Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

Τὸ ὄνομα Χριστιανὸς. Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης.

Ἂς ἐξετάσουμε, λοιπόν, πρῶτα ποιὰ εἶναι ἡ σημασία τοῦ χριστιανισμοῦ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ὀνομασία του. Βέβαια οἱ σοφότεροι ἀπὸ μένα, θὰ βροῦν κάποιο νόημα ὑψηλότερο καὶ πιὸ περιεκτικό, ἀνάλογο ἀσφαλῶς μὲ τὸ ὕψος τοῦ ὀνόματος.


Ὅσα δὲ ἐγὼ μπορῶ νὰ πῶ γιὰ τὸ ὄνομα αὐτό, εἶναι τὰ ἑξῆς: Τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ (ἀπὸ τὸ ὁποῖο παράγονται καὶ τά: Χριστιανὸς καὶ Χριστιανισμός), ἐὰν τὸ ἐξηγήσουμε μὲ λέξεις πιὸ ἁπλὲς καὶ γνωστές, θὰ βροῦμε ὅτι σημαίνει τὸ βασιλιὰ ἐπειδὴ ἡ Ἁγία Γραφὴ ὑποδηλώνει τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα, χρησιμοποιώντας μὲ ἕνα ἰδιότυπο τρόπο παρόμοια λέξη.

Ὅμως, καθὼς μᾶς βεβαιώνει ἡ Ἁγία Γραφή, εἶναι ἀδύνατο νὰ μιλήσει κανείς γιὰ τὸν Θεὸ καὶ νὰ τὸν κατανοήσει, ἐπειδὴ βρίσκεται πάνω ἀπὸ κάθε νοητὴ ἔννοια. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ἀναγκαστικά, οἱ θεοφόροι προφῆτες καὶ οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι χρησιμοποιοῦν πολλὰ ὀνόματα, μὲ τὰ ὁποῖα μᾶς χειραγωγοῦν πρὸς τὴν κατανόηση (ὅσο αὐτή εἶναι δυνατὴ στὸν ἄνθρωπο) τῆς ἄφθαρτης φύσης τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι μᾶς ὁδηγοῦν ἀπὸ τὴ μία ἔννοια στὴν ἄλλη, ἀπὸ κεῖνες ποὺ ἀποδίδονται στὸν Θεό. Καὶ τὴ μὲν κυριαρχία τοῦ Θεοῦ πάνω σ’ ὅλη τὴ δημιουργία ἐκφράζουν, χρησιμοποιώντας τὸ βασιλικὸ ὄνομα, τὴ δὲ ἀπαλλαγή ἀπὸ κάθε πάθος καὶ τὴν ἐλευθερία ἀπὸ κάδε κακία ὀνομάζουν μὲ τὰ διάφορα ὀνόματα τῆς ἀρετῆς, ποὺ χρησιμοποιοῦν.

Ἂς προσθέσουμε δὲ καὶ τοῦτο: Τὸ ὅτι δηλ. κάθε ἀρετὴ καὶ λέγεται καὶ ἐννοεῖται μὲ τὴν καλύτερη σημασία. Κατὰ συνέπεια εἶναι τὸ ἴδιο, ὅταν λέγουν, γιὰ τὸν Χριστὸν ὅτι καὶ λέγεται καὶ εἶναι τὰ πάντα: καὶ δικαιοσύνη καὶ σοφία καὶ δύναμη καὶ ἀλήθεια, ἀγαθότητα καὶ ζωὴ καὶ σωτηρία καὶ ἀφθαρσία καὶ ἀμετάβλητος καὶ ἀναλλοίωτος. Μὲ παρόμοιες ἐπίσης λέξεις δηλώνεται καὶ κάθε ἄλλη ὑψηλὴ ἔννοια.

Ἐάν, λοιπόν, στὸ ὄνομα Χριστὸς περικλείεται ἡ περίληψη κάθε ὑψηλῆς ἔννοιας‒ γιατί μέσα στὴν ψηλότερη ἔννοια περιέχονται καὶ οἱ καλύτερες, ποὺ ἐννοοῦμε, ἐπειδὴ κάθε μία ἀπὸ τὶς ἄλλες ἐξυπακούεται, ὅταν κάνουμε χρήση τοῦ ὄρου Βασιλεία‒ ἴσως, μὲ μία ἀνάλογη ἑρμηνεία τοῦ ὄρου χριστιανισμός, μπορέσουμε νὰ τὸν κατανοήσουμε καὶ αὐτόν. Ἐὰν δηλ. ἐμεῖς πού, μὲ τὴν πίστη στὸν Χριστό, συναπτόμαστε μὲ Αὐτόν, παίρνουμε μαζὶ μὲ τὸ ἀνώτερο ὄνομα, τὸ Χριστός, καὶ τὰ ὀνόματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἑρμηνεύεται ἡ ἄφθαρτη θεϊκὴ φύση, τότε γίνεται φανερό, πὼς εἶναι ἀναγκαιότατο καὶ ὅσες ἔννοιες ἀποδίδονται μὲ τὸ ὄνομα Χριστὸς στὴν ἐλεύθερη ἀπὸ κάθε φθορὰ θεία φύση, νὰ ἀποδίδονται κατὰ συνέπεια καὶ σέ μᾶς, ποὺ ἔχουμε τὸ ἴδιο ὄνομα.

Κι’ ὅπως, μὲ τὴ κοινωνία μας μὲ τὸν Χριστό, ἀποκτήσαμε τὸ ἐπίθετο χριστιανός, ἔτσι, ἀπὸ μία ἠθικὴ συνέπεια, ἐπιβάλλεται σὲ μᾶς νὰ φέρουμε πάνω μας ὅλα τὰ ὑψηλὰ ὀνόματα. Κι’ ὅπως ἐκεῖνος, ποὺ θὰ σύρει τὸν πρῶτο κρίκο, ὁ ὁποῖος βρίσκεται στὴν ἄκρη τῆς ἁλυσίδας, θὰ τραβήξει μὲ ἐκεῖνο τὸν ἕνα καὶ ὅλους τούς ἄλλους, ποὺ εἶναι συνδεδεμένοι μεταξύ τους, ἔτσι θὰ ἔπρεπε, ὅποιος πῆρε τὸ ἕνα ὄνομα, νὰ πάρει μαζὶ μὲ τὸ ἕνα καὶ ὅλα τὰ ἄλλα. Καὶ τοῦτο γιατί ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ξεφυτρώνουν σὰν κλαδιὰ καὶ τὰ ἄλλα ὀνόματα, ποὺ ἑρμηνεύουν τὴν ἀνέκφραστη καὶ πολύμορφη θεϊκὴ μακαριότητα.

Ἂς προσθέσουμε τώρα καὶ κάτι ἄλλο. Ἐὰν κάποιος φέρει μὲν τὸ ὄνομα τοῦ χριστιανοῦ, δὲν τό ἐμφανίζει δὲ καί μέ τὴ ζωή του, ὅταν ὑποδηλώνει τὸ ἅγιο τοῦτο ὄνομα, αὐτὸς γελοιοποιεῖ τὸ ὄνομα… Γιατί εἶναι ἀδιανόητο οὔτε ὁ Χριστὸς νὰ μὴ εἶναι δικαιοσύνη καὶ καθαρότητα καὶ ἀλήθεια καὶ ἀποξενωμένος ἀπὸ κάθε κακό, οὔτε κι’ ὁ χριστιανὸς γίνεται –ὁ ἀληθινά, βέβαια χριστιανὸς– νὰ μὴ φανερώνει στὴ ζωή του, ὅτι ἔχει γίνει μέτοχος καὶ ἐκείνων τῶν ὀνομάτων, ποὺ ἔχει ὁ Χριστός. Ἐὰν λοιπὸν θὰ ἤθελε κανεὶς νὰ ἀποδώσει μὲ ἕνα ὁρισμὸ τὸ νόημα τῆς λέξης χριστιανισμός, θὰ ἔλεγε τοῦτο: χριστιανισμὸς εἶναι μίμηση τῆς Θείας φύσης τοῦ Χριστοῦ. Λέγοντας ὅμως τὸ λόγον αὐτόν, κανεὶς ἂς μὴ σπεύσει νὰ μᾶς κατηγορήσει, ὅτι δῆθεν λέμε λόγια ὑπερβολικά, ποὺ ξεπερνοῦν τὰ ὅρια τῆς ταπεινῆς ἀνθρώπινης φύσης· καὶ τοῦτο γιατί ὁ ὁρισμός, ποὺ δώσαμε, δὲν βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα μέτρα. Πράγματι· ἐὰν ἀναλογισθεῖ κανεὶς τὴν ἀρχικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, δηλ, τὴν πρὶν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, θὰ διαπιστώσει μὲ τὴ βοήθεια τῶν λόγων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅτι ὁ ὁρισμός μας δὲν εἶναι πέρα ἀπὸ τὰ φυσικὰ μέτρα τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ὁ μὲν ἄνθρωπος πλάστηκε ἀρχικὰ ὅμοιος μὲ τὸν Θεό. Καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἡ ὑπόσχεση τοῦ χριστιανισμοῦ εἶναι νὰ ἐπαναφέρει τὸν ἄνθρωπο στὴν πρώτη του εὐτυχία.

Ἐάν, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ πρῶτο, ἂς ποῦμε, ἀντίγραφο καὶ ὁμοίωμα τοῦ Θεοῦ, τότε σίγουρα δὲν δώσαμε λανθασμένο ὁρισμό, μὲ τὸ νὰ ἀποφανθοῦμε ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι μίμηση τῆς θεϊκῆς φύσης. Καὶ τὸ μὲν βαθύτερο νόημα τῆς ὀνομασίας εἶναι τόσο σημαντικό. Καιρὸς δὲ τώρα νὰ ἐξετάσουμε ἐάν, τὸ νὰ μὴ ζεῖ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο κάποιος, ποὺ φέρει τὸ ὄνομα αὐτό, εἶναι ἀκίνδυνο γι’ αὐτόν.

Ἂς ἔλθουμε στὸ συγκεκριμένο. Ὁ χριστιανισμὸς ὁρίζεται, ὅπως εἴδαμε, σὰν μίμηση Θεοῦ. Ὅποιος δὲν ἔχει ἀκόμη ἀποδεχτεῖ τὸ κήρυγμα τῆς πίστης, δηλ. ὁ ἄπιστος, βλέποντας τὸν τρόπο τῆς χριστιανικῆς μας ζωῆς, ποὺ πιστεύουμε καὶ λέμε ὅτι τὴ ζοῦμε μιμούμενοι τὸν Θεό, θὰ σχηματίσει ἀνάλογη ἔννοια γιὰ τὸν Θεό μας. Κι’ ἂν μὲν συμβεῖ νὰ δεῖ σὲ μᾶς παραδείγματα γεμάτα ἀπὸ κάθε ἀγαθότητα, τότε θὰ πιστέψει ὅτι ὁ Θεός, ποὺ λατρεύουμε, εἶναι ἀγαθός. Ἀλλὰ ἐὰν συμβεῖ νὰ εἶναι κάποιος ἀπὸ μᾶς κυριευμένος ἀπὸ διάφορα πάθη καὶ μοιάζει μὲ θηρίο, ποὺ ἀλλάζει ὧρες-ὧρες τὰ χαρακτηριστικά του καὶ μὲ τὴ συμπεριφορὰ του μιμεῖται τὸ σχῆμα πολλῶν θηρίων; Γιατί, δὲν εἶναι σπάνιο νὰ δεῖς νὰ σχηματίζονται μέσα μας, μὲ τὶς διάφορες ἀλλαγὲς τοῦ χαρακτήρα μας, τὰ πιὸ παράξενα καὶ ἀντίθετα μεταξύ τους θηρία. Τότε, ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, πού θὰ τολμήσει, νὰ ἀποκαλέσει τὸν ἑαυτὸ του χριστιανό, μολονότι θὰ εἶναι σ’ ὅλους φανερό, ὅτι ἡ σημασία τοῦ ὀνόματος ὑποδηλώνει τὴ μίμηση τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ γίνει ἀφορμή, νὰ κατηγορηθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους ὁ Θεός, στὸν ὁποῖο πιστεύουμε, ἐξ αἰτίας τῆς προσωπικῆς του ἄτακτης ζωῆς;

Ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ κάποια ἀπὸ τὶς πολὺ φοβερὲς ἀπειλές, ποὺ ἀναφέρονται στὴν Ἁγία Γραφὴ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς. Ποιὰ εἶναι ἡ ἀπειλή; «Ἀλλοίμονο σ’ ἐκείνους, ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων ὑβρίζεται τὸ ὄνομά μου ἀπὸ τοὺς ἀπίστους» (Ἡσ. 52, 5). Νομίζω δέ, πὼς αὐτὸ κυρίως τὸ νόημα θέλει, νὰ ἐντυπώσει ὁ Κύριός μας στὶς ψυχὲς ἐκείνων, ποὺ ἔχουν «αὐτιὰ» γιὰ νὰ ἀκούουν, ὅταν λέγει: «νὰ γινόσαστε τέλειοι, ὅπως εἶναι τέλειος καὶ ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος» (Ματθ. 5, 45). Κι’ αὐτὸ δὲν τὸ λέγει ἄσκοπα. Ἀλλά, ἐπειδὴ ἀποκάλεσε τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ Πατέρα πατέρα τῶν πιστῶν, θέλει, σύμφωνα μὲ τὴν τελειότητα καὶ τὴν ἀγαθότητα, ποὺ συναντᾶμε σ’ Ἐκεῖνον, νὰ τοῦ μοιάζουν καὶ ὅσοι ἔχουν ἀναγεννηθεῖ μὲ τὴν πίστη τους στὸν Χριστό.

Ἀλλὰ θὰ μὲ ρωτήσεις: Πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἡ ἄθλια καὶ ἀσήμαντη, νὰ νοσταλγεῖ καὶ νὰ πλησιάζει τὴ μακαριότητα καὶ τὴν ἁγιότητα, πού ὑπάρχει στὴ θεϊκὴ φύση; Ἢ μήπως, μέσα ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἐντολὴ γιὰ τὴν τελειότητά μας, δὲν ἀναπηδάει ἡ δυσκολία γιὰ τὴν ἐκπλήρωσή της; Γιατί πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ ἐξομοίωση τοῦ ἀνθρώπου τοῦ γήινου μὲ τὸν οὐράνιο Θεό, ἀφοῦ ἡ ἴδια ἡ διαφορά, ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴ φύση τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου, δείχνει καθαρὰ πώς εἶναι ἄφθαστη ἡ μίμηση αὐτή; Γιατί ὅσον εἶναι ἀδύνατο νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος ἴσος μὲ τὸν οὐρανὸ καὶ κατὰ τὸ μέγεθος καὶ κατὰ τὰ ἀμέτρητα κάλλη, ἄλλο τόσο εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐξομοιωθεῖ ὁ πλασμένος ἀπὸ τὴ γῆ ἄνθρωπος μὲ τὸν Θεὸ τοῦ οὐρανοῦ.

Ἡ ἀπάντηση στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ εἶναι σαφής. Τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο μᾶς λέγει νὰ συγκρίνουμε ὄχι τὴ μία φύση μὲ τὴν ἄλλη, ἐννοῶ τὴν ἀνθρώπινη μὲ τὴ Θεία, ἀλλὰ τὶς ἀγαθὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ὅσο βέβαια εἶναι τοῦτο δυνατό, νὰ μιμούμαστε στὴ ζωή.

Καὶ ποιὲς εἶναι οἱ ἀνθρώπινες ἐνέργειες πού μπορεῖ νὰ ἐξομοιωθοῦν μὲ τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ; Ἐκεῖνες, ποὺ δείχνουν πὼς ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀποξενωθεῖ, ὅσον εἶναι ἀνθρώπινα δυνατό, ἀπὸ κάθε κακία, διατηρεῖ δὲ τὸν ἑαυτὸ του καθαρὸ ἀπὸ τοὺς μολυσμούς της καὶ στὰ ἔργα καὶ στὰ λόγια καὶ στὶς σκέψεις. Αὐτὴ ἡ ἀποξένωση καὶ ἡ καθαρότητα νομίζω, πὼς εἶναι ἡ πραγματικὴ μίμηση τῆς Θείας τελειότητας, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν οὐσία τοῦ οὐράνιου Θεοῦ. Γιατί πιστεύω πὼς τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο δὲν ἀνέφερε τὸ ὄνομα οὐρανός, σὰν μία ξεχωριστὴ κατοικία τοῦ Θεοῦ, ὅταν μᾶς προστάζει νὰ προχωροῦμε πρὸς τὴν τελειότητα, σύμφωνα μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ ἐπουράνιου Πατέρα μας. Γιατί ὁ Θεὸς βρίσκεται ἐξ ἴσου ἀνάμεσα σ’ ὅλα τὰ δημιουργήματα καὶ μὲ τὸν ἴδιο πάλι τρόπο ἀποκαλύπτεται μέσα σ’ ὅλη τὴ δημιουργία. Ἄλλωστε τίποτε δὲν θὰ ἔμενε στὴ ζωή, ἂν χωριζόταν ἀπὸ τὴ μοναδικὴ καὶ ἀληθινὴ ὕπαρξη, τὸν Θεό. Διατηροῦνται ὅμως στὴ ζωὴ ὅλα τὰ ὑπάρχοντα, ἐπειδὴ ἡ Θεία φύση ἔρχεται κατὰ τὸν ἴδιο βαθμὸ σὲ ἐπαφὴ μὲ καθένα ἀπὸ τὰ δημιουργήματα καὶ ὅλα τὰ περικλείει μέσα της μὲ τὴν περιεκτικὴ δύναμη, ποὺ κατέχει…

Ἀπὸ αὐτά, λοιπόν, μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε, πὼς δὲν εἶναι ξεχωριστὴ γιὰ τὸν Θεὸ κατοικία, ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον ὁ οὐρανός. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ μὲν ἄνω κατάληξη, δηλ. ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, γνώρισμά της ἔχει τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἐλευθερία ἀπὸ κάθε κακία, γι’ αὐτὸ μὲ πολλὲς εἰκόνες καὶ παραβολὲς σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς Ἁγίας Γραφῆς δηλώνεται τοῦτο. Στὴν ἐπίγεια δὲ ἐδῶ κάτω ζωή, ποὺ εἶναι βαθειὰ ζυμωμένη μὲ τὴν ὕλη, κυριαρχοῦν τὰ πάθη τῆς κακίας. Γιατί ὁ ἐφευρέτης τῆς κακίας διάβολος, σὰν ἄλλο φίδι κυλιέται καὶ σέρνεται στὴ λάσπη τῆς γήινης ζωῆς, ὅπως ἀλληγορικὰ μιλάει γι’ αὐτὸν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ (Γέν. 3, 14) ποὺ λέγει ὅτι θὰ σέρνεται μὲ τὸ στῆθος καὶ τὴν κοιλιὰ καὶ θὰ τρώει χῶμα παντοτινά.

Ὁ τρόπος αὐτὸς τῆς κίνησης καὶ τὸ εἶδος τῆς τροφῆς τοῦ φιδιοῦ μᾶς ἀποκαλύπτει, ὅτι αὐτὸς ὁ ἐπίγειος βίος εἶναι καὶ κατώτερος καὶ χωματένιος. Φέρνει δὲ πάνω του τὰ ἴχνη τῆς πολύμορφης κακίας καὶ γίνεται τροφὴ τοῦ θηρίου, ποὺ σέρνεται πάνω του. Γι’ αὐτὸ κι’ ὅταν ὁ Κύριός μας παραγγέλλει, νὰ μιμούμαστε τὸν οὐράνιο Πατέρα, ζητεῖ ἀπό μᾶς, νὰ μένουμε καθαροὶ ἀπὸ τὰ γήινα πάθη. Ἡ καθαρότητα δὲ αὐτὴ καὶ ὁ ἀποχωρισμὸς ἀπὸ τὰ πάθη δὲν εἶναι ζήτημα τοπικό, ποὺ σχετίζεται μὲ τὸ νὰ μετακινηθεῖ κανείς ἀπὸ τοῦτο σ’ ἐκεῖνον τὸν τόπο, ἀλλὰ εἶναι ἔργο, ποὺ πραγματοποιεῖται ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη θέληση τοῦ ἀνθρώπου καὶ μόνον αὐτή.

Ἐὰν ὅμως ἡ ἀποξένωση ἀπὸ τὸ κακό, ἀπὸ μία φυσικὴ τάξη γίνεται πραγματικότητα μόνο μὲ τὴν δύναμη τοῦ νοῦ, εἶναι φανερό, πώς ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου δὲν μᾶς ἐπιβάλλει τίποτε τὸ κουραστικὸ καὶ ἐπίπονο. Καὶ τοῦτο γιατί δὲν ἔχει καμιὰ σχέση ὁ κόπος μὲ τὴν κίνηση τοῦ νοῦ. Ἀντίθετα μάλιστα· εὔκολα μποροῦμε νὰ μετακινούμαστε μὲ τὴ σκέψη, ὅπου κι’ ἂν θέλουμε. Ἔτσι εἶναι εὔκολο, σὲ ὅποιον τὸ θέλει, νὰ ζεῖ βίο οὐράνιο, ἐνῶ θὰ μένει στὴ γῆ, ὅπως διδάσκει τὸ Εὐαγγέλιο. Θὰ μὲ ρωτήσεις ὅμως: Μὲ ποιὸ τρόπο; Μὲ τὸ νὰ συλλογίζεται τὰ οὐράνια καὶ στὰ οὐράνια θησαυροφυλάκια νὰ ἀποθηκεύεις τὸν πλοῦτο τῆς ἀρετῆς. Νά, τί ἀκριβῶς μᾶς λέγει: «Μὴ θησαυρίζετε θησαυροὺς ἐδῶ στὴ γῆ, ἀλλὰ νὰ συγκεντρώνετε θησαυροὺς στὸν οὐρανό, ὅπου οὔτε τὰ σκουλήκια, οὔτε ἡ σκουριὰ τοὺς καταστρέφουν, οὔτε οἱ κλέφτες κάνουν διαρρήξεις καὶ τοὺς κλέβουν» (Ματθ 6, 19). Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ δείχνει πὼς καμιὰ φθοροποιὸς δύναμη δὲν ὑπάρχει μέσα στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ποὺ νὰ ἀπειλεῖ τὴν εὐτυχία καὶ τὴ μακαριότητα.

Ἀλλά ὁ διάβολος γιὰ νὰ καταστρέψει τὸν ἐνάρετο βίο, θέτει σὲ κίνηση μὲ πολλοὺς τρόπους τὴν ποικίλη κακία του κατὰ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ἄλλοτε μέν, σὰν τὸν σκόρο, γεννιέται μέσα στὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ καταστρέφει τὸ μέρος, ὅπου θὰ ξεφυτρώσει, μὲ τὴ διαβρωτικὴ καὶ ἀφανιστικὴ του δύναμη. Ἐὰν μάλιστα συμβεῖ νὰ μὴ τιναχθεῖ γρήγορα ἀπὸ τὸ σημεῖο ἐκεῖνο, γλιστρᾶ πρὸς τὰ κοντινά. Καὶ τότε, ὅπου κι’ ἂν περάσει, ἀφήνει τὰ ἴχνη τῆς φθορᾶς μὲ τὴν πορεία, ποὺ ἀκολούθησε. Ἄλλοτε δὲ πάλι, ἐὰν συμβεῖ τὸ ἐσωτερικό τοῦ ἀνθρώπου, δηλ. ἡ διάνοια, νὰ εἶναι ἀσφαλισμένη, μηχανεύεται καὶ βρίσκει τρόπους γιὰ νὰ τὸν βλάψει, μέσα ἀπὸ διάφορα ἐξωτερικὰ περιστατικά. Τὸν ἐσωτερικὸ δηλ. θησαυρό, τῆς καρδίας τὸν κλέβει, χρησιμοποιώντας σὰν ἄλλο κλειδί, ἤ τὴν αἰσθησιακὴ ἡδονή, ἤ μὲ κάποιο ἄλλο πάθος προσπαθεῖ νὰ ἀδειάσει τὸ δοχεῖο τῆς ψυχῆς, ἀφοῦ ἐξαπατήσει τὸ νοῦ μὲ τὴν ὀργὴ ἤ τὴν λύπη ἤ μὲ κάποιο ἄλλο παρόμοιο πάθος.

Ἐπειδή, λοιπόν, καθὼς λέγει ὁ Κύριος, οἱ οὐράνιοι θησαυροὶ δὲν διατρέχουν κίνδυνο οὔτε ἀπὸ σκόρο οὔτε ἀπὸ σκουριά, οὔτε ἀπὸ κλέφτες, πράγματα ποὺ ἀναφέραμε πρίν, γίνεται φανερὸ πὼς ἐκεῖ μᾶς συμφέρει καὶ πρέπει νὰ μεταφέρουμε τὸ ἐμπόρευμά μας. Ἐκεῖ ὅπου, ὅ,τι κι’ ἂν θησαυρίσεις, ὄχι μόνον παραμένει παντοτινὰ ἄφθαρτο καὶ ποτὲ δὲ λιγοστεύει, ἀλλὰ σὰν ἄλλος σπόρος, θὰ σοῦ ἀποδώσει περισσότερους καὶ μεγαλύτερους καρπούς. Γιατί φαίνεται πὼς ὑπάρχει καὶ στὰ πνευματικὰ κάποια σχέση αἰτίας καὶ ἀποτελέσματος. Ἔτσι, ἀνάλογα μὲ τὴ φύση καὶ τὴν ἰδιότητα ἐκείνου, ποὺ δέχεται τὶς καταθέσεις, αὐξάνει καὶ ὁ τόκος. Ὅπως ἀκριβῶς δηλ. κάνουμε κι’ ἐμεῖς. Σὰν φτωχοὶ ποὺ εἴμαστε, λιγοστὰ καὶ φτωχὰ προσφέρουμε. Τὸ ἴδιο, εἶναι φυσικό, νὰ κάμει καὶ Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι πλούσιος σὲ ὅλα. Ὅσα ἔχει ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ φύση Του, αὐτὰ καὶ χαρίζει σὰν ἀντάλλαγμα, σὲ κείνους ποὺ τὸν δάνεισαν πρωτύτερα.

Γιὰ τὸν λόγον αὐτὸν ἂς μὴ δυσφορεῖς ὅταν, ἀνάλογα μὲ τὶς δυνάμεις σου, κάνεις τὶς καταθέσεις σου στὸ θεῖο θησαυροφυλάκιο καὶ στὴν Τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ. Γιατί ἀνάλογος μὲ τὸ ὕψος τῶν καταθέσεων θὰ εἶναι καὶ ὁ τόκος, ποὺ θὰ πάρεις. Ἀλλὰ περίμενε, σύμφωνα μὲ τὴν διαβεβαίωση τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶπε πὼς τὰ μεγάλα θὰ ἀντικαταστήσουν τὰ μικρά. Καὶ τὰ οὐράνια θὰ διαδεχθοῦν τὰ γήινα, τὰ δὲ αἰώνια θὰ ἀναπληρώσουν τὰ πρόσκαιρα. Ὅλα αὐτὰ εἶναι τέτοια στὴ φύση τους, ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ χωρέσουν στὸν ἀνθρώπινο νοῦ, οὔτε νὰ ἐξηγηθοῦν μὲ λόγια ἀνθρώπινα. Γι’ αὐτὰ ὁ θεόπνευστος ἀπόστολος Παῦλος γράφει καὶ μᾶς διδάσκει πὼς «οὔτε μάτι ἀνθρώπου εἶδε, οὔτε αὐτὶ ἄκουσε, οὔτε ἀνθρώπινος νοῦς φαντάσθηκε, ὅσα ἑτοίμασε ὁ Θεός, γιὰ κείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦν» (Α’ Κόρ. 2, 9).



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου