Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

ΥΠΝΟΒΑΤΕΣ.

Ἀδελφοί, «ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι» (῾Ρωμ. 13,11)

π. Αυγουστ. Καντιωτης κηρυτ. ΓρεβεναἈρχίζω τὸ κήρυγμα μὲ ἕνα παράδειγμα. Σᾶς ἐρωτῶ· ἔχετε δεῖ ποτέ σας ὑπνοβάτη; Εἶνε κάτι φοβερό. Ὁ ὑπνοβάτης σηκώνεται τὴ νύχτα καί, ἐνῷ κοιμᾶται, ἀνοίγει τὴν πόρτα, βγαίνει ἔξω καὶ περπατάει! Κι ἂν βοηθήσῃ ὁ Θεὸς καὶ δὲν πέσῃ σὲ κανένα πηγάδι ἢ ἀπὸ καμμιὰ ταράτσα, θὰ ἐπιστρέψῃ πάλι στὸ κρεβάτι του. Τὸ πρωί, ὅταν ξυπνήσῃ καὶ τὸν ρωτοῦν τί ἔγινε τὴ νύχτα, δὲ θυμᾶται τίποτε. Αὐτὸς εἶνε ὁ ὑπνοβάτης. Ἕνα φαινόμενο, ποὺ καὶ ἡ ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ καλὰ – καλὰ νὰ τὸ ἐξηγήσῃ.
Ὁ ὑπνοβάτης εἶνε ἕνα παράδειγμα· εἶνε εἰκόνα μιᾶς ἄλλης καταστάσεως γιὰ τὴν ὁποία μιλάει σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Φωνάζει καὶ μᾶς λέει, ὅτι πρέπει νὰ ξυπνήσουμε ἀπὸ τὸν ὕπνο (βλ. Ῥωμ. 13,11). Ποιόν ὕπνο; Δὲν πρόκειται γιὰ τὸν φυσικὸ ὕπνο. Αὐτὸς εἶνε ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ. Εἶνε ἀνάπαυσις τοῦ σώματος, ἀνανέωσις τῶν δυνάμεων, φάρμακο ζω­ῆς, ὑγεία καὶ εὐλογία· ὅπως ἀντιθέτως ἡ ἀϋπνία εἶνε μιὰ τιμωρία, μιὰ μάστιγα.
Ὥστε ὅταν λέῃ ἐδῶ ὁ ἀπόστολος, ὅτι πρέπει νὰ ξυπνήσουμε, ἐννοεῖ ἀπὸ κάποιον ἄλλο ὕπνο, ὕπνο σὰν τοῦ ὑπνοβάτου, ὕπνο ἐπικίνδυνο καὶ θανατηφόρο, ὕπνο κατηραμένο. Εἶνε ὁ ὕπνος ποὺ ἔλεγε κι ὁ Δαυΐδ· Βοήθησέ με, Θεέ μου· «φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον, μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου· Ἴσχυσα πρὸς αὐτόν» (Ψαλμ. 12,4-5). Καὶ ὁ ὕπνος αὐτός, ἀδελφοί μου, εἶνε ὁ ὕπνος ποὺ φέρνει στὴν ὕπαρξί μας ἡ ἁμαρτία· κάθε ἁ­μαρτία. Θέλετε παραδείγματα;
Νά μία συγκεκριμένη ἁμαρτία, ποὺ τὴν ἀναφέρει σήμερα ὁ ἀπόστολος. Εἶνε ἡ μέθη (βλ. Ῥωμ. 13,13). Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μεθύσῃ, ζαλίζεται, χάνει τὶς αἰσθήσεις του, δὲν κυριαρχεῖ πλέον στὸν ἑαυτό του. Ὁ μέθυσος δὲν ἔχει φρένο. Ἀνοίγει τὸ στόμα του, μὰ τὰ λόγια του εἶνε ἀ­νοησίες, ἀστειολογίες, αἰσχρολογίες καὶ ὕ­βρεις, ποὺ ἐκτοξεύει ἐναντίον τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου. Τὰ λόγια του ἀκόμα εἶνε ἐκμυστη­ρεύσεις· τὰ πιὸ σοβαρὰ μυστικὰ τῆς ζωῆς του, ποὺ δὲν τὰ λέει οὔτε στὴ γυναῖκα του οὔτε στὸν πνευματικό του, τὰ λέει τότε μπρο­στὰ σὲ μικροὺς καὶ μεγάλους, καὶ γίνεται καταγέ­λαστος. Ἀκόμη χειρότερα, τὴν ὥρα τῆς μέθης κυριαρ­χεῖ ὁ σατανᾶς καὶ ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ μεθύσου βγαίνουν φρικτὲς βλασφημίες τῶν θείων. Κ᾿ ἐ­πειδὴ στὸ θολωμένο μυαλό του δὲν κυριαρχεῖ πλέον ἡ λογική, ὁδηγεῖται καὶ σὲ ἄλλες ἁμαρτίες, ποὺ λέει σήμερα ὁ ἀ­πόστολος. Ἡ μέθη ἔ­χει γειτόνισσα τὴν πορνεία, τὴ μοιχεία καὶ τὴν ἀκαθαρσία (ἔ.ἀ. 13,13). Βάκχος καὶ Ἀφροδίτη γειτονεύουν, ὅπως λέει καὶ ἡ μυθολογία. Ἄλλος γείτονας τῆς μέθης εἶνε ὁ θυμός, καὶ ἄλλος ἀκόμη χειρότερος ὁ φόνος. Διότι ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ ἀλκοὸλ καὶ ὁ πιὸ ἥσυχος ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ διαπράξῃ φρικτὰ ἐγκλήματα. Ὁ ἔνδοξος Μέγας Ἀλέξανδρος σὲ συμπόσιο, ὑ­πὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ ἀλ­κοὸλ ἐφόνευσε – ποιόν; Τὸν Κλεῖτο, τὸν καλύτερό του φίλο!
Ὑπνοβάτης ὁ μέθυσος. Θέλετε ἄλλον ὑπνοβάτη; Νά ὁ φιλάργυρος. Αὐτὸς πλέον δὲν μεθάει μὲ κρασί, ἀλλὰ μὲ τὸ χρῆμα. Ἀδικεῖ καὶ κλέβει, ἁρπάζει τὸ ψωμὶ τοῦ φτωχοῦ, τῆς χήρας καὶ τοῦ ὀρφανοῦ. Ἡ φιλαργυρία φτάνει ἀκόμη καὶ μέσα στὸν ἱερὸ ναό, ποὺ τὸν με­ταβάλλει σὲ «οἶκον ἐμπορίου» (Ἰω. 2,16). Ὁ φιλάργυρος ἐμπορεύεται ὅ,τι ἱερὸ καὶ ὅ­σιο, γίνεται καὶ χριστέμπορος καὶ θεοκάπηλος. Καὶ σὰν τὸν ὑπνοβάτη ἔχει τελεία ἀναισθησία.
Ὑπνοβάτης ὁ μέθυσος, ὑπνοβάτης ὁ φιλάρ­γυρος, ὑπνοβάτης καὶ ὁ φιλόδοξος. Αὐ­τὸς ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴ νόμιμη ὁδό, καὶ προσπαθεῖ μὲ κάθε θεμιτὸ καὶ ἀθέμιτο μέσο ν᾿ ἀ­ναρριχηθῇ σὲ ἀξιώματα. Ἕνα τὸν ἐνδιαφέρει, πῶς θὰ καταλάβῃ τὴν ἐπίζηλη θέσι. Εἶνε κι αὐτὸς ἕνας φοβερὸς ὑπνοβάτης.

* * *

Ἀλλὰ θὰ μοῦ πῆτε· Ἐμεῖς μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ οὔτε μέθυσοι οὔτε φιλάργυροι οὔτε φιλόδοξοι εἴμαστε. Εἴμαστε φτωχαδάκια· μεροδούλι – μεροφάι. Εἴμαστε ἐμεῖς ὑπνοβάτες; Καὶ ὅμως δὲν σᾶς ἀδικῶ. Ἀφήνω ὅλους αὐτοὺς ποὺ εἴπαμε, καὶ σᾶς λέω ὅτι κι ἀπὸ σᾶς, ποὺ ἔρχεστε στὴν ἐκκλησία, ἂν ἐξαιρέσω ἐλάχιστους, ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶστε ὑπνοβάτες. –Ὑπνοβάτες ἐμεῖς; Ναί. Καὶ θὰ σᾶς τὸ ἀποδείξω ἀμέσως μὲ μερικὰ παραδείγματα. Ἐὰν στὸ σχολεῖο, τὴν ὥ­ρα ποὺ διδάσκει ἕνας σοφὸς δάσκαλος, κάποιον τὸν πάρῃ ὁ ὕπνος, τί θὰ γίνῃ ὅταν ξυπνήσῃ; Θ᾿ ἀκούῃ νὰ λένε οἱ ἄλλοι, «Μωρὲ τί σπουδαῖα πράγματα εἶπε ὁ δάσκαλος σήμερα!…», κι αὐτὸς δὲν θά ᾿χῃ ἰδέα. Καὶ ἂν σ᾿ ἕνα θέατρο, ὅπου παίζεται ἕνα σοβαρὸ ἔργο, κάποιον σὲ μιὰ γωνιὰ τὸν πάρῃ ὕπνος καὶ ῥοχαλίζῃ, τί θὰ καταλάβῃ; Μόλις τελειώσῃ τὸ θέατρο θ᾿ ἀκούῃ νὰ λένε, «Πολὺ ὡραῖα ἔπαιξαν οἱ ἠθοποιοί, μᾶς ἔκαναν καὶ κλάψαμε…», αὐτὸς ὅμως δὲν θὰ καταλαβαίνῃ τίποτε. Καὶ ἂν σὲ μιὰ συναυλία, ὅπου ἐκτελεῖται τὸ καλύτερο μουσικὸ ἔργο, κάποιος ἀποκοιμηθῇ, ὅταν στὸ τέλος ξυπνήσῃ, οἱ ἄλλοι θὰ εἶνε ἐν­θουσιασμένοι, ἀλλ᾿ αὐτὸς δὲν θά ᾿χῃ ἀκούσει τίποτε. Αὐτὸ παθαίνουμε κ᾿ ἐμεῖς, ἰδίως στὴν ἐκ­κλησία τὴν ὥρα τῆς λατρείας. Ἐδῶ εἶνε τὸ ὑ­ψηλότερο σχολεῖο, ὅ­που διδάσκει αὐτὸς ὁ Χριστός. Ἐδῶ εἶνε τὸ οὐράνιο θέατρο, ποὺ ἂν ζήσῃς τὰ τελούμενα, ἀνεβαίνεις στὰ οὐράνια. Ἐδῶ εἶνε ἡ ἀγγελικὴ συναυλία, ποὺ μπρο­στά της ὁ Μπετόβεν ὠ­χριᾷ. Ἐδῶ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι κατεβαίνουν ἀπὸ τὰ οὐράνια καὶ σμίγουν μὲ τοὺς ταπεινοὺς ἱερεῖς. Ἂν τὰ πιστεύῃς αὐτά, νὰ ἔρ­χεσαι στὴν ἐκκλησία· ἂν δὲν τὰ πιστεύῃς, μὴν ἔρχεσαι. Ἄχ, Θεέ μου, ποῦ καταντήσαμε· νὰ μπαίνουμε στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ μὴ νιώθουμε τίποτε! Ὁ ἕνας κοιτάει τὸ ρολόι του, ὁ ἄλλος χασμουριέται, ὁ τρίτος κουβεντιάζει… Ποιός, σᾶς ἐρωτῶ, ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» μέχρι τὸ «Δι᾿ εὐχῶν…» ἔχει τὸ νοῦ του συγκεντρωμένο; Τελείως ἀφῃρημένοι εἴμαστε. Ἡ γυναίκα σκέπτεται τὴν κουζίνα καὶ τὸ σαλόνι της, ὁ ἄντρας τὸ μαγαζὶ ἢ τὸ γραφεῖο του. Ὁ διάβολος φέρνει στὸ μυαλὸ ἀνεμοστρόβιλο καὶ τὰ παίρνει ὅλα. Παρόντες στὸ σῶμα, ἀλλ᾿ ἀπόντες στὸ πνεῦμα. Ὑπνοβάτες ὅλοι, ἀκόμα καὶ οἱ ἱερεῖς. Ποῦ εἶνε οἱ παπᾶδες ἐκεῖνοι οἱ ἀγράμματοι, ποὺ λειτουργοῦσαν καὶ κλαίγανε; Ποῦ οἱ πιστοὶ ἐκεῖνοι, ποὺ μουσκεύανε τὰ πλακάκια τοῦ ναοῦ μὲ τὰ δάκρυά τους;… Νά λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ὅτι εἴμαστε ὑπνοβάτες. Εἴμαστε ὅπως ὁ ὑπνωτισμένος, ποὺ βρίσκεται πάνω στὴ χειρουργικὴ κλίνη καὶ δὲ νιώθει τί κάνουν δίπλα του οἱ γιατροὶ καὶ οἱ νοσοκόμες. Ὅταν πᾶτε στὸ σπίτι σας ἐξετάστε, σὲ πόσες θεῖες λειτουργίες ἤρθατε στὸ ναὸ καὶ τὸ μυαλό σας ἦταν ἐκτὸς τῆς ἐκκλησίας ἢ σᾶς πῆρε ὁ ὕπνος σὰν τὸν Εὔτυχο (βλ. Πράξ. 20,8-12), χωρὶς συναίσθησι τοῦ μεγαλείου, τοῦ ὕψους καὶ τῆς λαμπρότητος τῶν ὅσων τελοῦνται.

* * *

Ἀδελφοί μου! Αὐτὰ ποὺ λέω σ᾿ ἐσᾶς, τὰ λέω πρῶτα στὸν ἑαυτό μου. Ζοῦμε ὅλοι σὰν ὑπνοβάτες. Ξέρετε πῶς μοιάζουμε; Εἶχα διαβάσει γιὰ ἕναν, ποὺ πῆγε πάνω στὸ βουνὸ τὸ Βεζούβιο καὶ κάθησε ἐκεῖ τὶς παραμονὲς τῆς ἐκρήξεως τοῦ ἡφαιστείου. Ὡραῖα, λέει, εἶνε ἐ­δῶ· ἡσυχία, δέντρα, σκιά… Ξάπλωσε στὸ χορτάρι καὶ πῆρε ἕνα θαυμάσιο ὕπνο. Ἀπὸ κάτω ὅμως τὸ ἡφαίστειο δούλευε. Ποιός νὰ τοῦ τό ᾽λεγε, ὅτι σὲ λίγο, ἐνῷ αὐτὸς θὰ ῥοχαλίζῃ, θ᾿ ἀνοίξῃ ὁ κρατήρας καὶ θὰ τὸν καλύψῃ ἡ λάβα; Ὀφείλω, ἀδέρφια μου, νὰ τὸ πῶ· κοιμώμαστε κ᾿ ἐμεῖς ἐπάνω σ᾿ ἕνα ἡφαίστειο. Ἂς γλεν­τοῦν, ἂς διασκεδάζουν, ἂς χορεύουν, ἂς ὀργι­άζουν· τὸ ἡφαίστειο λειτουργεῖ, καὶ μιὰ μέρα θὰ ἐκραγῇ. Οὐαὶ κι ἀλλοίμονο σὲ ὅλους μας. Ὁ Βεζούβιος τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ (Ἰω. 3,36. ῾Ρωμ. 1,18· 9,22. Ἐφ. 5,6. Κολ. 3,6. Ἀπ. 19,15) θὰ μᾶς τινάξῃ. Τότε ὅλοι θὰ ξυπνήσουμε, μὰ θά ᾿νε ἀργά. Θὰ λέμε στὰ βουνά· Ἀνοῖξτε καὶ καλύ­ψτε μας, κρύψτε μας ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Κυρίου (πρβλ. Λουκ. 23,30. Ἀπ. 6,16). Εἶνε αὐτὰ παραμύθια; Ὄχι, ἀδελφοί μου. Εἶνε γεγονότα, γεγονότα τῆς Ἀποκαλύψεως, ποὺ ἔρχονται. Γι᾿ αὐτὸ κ᾿ ἐγώ, ἕνας μικρὸς σαλπιγκτὴς μέσα στὴν Ἐκκλησία, σαλπίζω καὶ λέγω· Ξυπνᾶτε, ξυπνᾶτε! Αὐτὸ τὸ νόημα ἔχει ἄλλωστε καὶ τὸ τροπάριο ποὺ ἀκοῦμε τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ «Ψυχή μου ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις;…». Ξύπνα, ψυχή μου· σήκω, γιατί κοιμᾶσαι; «Τὸ τέλος ἐγγίζει καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι…». Τὸ τέλος πλησιάζει καὶ θὰ σὲ ζώσῃ ἡ ἀγωνία… Ἂς μὴ κοιμώμαστε, ἀδελφοί μου, γιὰ ν᾿ ἀκούσουμε τὸ «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός…». Ἂς ξυπνήσουμε καὶ ἂς γρηγοροῦμε, γιὰ ν᾿ ἀξιωθοῦμε τοῦ θείου νυμφῶνος, κ᾿ ἐκεῖ νὰ δοξάζουμε Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Χρυσοσπηλαιωτίσσης Ἀθηνῶν τὴν 7-3-1965.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου