Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Από τα τετράδια σημειώσεων τού π. Νικολάου Κουμεντάκη.

 

Χριστούγεννα με τον Άγιο Διονύσιο! 

"Μάτι, 21-12-75, Κυριακή προ των Χριστουγέννων.
Θέμα: Ο εκ Παρθένου τεχθείς Κύριος ενδυναμώνει τους ανθρώπους ώστε εάν θελήσουν μπορούν να νικήσουν την κακία ή να γίνουν όμοιοι με τον Θεό

Εις τας 15 Δεκεμβρίου, ημέρα Δευτέρα, επισκέφθην την Ι.Μ. Αγίου Νεκταρίου εις Αίγινα. Παρέμεινα ολίγας ημέρας. Την Τρίτη παραμονή τής εορτής τού Αγίου Διονυσίου, ένοιωσα χρέος μου, αλλά και εσωτερική παρόρμηση να επισκεφτώ την Μητρόπολη τού Αγίου Διονυσίου. Είναι ακριβώς εις το ύψωμα απέναντι τής Ιεράς Μονής τού Αγίου Νεκταρίου. Εκεί προς την κορυφή τού βουνού ευρίσκεται ο Ι. Ναός τού Αγίου, ως και το πτωχικό του κελί. Άρχισα να ανηφορίζω. Όπως επλησίαζα, ευρέθηκα ανάμεσα εις πλήθος ερειπωμένων εκκλησιών, τρανή μαρτυρία ενός κόσμου που έφυγε και ενός πολιτισμού που ανθούσε. Ο ανηφορικός δρόμος με έφερε σε ένα Ι. Ναό με λατινική επιγραφή, ο οποίος διατηρείτο σε καλή σχετικά κατάσταση. Πόσες γενιές να επέρασαν και από τον Ι. Ναό αυτό, πόσες προσευχές, πόσες κατανυκτικές ακολουθίες, πόσες λειτουργίες έγιναν μέσα εις εκείνο τον χώρο; Με δέος επαρατηρούσα τα του Ι. Ναού, οπότε διέκρινα ένα ξύλινο παλαιό κιβώτιο. Το άνοιξα, και να μπροστά μου η τραγική πραγματικότης των εγκοσμίων, «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης». Οστά ανθρώπου, ένα κατασπασμένο κρανίο, και άλλα ευθαρμένα οστά. Τίνος ανήκουν, και το πλέον δύσκολο, πώς εχρησιμοποιήθησαν κατά τη διάρκεια τής ζωής αυτού, δια το καλό ή το κακό, ο Παντοδύναμος τα γνωρίζει. Αλήθεια γιατί ξεχάννουμε την πραγματικότητα αυτή.
Αφήνω τον ιερό αυτό χώρο. Ξαναπαίρνω τον ανηφορικό δρόμο και να, τώρα κοντά μου πλέον είναι ο Ναός τού Αγίου και το κελίον του. Είναι κτισμένα πλησίον τής κορυφής τού βουνού κοντά σε βράχους ωσάν να τους έχει παντοτινούς του φύλακας.

Η συναίσθησης ότι σε εκείνα ακριβώς τα μέρη έζησε ή έδρασε ένας Άγιος, ότι επατούσε τη γη εκείνη, εκαθόταν εις τα πεζούλια, ελειτουργούσε εις τον υπάρχοντα Ι. Ναό και έμεινε εις το φτωχότατο κελί, συγκλονίζει τον προσκυνητή. Άθελα του μεταφέρεται εις τα χρόνια εκείνα και ακούει να του ομιλούν οι πέτρες, τα δέντρα, τα χαλάσματα, τα κτήρια.
Και ωσάν να τα ακούει να του λέγουν «να, εδώ τον βλέπαμε να προσεύχεται, να συλλειτουργεί με αγγέλους, να παρηγορεί τους πονεμένους, να στηρίζει τους δοκιμαζόμενους, να μένη όλη την νύκτα προσευχόμενος με συντροφιά τους αγγέλους. Το φτωχικό κελί του πόσα και πόσα δεν λέγει για την λιτότητα τής ζωής του, δια την εν Χριστώ Ιησού πτωχείαν του.
Είναι τόσο έντονα τα σημάδια τής ζωής τού Αγίου εκεί, ώστε μεταφέρεται κανείς εις τα χρόνια εκείνα και νομίζει ότι θα συναντήσει τον Άγιο. Τα εγύρισα όλα τα αγιασμένα εκείνα μέρη. Μπήκα εις το κελί του, το περιεργάστηκα απέξω, κατέβηκα εις την Εκκλησία, με συνεπήρε η τοποθεσία.

Και να, όπως ευρισκόμουνα εις τα Ιερά αυτά κειμήλια, μου εφάνη ωσάν να είδα μπροστά μου τον άφθορο Άγιο, τον Άγιο Διονύσιο. Ζήτησα να με ευλογήσει και τον ερώτησα δειλά, φοβισμένος.
 «Άγιε Πατέρα μας, πώς μπόρεσες εσύ ένα αρχοντόπουλο και περιφρόνησες τη δόξα, τα πλούτη, τις τιμές, τα αξιώματα, τα θέλγητρα τού κόσμου, και ήλθες εδώ εις τον φτωχό τόπο, φτωχός καλόγηρος; Πώς μπόρεσες να νικήσεις την σάρκα, την κακία, τον διάβολο, τον αμαρτωλό κόσμο;  Πώς έφθασες εις αυτό το ύψος τής Αγιότητος, ώστε να σώσεις τον φονιά τού αδελφού σου και να τον περιποιηθείς; Ποιος σου έδωσε την δύναμι να τα κάμεις όλα αυτά;»
Τότε τον είδα να στρέφεται προς την Ανατολή, να σηκώνει το Αγιασμένο του χέρι, να δείχνει προς τα εκεί, και να μου λέγει.
«Να, εκεί εις την Βηθλεέμ ο άκτιστος Θεός έγινε άνθρωπος όπως το είχε υποσχεθεί τότε την τρομερή ημέρα που μας έδιωξε από τον παράδεισο. Εγεννήθη, όπως το είχαν προαναγγείλει οι Προφήται και τον ανέμεναν οι Δίκαιοι.
Μέσα εις ένα σπήλαιο τον εγέννησε η Παρθένος Μαρία και για κρεββάτι εχρησιμοποίησε την φάτνη, για στρώμα τα άχυρα και για ζέστη τα χνώτα των ζώων. Έγινε Θεάνθρωπος δια να ανεβάσει τον άνθρωπο εις τον ουρανό, να τον κάνει ευτυχισμένο, να τον σώσει. Έγινε άνθρωπος ο Θεός και ενίκησε τον θάνατο, κατεπάτησε τον διάβολο και άνοιξε τον δρόμο προς τη χαρά, προς την ευτυχία, την αφθαρσία, την αθανασία. Και από τότε δίνει δύναμη και χάρη σε κάθε άνθρωπο ο οποίος θα θελήσει να γίνει θεός. Γι’ αυτό άνοιξαν οι ουρανοί  και ψάλλουν οι άγγελοι “Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία”, δεν ακούς τη μελωδία τους; Δεν βλέπεις τους ποιμένας που τρέχουν προς το Σπήλαιο; Να, το λαμπερό το Αστέρι που οδήγησε τους Μάγους. Να, τα βουνά, οι πέτρες, τα νερά, τα δέντρα, τα πουλιά, τα αστέρια, όλη η πλάση έχει στήσει χορό και πανηγυρίζει τον Χριστό. Δεν ακούς τους χριστιανούς που ψάλλουν “Χριστός γεννάται δοξάσατε”; Ήλθε και μας έσωσε. Αυτός έσωσε, ενδυνάμωσε κι εμένα, Χριστός γεννάται δοξάσατε!»

Αυτά είπε ο Άγιος και έφυγε. Βέβαια, δεν τον είδα, αλλά έκαναν τόσο ζωντανή την παρουσία του όλα εκείνα τα Αγιασμένα μέρη, ώστε μου εφάνη ότι τον έβλεπα και συζητούσα μαζί του.
Πήρα τον δρόμο τής επιστροφής και καθώς κατηφόριζα, όπως φυσούσε ο αέρας, ωσάν να άκουγα από τα δέντρα, τα κλαριά, τις πέτρες, τα ερείπια των εκκλησιών την ίδια ψαλμωδία. Χριστός Γεννάται δοξάσατε!

Από τα τετράδια σημειώσεων τού π. Νικολάου Κουμεντάκη
Γ.Σ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου