Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2015

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑΣ ΜΑΤΡΩΝΑΣ ΤΗΣ ΑΟΜΜΑΤΗΣ.



Παιδικοί χρόνοι


Ή μακαριστή Γερόντισσα Ματρώνα γεννήθηκε τό 1881 στο χωριό Σέμπινο Έπιφανίσκαγια τοΰ νομοϋ της Τούλα, πού τώρα λέγεται Κιμόφσκι. Στα είκοσι χιλιό­μετρα από την τοποθεσία αυτή έγινε ή περίφημη μάχη της Κουλικόβα.
0ι γονείς της έλέγοντο Δημήτριος και Ναταλία. "Ή­ταν χωρικοί, ευλαβείς, τίμιοι, δούλευαν και ζούσαν φτωχικά. Είχαν τέσσερα παιδιά, τον Ίβάν, τον Μιχα­ήλ, τή Μαρία και τή Ματρώνα. Ή Ματρώνα ήταν ή πιο μικρή.
"Οταν γεννήθηκε ή Ματρώνα, οί γονείς της ήταν σε προχωρημένη ηλικία και αρκετά φτωχοί. Σε αυτή τή φτώχεια πού ζούσαν, τό τέταρτο παιδί ήταν ένα πρό­βλημα, γι' αυτό ή μητέρα του πριν τό γεννήσει αποφά­σισε να τό δώσει κάπου να τό μεγαλώσουν, γιατί τό να κάνει έκτρωση στήν πατριαρχική οικογένεια πού ζού­σαν ήταν κάτι αδιανόητο. Υπήρχαν τότε πολλά κρατι­κά ορφανοτροφεία στά όποια μεγάλωναν φτωχά παιδιά. Σκέφτονταν, λοιπόν, νά τό δώσουν στο ορφανοτροφείο πού λεγόταν Γκολίτσιν και βρισκόταν στο γειτονικό χωριό.
Μετά άπό αυτές τις σκέψεις ή μητέρα της Ματρώ-νας Ναταλία είδε στ' όνειρο της δτι ήλθε και κάθησε πάνω στο δεξί της χέρι ένα άσπρο πουλϊ με ανθρώπινη μορφή αλλά χωρίς μάτια. Τότε ή θεοφοβούμενη γυναί­κα, θεώρησε τ' όνειρο της ως σημείο άπό τον Θεό, δτι τό παιδί πού θά γεννήσει θά είναι σκεύος εκλογής κι έτσι αποφάσισε να μή τό δώσει στο ορφανοτροφείο. Πρά­γματι το κοριτσάκι γεννήθηκε τυφλό άλλα ή μητέρα του τό αγάπησε πολύ.

Ή Ματρώνα άπό την αρχή σήκωσε ένα βαρύ σταυ­ρό τον όποιο με την ταπείνωση και την υπομονή τον κράτησε σέ δλη

της τή ζωή. Στή βάπτιση της πήρε τ' ό­νομα τής όσιας Ματρώνας της Κωνσταντινουπόλεως. Τό ότι αυτό τό παίδι ήταν σκεύος εκλογής, τό αντιλή­φθησαν όλοι όσοι παρευρέθηκαν στή βάπτιση· τήν ώρα πού ό Ιερέας τήν έβαζε στήν κολυμβήθρα, είδαν πάνω άπό τό κορίτσι να σχηματίζεται ενα ανάλαφρο σύννε­φο πού άνέδιδε εύωδία. Σχετικά με αυτό μαρτύρησε κι ένας συγγενής τής Ματρώνας, ό Πάβελ Ίβάνοβιτς Προχόροφ, πού παρευρέθηκε στή βάπτιση. Ό Ιερέας π. Βα­σίλειος, τον όποιο όλοι σέβονταν ώς ευλαβή και προορατικό, είπε ότι βάπτισε πολλά παιδιά, άλλά πρώτη φορά ειδε κάτι τέτοιο σάν αυτό πού συνέβηκε. Σίγουρα, ειπε, αυτό τό κορίτσι θά προοδεύσει πνευματικά. Επί­σης ειπε στή Ναταλία, τήν μητέρα τής Ματρώνας, ό,τι ζητήσει ή Ματρώνα νά πάνε νά του τό πουν, και μάλι­στα τούς προεϊπε ότι ή Ματρώνα θά τούς αναγγείλει τήν ήμερα τοΰ θανάτου του. "Ετσι κι έγινε.
Μιά νύχτα, ή Ματρώνα εκεί πού καθόταν είπε στή μητέρα της ότι πέθανε ό π. Βασίλειος. Ή μητέρα της α­πόρησε. "Οταν πήγε στο σπίτι τοΰ Ιερέα, διαπίστωσε ό­τι τήν ώρα πού είχε πει ή Ματρώνα πέθανε ό π. Βασί­λειος.
"Οταν ή Ματρώνα ήταν έξι χρονών, μιά φορά έβγα­λε τον σταυρό άπό πάνω της και ή μητέρα της τήν μά­λωσε. Τότε ή Ματρώνα τής είπε: "Μητέρα μου γιατί με μαλώνεις; Έγώ έχω τον δικό μου σταυρό." Πράγματι ε­πάνω στο στήθος της είχε ένα εξόγκωμα σε σχήμα σταυρού.
Μια φίλη της μητέρας της έλεγε ότι ή Ναταλία τής έκανε παράπονα πώς όταν ή Ματρώνα ήταν μικρή και ξημέρωνε Τετάρτη και Παρασκευή δέν ήξερε τι να κά­νει, γιατί ή Ματρώνα δέν έτρωγε τίποτα. Κοιμόταν συ­νέχεια, ήταν σχεδόν αδύνατον να τήν ξυπνήσεις. Σιγά-σιγά, τα μάτια της όχι μόνο δέν άνοιγαν άλλα διαπί­στωσαν ότι δέν υπήρχαν οΰτε καν κόρες.

"Οταν ή Ματρώνα ήταν μικρή έπαιζε μέ τά παιδιά, καθώς όμως ήταν τυφλή, τά παιδιά τήν κορόιδευαν, τή μάλωναν, τή κτυπούσαν και τήν έριχναν μέσα σέ λάκ­κους, γιά νά γελοΰν και νά βλέπουν πώς θά βγει από μέ­σα. Ή Ματρώνα πάντα κατάφερνε κι έβγαινε από τους λάκκους και πήγαινε στο σπίτι της. "Ετσι από μικρή σχεδόν, έπαψε νά βγαίνει έξω νά παίζει μέ τά παιδιά, κι έμενε μέσα στο σπίτι. Τό μόνο μέρος πού πήγαινε, χωρίς παράλειψη ήταν ή εκκλησία. Ή μητέρα της, όταν δέν τήν έβρισκε στο σπίτι, ήξερε ότι ή Ματρώνα βρισκό­ταν στήν εκκλησία. Ή Ματρώνα όταν πήγαινε στήν έκκλησία στεκόταν πάντα στήν ίδια θέση κι έψαλε μαζι με τους ψάλτες έχοντας τό χάρισμα τής αδιάλειπτου Προσευχής.
Άπό τήν ηλικία των έξι-έπτά ετών τής είχε δοθεί το  προορατικό και διορατικό χάρισμα. Γνώριζε τις άσθένειες των ανθρώπων, τι προβλήματα είχαν, τις α­μαρτίες τους, τι θά συνέβαινε στον καθένα, κι έτσι τούς ειδοποιούσε, τούς συμβούλευε και τούς γιάτρευε.
O κόσμος πήγαινε στήν Γερόντισσα και τούς .πήγαιναν διάφορα πράγματα. Έτσι, ό φόβος της μητέρας της, πώς τό τέταρτο στόμα στο σπί­τι θα δημιουργήσει πρόβλημα στο φαγητό δεν επαλη­θεύθηκε, γιατί τους έφερναν τόσα τρόφιμα πού είχαν και περίσσευμα.
Μία μέρα ή Ματρώνα με τον πατέρα της δεν πήγαν στην εκκλησία- πήγε μόνο ή μητέρα της. Στον δρόμο πού πήγαινε, άλλα και στην εκκλησία σκεφτόταν διά­φορα πράγματα. "Οταν γύρισε στο σπίτι, λέει ή Μα­τρώνα στη μητέρα της:
- Μητέρα, γιατί δεν πήγες στην εκκλησία;
-   Πώς δεν πήγα παιδί μου; Νά, τώρα βγάζω τα ρού­χα μου. Ό πατέρας σου δεν πήγε.
-   Ό πατέρας ήταν εδώ και προσευχόταν, ενώ εσύ πού πήγες στην εκκλησία, ό νους σου ήταν άλλου.

Ή μητέρα της τή λυπόταν και συχνά τής έλεγε: "Κα­κομοίρα μου, παιδάκι μου,..." άλλ' όμως ή Ματρώνα τής απαντούσε: "Δεν είμαι εγώ κακομοίρα, άλλα τ' άλλα δύο σου παιδιά είναι κακόμοιρα, ό Ίβάν και ό Μιχαήλ".
Κάποιο φθινόπωρο ή Ματρώνα καθόταν έξω στην αυλή και τής λέει ή μητέρα της:
-   Πέρνα μέσα παιδί μου, κάνει κρύο.
-   Μητέρα, δεν μπορώ μέσα γιατί μού βάζουν φωτιά...
-   Ποιος σού βάζει φωτιά;
-  Δεν κατάλαβες μητέρα, έρχονται οι δαίμονες και όχι μόνο με πειράζουν, άλλά και με τρυπάνε με τις πηροΰνες.
Μιά φορά λέει ή Ματρώνα στή μητέρα της: "Μητέ­ρα, σήμερα θά έχουμε γάμο". Εκείνη έκπληκτη τής λέ­ει: "Τί γάμο;" "Ηξερε ότι ήταν τυφλή και δεν μπορούσε νά δει κάτι τέτοιο, όμως ή Ματρώνα δταν είπε εκείνη τήν ήμερα ότι "θά έχουμε γάμο" εννοούσε ότι θά μαζευ­τεΐ πολύς κόσμος. Πράγματι, από εκείνη την ήμερα άρ­χισε νά έρχεται πολύς κόσμος νά ζητάει τή συμβουλή και τις προσευχές τής Ματρώνας. Οί άνθρωποι έρχον­ταν άπό μακρυά με τά κάρα τους, γιά νά πάρουν την ευλογία της. "Οταν άρχισε νά μαζεύεται ό κόσμος, λέει ή μητέρα της: "Τί είναι όλος αυτός ό κόσμος πού έρχε­ται;" και λέει ή Ματρώνα: "Μητέρα, δεν σοΰ είπα ότι σήμερα θά έχουμε γάμο;"
Μιά συγγενής τής Ματρώνας, ή Ξένια Ίβάνοβνα Σιφάροβα έλεγε ότι κάποτε πού βρέθηκε στο σπίτι τους, είπε στή μητέρα της: ""Οταν θά φύγω θά πιάσει μεγάλη φωτιά, αλλά έσεϊς δεν θά πάθετε τίποτα". "Ε­τσι κι έγινε. "Οταν ή φωτιά έφθασε στο σπίτι τους, πέ­ρασε απέναντι και ήταν τό μόνο σπίτι στο χωριό πού δέν κάηκε.
Ή Ματρώνα επισκέφθηκε πολλά προσκυνήματα σ' ολόκληρη τή Ρωσία μαζί με μία πλούσια γυναίκα. Κά­ποια
φορά, άπό τά προσκυνήματα πού πήγαιναν, βρέ­θηκαν και στον άγιο Ιωάννη τής Κροστάνδης, πού τότε ζούσε ακόμη. Χωρίς νά δει τή Ματρώνα, όταν μπήκαν στήν εκκλησία, είπε ν' ανοίξουν χώρο και φώναξε: "Ματρώνα έλα εδώ"... χωρίς νά τή γνωρίζει ποιά είναι. Ε­κείνη ήταν τότε δεκατεσσάρων ετών. Και συνέχισε ό ά­γιοι; Ιωάννης: "Αυτή θά είναι ή διάδοχος μου... Αυτή είναι ό όγδοος στύλος τής Ρωσίας"... Κανείς δέν κατάλα­βε (αυτά τά λόγια, όμως ό άγιος Ιωάννης ήξερε ότι ή Ματρώνα θά ήταν βοηθός στους ανθρώπους, στους δύ­σκολους καιρούς πού θά έρχονταν, όταν τό κράτος θά κατεδίωκε τήν Εκκλησία.
Σε ηλικία δεκαεπτά ετών ή Ματρώνα, όχι μόνο δέν έβλεπε , άλλα σταμάτησε και νά περπατάει. Αυτό τό γνώριζε άπό πρίν, γιατί της δόθηκε σημείο σχετικά με τό πότε θά της συμβεί. "Ηξερε ότι κάποια μέρα, πού θα περνούσε άπό κοντά της μιά συγκεκριμένη γυναίκα, θά έμενε παράλυτη, όπως και έτσι έγινε. Κάποια μέρα, με­τά την Θεία Μετάληψη, ένοιωσε αύτη τη γυναίκα νά περνάει άπό κοντά της και κατάλαβε ότι έφθασε ή στι­γμή πού θά 'μενε παράλυτη· όπως και ετσι έγινε.
Παρ' όλα αυτά, ποτέ της δεν παραπονιόταν και έ­λεγε ότι είναι πνευματική ή αιτία γιά όλα αυτά πού της συμβαίνουν και μόνον ό Θεός γνωρίζει τις αιτίες. "Ετσι τον ευχαριστούσε, τον δοξολογούσε, χωρίς νά γογγύζει γιά τον σταυρό πού της έδωσε ό Χριστός. Μετά τήν πα­ράλυση της έζησε 50 χρόνια.
Ή Ματρώνα είχε πει πώς ή Ρωσία θ' αλλάξει καθε­στώς κι ότι θά γίνει επανάσταση, ότι πολλοί θά προ­σπαθήσουν νά αρπάξουν όση γη μπορούν, αλλά μετά ά­πό λίγο καιρό θά παραιτηθούν και ό καθένας θά πάει όπου τού πρέπει. "Ετσι, γιά παράδειγμα, είχε πει σ' έ­ναν πλούσιο άνθρωπο νά φύγει άπό τή Ρωσία, γιά νά μή δει αυτά πού θά γίνουν. Εκείνος όμως δεν τήν άκου­σε και παρέμεινε, και πράγματι είδε νά τον κλέβουν, νά
καταστρέφουν τήν περιουσία και τό σπίτι του. Μάλι­στα πέθανε πολύ νέος κι ή κόρη του πέθανε πάμφτωχη.
Λίγο πριν γίνει ή επανάσταση πήγε κάποιος στή Ματρώνα και της λέει:
-  Θέλω νά κτίσω ένα καμπαναριό σε κάποια εκκλησία.
-  Δεν θά τό κτίσεις, τού απάντησε εκείνη.
- Μά πώς! "Εχω λεφτά, έχω αρχιτέκτονα, μού έκα­νε τά σχέδια, όλα είναι έτοιμα...
Τελικά δεν κτίσθηκε τό καμπαναριό, επειδή έγινε ή επανάσταση.
Κάποτε ή Ματρώνα είχε πει ότι στο σπίτι ενός Ιε­ρέα, σέ κάποιο ράφι, υπάρχει ενα βιβλίο πού εχει μέσα μία εικόνα, την "Αμαρτωλών Σωτηρία" και ότι ή Παν­αγία παρακαλεί νά έλθει στην εκκλησία μας. Λέει, λοι­πόν, στη μητέρα της: "Σκέφτομαι πώς πρέπει νά την ζωγραφίσουμε και μάλιστα νά την κάνουμε ωραία, ε­πειδή την βλέπω συνέχεια στον ΰπνο μου". "Πώς νά την ζωγραφίσουμε; Οΰτε λεφτά έχουμε, οϋτε τίποτα", απάν­τησε ή μητέρα της. Την επόμενη μέρα, ή Ματρώνα ευ­λόγησε τις γυναίκες και πήγανε στά χωριά ζητώντας λεφτά, όπου και μαζέψανε αρκετά. "Οταν γυρνούσανε στά χωριά, βρήκαν δυο αδέλφια πολύ πλούσια και ό έ­νας βγάζει και δίνει ενα ρούβλι, όχι όμως με τήν καρδιά του, και ό άλλος γιά ν' αστειευτεί δίνει ενα καπίκι*. "Ο­ταν φέρανε τά λεφτά στη Ματρώνα, αύτη έψαχνε αρ­κετή ώρα και όταν βρήκε αυτό τό καπίκι και τό ρούβλι λέει: "Νά πάτε πίσω και νά τούς δώσετε αυτά τά λε­φτά, γιατί αυτά μοΰ τά χαλάνε όλα τ' άλλα πού εχω".
Ηλθε ό ζωγράφος, τοϋ οποίου τ' όνομα δεν θυμά­ται κάνεις και του λέει ή Ματρώνα: "Μπορείς νά μοΰ ζωγραφίσεις αύτη τήν εικόνα πού θέλω;"... ""Αν και δεν έχω χρόνο, θά τήν ζωγραφίσω", απάντησε εκείνος. "Πήγαινε πρώτα

έξομολογήσου, νήστεψε, κάνε προσευ­χή, και τότε ν' αρχίσεις νά ζωγραφίζεις"... Εκείνος πή­γε και εξομολογήθηκε κρύβοντας όμως κάποια αμαρ­τία, κι άρχισε νά ζωγραφίζει. Περνάει μιά εβδομάδα, έ­νας μήνας, δύο μήνες, δμως δεν κατάφερε νά συνεχίσει. "Έρχεται τότε στήν Ματρώνα και τής λέει: "Δεν μπορώ, κάτι δέν μοΰ πάει καλά και δεν ξέρω γιατί"... Και τοϋ

"Ενα ρούβλι εχει εκατό καπίκια* δηλαδή μηδαμινή αξία.
άπαντα εκείνη: "Δεν σοϋ είπα νά εξομολογηθείς; "Αρα­γε κάτι έκρυψες κι αυτό το κάτι το ξέρεις πολύ καλά"... Ό ζωγράφος απόρησε και πήγε ξανά κι εξομολογήθηκε και μέσα σε λίγο χρόνο τελείωσε και παρέδωσε την ει­κόνα, ή οποία σήμερα βρίσκεται στο Μοναστήρι της Α­γίας Σκέπης στη Μόσχα. Αργότερα, με την ευλογία της Ματρώνας, ζωγραφίσθηκε, και μία δεύτερη παρόμοια εικόνα.
Μία φορά όταν επρόκειτο νά έρθει αύτη ή εικόνα και νά γίνει περιφορά της σε όλα τά χωριά, ή Ματρώνα βγήκε με τη βοήθεια άλλων γυναικών και πήγε νά συναντήσει την Παναγία. Καθώς πηγαίνανε, άφοϋ περ­πάτησαν περίπου τέσσερα χιλιόμετρα τους λέει: "Έδώ σταματάμε- σε μισή ώρα ή εικόνα θά είναι έδώ", παρό­λο πού δεν έβλεπε, ούτε ήξερε κάτι σχετικό με την πε­ριφορά. Πράγματι σε μισή ώρα ήλθε ή εικόνα και με ύ­μνους και προσευχές ολοκληρώθηκε ή περιφορά. Ή Ματρώνα κρατούσε τήν εικόνα και τή Ματρώνα τή βα­στούσαν οί άνθρωποι. Ή εικόνα ήταν τό κειμήλιο τού χωριού. Κάποια χρονιά πού είχε ανομβρία έκαναν πα­ράκληση και λιτανεία τής εικόνας και προτού φθάσουν οί άνθρωποι στά σπίτια τους άρχισε νά βρέχει.
Στο σπίτι πού ζούσε ή Ματρώνα υπήρχαν τρεις γω­νίες γεμάτες εικόνες και καντήλια και όποια γυναίκα ερχόταν από
κάποια εκκλησία τής Μόσχας, εκείνη τής έλεγε: "Ξέρω ή κάθε εικόνα σε ποιά θέση βρίσκεται στήν εκκλησία σας και ξέρω όλες τις εικόνες πού έχετε εκεί". Τις ήξερε πολύ καλά και έλεγε πού βρίσκεται ή κάθε μία.
Πολλοί άνθρωποι λυπούνταν τήν Ματρώνα κι έλε­γαν: "Ή καϋμένη πού δέν μπορεί νά δει τις ομορφιές τού κόσμου"... "Ομως ή Ματρώνα απαντούσε: "Να σας πω κάτι; Ό Θεός μια φορά μου άνοιξε τά μάτια και είδα και τό φώς και τον ήλιο και τ' αστέρια και τον ουρανό κι όλα όσα υπάρχουν εδώ κάτω στον κόσμο. Είδα τά ποτάμια, τις λίμνες, την θάλασσα, όλα, όλα"...
Υπάρχει όμως και μία απόδειξη ότι αύτη ή γυναί­κα έβλεπε πνευματικά. Ή Ζντάνοβα θυμάται: "Οταν ή­ταν νέα, τό 1946, φοιτούσε στο πανεπιστήμιο, και όταν ήταν νά πάρει τό δίπλωμα, έπρεπε νά κάνει μία διπλω­ματική εργασία. "Ενας καθηγητής της την αντιπαθού­σε και δεν την άφηνε μέ κανένα τρόπο νά τελειώσει τό πανεπιστήμιο. "Ηθελε νά την κάνει νά χάσει όλα τά χρόνια πού έκανε μαθήματα. Πήγε λοιπόν μέ δάκρυα στη Ματρώνα και της λέει: "Τί νά κάνω;"... "Πήγαινε νά ξεκουραστείς τώρα και έλα τό βράδυ νά πιούμε τσάϊ   νά συζητήσουμε", της απάντησε εκείνη. Ή κοπέλα περίμενε μέ αγωνία νά περάσει τό απόγευμα· ήλθε και τό βράδυ και όπως πίνανε τσάϊ, λέει ή Ματρώνα: "Ξέρεις τι σκέφτηκα; Νά πάμε τώρα μαζί ένα ταξιδάκι στήν Ιταλία". Και ξεκινά ή Ματρώνα και λέει. "Τώρα πάμε Φλωρεντία, Ρώμη και βλέπουμε πολύ ώραϊα πράγματα.. γιά κοίταξε κι αυτό τό παλάτι, βλέπεις;... Τι ώραϊο πού είναι, μέ τις αψίδες, τά σκαλιστά... βλέπεις πώς είναι τά μπαλκόνια, τά γείσα, τά φουρούσια"... και εγώ σάν νά τα έβλεπε ή κοπέλα μπροστά της όλοζώντανα<>. Τό έβλεπε μέ τά μάτια της Ματρώνας.

Τό πρωί πριν αρχίσουν οί εξετάσεις γιά τά διπλώματα, ήλθε στη θέση της και ξαναέγραψε όλη της τήν
εργασία άπό τήν άρχή. "Οταν ήλθαν οί καθηγητές και είδαν έμειναν άφωνοι τόσο ώραϊα ήταν! "Ολοι παραδέχτηκαν πώς ήταν ή καλύτερη εργασία.     ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ <<Η ΑΓΙΑ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΤΡΩΝΑ-Η ΑΟΜΜΑΤΗ-Ο 8ος ΣΤΥΛΟΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ>>-ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ ΚΑΛΥΒΗΣ ΑΓΙΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ-ΝΕΑ ΣΚΗΤΗ-ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου