸ τοὺς εὐλαβεῖς Ἁγιορεῖτες μοναχοὺς ὡς δάσκαλος τῆς νοερᾶς ἡσυχίας καὶ προσευχῆς, ὡς καθηγητὴς τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ὁ π. Σωφρόνιος τόσο πολὺ ἐντυπωσιάστηκε ἀπὸ τὴ μορφὴ καὶ τοὺς λόγους τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ ποὺ τὴν ἄλλη ἡμέρα ζήτησε ἀπὸ τὸν Γέροντα νὰ τὸν πάρει στὴν συνοδεία του, ἀλλὰ ὁ Γέροντας ἀρνήθηκε. 

Ἡ ἐπιμονὴ τοῦ νεαροῦ τότε Σωφρονίου ἔπεισε τὸν Ἅγιο Γέροντα νὰ τοῦ ὑποσχεθεῖ ὅτι πρῶτα θὰ προσευχηθεῖ καὶ νὰ ἐπιστρέψει τὴν ἑπομένη νὰ τοῦ δοθεῖ ἡ ἀπάντηση, ἡ ὁποία τελικὰ ἦταν θετική. Ἀργότερα ἔγινε γνωστὸ ποιὰ ἀποκάλυψη δέχθηκε ὁ σεβαστὸς Γέροντας, ὥστε νὰ πεισθεῖ νὰ δεχτεῖ τὸν νεαρὸ Σωφρόνιο ὡς πρῶτο ὑποτακτικό του. Εἶδε ἕνα πουλάκι νὰ πετᾶ καὶ νὰ κάθεται στὸν ὦμο του καὶ καθὼς ὁ Γέροντας τὸ κοιτοῦσε παραξενεμένος, τὸ πουλάκι αὐτὸ ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ ἀντὶ νὰ κελαηδήσει ἄρχισε νὰ θεολογεῖ. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο τὸν πληροφόρησε ὁ Θεός, ὅτι ὁ νεαρὸς Σωφρόνιος θὰ ὡρίμαζε πνευματικὰ κάτω ἀπὸ τὴ δική του καθοδήγηση, θὰ γινόταν σκεῦος τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ λάμβανε τὸ χάρισμα τῆς θεολογίας.
Συμμορφώθηκε ἄμεσα στὸν καινούργιο τρόπο ζωῆς τῶν Γερόντων, ποὺ ἦταν πράγματι ἡσυχαστικός. Ἀπὸ τὸ πρωὶ ἕως τὸ μεσημέρι ἐργόχειρο γιὰ νὰ ἔχουν τὰ πρὸς τὸ ζῆν, κατὰ κανόνα δὲν ἐπιτρεπόταν ἡ ἐπέκταση τῆς διακονίας πέραν τῆς καθορισμένης μεσημβρινῆς ὥρας, ἔπειτα Ἑσπερινὸς μὲ κομποσχοίνι -μόνος ὁ καθένας- ἢ καὶ λίγη ἀνάγνωση, ἀκολουθοῦσε τὸ γεῦμα, ἢ μᾶλλον τὸ δεῖπνο, τελείωναν στὶς ἐννέα ἡ ὥρα κατὰ τὴν βυζαντινὴ ὥρα (δηλαδὴ περίπου τρεῖς ἢ τέσσερις τὸ ἀπόγευμα), στὴ συνέχεια ἔπαιρναν εὐλογία ἀπὸ τὸν Γέροντα καὶ πήγαιναν γιὰ ἕναν σύντομο ὕπνο. Μετὰ τὴν ξεκούραση ἑτοίμαζαν, ἂν κάτι χρειαζόταν γιὰ τὴν ἑπομένη ἡμέρα, καὶ στὴ συνέχεια ἀγρυπνοῦσαν προσευχόμενοι ὁ καθένας στὸ κελί του ὡς τὰ μεσάνυχτα.
Ἂν εἶχαν Θεία Λειτουργία, γινόταν μετὰ τὰ μεσάνυχτα, ἂν ὄχι, ἦταν ὥρα πνευματικῆς μελέτης. Στὸ τυπικὸ αὐτὸ ἐντασσόταν καὶ ἡ ἐξαγόρευση τῶν λογισμῶν. Μᾶς ἔλεγε σχετικὰ ὁ Γέροντάς μας Ἰωσήφ: «Ἔτσι μέναμε κατὰ μόνας καὶ μετὰ τὸ μεσονύκτιο ἢ καὶ πρωτύτερα ἐγὼ πήγαινα στὸν Γέροντα ποὺ ἡ καλύβη του ἦταν μακρύτερα ἀπὸ ἐμᾶς, καὶ λέγοντάς του τοὺς λογισμούς μου καὶ ὅ,τι ἄλλο μοῦ συνέβαινε, μοῦ ἔλεγε πνευματικὰ καὶ ὅ,τι ἄλλο ἀπαιτοῦσε γιὰ τὴ διόρθωσή μας καὶ τὴν πνευματικὴ ζωή. Αὐτὸ τὸ τυπικὸ τὸ κρατήσαμε καὶ οἱ ἄλλοι ἀδελφοί, ὅταν γίναμε περισσότεροι. Πρὶν ὅμως ἀπὸ τὴν ὥρα αὐτὴ δὲν δεχόταν ὁ Γέροντας κανέναν, καὶ αὐτό, ὅπως μου ἔλεγε, τὸ φύλαξε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ»[1].
Κοντὰ στὸν Γέροντα Ἰωσὴφ ἔμαθε, ὁ π. Σωφρόνιος ἐμπειρικά, ὅτι μοναχισμὸς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἢ ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ αἴσθηση τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ἡ βίωση τῆς θείας Χάριτος. Τόνιζε ὅτι δὲν ξεχνοῦσε ποτὲ τὶς ἡμέρες αὐτὲς καὶ τὸν ἐνθουσιασμὸ ποὺ τοῦ δημιουργοῦσε ὁ πνευματικὸς αὐτὸς τρόπος ζωῆς ποὺ γρήγορα ἀνέβαζε τοὺς βιαστὲς σὲ ψηλὴ πνευματικὴ κατάσταση.
Ὁ πόθος τοῦ π. Σωφρονίου ἦταν ἡ πνευματική του κατάρτιση ἀπὸ Γέροντα πεπειραμένο στὴ ζωὴ τῆς ἡσυχίας, ἰδιαίτερα τὸν ἐνδιέφερε ἡ ἀπόκτηση τῆς νοερᾶς προσευχῆς. «Ὅταν πῆγα, ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας ἡμέρα», διηγεῖται, «μοῦ ἑρμήνευσε ὁ Γέροντας μὲ λεπτομέρεια τὸ νόημα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἰδίως προσπαθοῦσε νὰ ἑρμηνεύσει τὸ θέμα τῆς Χάριτος, ὅτι αὐτὴ εἶναι ὁ κυριότερος παράγοντας, ποὺ πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολεῖ, γιατί χωρὶς Αὐτὴν ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ κατορθώσει τίποτε. Σιγὰ σιγὰ "ἒπιανα" τὸ νόημα τῶν λόγων του, ἐπειδὴ εἶχα βοήθεια προηγούμενες μελέτες καὶ συμβουλές, πρακτικὰ ὅμως ἀγνοοῦσα τὸν τρόπο καὶ τὸ εἶδος αὐτῆς τῆς ἐνέργειας». Ἕνα μεσημέρι γεμάτος ἀπὸ ἱλαρότητα καὶ χαρὰ ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ τοῦ εἶπε: «Πήγαινε καὶ ἀπόψε θὰ σοῦ στείλω ἕνα "δεματάκι" καὶ θὰ ἰδῆς τί γλυκὺς ποὺ εἶναι ὁ Ἰησοῦς μας». Μετὰ τὴν ἀνάπαυση, ὅπως πάντοτε, ἄρχισε τὴν ἀγρυπνία του καὶ ἑτοιμάστηκε, σύμφωνα μὲ τὶς συμβουλές του, νὰ προσευχηθεῖ συγκεντρώνοντας ὅσο μποροῦσε τὸν νοῦ του. Ὅσον ἀφορᾶ τὸ δεματάκι, τὸ εἶχε ξεχάσει τελείως.
Ὁ ἴδιος γράφει γιὰ τὴν ἐμπειρία του αὐτὴ στὸ βιβλίο ποὺ ἔγραψε γιὰ τὸν Γέροντά του Ἰωσὴφ τὸν Ἡσυχαστή: «Δὲν θυμᾶμαι πὼς ξεκίνησα, ἀλλὰ ξέρω καλὰ ὅτι μόλις ἄρχισα δὲν πρόλαβα νὰ προφέρω πολλὲς φορὲς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας καὶ γέμισε ἡ καρδία μου ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Ξαφνικὰ πολλαπλασιάστηκε τόσο πολύ, ποὺ δὲν προσευχόμουν πλέον, ἀλλὰ θαύμαζα μὲ ἔκπληξη τὸ ξεχείλισμα αὐτὸ τῆς ἀγάπης. Ἤθελα νὰ ἀγκαλιάσω καὶ νὰ ἀσπαστῶ ὅλους τούς ἀνθρώπους καὶ ὅλη τὴν κτίση καὶ συγχρόνως σκεφτόμουν τόσο ταπεινά, ποὺ ἒνιωθα πὼς εἶμαι κάτω ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα. Τὸ πλήρωμα ὅμως καὶ ἡ φλόγα τῆς ἀγάπης μου ἦταν πρὸς τὸν Χριστό μας, ποὺ αἰσθανόμουν ὅτι ἦταν παρών, ἀλλὰ δὲν μποροῦσα νὰ Τὸν δῶ, γιὰ νὰ προσπέσω στὰ ἄχραντα πόδια Του καὶ νὰ Τὸν ρωτήσω, πῶς πυρπολεῖ τόσο τὶς καρδιὲς καὶ μένει κρυμμένος καὶ ἄγνωστος;
Εἶχα, τότε, μία λεπτὴ πληροφορία ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ποὺ ὁ Κύριός μας λέει ὅτι βρίσκεται μέσα μας καὶ ἔλεγα- «ἂς μείνω, Κύριέ μου, ἔτσι καὶ δὲν χρειάζομαι ἄλλο τίποτε». Αὐτὸ κράτησε ἀρκετὴ ὥρα καὶ σιγὰ σιγὰ ἐπανῆλθα στὴν πρώτη μου κατάσταση. Περίμενα μὲ ἀγωνία, ἀνυπόμονα, νὰ ἔλθει ἡ κατάλληλη ὥρα νὰ πάω στὸν Γέροντα νὰ τὸν ρωτήσω τί ἦταν αὐτὸ ποὺ συνέβη καὶ πὼς ἔγινε. Ἦταν 20 Αὐγούστου καὶ ἡ σελήνη ἔλαμπε. Πῆγα τρέχοντας καὶ τὸν βρῆκα ἔξω ἀπὸ τὸ κελί του νὰ περπατάει στὸ μικρό του προαύλιο. Μόλις μὲ εἶδε, ἄρχισε νὰ χαμογελᾶ καὶ πρὶν τοῦ βάλω μετάνοια, μοῦ εἶπε: «Εἶδες τί γλυκὺς ποῦ εἶναι ὁ Χριστός μας; Κατάλαβες πρακτικὰ τί εἶναι αὐτὸ ποῦ ἐπίμονα ρωτοῦσες; Τώρα βιάζου νὰ κάνεις κτῆμα σου αὐτὴ τὴ Χάρη καὶ νὰ μὴν σοὺ τὴν κλέψει ἡ ἀμέλεια»[2].
Ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστὴς εἶχε φθάσει στὸ ἐπίπεδο νὰ εἶναι ἔμπλεος θείας Χάριτος καὶ νὰ μπορεῖ νὰ τὴν μεταδίδει στοὺς μαθητές του. Ὁ Γέροντας Ἐφραὶμ ὁ Κατουνακιώτης ὁμολογοῦσε ὅτι «δὲν μποροῦσες νὰ χορτάσεις ἀπὸ τὴ Χάρη πού σου ἔδινε ὁ Γέροντας»[3]. Κάτι ἀσυνήθιστο - δυσκατόρθωτο ἀκόμη καὶ γιὰ πολλοὺς ἐναρέτους Γέροντες. Κάτι ποὺ ἀποδεικνύει μεγίστη παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ φανερώνει τὸν αὐθεντικό, τὸν ἀληθινὸ Γεροντισμὸ σὲ ὅλο τὸ μεγαλεῖο του. Ὁ Γέροντας ποὺ διαθέτει πνευματικὸ πλοῦτο τὸν παραδίδει στὸν ὑποτακτικὸ καὶ ὁ ὑποτακτικὸς παραλαμβάνει μὲ φόβο Θεοῦ τὴ θεία αὐτὴ παρακαταθήκη, ὥστε νὰ τὴν διαφυλάξει καὶ νὰ τὴν παραδώσει μὲ τὴ σειρά του στοὺς μεταγενεστέρους. Αὐτὴ εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς ἁγιορείτικης παραδόσεως.
Ὁ Θεὸς σφράγιζε τοὺς λόγους τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ τοῦ Ἠσυχαστοῦ πρὸς τὸν καλὸ ὑποτακτικό του. Ὁ Γέροντάς μας Ἰωσὴφ μᾶς ἔλεγε σχετικά: «Σὲ ὅσα μᾶς πρόσταζε νὰ κάνουμε πήγαιναν καλά, παρόλο ποὺ κατ’ ἀρχὰς φαινόταν ὅτι θὰ ἀποτύχουμε. Σὲ ὅσα πάλι δίσταζε καὶ ὅμως ὑποχωροῦσε, γιὰ νὰ μὴ προκύψει ἀπὸ μέρους μας φιλονικία ἢ γογγυσμός, συναντούσαμε τόσα ἐμπόδια, ποὺ ἦταν ἀδύνατο νὰ τὰ τελειώσουμε χωρὶς ὑπερβολικοὺς κόπους καὶ προβλήματα».
Ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ φρόντιζε πάντα πνευματικά τούς ὑποτακτικούς του, δὲν ἔχανε τὴν εὐκαιρία νὰ μαθαίνει σὲ αὐτοὺς τὴν φιλοπονία, τὴν αὐταπάρνηση, τὴν ταπείνωση, τὴν ὑπακοή, τὴ σιωπή, τὴ νοερὰ προσευχὴ καὶ ἡσυχία. Σὲ κάποια περίπτωση, ἔστειλε τὸν πατέρα Σωφρόνιο φορτωμένο μὲ ἕνα τσουβάλι σιτάρι ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἁγία Ἄννα στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἐσφιγμένου νὰ τὸ ἀλέσει καὶ νὰ τὸ φέρει πίσω φορτωμένος καὶ στὸν δρόμο νὰ μὴ μιλήσει, νὰ μὴ φάει καὶ νὰ μὴ μείνει πουθενά. Συνολικὰ θὰ ἔκανε τουλάχιστον 16 ὧρες πεζοπορία. Οἱ πατέρες τὸν ἐξυπηρέτησαν καὶ μαζὶ μὲ τὸ ἀλεύρι τοῦ ἔδωσαν καὶ μία σακούλα ψάρια παστὰ γιὰ νὰ τὰ δώσει εὐλογία στὸν Γέροντα. Ὅταν ἐπιστρέφοντας ἔφτασε στὸ ἀσκητήριό τους τοῦ λέει ὁ Γέροντας Ἰωσήφ, «ἔχω ἕνα γράμμα στὴ Λαύρα. Κάτσε, φάε καὶ πήγαινε ἀμέσως νὰ τὸ πάρεις». Ὁ Γέροντάς μας ἀγογγύστως ἔκανε αὐτὴν τὴ μαρτυρικὴ ὑπακοή. Ἄλλες ὀκτὼ ὧρες πεζοπορίας.
Ὁ ἴδιος ὁ Γέροντάς μας Ἰωσὴφ μαρτυρεῖ ὅμως γιὰ τοὺς καρποὺς αὐτῆς τῆς ὑπακοῆς καὶ φιλοπονίας: «Τὴ νύχτα πηγαίναμε νὰ κάνουμε τὴν προσευχή μας. Δὲν προλαβαίναμε νὰ κάνουμε τὸν σταυρό μας καὶ νὰ ποῦμε τὴν εἰσαγωγὴ «Δεῦτε προσκυνήσωμεν» καὶ ἀμέσως ὁ νοῦς ἁρπαζόταν. Ἁρπαζόταν ὁ νοῦς καὶ ἔτσι δύο ὧρες σχεδὸν περίπου ἔφευγε, δὲν αἰσθανόμασταν τὸν νόμο τῆς βαρύτητας. Καὶ σιγὰ-σιγὰ ἐπανερχόταν πάλι ἡ κατάσταση αὐτή. Κι αὐτὸς ἦταν ὁ καρπὸς τῆς μικρῆς φιλοπονίας, δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ψέματα. Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικότης. Δὲν περιαυτολογοῦμε...
Πόσο νοσταλγῶ τὶς μέρες αὐτές, ποὺ ὑπομείναμε πολλὴ ἄθληση ὑπακοῆς καὶ αὐταπάρνησης καὶ ὁ Κύριος «τὸν χειμάρρουν τῆς τρυφῆς αὐτοῦ»[4] εἶχε στραμμένο στὴν ταπεινή μας ψυχή! Μὲ πόση νοσταλγία ἀνέμενα νὰ ἀκούσω τὴν ἐντολὴ τοῦ Γέροντος καὶ ὁρμοῦσα μὲ ὅλη μου τὴν προθυμία, χωρὶς ποτὲ καμιὰ κρίση, ἀμφιβολία, σχόλιο, δειλία, ἡ «ἐὰν» ἢ «μήπως»! Δὲν ὑπερβάλλω, ὅταν λέγω ὅτι γιὰ πολλὲς μέρες καὶ μῆνες -ἤμουν συνεχῶς γεμάτος ἱδρῶτες, χωρὶς νὰ αἰσθάνομαι καμιὰ ἐνόχληση ἢ ἔγνοια γι’ αὐτό, ἀφοῦ πολλὲς φορὲς καὶ ὁ νόμος τῆς βαρύτητας ἦταν ἀνεπαίσθητος, γιατί ὅλα τὰ συμπλήρωνε καὶ τὰ ἀνακούφιζε ἡ μαρτυρικὴ χάρη τῆς ὑπακοῆς καὶ αὐταπάρνησης, αἰσθανόμασταν ἀδιάκοπα τὴν ὀσμὴ τῆς ἀνάστασης καὶ τῆς αἰωνιότητας».
(Ἑσπερίδα μὲ θέμα τὸν Γέροντα Ἰωσὴφ τὸν Ἡσυχαστὴ πραγματοποιήθηκε στὸ πλαίσιο τῶν ΚΒ’ Παυλείων πού διοργάνωσε ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Βεροίας, τὴν Τετάρτη, 1 Ἰουνίου 2016)

[1] Ὁμιλία σὲ Σύναξη τῆς Ἀδελφότητας.
[2] Γέροντος Ἰωσὴφ Βατοπαιδινοῦ, Ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστής, Βίος Διδασκαλία «Ἡ Δεκαφωνος Σάλπιγξ», Ἱερὰ Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὅρος 112016, σσ. 121-124.
[3] Γέροντος Ἰωσὴφ Βατοπαιδινοῦ, Ὁ χαρισματοῦχος ὑποτακτικός, Γέροντας Ἐφραὶμ ὁ Κατουνακιώτης, ἔκδ. Ἱερᾶς Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὅρος 2002, σ. 88
[4] Ψαλμ. 35,9.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου