«Ναὶ, θὰ τὸ δῆς. Μὴν ἀμφιβάλῃς. Μὴν ἐξετάζῃς χρόνο. Ἤγγικεν ὁ καιρός! Τέλος εἶ. Μέχρι τὸ πρῶτο Πούλι (ἀστράγαλο) θὰ φτάσῃ τὸ αἷμα. Ἤγγικεν ὁ καιρός! Μὴν τρομάζῃς, ὅλα θὰ γίνουν, ἅ βλέπεις. Μόνον δίδαξον. Ναὶ, ναὶ, στὴν πόλιν θὰ γίνῃ τὸ χειρότερον»
Νὰ προσέχετε τί φορᾶτε. Ὁ πειρασμὸς ἐκφράζεται ποικιλοτρόπως. Τὰ αἰσχρὰ θέλει νὰ τὰ προβάλλετε καὶ νὰ τὰ κάνετε μόδα καὶ τὰ ἱερὰ νὰ τὰ ποδοπατεῖτε! Ἡ μόδα κατάντησε ἁμαρτία καὶ ἡ ἁμαρτία κατάντησε μόδα
Γράφει ἡ Καλλιόπη Ζτούπα
Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011:Εἶναι ἡ ὥρα ποὺ συνήθως ὁ Γέροντας ξυπνάει, ἀλλὰ ἀκόμη, εἶναι στὸ κρεβάτι του καὶ μᾶλλον ἔχει κάποια ἐπίσκεψι. Αὐτὸ μαρτυρεῖ ἡ στάσι του. Ἐγὼ ἑτοιμάζω τὸ μαγνητόφωνο καὶ τὸ τετράδιο γιὰ νὰ καταγράψω ὅτι ἐπιτρέψει ὁ Θεός. Νὰ γίνω μάρτυς τοῦ λόγου Του.
«Ναὶ, θὰ τὸ δῆς. Μὴν ἀμφιβάλῃς. Μὴν ἐξετάζῃς χρόνο. Ἤγγικεν ὁ καιρός! Τέλος εἶ. Μέχρι τὸ πρῶτο Πούλι θὰ φτάσῃ τὸ αἷμα. Ἤγγικεν ὁ καιρός! Μὴν τρομάζῃς, ὅλα θὰ γίνουν, ἅ βλέπεις. Μόνον δίδαξον. Ναὶ, ναὶ, στὴν πόλιν θὰ γίνῃ τὸ χειρότερον. Ναὶ ἄφες αὐτὴν, λέγω. Ἄφες αὐτὴν. Θέλει ἐξαφανισθῆ . Παρομοίως, παρομοίως καὶ αὐτή. Δίδαξον, δίδαξον, ἵνα λάβωσιν γνῶσιν, ἵνα σπεύσωσι εἰς μετάνοιαν. Ὄχι μόνον ἀπὸ τὸν ἀέρα καὶ ἀπὸ τὴ θάλασσα. Μὴν ἐξετάζῃς χρόνο λέγω σοι. Ἅ ὁρᾶς, τὰ πάντα γενεθήσονται. Μὴ φοβοῦ, μόνον λάλησον εἰς τὸ ποίμνιον ὅτι ἤγγικεν ὁ καιρός. Θέλουσι εἰδῶσιν ἅ ὁρᾷς ἐσὺ τὴν στιγμὴν τοιαύτην. Βλέψων, βλέψων, μὴ φοβοῦ. Ναί, λάλησον τὸ ποίμνιον, ἵνα λάβωσιν γνῶσιν. Τὸ τέλος ἤγγικεν ! Ὄχι μόνον διὰ τοῦ ἀέρος καὶ διὰ τῆς θαλάσσης, ἀλλὰ διὰ τῆς ξηρᾶς τὸ πλησίον. Ἀπὸ τὴ Δύση θέλει ἔρθη τὸ κακό. Θέλουν δὲ συμβῇ καὶ ἑτέρα γεγονότα ἐν τῇ παγκοσμίῳ σκηνὴ. Ναί, ἐν τῇ παγκοσμίῳ σκηνὴ, γεγονότα, οὐχὶ μόνον ἐκ τῶν καιρικῶν συνθηκῶν, ἀλλὰ καὶ ὑπ’ἀνθρώπων κυβερνώντων καὶ μὴ . Τοιαῦτα εἶχον σοὶ εἶπον . Πρόσεχε, προσεύχου».
Περιμένω νὰ ἐπανέλθη ὁ Γέροντας… Ἔχει σταματήσει σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο καὶ θέλω νὰ τὸν ῥωτήσω κάποια πράγματα, ὅσον ἀφορᾷ τὰ λεγόμενα . Μόλις συνῆλθε :
- Καλημέρα Γέροντα. Εἶχες ἐπισκέψεις πρωί, πρωί .
- Ναί, ἦταν ὁ Ἅγιος Θεόδωρος , ὁ Στρατηλάτης. Εἶχε καιρὸ νὰ μὲ επισκεφθῆ. Παλιὰ ἐρχόταν συχνά .
- Γέροντα, ἐπανέλαβες τὴν λέξη «αὐτή» . Σὲ ποιό πρόσωπο ἀναφερόσουν;
- Θά’ναι πολιτικὸ πρόσωπο ποὺ θὰ κυβερνάει. Γυναῖκα θὰ εἶναι (Μέρκελ). Αὐτὴ θὰ κάνει κουμάντο, ἀλλὰ αἰσχρῶς θὰ καταστραφεῖ.
- Ἡ λέξη «Πούλι», ποὺ θὰ φτάσῃ τὸ αἷμα , τί εἶναι ;
- Ἐννοεῖ πὼς μέχρι τὸν ἀστράγαλο θὰ φτάσει τὸ αἷμα στὴν Πόλη ( Κωνσταντινούπολη). Θὰ γίνει μεγάλη καταστροφή, δὲν θὰ μείνει τίποτα ὄρθιο. Θὰ χυθεῖ πολὺ αἷμα. Ὁ Θεὸς νὰ βάλει τὸ χέρι του. Δυστυχῶς οἱ πολεμοχαρεῖς τὰ κάνουν ὅλα αὐτὰ καὶ γιὰ ἀσήμαντους λόγους δὲν ἀφήνουν τοὺς ἀνθρώπους νὰ ζήσουν ἥρεμα. Μπορεῖ καὶ γιὰ τὴν μπάλα ἀκόμη νὰ ξεκινήσουν γεγονότα.
- Εἶναι δυνατόν, Γέροντα;
- Καὶ ὅμως μόνον τρελὰ πράγματα θὰ γίνονται ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα.
Σηκώθηκε ἀπὸ τὸ κρεβάτι του καὶ κάθισε νὰ πιῆ νερό. Ἐγὼ ἔφυγα γιὰ λίγο καὶ ὅταν ἐπέστρεψα τὸν βρῆκα στὴν ἴδια θέσι .
- Εἴδαμε ἄσπρη ἡμέρα, Γέροντα!
- Τὶ ἐννοεῖς Καλλιόπη ;
- Χιόνισε! Ὅλα εἶναι κάτασπρα, καὶ εἶναι πανέμορφα. Γιατὶ κάθεσαι στὸ κρεβάτι; Θὰ παγώσουν τὰ πόδια σου.
- Έχεις δίκιο παιδί μου. Θὰ τρυπώσω στὶς κουβέρτες μου, γιατί ἔχουν «ξυλιάσει» τὰ πόδια μου. Εἶναι τὰ παράσημα τοῦ πολέμου, βλέπεις . Ἀλλὰ, νά, τὰ ἔλεγα λίγο μὲ τὴ Μαριώ. Αὐτὸ τῆς ἔλεγα. Δὲν παγώνει ποὺ κάθεται τόσες ὧρες ἐδῶ στὸ παράθυρο ;
Ξαφνιάστηκα καὶ εἶπα μέσα μου: «Τί μοῦ λέει τώρα ὁ Γέροντας; Γιὰ ποιά Μαριὼ μιλάει;» Γυρίζω πρὸς τὸ παράθυρο ποὺ μοῦ ὑπέδειξε καὶ βλέπω μιὰ ὄμορφη γατούλα νὰ μᾶς κοιτάζει κουρνιασμένη στὴ γωνία τοῦ παραθύρου. Τότε ἔκπληκτη τὸν ῥώτησα:
- Αὐτὴν εἶναι ἡ Μαριώ, Γέροντα, ποὺ μιλᾷς μαζί της; Τὴν βλέπω καθημερινὰ ἐδῶ, ἀλλά, νόμιζα ὅτι ἔρχεται καὶ κάθεται ἐδῶ γιὰ νὰ προφυλάσσεται ἀπὸ τὸ κρύο. Ἀλλά , ἐσὺ μοῦ λὲς τώρα ὅτι μιλᾷς μαζί της ! Καὶ τί σοῦ λέει;
- Ναί, αὐτὴ εἶναι ἡ Μαριώ, Καλλιόπη! Μπορεῖ νὰ σοῦ φαίνεται παράξενο, ἀλλὰ καὶ ὅμως κόρη μου, εἶναι ἀλήθεια. Ὅπως μιλᾶμε ἐμεῖς οἱ δύο αὐτὴ τὴ στιγμή, ἔτσι ἀκριβῶς μιλᾶμε καὶ μαζὶ μὲ τὴ Μαριώ. Τὸ εὐχαριστιέται καὶ χαίρεται, ὅταν μιλᾶμε. Πηγαίνει, τρώει καὶ ἀμέσως ἐπανέρχεται, γιὰ νὰ μὲ δεῖ καὶ νὰ μιλήσουμε. Ἐγώ, βέβαια, πολλὲς φορὲς κοιμᾶμαι, δὲν βλέπω κιόλας… Ἔχω καὶ τίς ἐπισκέψεις μου καὶ τὴν παραμελῶ τὴν καημένη. Ἐκείνη ὅμως, διακατέχεται ἀπὸ πολὺ ὑπομονὴ. Δὲν κουράζεται καθόλου νὰ περιμένει!
Τὴν συζήτησί μας τὴν διέκοψε τὸ κουδούνι καὶ ἔτρεξα νὰ ἀνοίξω τὴν πόρτα. Ἦταν ἡ Παρασκευή! Ἦλθε νὰ μᾶς δεῖ πρὶν πάη στὴν ὑπηρεσία της. Τὸ συνήθιζε αὐτὸ τὰ πρωινά.
- Ὅσο μοῦ τὸ ἐπιτρέπει ὁ χρόνος, λέει, θὰ ἔρχομαι. Γιατί ὅταν γεννήσω, μετὰ θὰ μοῦ εἶναι δύσκολο.
Διανύει τὸν ἕκτο μῆνα τῆς ἐγκυμοσύνης της, στὸ δεύτερο παιδί της. Πῆρε τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντα καὶ κάθισε δίπλα του. Ὁ Γέροντας χαίρεται πάντα ποὺ τὴν βλέπει. Τὴν γνωρίζει πολλὰ χρόνια, ἀπὸ ὅταν ἦταν ἀκόμη ἐλεύθερη. Κατευθεῖαν τὴν ῥώτησε:
Τὶ κάνει ὁ ζωηρούλης μας; Βιάζεται νὰ βγεῖ ἔξω στὸν κόσμο. Δὲν ξέρει τί τὸν περιμένει…
Γελάσαμε μὲ τὸ πείραγμά του καὶ ἐγὼ πῆγα νὰ ἑτοιμάσω τὸ τσάϊ , ἀφήνοντάς τους νὰ τὰ ποῦν. Ὅταν ἐπέστρεψα καὶ τοὺς προσέφερα τὸ τσάϊ, εἶδα μία ἀμηχανία στὸ πρόσωπο τῆς Παρασκευῆς. Διακριτικὰ τὴν ῥώτησα :
- Συμβαίνει κάτι;
- Ναὶ, μοῦ ἔγνεψε .Θά σου πῶ, μοῦ εἶπε σιγά.
Πήραμε καὶ οἱ τρεῖς τὸ πρωινὸ συζητῶντας γιὰ διάφορα πνευματικὰ θέματα και λύνοντας ἀπορίες. Ὅπως πάντα ὁ Γέροντας μᾶς ἀπαντοῦσε μὲ πολλή ἀγάπη, Πατερική, ἐπισημαίνοντας καὶ τονίζοντας τὰ ἐπίμαχα σημεῖα. Ἤθελε οἱ λόγοι του, οἱ διδαχές του νὰ διεισδύσουν μέσα μας καὶ νὰ τὰ ἐμπεδώσουμε καλά. Ἐμεῖς ἀφοσιωμένες ῥουφούσαμε τοὺς μελιστάλαχτους λόγους του .
- Παιδιά μου , προσοχὴ πολλή, οἱ χρόνοι εἶναι δύσκολοι καὶ πολὺ πονηροί . Χρειάζεται πολὺ Προσευχή, γιατί μόνον ὁ Θεὸς θὰ μᾶς σώσει. Ἐὰν ἕνα σπίτι δὲν τὸ οἰκοδομήσει ὁ Χριστός, μάταια παιδεύονται οἱ οἰκοδομοῦντες. Ἐὰν ἕνα κράτος δὲν τὸ φυλάει ὁ Θεός, εἰς μάτην παιδεύονται οἱ φυλάσσοντες αὐτὸ. Εἶναι ξέφραγο ἀμπέλι καὶ μπαινοβγαίνει ὅποιος θέλει. Καὶ κράτος ποὺ δὲν τηρεῖ τίς παραδόσεις του, χάνεται, ἐξαφανίζεται. Μείνετε πιστοὶ στὸ Θεό! Μὴν ἐπηρεάζεστε ἀπὸ τοὺς νεωτεριστές, τοὺς μοντέρνους, τίς καινοτομίες. Στηρίζετε τὴν Ὀρθοδοξία , κρατεῖστε γερὰ τὴν παράδοση. Διδάξετε αὐτὴν εἰς τὰ παιδιά σας, εἰς τὰ ἐγγόνια σας. Θὰ ἔρθει καιρὸς ποὺ οἱ πιστοὶ θὰ τρέχουν σὰν ἀλαφιασμένα ἄλογα. Δὲν θὰ ξέρουν ἀπὸ ποὺ νὰ κρατηθοῦν. Μόνον ὁ Χριστός, μόνον ὁ Τριαδικὸς Θεός, ἡ Παναγία μας καὶ οἱ Ἅγιοί μας θὰ μᾶς σώσουν. Ἐκεῖ μόνον εἶναι ἡ ἐλπίδα .
Ὁ χρόνος τρέχει σὰν τὸ νερὸ καὶ ἡ ὥρα ἔφτασε γιὰ νὰ πάει στὴ δουλειά της ἡ Παρασκευή. Ζήτησε συγγνώμη ἀπὸ τὸν Γέροντα, γιατί τὸν διέκοψε, πῆρε τὴν εὐχή του καὶ βγήκαμε ἔξω. Ταυτόχρονα, ἦλθε καὶ ὁ Χρῆστος, ὁ γιὸς μου, γιὰ νὰ δεῖ τὸν Γέροντα. Ἐγὼ συνόδεψα τὴν Παρασκευὴ μέχρι ἔξω καὶ τὴ ῥώτησα:
- Τὶ συνέβῃ καὶ εἶσαι στεναχωρημένη;
- Ἀφῆστε κυρία Καλλιόπη, ποὺ νὰ σᾶς πῶ τί ἔπαθα …
- Λέγε, παιδί μου, τί σοῦ συνέβη καὶ ἔγινες ἔτσι;
- Θά σοῦ πῶ , ντρέπομαι κιόλας …Ποὺ νὰ φανταζόμουν τὸ μέγεθος τῆς διορατικότητας τοῦ Γέροντα! Ὅπως καθόμουνα στὸ κρεβάτι του, εἶδα στὶς κουβέρτες του κάποιες τρίχες ἀπὸ τὰ μαλλιά του. Ἔκανα τὴν σκέψι ὅτι θὰ ἦταν εὐλογία γιὰ ἐμένα νὰ ἔχω κάτι ἀπὸ τὸν Γέροντα καὶ αὐτὸ ἦταν μιὰ εὐκαιρία. Μέσα μου πάλευα, ἂν ἦταν σωστὸ ἢ ὄχι. Ὅσο τίς ἔβλεπα, τόσο ἡ ἐπιθυμία μου μεγάλωνε. Τὴν λύσι μου τὴν ἔδωσε ὁ γέροντας, ὅταν μοῦ εἶπε ὅτι ἤθελε νὰ πάει στὸ γραφεῖο. Ἔτσι ἔλεγε τὴν τουαλέτα… Ἐγὼ θεώρησα ὅτι ἡ εὐκαιρία αὐτὴ μοῦ δόθηκε ἀπό τὸ Θεὸ καὶ πῆρα ἀπὸ τίς τρίχες του, τίς τύλιξα σὲ μία χαρτοπετσέτα καὶ τίς ἔβαλα στὴν τσέπη μου. Ὅταν ἐπέστρεψε ὁ γέροντας, ἀφοῦ κάθισε δίπλα μου στὸ κρεβάτι του κοιτάζοντάς μὲ μὲς στὰ μάτια, ἐπιτακτικά, μοῦ εἶπε: «Αὐτὰ ποὺ πῆρες, νὰ τὰ βάλῃς γρήγορα στὴ θέσι τους».
- Τὰ ἔχασα κυρία Καλλιόπη. Λὲς καὶ ἔπεσε κεραυνὸς στὸ κεφάλι μου. Ἔβγαλα τὴν χαρτοπετσέτα ἀπὸ τὴν τσέπη μου καὶ πῆρα τίς τρίχες καὶ τίς ἔβαλα στὴ θέσι τους, ὅπως μοῦ εἶπε. Ὁ Γέροντας μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ βλέπει τὰ πάντα, διαβάζει ἀκόμη καὶ τοὺς λογισμούς μας . Μοῦ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία ὁ ἴδιος καὶ ὄχι ὁ Θεός, ὅπως νόμισα. Καὶ αὐτὸ γιὰ νὰ μοῦ δώσει ἕνα μάθημα. Ἔπρεπε νὰ τίς ζητοῦσα ἀπὸ τὸν ἴδιο καὶ ὄχι νὰ τίς κλέψω. Δὲν μοῦ εἶπε τίποτε, ἀλλὰ καὶ ἐγὼ ἤμουν σὲ ἀμηχανία καὶ ντροπή, μέχρι ποὺ ἦρθες καὶ ἐσὺ καὶ ἄλλαξε τὸ κλίμα.
Κι ἐγὼ ὅταν το ἄκουσα, ἔμεινα ἄφωνη, ἀλλὰ μετὰ ξεκαρδίστηκα στὰ γέλια, γιὰ νὰ βγάλω τὴν Παρασκευὴ ἀπὸ τὴν ἀμηχανία. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ἐκείνη. «Τὸ πάθημά μου, νὰ μοῦ γίνῃ μάθημα», εἶπε καὶ ἔφυγε. Καθὼς ἐπέστρεψα, εἶδα τὸν Χρῆστο νὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὸ δωμάτιο καὶ νὰ περιεργάζεται τὴν μπλούζα του.
- Συμβαίνει κάτι; Τὸν ῥώτησα
- Ναί, δὲν ξέρω τί νὰ σοῦ πῶ. Τώρα ποὺ ἤμουν μέσα, ὁ Γέροντας μοῦ εἶπε: «Πῶς φορᾷς αὐτὴ τὴν μπλούζα, παιδί μου; Κυκλοφορεῖς καὶ δὲν ντρέπεσαι; Δὲν βλέπεις τί ἔχει ἐπάνω;» Ἐγὼ γεμᾶτος ἀπορία τοῦ ἀπάντησα: «Τί ἔχει Γέροντα; Δὲν βλέπω τίποτα». Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ προσπαθῶ νὰ δῶ τί εἶδε ὁ Γέροντας, ποὺ δὲν βλέπει καὶ ἐγὼ ποὺ βλέπω δὲν βλέπω τίποτα. Ἀλλά, γιὰ νὰ λέει ἐκεῖνος, σίγουρα κάτι ἔχει.
- Οὔτε κι ἐγὼ βλέπω κάτι, τὸν διαβεβαίωσα.
Μετὰ ἀνέβηκε πάνω στὸ δωμάτιό του καὶ ἀφοῦ ἔβγαλε τὴν μπλούζα του καὶ τὴν κοίταξε προσεκτικά, ἐμβρόντητος διαπίστωσε ὅτι πολὺ πονηρὰ ἦταν σχεδιασμένες αἰσχρὲς παραστάσεις πάνω σὲ αὐτήν καὶ ποτὲ δὲν θὰ τὶς πρόσεχε, ἂν δέν τοῦ τὰ ὑποδείκνυε ὁ Γέροντας. Τὴν μπλούζα, ἀφοῦ τὴν κατέστρεψε, τὴν πέταξε στὰ σκουπίδια.
Ὁ Γέροντας τὸν συμβούλεψε: «Νὰ προσέχετε τί φορᾶτε. Ὁ πειρασμὸς ἐκφράζεται ποικιλοτρόπως. Τὰ αἰσχρὰ θέλει νὰ τὰ προβάλλετε καὶ νὰ τὰ κάνετε μόδα καὶ τὰ ἱερὰ νὰ τὰ ποδοπατεῖτε! Ἡ μόδα κατάντησε ἁμαρτία καὶ ἡ ἁμαρτία κατάντησε μόδα», ἔλεγε πάντοτε. «Μοῦ ἔγινε μάθημα», λέει ὁ Χρῆστος, «καὶ ἀπὸ τότε πάντοτε προσέχω τί ἀγοράζω». Ὁ χρόνος πέρασε καὶ ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ τοκετοῦ γιὰ τὴν Παρασκευή. Μὲ τίς προσευχὲς τοῦ Γέροντα ὅλα πῆγαν καλά. Ὁ « ζωηρός», ὅπως τὸν ἀποκάλεσε ὁ Γέροντας, ἦλθε στὸν κόσμο ὑγιέστατος.
ΠΗΓΗ ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου