Απόδοσις της εορτής της Γεννέσεως (του Γενεσίου) της Υπεραγίας Θεοτόκου
Ανδρόνικος όσιος στην Αγρέα (ή Ατρώα) Βιθυνίας Μ. Ασίας (9ος αι.)
Δανιήλ όσιος στη Νήσο Θάσιο Βιθυνίας Μ. Ασίας (9ος αι.)
Εορτάζουν στις 12 ΣεπτεμβρίουΑνδρόνικος όσιος στην Αγρέα (ή Ατρώα) Βιθυνίας Μ. Ασίας (9ος αι.)
Δανιήλ όσιος στη Νήσο Θάσιο Βιθυνίας Μ. Ασίας (9ος αι.)
«Η
πιο σπουδαία, η πιο μεγάλη, η πιο θεάρεστη αρετή είναι η αγάπη. Ν’
αγαπάς τους αδελφούς σου, που είναι εικόνες του Θεού, να τους βοηθάς
στην ανάγκη τους, να τους συμπαραστέκεσαι στον πόνο τους, να προσεύχεσαι
για τη σωτηρία τους…». π. Αρσένιος ο Κατάδικος ”ΖΕΚ – 18376”.
Στην απομόνωση.
«Ου εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι, εις το εμόν όνομα…».
π. Αρσένιος ο Κατάδικος ”ΖΕΚ – 18376”.
… Η
ανακοίνωση -εντολή έπεσε σαν κεραυνός μέσα στο θάλαμο. Όλοι κατάλαβαν: Ο
Κάριι είχε καταδώσει… Αυτό όμως για τους κρατουμένους, και μάλιστα τους
ποινικούς ήταν η πιο αισχρή, η πιο σιχαμερή πράξη.«Ου εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι, εις το εμόν όνομα…».
π. Αρσένιος ο Κατάδικος ”ΖΕΚ – 18376”.
Το κρατητήριο Ν-1 ήταν ένα σπιτάκι κοντά στην κεντρική πύλη του στρατοπέδου, με πολύ μικρά κελλιά απομονώσεως ενός ή δύο ατόμων. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με φύλλα λαμαρίνας. Το ίδιο και το πάτωμα και η οροφή.
Εκεί λοιπόν έκλειναν, συνήθως για εικοσιτέσσερις ώρες, όσους έπεφταν σε κάποιο παράπτωμα, με την προϋπόθεση ότι η θερμοκρασία δεν ήταν χαλημότερη από -5ο C. Και σ’ αυτή την περίπτωση, όμως, κατόρθωναν να επιζήσουν μόνο εκείνοι που πηδούσαν επιτόπου ολόκληρο το εικοσιτετράωρο.
Τώρα η θερμοκρασία ήταν -30ο C. Και όμως, έστειλαν εκεί τον π. Αρσένιο και τον Αλέξιο για σαρανταοχτώ ώρες!
Όλοι το κατάλαβαν: Το πολύ σ’ ένα δίωρο θα ξεψυχούσαν απ’ το κρύο.
Ο Αφσένκωφ και ο Σαζίκωφ βγήκαν μπροστά και τόλμησαν να διαμαρτυρηθούν.
-Κύριε διοικητά, μ’ αυτόν τον καιρό τους στέλνετε στο Ν-1; Θα παγώσουν! Θα πεθάνουν!….
Έπεσαν επάνω τους οι επόπτες σαν τα θηρία. Με γροθιές και κλωτσιές τους ανάγκασαν να σωπάσουν.
Ο Ιβάν Κάριι είχε χώσει έντρομος το κεφάλι του στους ώμους. Ήταν κιόλας μετανιωμένος για την πράξη του. Ένιωθε έναν ασφυκτικό κλοιό θανάτου ολόγυρά του. Δεν είχε πιά θέση στο θάλαμο. Δεν είχε πιά θέση στη ζωή. Οι ίδιος οι δικοί του θα τον έβγαζαν οπό τη μέση σύντομα.
«Τους έσπρωξαν μέσα με δύναμη. Έπεσαν κι οι δυο σαν τα σακιά στο πάτωμα.
Η πόρτα… η αμπάρα… οι φωνές… τα βήματα… κι έπειτα ησυχία.
Ο π. Αρσένιος και ο Αλέξιος έμειναν μόνοι στο σκοτάδι. Το λιγοστό φεγγαρόφωτο, που έμπαινε μέσ’ από το στενό παραθυράκι με τα σιδερένια κάγκελα, μόλις που τους επέτρεπε να διακρίνουν τις σιλουέτες τους.
Ο π. Αρσένιος σηκώθηκε αργά.
— Να, λοιπόν, Αλέξιε, που ο Κύριος μας έφερε εδώ, να μείνουμε μόνοι, οι δυο μας… Κάνει κρύο… Κρύο Αλέξιε!
—Θα παγώσουμε, π. Αρσένιε! Θα παγώσουμε! Μας περιμένει ο θάνατος! Πρέπει να πηδάμε, να πηδάμε συνέχεια. Αλλά δεν έχω δυνάμεις… Και είναι τόσο στενά εδώ… Μας περιμένει ο θάνατος… Δεν είναι άνθρωποι αυτοί, π. Αρσένιε! Οι άνθρωποι δεν κάνουν τέτοια πράγματα… Καλύτερα είναι ο τουφεκισμός!
Ο π. Αρσένος σώπαινε.
-Γιατί δεν μιλάτε; Γιατί , π. Αρσένιε;
Ο Αλέξιος σχεδόν φώναζε. Η απάντηση ακούστηκε σαν να ερχόταν από μακριά , πολύ μακριά.
-Προσεύχομαι Αλέξιε!
-Μα για ποιο πράγμα να προσευχηθούμε εδώ μέσα, όταν πια παγώνουμε;’
-Είμαστε μόνοι. Για σαράντα οχτώ ώρες δεν θα μας ενοχλήσει κανείς. Θα προσευχηθούμε, λοιπόν, Αλιόσα! Θα μπορέσουμε να μιλήσουμε στον Κύριο ελεύθερα, απερίσπαστα, φωναχτά-για πρώτη και ίσως μοναδική φορά μέσα σε τούτο το στρατόπεδο. Ας μη χάσουμε την ευκαιρία! Ας προσευχηθούμε… και έχει ο Θεός…
Ο π. Αρσένιος είχε αρχίσει να χάνει τα λογικά του – αυτή ήταν η μοναδική εξήγηση που μπορούσε να δώσει ο Αλέξιος. Τον έβλεπε μέσα στο αμυδρό φως του φεγγαριού, που εισχωρούσε από το παραθυράκι, να στέκεται όρθιος, να σταυροκοπιέται ακατάπαυστα και κάτι να ψιθυρίζει.
Το μόνο που απασχολούσε τον Αλέξιο ήταν ότι πάγωνε. Πάγωνε!… Τα χέρια και τα πόδια του είχαν κιόλας ξυλιάσει. Δεν τα ένιωθε. Δύναμη για να κινηθεί δεν είχε καμιά. Το καταλάβαινε, σιγοπέθαινε. Όλα πια του ήταν αδιάφορα…
Ξάφνου άκουσε ολοκάθαρα τα λόγια της προσευχής που έλεγε, δυνατά τώρα, ο π. Αρσένιος. Κάτι σκίρτησε μέσα του. Στην εκκλησία είχε πάει μόνο μια φορά στη ζωή του, κι αυτή από περιέργεια. Η γιαγιά του, πάντως, τον είχε βαπτίσει. Η οικογένεια του ήταν άθεη, ή μάλλον εντελώς αδιάφορη για θρησκευτικά ζητήματα. Ο ίδιος ήταν κομσομόλος. Τι σχέση μπορούσε να έχει με την πίστη;
Μέσα στους πόνους και το μάργωμα, μέσα στον τρόμο από το φρικιαστικό άγγιγμα του θανάτου, ο Αλέξιος αφουγκραζόταν…
-…Κύριε και Θεέ μου! Ελέησέ μας, τους αμαρτωλούς! Πανάγαθε και πολυέλεε Ιησού! Η άπειρη αγάπη Σου για μας Σε κατέβασε από τους ουρανούς. Ήρθες στη γη και σαρκώθηκες για να μας σώσεις. Λύτρωσέ μας και τώρα, κατά το μέγα έλεός Σου, από τον σκληρό τούτο θάνατο. Βοήθησέ μας, Εσύ, που είσαι ο Πλάστης και Ευεργέτης και Σωτήρας μας…
Κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα του π. Αρσενίου ήταν ποτισμένη με την αγάπη, την ελπίδα και την ασάλευτη πίστη στο Θεό.
Στην αρχή ο Αλέξιος δεν μπορούσε να κατανοήσει όλα όσα άκουγε. Οι έννοιες της προσευχής του ήταν άγνωστες, και γι’ αυτό τώρα τις έβρισκε παράξενες, δυσνόητες. Μα όσο περνούσε η ώρα, όσο το σώμα του πάγωνε, τόσο καλύτερα καταλάβαινε τη σημασία των λέξεων και των φράσεων. Στην ψυχή του απλώθηκε μια γλυκειά γαλήνη. Ο φόβος εξαφανίστηκε. Η καρδιά του ακολουθούσε σαν μαγνητισμένη τα λόγια της προσευχή του π .Αρσενίου, ακόμα κι εκείνα που δεν πολυκαταλάβαινε.
–…Κύριε Ιησού Χριστέ! Εσύ, με τα πανάχραντα χείλη Σου, μας βεβαίωσες: «Εάν δύο υμών συμφωνήσουν επί της γης περί παντός πράγματος ού εάν αιτήσωνται, ( Μάτθ. 18:19-20)
Ο Αλέξιος επαναλάμβανε τις λέξεις:
–«… γενήσεται αυτοίς παρά του πατρός μου του εν ουρανοίς∙ ου γάρ εισί δύο ή τρείς συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών»
Ολόκληρο το σώμα του είχε πια παγώσει. Κι έξαφνα, μέσα σε μια στιγμή, μέσα σε μια μονάχα στιγμή τα πάντα άλλαξαν. Το σκοτάδι, το κρύο, το μούδιασμα, οι πόνοι, ο φόβος, όλα εξαφανίστηκαν. Το χώρο γέμιζε η φωνή του π.Αρσενίου.
–«…εκεί ειμί εν μέσω αυτών»
Ποιος άλλος θα μπορούσε να είν’ εκεί, ανάμεσά τους; Ποιος;…
Ο Αλέξιος στράφηκε στον π. Αρσένιο. Και δεν πίστευε στα μάτια του. Τι ήταν εκείνο που έβλεπε;
‘’Μου σάλεψε έχω παραισθήσεις! Ήρθε το τέλος. Πεθαίνω…’’ συλλογίστηκε.
Το κρατητήριο είχε γίνει ευρύχωρο και φωτεινό, πολύ φωτεινό, σαν εκκλησία. Ο π. Αρσένιος ήταν ντυμένος με μια λαμπρή ιερατική στολή και προσευχόταν μεγαλόφωνα με τα χέρια υψωμένα. Τα λόγια του ήταν τώρα απόλυτα κατανοητά και οικεία στον Αλέξιο. Εισχωρούσαν μέσα στην ψυχή του κι έδιωχναν την αγωνία και τη θλίψη.
Αλλά να, πράγματι, κάποιος ήταν εκεί, δίπλα τους. Δεν τον έβλεπε, ένιωθε όμως ολοκάθαρα την παρουσία του.
Και οι άλλοι δύο πάλι, οι φωτόμοφροι νεαροί με τις αστραφτερές φορεσιές, που στέκονταν στα δεξιά και στ’ αριστερά του π. Αρσενίου, από πού ξεπρόβαλαν;…
Η προσευχή συνεπήρε τον Αλέξιο, πλημμύρισε όλη του την ύπαρξη. Σηκώθηκε και στάθηκε δίπλα στον π. Αρσένιο. Το κορμί του ζεστάθηκε. Η ανάσα του έγινε ελαφριά. Ένα αίσθημα χαράς φτέρωνε την καρδιά του.
Προσευχόταν ο π. Αρσένος. Προσευχόταν κι ο Αλέξιος μαζί του, με την αίσθηση της παρουσίας του Θεού. Ναι, ο Θεός ήταν εκεί, μαζί τους, ζωντανός! Τον έβλεπε με τα μάτια της ψυχής του, όπως έβλεπε κι εκείνους τους δύο απεσταλμένους Του, που τους συμπαραστέκονταν.
Μία δυο φορές του ήρθε η σκέψη, ότι τόσο ο ίδιος όσο και ο π.Αρσένιος είχαν ήδη πεθάνει- ή ότι πέθαιναν και βρίσκονται σε παραλήρημα. Όλα όμως του έδειχναν ότι ζούσε μια πραγματικότητα.
Πόση ώρα πέρασε έτσι δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Σε μια στιγμή, πάντως ο π. Αρσένιος στράφηκε και του είπε:
-Πήγαινε, Αλιόσα! Κουράστηκες, πήγαινε να ξαπλώσεις. Εγώ θα προσεύχομαι κι εσύ θα μ’ ακούς.
Ο Αλέξιος ξάπλωσε στο πάτωμα, έκλεισε τα μάτια και συνέχισε να προσεύχεται.
«…Παρί παντός πράγματος ου εάν αιτήσωνται γεννήσεται αυτοίς παρά του πατρός μου του εν ουρανοίς».
Σαν παναρμόνια μελωδία αντήχησαν μες στην καρδιά του τα θεία λόγια.
«…Συνηγμένοι εις το εμόν όνομα…»
-Ναι ! Ναι! Δεν είμαστε μόνοι!…
Ήταν ήσυχα, ζεστά, ευχάριστα.
Ξάφνου πρόβαλε από κάπου η μητέρα του.
Ήρθε κοντά του και τον σκέπασε στοργικά- έτσι έκανε πάντα, ως τον περασμένο χρόνο, που τον συνέλαβαν. Ύστερα έπιασε απαλά το κεφάλι του με τα δυο της χέρια και το έσφιξε στο στήθος της.
Ήθελε να της πει:
-Μητέρα, ακούς πως προσεύχεται ο π. Αρσένιος; Γνώρισα το Θεό! Πιστεύω!…
Το είπε; Δεν το είπε;… Ωστόσο εκείνη σαν ν’ αποκρίθηκε:
-Αλιόσα, όταν σε πήρανε, βρήκα κι εγώ τον Θεό! Εκείνος μου έδωσε το κουράγιο να ζώ!…
Τώρα πια ο Αλιόσα δεν ζητούσε τίποτα από τον Κύριο. Μόνο Τον δόξαζε και Τον ευχαριστούσε.
Πόσο κράτησαν όλα τούτα; Δεν ήξερε. Στην μνήμη του έμειναν μόνο τα λόγια της προσευχής, η γλυκιά θαλπωρή, το άπλετο φώς, ο λαμπροφορεμένος π. Αρσένιος, οι δύο φωτόμορφοι νέοι, το αίσθημα της ανέκφραστης εσωτερικής χαράς και ανακαινιστικής θέρμης…
Ακούστηκαν φωνές. Μετά χτυπήματα. Έβγαζαν την αμπάρα.
Ο Αλέξιος άνοιξε τα μάτια. Ο π. Αρσένιος ακόμα προσευχόταν. Οι δύο νέοι τους ευλόγησαν και εξαφανίστηκαν. Το φως σιγά σιγά μειώθηκε και ο χώρος στένεψε. Να, ξαναβρέθηκαν μέσα στο σκοτεινό και παγωμένο κρατητήριο..
-Σήκω Αλέξιε! Ήρθαν!…
Ήταν ο διοικητής, ο γιατρός, ο υπεύθυνος της τάξης, ο προιστάμενος του Ειδικού Τμήματος ταγματάρχης Αμπρόσιμωφ και δυό-τρεις επόπτες.
Ξεχώρισε κάποια φωνή πίσω από την πόρτα.:
-Αυτό είναι απαράδεκτο! Υπάρχει κίνδυνος να ειδοποιηθεί η Μόσχα! Ποιος ξέρει πως θα το δούν…. Οι καιροί μας δεν σηκώνουν κατεψυγμένα πτώματα!
Η πόρτα άνοιξε και φάνηκε ο διοικητής.
-Ζείτε;…..
Το ύφος του φανέρωνε κατάπληξη και απορία. Έλβεπε όρθιο μπροστά του το γέρο με το κοντό γενάκι και το μπαλωμένο μπουφάν· όρθιο και το νεαρό με το ξεσκισμένο πανωφόρι και το πληγωμένο πρόσωπο. Στα χείλη τους άνθιζαν συγκρατημένα χαμόγελα. Η όψη τους ήταν γαλήνια. Ένα παχύ στρώμα πάχνης σκέπαζε τα ρούχα τους.
-Ζείτε; Πως επιζήσατε εδώ μέσα για δύο εικοσιτετράωρα;
-Είμαστε ζωντανοί, είπε απλά ο π. Αρσένιος, χωρίς να δώσει καμιάν εξήγηση.
Οι άλλοι κοιτάζονταν μεταξύ τους άφωνοι. Ήταν απίστευτο!
-Εμπρός, έρευνα! πρόσταξε ο διοικητής.
Ο π. Αρσένιος και ο Αλέξιος πέρασαν έξω. Οι επόπτες έβγαλαν τα γάντια και άρχισαν να ψάχνουν με προσοχή κάθε σημείο του κρατητηρίου.
Ο γιατρός έχωσε το χέρι του κάτω απ’ τα ρούχα των δύο κρατουμένων.
-Ανεξήγητο! Πως έζησαν;….. Είναι πράγματοι ζεστοί!
Μήκε στο κρατητήριο και το ερεύνησε προσεκτικά.
-Με τι ζεσταινόσασταν; ρώτησε όταν ξαναβγήκε.
-Με την πίστη στο Θεό και τη προσευχή, αποκρίθηκε ο π. Αρσένιος.
-Αφιονισμένοι! τσίριξε νευριασμένος ένας επόπτης. Γρήγορα στην παράγκα!
Σαν νεκραστημένους τους δέχτηκαν στο θάλαμο.
-Πως σωθήκατε; τους ρωτούσαν όλοι.
-Ο Θεός μας έσωσε, απαντούσαν κι οι δύο μ’ ένα στόμα.
Μετά από μία εβδομάδα μετέφεραν τον Ιβάν Κάριι σε άλλη παράγκα. Και μετά από άλλη μία, καθώς δούλευε, πλακώθηκε από πέτρες και χώματα. Πέθανε βασανιστικά. Διαδόθηκε πως τον έφαγαν οι σύντροφοί του μα δεν υπήρχε καμιά απόδειξη γι’ αυτό.
Ο Αλέξιος, μετά το κρατητήριο, έγινε άλλος άνθρωπος. Αναγεννήθηκε. Σαν πατέρα και σύμβολο, σαν οδηγό και συμπαραστάτη είχε τον π.Αρσένιο. Και μ’ όλους τους πιστούς του θαλάμου μιλούσε μόνο για το Θεό και την ορθόδοξη πίστη- για τίποτ’ άλλο.
Από το βιβλίο «Ο π. Αρσένιος ο κατάδικος ”ΖΕΚ – 18376”», (σελ.80–95), εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου Ωρωπού, 1998
Μητέρα του Θεού μην τους αφήσεις! π. Αρσένιος ο κατάδικος
https://iconandlight.wordpress.com/2018/10/28/25193/
https://iconandlight.wordpress.com/2018/10/28/25193/
Περίμενέ με, θα γυρίσω… Κων. Σίμονωφ
https://iconandlight.wordpress.com/2015/06/19/%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%B5-%CE%BC%CE%B5-%CE%B8%CE%B1-%CE%B3%CF%85%CF%81%CE%AF%CF%83%CF%89-%CE%BA%CF%89%CE%BD-%CF%83%CE%AF%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CF%89%CF%86/
https://iconandlight.wordpress.com/2015/06/19/%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%B5-%CE%BC%CE%B5-%CE%B8%CE%B1-%CE%B3%CF%85%CF%81%CE%AF%CF%83%CF%89-%CE%BA%CF%89%CE%BD-%CF%83%CE%AF%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CF%89%CF%86/
Απολυτίκιον του Γενεθλίου της Θεοτόκου. Ήχος δ’.
Η γέννησίς
σου Θεοτόκε, χαράν εμήνυσε πάση τη οικουμένη εκ σου γαρ ανέτειλεν ο
Ήλιος της δικαιοσύνης, Χριστός ο Θεός ημών’ και λύσας την κατάραν, έδωκε
την ευλογίαν’ και καταργήσας τον θάνατον, εδωρήσατο ημίν ζωήν την
Αιώνιον.
Κάθισμα Ήχος δ’ Κατεπλάγη Ιωσήφ
Η
Παρθένος Μαριάμ, και Θεοτόκος αληθώς, ως νεφέλη του φωτός, σήμερον
έλαμψεν ημίν, και εκ Δικαίων προέρχεται εις δόξαν ημών, Ουκ έτι ο Αδάμ
κατακρίνεται, η Εύα των δεσμών ηλευθέρωται, και διά τούτο κράζομεν
βοώντες, εν παρρησία τη μόνη Αγνή, Χαράν μηνύει, η γέννησίς σου, πάση τη
οικουμένη.
Ωδή θ’ Ειρμός «Αλλότριον τών μητέρων η παρθενία
Τα
σπάργανα προσκυνούμέν σου Θεοτόκε, δοξάζομεν τον δόντα καρπόν τη πρώην
στείρα, και ανοίξαντα μήτραν, την άγονον εκ παραδόξου, ποιεί γαρ πάντα
όσα βούλεται, Θεός ων παντεξούσιος.
Ήχος α’
Ώ τού παραδόξου θαύματος
Στήλη
σωφροσύνης έμψυχος, και λαμπρόν δοχείον, αποστίλβον χάριτι, η Άννα η
ευκλεής, φανείσα τέτοκε, την πρόβολον αληθώς, της παρθενίας το θείον
απάνθισμα, την πάσαις παρθενικαίς, και παρθενίας ποθούσαις το χάρισμα,
το της παρθενίας κάλλος, εμφανώς βραβεύουσαν, και παρέχουσαν πάσι, τοις
πιστοίς το μέγα έλεος.Ώ τού παραδόξου θαύματος
iconandlight.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου