Προσέξτε, αύτό πού μάς δωρίζει ό Θεός, μέ πολλή
ταπείνωσι νά τό δεχώμαστε, νά τό κρύβουμε, νά τό φυλάττουμε, ώστε νά μή τό
χάσουμε. Τό χάσαμε; Είμαστε άπαρηγόρητοι. Γι’ αύτό πρέπει νά προσέχουμε, νά
προβάλλουμε όλο τήν ταπείνωσι, νά πηγαίνουμε τήν ψυχή μας από τό σκοτάδι στο πυρ,
άπό τό πυρ στον τριγμό τών όδόντων. Νά σκεφτώμαστε πώς θά ανέβουμε τή σκάλα,
πώς θά την άνέβουμε, πού δίπλα στέκουν οί δαίμονες νά μάς άρπάξουν καί νά μάς
ρίξουν στην άφάνεια, όπως χάριτι Θεού τό είδα. Ό Θεός αυτά τά δείχνει, όχι
γιατί είναι άξιος ό Προεστώς, αλλά λόγω τού φορτίου πού σηκώνει, προς γνώσι καί
συμμόρφωσι καί τού εαυτού του καί τών πνευματικών του παιδιών. Είδα ότι βρέθηκα
σέ ένα Μοναστήρι μέ μία πόρτα σιδερένια, όπως ή δική μας, καί εκεί ήταν μία
είκονούλα. Καί βρίσκω τρία χρυσά νομίσματα σάν λίρες καί τά πήρα καί λέω, τί ωραία,
καί τά έπαιζα στο χέρι. Καί μου ήρθε μία σκέψη, ότι αυτά είναι τά τάλαντα.
Πήρα καί τήν είκονούλα στά χέρια μου καί αυτή σάν τηλεόρασι μεγάλωσε, μεγάλωσε καί έγινε μία μεγάλη εικόνα καί ήταν ό θρόνος τού Θεού πού κρεμόταν στον άέρα. Δέν μπορούσα νά διακρίνω, ήταν ένα πολύ ωραίο πράγμα. Από τήν μιά πλευρά ήταν όλοι οί Δίκαιοι καί οί Αγιοι, από τήν άλλη ήταν ένα στόμα πύρινο καί κάτω ήταν όλο χάος. Καί περνούσαν εκείνη τήν ώρα αρχιερείς, ιερείς γιά νά κριθούν. Καί μόλις γινόταν ή δίκη άπό τον Χριστό, έρχονταν οί λέοντες πού έβγαιναν άπό τό σκοτάδι καί τούς άρπαζαν καί τούς έρριχναν μέσα στο χάος αύτό. Πολλή ώρα διήρκεσε αύτό τό πράγμα. Από ’κει βλέπω τούς δαίμονες νά είναι φορτωμένοι στον ώμο τσουβάλια καί «εν ριπή οφθαλμού» έρριχναν χιλιάδες ψυχές στο στόμα αύτό.
Ήταν τόσο τρομερό! Εβλεπες καί γέμιζε τό στόμα αύτό -σάν νά τούς βλέπω τώρα- όπως τούς άδειαζαν μέσα. Επαιρναν τά τσουβάλια πάλι στον ώμο καί έτρεχαν νά τα ξαναγεμίσουν. Κάπου-κάπου έμφανιζόταν κανένας άρχιερεύς, ίερεύς, καί έλεγε ό Κύριος με πολλή αβρότητα: «πήγαινε εκ δεξιών μου». Άλλα δέν θά ξεχάσω αυτόν τον τρόμο, όλη τή νύχτα δέν μπορούσα νά ήσυχάσω, μέρες δέν έφευγε άπό τή διάνοιά μου. Καί λέω, κοίταξε νά δής, ιερείς, αρχιερείς, μοναχοί, λαϊκοί, χαλούσε ό κόσμος... Μου το έδειξε ό Θεός, γιά νά ταπεινωθώ, νά δώ τήν ψυχή μου. Δέν είναι μικρό πράγμα ή Κόλασι, «έν ριπή οφθαλμού» νά σε πετούν στά σκοτάδια, στο πυρ τό αιώνιον. Έτσι λοιπόν, βρέθηκε ή ψυχή μου γιά λίγη ώρα και τρόμαξε ή καρδιά μου, δέν μπορούσα νά σταθώ. Οί λέοντες νά ξεπετάγωνται άπό μέσα, νά τούς άρπάζουν άπό τά πόδια και νά τούς πετούν στο χάος. Με είχε πιάσει ένας φόβος τρομερός και τόπα στον Γέροντα- «Γέροντα, δέν μπορώ νά ησυχάσω». «Ναί, παιδί μου, μάς τά δείχνει ό Θεός, γιά νά ταπεινωθούμε, μόνο και μόνο, γιά τήν ευθύνη τών ψυχών πού έχουμε άναλάβει». Έγώ σάς τά λέω, ώστε και σείς νά διορθωθήτε και ’γώ νά διορθωθώ.
Πήρα καί τήν είκονούλα στά χέρια μου καί αυτή σάν τηλεόρασι μεγάλωσε, μεγάλωσε καί έγινε μία μεγάλη εικόνα καί ήταν ό θρόνος τού Θεού πού κρεμόταν στον άέρα. Δέν μπορούσα νά διακρίνω, ήταν ένα πολύ ωραίο πράγμα. Από τήν μιά πλευρά ήταν όλοι οί Δίκαιοι καί οί Αγιοι, από τήν άλλη ήταν ένα στόμα πύρινο καί κάτω ήταν όλο χάος. Καί περνούσαν εκείνη τήν ώρα αρχιερείς, ιερείς γιά νά κριθούν. Καί μόλις γινόταν ή δίκη άπό τον Χριστό, έρχονταν οί λέοντες πού έβγαιναν άπό τό σκοτάδι καί τούς άρπαζαν καί τούς έρριχναν μέσα στο χάος αύτό. Πολλή ώρα διήρκεσε αύτό τό πράγμα. Από ’κει βλέπω τούς δαίμονες νά είναι φορτωμένοι στον ώμο τσουβάλια καί «εν ριπή οφθαλμού» έρριχναν χιλιάδες ψυχές στο στόμα αύτό.
Ήταν τόσο τρομερό! Εβλεπες καί γέμιζε τό στόμα αύτό -σάν νά τούς βλέπω τώρα- όπως τούς άδειαζαν μέσα. Επαιρναν τά τσουβάλια πάλι στον ώμο καί έτρεχαν νά τα ξαναγεμίσουν. Κάπου-κάπου έμφανιζόταν κανένας άρχιερεύς, ίερεύς, καί έλεγε ό Κύριος με πολλή αβρότητα: «πήγαινε εκ δεξιών μου». Άλλα δέν θά ξεχάσω αυτόν τον τρόμο, όλη τή νύχτα δέν μπορούσα νά ήσυχάσω, μέρες δέν έφευγε άπό τή διάνοιά μου. Καί λέω, κοίταξε νά δής, ιερείς, αρχιερείς, μοναχοί, λαϊκοί, χαλούσε ό κόσμος... Μου το έδειξε ό Θεός, γιά νά ταπεινωθώ, νά δώ τήν ψυχή μου. Δέν είναι μικρό πράγμα ή Κόλασι, «έν ριπή οφθαλμού» νά σε πετούν στά σκοτάδια, στο πυρ τό αιώνιον. Έτσι λοιπόν, βρέθηκε ή ψυχή μου γιά λίγη ώρα και τρόμαξε ή καρδιά μου, δέν μπορούσα νά σταθώ. Οί λέοντες νά ξεπετάγωνται άπό μέσα, νά τούς άρπάζουν άπό τά πόδια και νά τούς πετούν στο χάος. Με είχε πιάσει ένας φόβος τρομερός και τόπα στον Γέροντα- «Γέροντα, δέν μπορώ νά ησυχάσω». «Ναί, παιδί μου, μάς τά δείχνει ό Θεός, γιά νά ταπεινωθούμε, μόνο και μόνο, γιά τήν ευθύνη τών ψυχών πού έχουμε άναλάβει». Έγώ σάς τά λέω, ώστε και σείς νά διορθωθήτε και ’γώ νά διορθωθώ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ. ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου