Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2019

Οι τάφοι των Αγίων Ευστρατίου, Αυξεντίου, Ευγενίου, Μαρδαρίου και Ορέστη και ο τάφος της Αγίας Λουκίας στην κατακόμβη (κελέρι) της Αγίας Μακρίνας στο Σεμέντερε της Καππαδοκίας.

Γέννηση Ιησού Χριστού_Рождество Христово Икона_Nativity of Christ-icon-rojd_Christ_05 
Άγιοι πέντε Μάρτυρες Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης (284)
Λουκία παρθενομάρτυς στην Catania Σικελίας (304)
Άρης ερημίτης στην Αίγυπτο (? αι.)
Αρσένιος ερημίτης στο Όρος Λάτρο Μ. Ασίας (8ος-10ος αι.)
Εορτάζουν στις 13 Δεκεμβρίου
«Πολλές μπόρες πέρασε η Ελλάδα. Αδικήθηκε πολύ. Και ο,τι έρθει, μπόρα θα ᾽ναι. Την αγαπάει ο Θεός. Στη Μικρά Ασία έχουμε πολλά άγια Λείψανα. Κάθε σπιθαμή και βρίσκεις άγια Λείψανα. Θα πάρουμε την Αγία Σοφία.. Και δε θα πάρουμε μόνο την Πόλη, Γιώργο, αλλά και όλα τα μέρη της Μ. Ασίας που μας ανήκαν, και μάλιστα από τον Εύξεινο Πόντο μέχρι την Σμύρνη. Όλα τα χαμένα μέρη μας, της χαμένες Πατρίδες… Πολύ σύντομα οι προσευχές που γίνονται κάτω από την επιφάνεια της γης, θα γίνονται επάνω στη γη και τα κεράκια που ανάβονται κάτω, θα ανάβονται επάνω (εννοούσε τους Κρυπτοχριστιανούς)…. Πίστη και ελπίδα στο Θεό να υπάρχει και θα χαρούν πολλοί. Όλα αυτά θα γίνουν μέσα στα χρόνια αυτά. Έφτασε ο καιρός. Το έθνος μας θα μεγαλώση.
Τελικά ο Θεός θα βάλει τα πράγματα στην θέση τους, αλλά ο καθένας μας θα δώσει λόγο για το τι έκανε σ’ αυτά τα δύσκολα χρόνια με την προσευχή, με την καλωσύνη. Ο Καλός Θεός όλα θα τα οικονομήσει με τον καλύτερο τρόπο, αλλά χρειάζεται πολλή υπομονή και προσοχή, γιατί πολλές φορές, με το να βιάζωνται οι άνθρωποι να ξεμπλέξουν τα κουβάρια, τα μπλέκουν περισσότερο. Ο Θεός με υπομονή τα ξεμπλέκει».
Μαρτυρίες Προσκυνητών, Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης, Β’ τόμος, εκδόσεις Αγιοτόκος Καππαδοκία
***
Ο άγιος Ευστράτιος ήταν θεοσεβής και ενάρετος, άρχοντας της περιοχής των Αραβράκων, άνδρας λόγιος και κάτοχος της ρητορικής τέχνης, με το αξίωμα του χαρτοφύλακα στην επαρχία του, αξίωμα που στα λατινικά λέγεται σκρινιάριος, βλέποντας τα γενόμενα, απεφάσισε, μετά την αποκάλυψη του θείου θελήματος, να παρουσιασθεί στο Δούκα Λυσία και με παρρησία ν’ απολογηθεί υπέρ των Χριστιανών και να μαρτυρήσει.
Κάλεσε πρώτα όλους τους φίλους του και τους παρέθεσε το τελευταίο του δείπνο. Ανάμεσά τους και ο χιλίαρχος Ευγένιος. Το πρόσωπο του Αγίου είχε τόση λάμψη και φαιδρότητα, ώστε ο επιστήθιος φίλος του Ευγένιος τον ρώτησε από πού εκπηγάζει αυτή η λαμπρότητα. Τότε ο άγιος Ευστράτιος του απεκάλυψε την πρόθεσή του.
Ο Λυσίας τον υπέβαλε σε φριχτά βασανιστήρια. Ο άγιος Μάρτυς όμως, ύστερα από θαυματουργική επέμβαση του Θεού κατέστη απόλυτα υγιής. Τότε και ο Ευγένιος, φίλος του Ευστρατίου, χιλίαρχος του Ρωμαϊκού στρατού ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό. Τότε οι δήμιοι φόρεσαν στα πόδια των μαρτύρων σιδερένια υποδήματα με καρφιά και τους οδήγησαν από τη Σεβάστεια στη Νικόπολη της Αρμενίας. Αγόγγυστα οι άγιοι τα φόρεσαν και μετά οδοιπορία δύο ημερών καθ’ οδόν προς τη Νικόπολη έφτασαν στα Αράβρακα. Βλέποντας τον ένας απλός οικοδόμος, Μαρδάριος στο όνομα, να οδηγείται στο μαρτύριο τον μακάριζε για την καρτερία και υπομονή του. Αφού κατήλθε στο δωμάτιο του σπιτιού του (κατοικούσε όπως φαίνεται σε κατακόμβη) λέγει στη γυναίκα του: Βλέπεις, γυναίκα μου, τον κύριο της περιοχής μας, ο οποίος είχε τόσα χρήματα και περηφάνεια γένους και τόσο στρατό, πώς τα κατεφρόνησε όλα αυτά και πηγαίνει να γίνει θυσία ευπρόσδεκτη στο Θεό, για να αξιωθεί της βασιλείας των Ουρανών;
Εκείνη δε η ενάρετη γυναίκα του απεκρίθη: Τι σε εμποδίζει, σύζυγε μου, να τον συνοδέψεις, για ν’ αξιωθείς μ’ αυτόν της αγαθής τελειώσεως; Εκείνος φόρεσε αμέσως το χιτώνα του, αγκάλιασε τα δυο του παιδιά και, αφού στάθηκε προς ανατολάς, προσευχήθηκε λέγοντας:
Δέσποτα Θεέ, Πάτερ παντοκράτορ, Κύριε Υιέ Μονογενές, Ιησού Χριστέ και Άγιον Πνεύμα, Μία Θεότης, Μία Δύναμις, ελέησόν με τον αμαρτωλόν και οις επίστασαι κρίμασι, σώσον με τον ανάξιον δούλον Σου ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
(η ευχή αυτή έχει συμπεριληφθεί σε ακολουθίες της Εκκλησίας μας, όπως του Μεσονυκτικού, των Ωρών κλπ.)
Τότε ο Μαρδάριος τρέχοντας έφτασε τον οδοιπορούντα άγιο Ευστράτιο και δέθηκε μαζί του με τα δεσμά, δηλώνοντας στους στρατιώτες ότι και αυτός είναι χριστιανός.
Ανάμεσα στους πολλούς χριστιανούς που είχαν φυλακίσει στα Αράβρακα, βρισκόταν και ο επιφανής και ενάρετος πρεσβύτερος, φίλος του Αγίου Ευστρατίου, ο ευσεβής Αυξέντιος, ιερέας των Αραβράκων, που τελούσε το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας στην κατακόμβη (Κελέρι) της Αγίας Μακρίνας που βρίσκεται στην άκρη της πολίχνης και σώζεται μέχρι σήμερα. Μένοντας ακλόνητος στην πίστη του τον αποκεφάλισαν σε δάσος έρημο.  Ακολούθως οδηγήθηκε σε δίκη ό άγιος Μαρδάριος. Ο άγιος κοίταξε ικετευτικά τον Ευστράτιο και του είπε: Κύριέ μου, προσευχήσου για μένα σε παρακαλώ, και πες μου τι απάντηση να δώσω, μήπως με εκλάβει σαν αγράμματο χωρικό και με χλευάσει αυτός ο ασεβής; Τότε του λέγει ο Ευστράτιος: Επίμενε, αδελφέ μου Μαρδάριε, λέγοντας μόνον πως είσαι χριστιανός και μην αποκριθείς τίποτε άλλο.
Ευστράτιος-Αυξέντιος-Ευγένιος-Μαρδάριος-Ορέστης-муч евстратий авксентий евгений мардарий и орест севастийские-7456_nΚι αυτός ατάραχα σε όλες τις ερωτήσεις αποκρινόταν λέγοντας ότι είναι Χριστιανός. Υπέβαλαν τον Άγιο σε φριχτά βασανιστήρια. Έτσι ο άγιος μάρτυς Μαρδάριος ετελειώθη και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.
Έπειτα οδηγήθηκε στο κριτήριο ο Άγιος Ευγένιος. Αλλά και εκείνος έμεινε ακλόνητος στην πίστη του στο Χριστό. Γι’ αυτό το λόγο οι δήμιοι του απέκοψαν τη γλώσσα από τη ρίζα και του συνέτριψαν με ρόπαλα τα σκέλη. Μέσα σ’ αυτά τα δεινά ο άγιος μάρτυς Ευγένιος παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Κυρίου.
Μετά από αυτά ο Λυσίας πήγε στο πεδίο ασκήσεων, για να γυμνάσει τους στρατιώτες. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ένας στρατιώτης που ονομαζόταν Ορέστης. Σε κάποια στιγμή που έριχνε το ακόντιο, φάνηκε ο σταυρός που φορούσε στο στήθος του. Όταν είδε το σταυρό ο Λυσίας, κάλεσε κοντά του το νεαρό Ορέστη και αμήχανα παίρνοντας τον σταυρό στα χέρια του, είπε: Τι είναι αυτό; μήπως και συ είσαι του Εσταυρωμένου; Τότε διέταξε ο Λυσίας να δέσουν τον Ορέστη, να τον φέρουν κοντά στον Άγιο Ευστράτιο, και να τους εξετάσει όχι στα Αράβρακα αλλά στη Νικόπολη. Εκεί πλήθος πολύ στρατιωτών δίνοντας την εντύπωση της ανταρσίας, με μια φωνή φώναζαν: Λυσία, είμαστε όλοι στρατιώτες του Χριστού. Εκείνος αρχικά φοβήθηκε μήπως ορμήσουν εναντίον του. Έπειτα σαν είδε πως παραδόθηκαν σαν τα πρόβατα, διέταξε να τους φυλακίσουν. Τον βασάνιζε όμως η παρουσία του Αγίου Ευστρατίου και τούτο διότι η ισχυρή του προσωπικότητα και η δυνατότητα να επιτελεί θαύματα, θα μπορούσε όχι μόνον χριστιανούς να στηρίξει αλλά και ειδωλολάτρες να μεταπείσει.
Αποφάσισε λοιπόν να στείλει τους Αγίους Ευστράτιο και Ορέστη στον Αγρικόλα στη Σεβάστεια. Ψαλμοίς και ύμνοις οι δύο μάρτυρες ανηφόριζαν στην πολυήμερη και πολυώδυνη πεζοπορία τους. Καθ’ οδόν ο άγιος Ευστράτιος ρωτά τον άγιο Ορέστη:
— Διηγήσου με, αδελφέ μου, με ποια προθυμία και σε ποιο τόπο ετελειώθη ο άγιος Αυξέντιος; Και ο άγιος Ορέστης απάντησε:
— Αφού εξέδωσε ο Λυσίας την απόφαση να τον θανατώσουν, παρεκάλεσε πολύ τους στρατιώτες να τον φέρουν να σε συναντήσει και δε θέλησαν. Μετά τον πήγαν σ’ ένα φαράγγι που λέγεται Ορώρεια. Σ’ όλο αυτό το διάστημα ο άγιος έψελνε. Καθώς με είδε κοντά του, μου έκανε νεύμα να πλησιάσω και μου είπε:
— Αδελφέ μου Ορέστη, πες στον Ευστράτιο να προσευχηθεί για μένα και γρήγορα θα βρίσκεται κοντά μου. Κατόπιν έκλινε τα γόνατα, ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό και προσευχήθηκε. Οι στρατιώτες τον αποκεφάλισαν, αλλά κανείς χριστιανός δεν τόλμησε να πλησιάσει, εξαιτίας του γενομένου διωγμού.
Όταν νύχτωσε, ευσεβείς Αραβρακηνοί πήραν κρυφά το λείψανό του αλλά δεν εύρισκαν την κεφαλή. Ένα πουλί έκραζε στο κλαδί ενός δέντρου. Καθώς πλησίασαν, διέκριναν την αγία κάρα ανάμεσα στους κλώνους, και αφού την πήραν μαζί με το τίμιο λείψανό του, έφυγαν στην πολίχνη. Αυτά όταν άκουσε ο άγιος, έκλαψε και παρεκάλεσε το Θεό να τον αξιώσει να έχει γρήγορο τέλος.
Μετά από πέντε ημέρες έφτασε η συνοδεία στη Σεβάστεια όπου φυλακίστηκε. Ύστερα από λίγο χρονικό διάστημα παίρνουν οι δήμιοι τον νεαρό Ορέστη και τον οδηγούν στο πυρακτωμένο κρεβάτι. Βλέποντας ο άγιος τη φωτιά για μια στιγμή εδείλιασε, αλλ’ αμέσως του λέγει ο Ευστράτιος.
— Μη δειλιάζεις, παιδί μου Ορέστη, διότι μόνο η θεωρία έχει το φόβο και την τιμωρία, αλλ’ αίσθηση ποσώς δεν θα λάβεις, εάν βαδίσεις με πίστη. Ο Θεός μάς παρίσταται και μας βοηθεί. Θυμήσου τη γενναιότητα του Αγίου Αυξεντίου και των λοιπών μαρτύρων και μη φανείς αυτών αμελέστερος, διότι σε λίγη ώρα περνά ο πόνος και μένει ο ατέλειωτος ουράνιος θησαυρός.
Αυτά αφού άκουσε ο άγιος Ορέστης, παίρνοντας θάρρος, με γενναιότητα πήδησε πάνω στο σιδερένιο πυρακτωμένο κρεβάτι, έκανε το σχήμα του Σταύρου στο στήθος του και αμέσως άπλωσε το σώμα του και είπε:
— Κύριε, στα χέρια σου παραδίνω την ψυχή μου!
Ύστερα από αυτό διέταξε ο ηγεμόνας να βάλουν τον άγιο Ευστράτιο στη φυλακή. 
Καθ’ όλη τη διάρκεια της μαρτυρικής του οδοιπορίας είχε μαζί του ένα πιστό υπηρέτη. Του λέγει τη νύχτα:
— Φέρε, παιδί μου, να κάνω διαθήκη, διότι αύριο ελπίζω να παρασταθώ και εγώ στον Κύριο μου.
Αφού δε έφερε ο υπηρέτης μεμβράνην και μελάνην, έγραψε: Το Άγιο, λοιπόν, λείψανό του, όριζε να μεταφερθεί στο χωριό Αράβρακα (Σεμέντερε), να ενταφιασθεί στην κατακόμβη Αλιβάζορα, να παραμείνει σώο και ολόκληρο μαζί με τα προταφέντα σώματα των υπολοίπων τεσσάρων συμμαρτύρων του, σύμφωνα με προηγούμενη επιθυμία τους, κατά το χρόνο της σύλληψης τους. Έπειτα έγραψε, τα ακίνητά του να αφιερωθούν στο μοναστήρι που θα υπήρχε με τ’ όνομα τους και απ’ την υπόλοιπη περιουσία του η μισή να δοθεί στους συγγενείς του, για να ελευθερώσουν δούλους και η μισή στους φτωχούς. Αφού συνέταξε τη διαθήκη του, όλη εκείνη την ημέρα ενήστεψε.
Εκεί τον επισκέφτηκε τη νύχτα ο επίσκοπος της Σεβάστειας άγιος Βλάσιος μόλις εισήλθε, πέφτει με το πρόσωπο γονυκλινής και του λέγει: Ευτυχισμένος είσαι, Ευστράτιε, για τη δύναμη που σου ‘δωσε ο Θεός. Σε παρακαλώ ενθυμήσου με τον αμαρτωλό. Του λεγει ο Άγιος, Εγώ, πρέπει να υποκλιθώ μπροστά σου. Ο Θεός σε έστειλε σε μένα, διότι, όπως μου αποκάλυψε, αύριο το μεσημέρι θα πορευθώ στο Χριστό μου. Τότε ο Άγιος Ευστράτιος του παρέδωσε το κείμενο της διαθήκης του και τον παρακάλεσε για την πιστή εκτέλεση της.
Επίσης του μετέδωσε τα Άχραντα Μυστήρια. Τη στιγμή που ο άγιος Ευστράτιος δεχόταν τον θείον μαργαρίτην, αστραπή έλαμψε στη φυλακή και ακούστηκε μία φωνή που έλεγε: Ευστράτιε, καλώς ηγωνίσω, δεύρο λοιπόν, απόλαβε σου τον στέφανον.
Βλέποντας λοιπόν, ο άρχοντας τη στερεότητα της πίστεώς του και τη μεγάλη προθυμία για το μαρτύριο, μετά βίας έγραψε την κατά του αγίου απόφαση: Τον Ευστράτιο που έδειξε ανυπακοή στις προσταγές των βασιλέων και του οποίου η σιδηρά ψυχή δεν επείσθη στο πρόσταγμα των αυτοκρατόρων, και τους θεούς δεν θέλησε να προσκυνήσει, προστάζω να καταφλεχθεί στη φωτιά και έτσι να τελειώσει η ζωή του .
Στη συνέχεια οι δήμιοι άναψαν μια κάμινο και κάνοντας το σημείο του Σταυρού εισήλθε σ’ αυτήν ψάλλωντας και αγαλλιώμενος, και έτσι ο Άγιος ετελειώθη στις 13 Δεκεμβρίου του 296 και έλαβε από τον Κύριο τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου.
Ο ιερομάρτυρας Βλάσιος, παρέλαβε τα δύο λείψανα και τα έφερε στα Αράβρακα (Σεμέντερε), στη γνωστή κατακόμβη της αγίας Μακρίνας. Αμέσως άρρητη ευωδία πλημμύρισε την κατακόμβη. Μια ευωδία που συνεχίζεται ως τις μέρες μας από τους τάφους μέχρι τη λάρνακα. Τους τρεις τάφους που μέχρι τώρα προσκυνούν οι Μουσουλμάνοι στη Μ. Ασία. Σύμφωνα με τη χρονική σειρά του μαρτυρίου των άγιων, χαμηλά θαμμένοι οι Άγιοι Ευγένιος και Μαρδάριος, πιο πάνω ο ιερωμένος της πεντάδας Αυξέντιος, και τώρα τα έμπειρα χέρια των Αραβρακηνών-Σεμενδριωτών σκάβουν στο ιδιόμορφης υφής έδαφος τον τρίτο τάφο όπου με ευλάβεια έθεσαν τους Αγίους Ορέστη και Ευστράτιο. Αμέσως με την πρώιμη ζωγραφική των κατακομβών η μορφη του Αγίου Βλασίου πρόβαλλε δίπλα στους πέντε Μάρτυρες, κρατώντας στο χέρι του τη διαθήκη του Αγίου Ευστρατίου.
Οι Άγιοι Πέντε Μάρτυρες Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης 
https://www.impantokratoros.gr/agioi_pente_martyres.el.aspx
***
Θαυμαστή Εμφάνιση των Αγίων Ευστρατίου, Αυξεντίου, Ευγενίου, Μαρδάριου και Ορέστη σε μετόχι της Νέας Μονής Χίου
Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου
Ευστράτιος-Αυξέντιος-Ευγένιος-Μαρδάριος-Ορέστης-муч евстратий авксентий евгений мардарий и орест севастийские-Πολύστυλο Καβάλας-0_718062_nΑυτοί οι Άγιοι έζησαν στα χρόνια του Διοκλητιανού και του Μαξιμιανού, των ασεβών βασιλέων, κατά το έτος 296.
Δεν μπορώ να αποσιωπήσω το χαριέστατο θαύμα, που έκαναν αυτοί οι Άγιοι πέντε Μάρτυρες σε ένα Μετόχι της Νέας Μονής της Χίου, το οποίο τιμάται στο όνομα των πέντε αυτών Αγίων Μαρτύρων. Όπως το διηγείται αυτό ο ευλαβής εκείνος Νικόλαος ο Μαλαξός ο πρωτοπαπάς Ναυπλίου. Γι’ αυτό το αναφέρω εδώ με συντομία για χάρη των φιλοχρίστων. Το Μετόχι αυτό προμηθεύεται και διοικείται σε όλα τα απαραίτητα και αυτής της ετήσιας μνήμης των Αγίων από το ανωτέρω Μοναστήρι της αγίας Μονής. Συνέβη όμως μία φορά να γίνει πάρα πολύ δυνατή κακοκαιρία, τον καιρό της εορτής των Αγίων, ώστε από το πολύ το χιόνι που έπεσε, όχι μόνο δεν μπόρεσαν να κατέβουν οι Πατέρες του Μοναστηρίου και να φέρουν τα απαραίτητα για την εορτή κατά την συνήθεια, αλλ’ ούτε οι άνθρωποι της χώρας μπόρεσαν να έλθουν στην Εκκλησία από το υπερβολικό ψύχος Στον εσπερινό, πήγαν μερικοί, στον όρθρο όμως μόνος ο εφημέριος πήγε στην Εκκλησία. Και αφού άναψε τα κανδήλια, χτύπησε το σήμαντρο και έβαλε «ευλογητός» για να διαβάσει την Ακολουθία.
Τότε αμέσως βλέπει πέντε ανθρώπους ευπρεπείς και εύτακτους, που μπήκαν με ευλάβεια στον Ναό. Οι οποίοι, από μεν το ήθος και το σχήμα φαίνονταν, ότι είναι ξένοι άνθρωποι, από το πρόσωπο, όμως, φαίνονταν απόλυτα όμοιοι με αυτούς τους πέντε ένδοξους Μάρτυρες, τον Ευστράτιο, λέω, τον Αυξέντιο, τον Ευγένιο, τον Μαρδάριο και τον Ορέστη, όπως φαίνονται ζωγραφισμένοι στις εικόνες τους. Αφού λοιπόν μπήκαν στην Εκκλησία, οι μεν δύο στάθηκαν στον δεξιό χορό. Οι δε άλλοι δύο στάθηκαν στον αριστερό. Και ο πέμπτος, ο οποίος έμοιαζε με τον Άγιο Ορέστη, στάθηκε στο αναλόγιο. Και όταν ήλθε η ώρα. κανοναρχούσε και διάβαζε με ωραία και καθαρή φωνή. Οι άλλοι τέσσερις, που στέκονταν από τον δεξιό και αριστερό χορό, όπως είπαμε, έψαλλαν με φωνή γλυκύτατη και λιγερή τα ιερά άσματα
Αυτά λοιπόν βλέποντας και ακούοντας ο Ιερέας, χαιρόταν μέσα του και δόξαζε τον Θεό, που έστειλε τέτοιους βοηθούς της Ακολουθίας, την στιγμή που δεν ήταν κανένας άλλος βοηθός. Απορούσε λοιπόν και θαύμαζε αφενός για την ομοιότητα που είχαν και οι πέντε, με την εικόνα των Αγίων και αφετέρου για την ευπρέπεια και ορθότητα και χάρη της αναγνώσεώς τους και για την γλυκύτατη μελωδία της φωνής τους Οπότε απορούσε ποιοί να ήταν οι φαινόμενοι. Και δεν ήξερε τι να κάνει. Βιαζόταν πριν τον όρθρο να τους ρωτήσει, ποιοί ήταν. Βλέποντας όμως την σεμνοπρέπεια και προθυμία, που είχαν στην ακολουθία, αποφάσισε να τους ρωτήσει μετά το τέλος του όρθρου.
Όταν όμως έφθασε η ώρα της αναγνώσεως του Μαρτυρίου των Αγίων, πήγε στη μέση και έκανε ανάγνωση εκείνος που φαινόταν όμοιος με τον Ορέστη. Και αυτός μεν με πολλή παρρησία και ωραία φωνή διάβαζε. Οι δε άλλοι τέσσερις με μεγάλη ευχαρίστηση και προσοχή μεγάλη άκουαν τα αναγιγνωσκόμενα Όταν όμως έφθασε εκείνος που διάβαζε στο μέρος εκείνο, που λέει, ότι πρόσταξε 0 Αγρικόλαος να φερθεί μία κλίνη σιδερένια πυρωμένη και επάνω σ’ αυτήν να απλωθεί ο Άγιος Ορέστης και ότι ο Άγιος Ορέστης όταν φερόταν στην κλίνη δείλιασε, αυτό, λέω, το μέρος διαβάζοντας εκείνος που φαινόταν όμοιος με τον Άγιο Ορέστη, δεν είπε όπως ήταν γραμμένο, ότι «εδειλίασεν», αλλά άλλαξε το ρήμα και αντί να πει «εδειλίασεν», είπεν «εμειδίασεν», δηλαδή, ότι, ενώ φερόταν στην κλίνη χαμογέλασε.
Όταν άκουσε αυτό εκείνος, που έμοιαζε με τον Άγιο Ευστράτιο, σήκωσε τα μάτια του και βλέποντας με πολλή παρατήρηση τον όμοιο του Ορέστη, του λέει• «Γιατί αλλάζεις το ρήμα και δεν το λες, όπως είναι γραμμένο; Λοιπόν διάβασέ το πάλι για δεύτερη φορά, όπως είναι». Και εκείνος, αφού το διάβασε και για δεύτερη φορά πάλι άλλαξε το ρήμα, ντρεπόμενος κατά κάποιο τρόπο να πει, ότι «εδειλίασε». Τότε ο Άγιος Ευστράτιος του λέει με δυνατότερη φωνή• «Διάβασέ το γραμμένο, όπως το έπαθες. Διότι δεν «εμειδίασες», δηλαδή δεν χαμογέλασες, βλέποντας τήν κλίνη, αλλά «εδειλίασες». Και μαζί με τον λόγο, αμέσως και οι πέντε εξαφανίσθηκαν. Ο Ιερέας βλέποντας τέτοιο παράδοξο, έμεινε άφωνος για πολλή ώρα. Και όταν συνήλθε, τελείωσε την ακολουθία, όπως μπόρεσε. Και μετά την θεία Λειτουργία διηγήθηκε στους παρευρισκόμενους Χριστιανούς αυτή την φανερή οπτασία. Και όλοι δόξασαν τον Θεό, ο οποίος κάνει θαυμαστούς τους Αγίους του.
(Αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτου, «Συναξαριστής», τ. Β΄,Νοέμβριος-Δεκέμβριος, εκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Ιερά Καλύβη “Άγιος Σπυρίδων Α΄”, Νέα Σκήτη –Άγ. Όρος, σ. 299-300)
***
Οι τάφοι των Αγίων Πέντε Μαρτύρων στην κατακόμβη (Κελέρι) της Αγίας Μακρίνας στο Σεμέντερε της Καππαδοκίας
Η κατακόμβη που φιλοξένησε και διέσωσε την Αγία Μακρίνα (γιαγιά του Μ. Βασιλείου) και τον σύζυγό της στα χρόνια των διωγμών του Γαλερίου και του Διοκλητιανού, για αρκετό χρόνο, έγινε ο τάφος των Αγίων Πέντε Μαρτύρων από την ημέρα του Μαρτυρίου τους. Ήταν ήδη τόπος λατρείας όπου ο ευσεβής Αυξέντιος, ιερέας των Αραβράκων και φίλος του Αγίου Ευστρατίου, τελούσε το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας.
Αυτη η κατακόμβη, Κελέρι, ήταν μια υπόγεια εκκλησιά, στον μουσουλμανικό μαχαλά του Σεμέντερε (το σημερινό Ovacik-Όβατζικ), κατέβαινες με 6-7 σκαλοπάτια στους υπόγειους χώρους. Σε έναν, που μάλλον ήταν ο κυρίως ναός γιατί υπήρχε η Αγία τράπεζα…. και από εκεί μέσα από μια μικρή πόρτα έμπαινες στο δεύτερο δωμάτιο που ήταν πάνω κάτω στα δέκα τετραγωνικά μέτρα, όπου βρισκότανε οι τάφοι των Αγίων Πέντε Μαρτύρων. Επίσης, εκτός των προαναφερομένων αγίων, εντός του κλίτους, στην αριστερή πλευρά, υπήρχε και ο τάφος της Αγίας Λουκίας. Όλοι οι τάφοι ήταν ανοιγμένοι εκτός της Αγίας Λουκίας. Σύμφωνα με αυτά που λέγανε η Αγία όσες φορές πήγαν να την ανοίξουν δεν τους άφησε. Πάνω στο τάφο της υπήρχε μια μεγάλη πέτρα τρύπια, τη λέγανε πεσίκ τασί, που όποιος περνούσε από την τρύπα της, έστω σερνόμενος, γινότανε αμέσως καλά… Στην εκκλησιά ερχότανε και μουσουλμάνοι και περνούσανε από την πέτρα της αγίας…».
Σήμαντρα της Καππαδοκίας κατακόμβη της Αγίας Μακρίνας9932934671630336_n
«Μια κοπέλα του χωριού μας ονειρεύτηκε. Θα ήταν 22-23 χρόνων. Γύρω στα 1850 έγινε αυτό. Είδε μια καλόγρια στον ύπνο της το κορίτσι:
-Εδώ βρισκόμαστε, έλεγε.
Έδειχνε και το μέρος. Κάτω σε ένα κελέρι, σε έναν τοίχο, ένα μέτρο ψηλά. Οκτώ σκαλιά κατέβαινες στο κελέρι.
-Εδώ, λέει, είναι ο Ευγένιος, εδώ ο Μαγδάριος, εδώ ο Αυξέντιος, εδώ ο Ευστράτιος, εδώ ο Ορέστης, και η Λουκία εκεί.
Την κοπέλα την έλεγαν Μαρία Γαβριηλίδου. Την πρώτη μέρα το είπε στη μάνα της.
-Χαμ’ να χάστ, δηλαδή άσε το να πάει. Ο κόσμος θα μας κοροϊδέψ’… Είπε η μάνα τ’. Μη το λες όξω.
Το κορίτσι άφησε κείνη τη μέρα. Τη δεύτερη μέρα πάλι βλέπει όνειρο. Ονειρεύτηκε τα ίδια. Η καλόγρια πιάν’ απ’ το χέρι τη Μαρία και πηγαίνουν στο κελέρ μέσα. Ένα- ένα δείχνει τον τόπο και λέει:
-Μην ακούς τη μάνα σου, να πας στον παπά Κωνσταντίνο να μας βγάλετε. Ήρθε η μέρα.
Έρχεται ο παπά Κωνσταντίνος, κάνει παράκληση. Όπως έδειξε η καλόγρια, έτσι δείχνει και η Μαρία στον παπά. Χτυπούν βγάζουν κα τους πέντε. Ορέστη, Ευγένιο, Μαγδάριο, Αυξέντιο, Ευστράτιε. Η Λουκία έμεινε εκεί. Είχε πει στη Μαρία:
Εμένα δεν ήρθε ακόμα η μέρα μου. Να μείνω.
Πάνω από το κελέρι ήταν χτισμένα τούρκικα σπίτια. Στην αρχή οι Τούρκοι τους εμπόδισαν… Ύστερα είδαν και αυτοί όνειρα, ψοφούσαν τα ζώα τους, τ’ άλογα, τα παιδιά τους αρρώσταιναν και έτσι αναγκάστηκαν να φύγουν. Οι δικοί μας χάλασαν τα σπίτια και έχτισαν την κάμαρα.
Η εκκλησία γιόρταζε της Ζωοδόχου Πηγής, το Πάσχα και στις 13 Δεκεμβρίου, ημέρα που βασανίστηκαν το 296».
Όποιος ήταν άρρωστος, αόμματος, κουτσός, μόλις ερχόταν γινόταν καλά.Ερχότανε κόσμος από παντού και Τούρκοι μάλιστα. Γιατρεύονταν και αυτοί. Κοιμόντουσαν στην αυλή και το πρωί γινόταν καλά. Ύστερα έφερναν τάματα, φλουριά…
Σήμερα οι τάφοι στα Σήμαντρα της Καππαδοκίας είναι άδειοι, Έμεινε η Αγία Λουκία. Ακόμα είναι στο χωριό, τη φυλάγουν οι Τούρκοι. Ανάβουν το καντήλι, θαυματουργή είναι.
Από το Αρχείο της Προφορικής Παράδοσης του Κ.Μ.Σ
Όταν οι Έλληνες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπον αυτό, η μοναχή Χριστίνα τα τοποθέτησε σε μία Λειψανοθήκη και τα μετέφερε με μεγάλη ευλάβεια στην Ελλάδα, στο χωριό Κόκκαλα της Καβάλας, όπου κι εγκαταστάθηκε το 1924. Όταν οι Βούλγαροι έκαψαν το χωριό τα μετέφεραν στο Πολύστυλο Καβάλας (1944), όπου το 1950 θεμελιώθηκε ο Ι. Ναός Τους.
Απολυτίκιον
Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Η πενταυγής των Αθλοφόρων χορεία, τη των αγώνων νοητή δαδουχία, την οικουμένην άπασαν αυγάζει νοητώς, ο σοφός Ευστράτιος, Αυξεντίω τω θείω, Ορέστης και Μαρδάριος, και Ευγένιος άμα, ους ευφημούντες είπωμεν πιστοί, χαίροις Μαρτύρων, πεντάριθμε σύλλογε.
Δόξα. Ήχος δ’. Εικασίας ( Κασσιανής )
Την πεντάχορδον λύραν και πεντάφωτον λυχνίαν, της Του Θεού Εκκλησιας, τους θεοφόρους Μάρτυρας, φερωνύμως υμνήσωμεν και ευσεβώς εγκωμιάσωμεν. Χαίροις ο καλώς υπό Θεού στρατευθείς, εν τη επουρανίω στρατιά και τω στρατολογήσαντι αρέσας, ο εν ρήτορσι ρήτωρ, Ευστράτιε θεόσοφε. Χαίροις ο το τάλαντον το εκ Θεού σοι πιστευθέν, επαυξήσας εις πλήθος, Αυξέντιε μακάριε. Χαίροις ο τερπνότατος όρπηξ, της θεικής ευγενείας, Ευγένιε θεόφρον. Χαίροις ο ωραίος τη μορφή, τη δε γνώμη υπέρκαλος και αμφοτεροδέξιος, ο εν τοις όρεσιν ενδιαιτώμενος όλος, πανόλβιε Ορέστα. Χαίροις ο στίλβων και διαυγής μαργαρίτης, ο τας βασάνους τας πικράς, χαρμονικώς υπομείνας, Μαρδάριε αήττητε. Χαίροις ο ισάριθμος χορός των φρονίμων Παρθένων· ούς καθικετεύομεν, πάσης όργής και θλίψεως λυτρώσασθαι και της αφράστου υμών δόξης, συμμετόχους ποιήσαι, τους την ετήσιον υμών, μνήμην γεραίροντας.
iconandlight.wordpress.com 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου