Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2021

Άκουσε τον Άγιο Σάββα να ψάλλει μέσα από την Λάρνακά του (ΦΩΤΟ).

 

Η Αγγελική ήταν ή πρώτη κόρη των ευσεβών νησιωτών Δημοσθένη και Μαρίας Φουντωτού πού κατάγονταν από τον Πόντο. Έκτος από την Αγγελική, την μετέπειτα δηλαδή Γερόντισσα Φιλοθέη, απέκτησαν και άλλα δύο παιδιά, τον Μιχαήλ και την Θεμελίνα.

Ή Αγγελική γεννήθηκε στην Χώρα Καλύμνου το 1908 και εκεί φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο. Από τα πρώτα εφηβικά της χρόνια ένιωσε μέσα της τον ιερό πόθο να γίνει μοναχή καθώς επισκεπτόταν την ασκητική και απομακρυσμένη Μονή της Αγίας Αικατερίνης στην τοποθεσία «Αρβανίτης», όπου ήγουμένευε τότε ή γνωστή για την αρετή της Γερόντισσα Μακαρία Ζηριούνη.

Πριν όμως φύγει για το Μοναστήρι, έπρεπε να φροντίσει τις τέσσερις κατά σάρκα ηλικιωμένες θείες της. Και αυτό διότι εκείνες την μύησαν στην πνευματική ζωή και την ετοίμασαν μέ την δική τους αρετή για να αναδεχθεί αργότερα σε τέλεια Νύμφη Χριστού.

Αξίζει να αναφέρουμε ότι ή πρώτη από αυτές, ή Ευτυχία, ήταν επί 70 χρόνια επίτροπος στον Ιερό Ναό τού Χριστού στην Πόθια Καλύμνου, αφιερωμένη μέ την ψυχή και το σώμα της στην διακονία τού οίκου τού Κυρίου, στην καλλιέργεια των αρετών και στα έργα κοινωνικής εύποίίας.

Αρρώστησε όμως ή Αγγελική βαριά από επιδημία της εποχής εκείνης και έτσι οι δικοί της την πήγαν στην Γαλλία για την απαραίτητη θεραπεία. Όταν γύρισε πίσω, εγκατέλειψε τούς δικούς της για την Αγάπη τού Χριστού και πήγε στην Μονή της Αγίας Αικατερίνης το 1937.

Όλες οι μοναχές εκτίμησαν τον ενάρετο χαρακτήρα της, τον ζήλο της και τις ικανότητες της. Έτσι σύντομα έγινε Μεγαλόσχημη μέ το όνομα Φιλοθέη. Τελικά την έστειλαν στο Μετόχι της Αγίας Αικατερίνης στην Πόθια Καλύμνου, όπου μέ την αδελφή Φεβρωνία διέθεταν τά παραδοσιακά τσεμπέρια πού ύφαιναν οι μοναχές της Μονής στον αργαλειό ως και διάφορα χειροτεχνήματα άλλα και αγροτικά προϊόντα.

Δεκαπέντε χρόνια παρέμεινε στην Αγία Αίκατερίνα και διακρίθηκε για το αγγελικό πολίτευμά της αλλά και για τά διοικητικά της χαρίσματα.

Στις 14 Φεβρουάριου του 1952 κοιμήθηκε εν Κυρίω ή όσιας μνήμης Ηγούμενη Μακαρία Ζηριούνη και μετά 2 ημέρες, στις 16 Φεβρουάριου, με την επέμβαση του τότε Μητροπολίτη Ισιδώρου ψηφίσθηκε ή αδελφή Φιλοθέη Ηγούμενη. Επειδή όμως κάποιες μοναχές αντιδρούσαν στην εκλογή αυτή, ή μακαρία εκείνη ψυχή ταπεινά αναχώρησε με πόνο ψυχής από την μετάνοια της μετά το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο της Ηγούμενης Μακαρίας.

Την άκολούθησαν οι τρεις αχώριστες αδελφές μοναχές, ή Φεβρωνία Μαγκαφά, ή Χριστονύμφη Μπουρνέλη (ή οποία ζει ακόμη) και ή Παρθενία Δράκου. Εγκαταστάθηκαν στα κτίρια όπου μόναζε ό Όσιος Σάββας της Καλύμνου, δηλαδή λίγα μόλις μέτρα επάνω από την Μονή των Αγίων Πάντων. Έτσι τόνωσαν με την παρουσία τους την ολιγάριθμη συνοδεία των ηλικιωμένων μοναχών που ασκούνταν εκεί υπό την καθοδήγηση της ταπεινής και θεοφώτιστης Ηγουμένης Θέκλας Άλαχούζου πού ασκούνταν εκεί από τις αρχές του 20ου αιώνος και ή όποια υποδέχθηκε τον Όσιο Σάββα στο μοναστήρι.

Ή Γερόντισσα Φιλοθέη μέ τις τρεις λοιπές αδελφές επισκέπτονταν από τά παιδικά τους χρόνια μαζί μέ τούς γονείς τους, τούς Αγίους Πάντες και άκουγαν τον Όσιο Σάββα να τούς λέγει: «Εσείς θα γίνετε Νύμφες Χριστού, εδώ θα είναι τά κελλάκια σας», υποδεικνύοντας το κελί της καθεμιάς!

Μεγαλώνοντας τά κορίτσια και βλέποντας ό Όσιος από την εξομολόγηση ότι αύξανε μέσα τους ό θείος ζήλος τις παρότρυνε να παραμείνουν κοντά του ως δόκιμες.

Εκείνες όμως δεν δέχονταν, διότι τις ανέπαυε πιο πολύ το συγκροτημένο Κοινόβιο της Αγίας Αικατερίνης.

Ό Όσιος με βεβαιότητα πού πήγαζε από το προορατικό του χάρισμα τις έλεγε: «Εδώ, εδώ θα ’ρθητε, εδώ θα ’ρθητε!»…

Πήγαν όλες τελικά στην Αγία Αίκατερίνα, άλλα ή τότε Αγγελική και υστέρα Γερόντισσα Φιλοθέη ένιωθε βαριά την συνείδησή της, επειδή έκανε παρακοή στον Γέροντά της Όσιο Σάββα και δεν μόνασε κοντά του. Ή Ηγουμένη Μακαρία για να την ενισχύσει πνευματικά την έστειλε στον Όσιο Σάββα να τού βάλει μετάνοια δίδοντάς του και ένα πρόσφορο πού έφτιαξε ή ίδια για να λειτουργήσει την επομένη.

Ό Όσιος την δέχθηκε και την περιέβαλε με πατρική πνευματική Αγάπη και στοργή λέγοντάς της με σιγουριά: «Εδώ, εδώ μια μέρα θα ’ρθης!».

Ή άγια αυτή πρόρρηση τού Όσιου Σάββα πραγματοποιήθηκε με Μητροπολιτική Πράξη στις 23 Μαρτίου τού 1952, όταν με αυτήν ό τότε Μητροπολίτης Λέρου. Καλύμνου και Αστυπάλαιας Ισίδωρος αναγνώρισε επίσημα το Ησυχαστήριο των Αγίων Πάντων ως Ιερά Μονή και ενθρόνισε ως πρώτη Ηγουμένη του την Γερόντισσα Φιλοθέη.

Μέ νέες δυνάμεις ή Γερόντισσα Φιλοθέη αγωνίστηκε για την ανακαίνιση και επέκταση της Μονής τών Αγίων Πάντων. Είχε συμπαραστάτη της μέ θαυμαστές εμφανίσεις και σημεία τον Άγιο Σάββα πού ευλογούσε τούς κόπους της και της έδινε την δύναμη να συνεχίσει το θεάρεστο έργο της.

Κάποια φορά,Μεγάλη Παρασκευή και ώρα 3 τά χαράματα, είδε φανερά ή Γερόντισσα τον Όσιο ίεροντυμένο μαζί μέ συνοδεία ιερέων να στέκονται στον διάδρομο έξω από το κελί της. Τούς καλωσόρισε και προσέφερε στον Όσιο σκαμνάκι για να ξεκουραστεί στο κελί της.

Στην ερώτηση της, «πώς συνέβη να μάς έπισκεφθήτε σήμερα», εκείνος της απάντησε:

«Έπληρώθη το ποθούμενό μου. Αγάπη υπακοή και μακαριά ταπείνωσης. Στήριξον την εκκλησία μου»,εκφράζοντας έτσι την ευαρέσκεια του για την πνευματική πρόοδο της Μονής Του υπό την καθοδήγηση της αγαθής Γερόντισσας…

Άλλοτε έβρεξε καταρρακτωδώς και πλημμύρισαν τά κελιά, και το νερό έφθανε ως την μέση τών αδελφών. Στις απεγνωσμένες φωνές της Γερόντισσας απάντησε ό Όσιος, ό όποιος παρουσιάσθηκε μπροστά της και ανάμεσα στις αδελφές, ευλόγησε, σταύρωσε τρεις φορές και χάθηκε. Συγχρόνως εξαφανίστηκαν και τά νερά σε λίγα λεπτά…

Άλλη φορά ή Γερόντισσα τον άκουσε μέσα από την λάρνακά Του να ψάλλει το «Χριστός Ανέστη », ανήμερα το Πάσχα.

Άλλοτε παρουσιάσθηκε μπροστά της στα κελιά, στην αυλή, στην Εκκλησία, κάτω από το αγαπημένο του πεύκο, και κάποια φορά πού πήγε πρωί-πρωί να ανάψει τά καντήλια τον είδε στο Ιερό να λειτουργεί…

Όταν ζούσε ό Άγιος Σάββας είχε βάλει τά θεμέλια τού ναού τών Ταξιαρχών, πού βρίσκεται σήμερα μέσα στο Ιερό Κοινόβιο. Ό Μητροπολίτης όμως μετά τον θάνατο τού Αγίου θέλησε να μετονομάσει την Εκκλησία σε Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο. Ή Γερόντισσα Φιλοθέη, όπως και οι αδελφές, στενοχωρήθηκαν και έπεσαν σε συνεχή μέ δάκρυα προσευχή ζητώντας από τον Άγιο να παρέμβει.

Τότε ό Άγιος εμφανίσθηκε μέ συνοδεία Ιερέων και είπε στην Γερόντισσα:

«Έ, παιδί μου. όλα καλά και ευλογημένα! Πείθεσθε, πείθεσθε πείθεσθε τοίς ήγουμένοις και ύπείκετε αύτοίς» Σταύρωσε κατόπιν μέ το χεράκι του την Εκκλησία και εξαφανίσθηκε. Την άλλη μέρα ή Γερόντισσα μίλησε στον Δεσπότη και μαζί έβαλαν νέο θεμέλιο στην Εκκλησία επ’ ονόματι τού Αγίου Ίωάννου τού Χρυσοστόμου.

Όταν χαλάστηκε το παλιό θεμέλιο, βρέθηκε αναμμένη ή κανδήλα την οποία είχε προ 18 ετών βάλει εκεί ό ‘Άγιος! Έτσι τοποθετήθηκε νέα κανδήλα δίπλα στην παλαιά και όλοι σήμερα καμαρώνουν τον περικαλλή Ιερό Δισυπόστατο ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών και του Αγίου Χρυσοστόμου, όπου καθημερινά τελείται ή Θεία Λειτουργία, κατά την όποια ό σεβάσμιος Γέροντας της Μονής πατήρ Αυγουστίνος μνημονεύει χιλιάδες ονόματα πιστών πού ζητούν την χάρη του νεοφανούς Αγίου.

Επίσης, δεν είναι λίγες οι φορές που ό Άγιος βοηθούσε την σεμνή Γερόντισσα στα ποιμαντικά της καθήκοντα, όταν οι μοναχές της ταπεινής συνοδείας της κλονίζονταν από τις σατανικές επιθέσεις.

Ή αδελφή Χριστονύμφη είχε έλεγχο στην συνείδησή της, επειδή εγκατέλειψε την Αγία Αίκατερίνα, δηλαδή την Μονή της μετάνοιας της, ακολουθώντας την Γερόντισσα Φιλοθέη στους Αγίους Πάντες.

Ένα βράδυ της παρουσιάσθηκε ό Άγιος Σάββας σε όραμα. Σήκωσε το δεξί του χέρι και μέ τον δείκτη «ζωγράφισε» ένα κύκλο περικλείοντας και τις δύο Μονές, την δική του και την της Αγίας Αικατερίνης λέγοντας στην αδελφή:

«Κοίτα, κόρη μου, όλα αυτά είναι δικά μας- και κείνος Παρθενώνας και έδώ Παρθενώνας!». Μέ χαρά ή αδελφή ανέφερε την επομένη το όραμα στην Γερόντισσα Φιλοθέη και μέ νέες πνευματικές δυνάμεις συνέχισε τον αγώνα της.

Έτυχε κάποτε την ημέρα της Αναστάσεως να λείπει ή Γερόντισσα για λόγους υγείας στην Αθήνα. Οι μοναχές πού την είχαν μάνα τους κάθισαν στενοχωρημένες να φάνε στο Πασχαλινό τραπέζι και τότε είδαν χαμογελαστό τον Όσιο Σάββα να τους λέει:

«Μην στενοχωριέστε- εγώ είμαι ό προστάτης σας!».

Ή Γερόντισσα Φιλοθέη ως Ηγουμένη διακρίθηκε για την απλότητα και την βαθειά ταπείνωσή της. Διακόνησε την αδελφότητα της και δεν διακονήθηκε από αυτήν. Υπήρξε ένας ακούραστος διακονητής για όλους και για όλα.

Σηκωνόταν πρώτη από όλες τις μοναχές στη 01.00 μετά τά μεσάνυκτα για να κάνει τον κανόνα της. Στις 02.30 χτυπούσε το καμπανάκι για το εγερτήριο και περνούσε από όλα τά κελιά μέ τον γλυκό της λόγο να ξυπνήσει πνευματικά τις αδελφές πριν μπουν στο «αθλητικό στάδιο» της Εκκλησίας για να λειτουργηθούν. Συνήθως έλεγε: «Σηκωθείτε κόρες μου! Δριμύς ό χυμών, άλλα γλυκύς ό Παράδεισος! » .

Έπαιρνε μέρος σε όλα τά διακονήματα. Πάντοτε επιστατούσε στην καθαριότητα και τον ευπρεπισμό των Εκκλησιών.

«Έπαιρνε εβδομάδα » στην κουζίνα και κρατούσε τα κλειδιά της αποθήκης από όπου ετοίμαζε δέματα Αγάπης για αναξιοπαθούσες οικογένειες της Καλύμνου και άλλων νησιών που κατέφευγαν στο Μοναστήρι. Ήταν πολύ ελεήμων και κανείς δεν έφευγε από την Μονή χωρίς να πάρει βοήθημα. Την αρετή αυτή της ελεημοσύνης προσπαθούσε να την καλλιεργήσει και στις αδελφές. Έλεγε συχνά: «Δίνετε, κόρες μου. για να δώσει ό Θεός πλούσια και υλικά και πνευματικά τά ελέη Του! Μην έχετε κλειστά τά χέρια και τις ψυχές σας»!

Με πολλή σεμνότητα και ταπείνωση διηγιόταν στις αδελφές μια προσωπική της εμπειρία, για να δείξει την σπουδαιότητα της αρετής της ελεημοσύνης.

Κάποτε, που ήταν μαθήτρια του Δημοτικού Σχολείου, έπαιζε στην αυλή του σπιτιού της. Έτυχε να περνά ένας φτωχός και πεινασμένος ζητιάνος και της ζήτησε κάτι να φάει. Ή ίδια τότε του έκοψε ένα μεγάλο τσαμπί σταφύλι και του το έδωσε λέγοντάς του:

«Πάρτο, καλέ μου, για να συγχωρέσεις την ψυχή του παππού μου».

Εκείνο το βράδυ της παρουσιάσθηκε στον ύπνο της ό παππούς της χαμογελαστός και της είπε:

«Κόρη μου. σ’ ευχαριστώ για το σταφύλι πού μου έστειλες!» Και πρόσθετε με δάκρυα ότι ή ελεημοσύνη ανακουφίζει τις ανάγκες τόσο των ζωντανών όσο και τών κεκοιμημένων…

Στην σχέση της με τις αδελφές ήταν πραγματική μάνα. Όλες σχεδόν πήγαν από έφηβες στο μοναστήρι και τις περιποιόταν σαν να ήταν παιδιά της για να αγωνίζονται χωρίς παράπονα.

Τούς προσέφερε και «δεκατιανό» πρωινό. Τις φίλευε με μπισκότα και σοκολάτες. Μόνη της περιποιόταν και ξενυχτούσε τις άρρωστες. Φρόντιζε να μη στερούνται τίποτε από είδη ρουχισμού, επιπλώσεως. φαρμάκων κ.τ.λ. Όλα τά έδινε, πριν εκείνες τα ζητήσουν…

Στην Τράπεζα έκανε πάντοτε ανάγνωση και έτρωγε στο τέλος το ελάχιστο φαγητό της σε ένα σκουτέλι . Τόση εγκράτεια είχε! Ήταν και μεγάλη νηστεύτρια. Σε όλες τις νηστείες έκανε «ένατες».

Για την συνοδεία της, τις «κόρες» της, όπως τις έλεγε, διέθετε πάντοτε χρόνο για να ακούσει την έξαγόρευσή τους και να τις ειρηνεύσει.

Ή ταπεινή ζωή της, ή ανυπόκριτη καλοσύνη και ή ευγένεια της, την έκαναν αγαπητή τόσο στον λαό της Καλύμνου όσο και στους αναρίθμητους προσκυνητές της Μονής. Μετά το προσκύνημά τους στον θαυματουργό Άγιο, πήγαιναν να πάρουν την ευχή της και να ζητήσουν την αγία της συμβουλή. Όλοι έτρεφαν εκτίμηση στην όσιακή μορφή της και την θεωρούσαν πνευματική τους μάνα .

Με κάθε είδους στερήσεις και πάμπολλους κόπους συμπλήρωσε το έργο τού Αγίου Σάββα χαρίζοντας σε μάς τούς προσκυνητές ένα άρτια οργανωμένο μοναστήρι και ένα σπουδαιότατο πνευματικό καταφύγιο.

Μέ τις λίγες γνώσεις της και την γιγάντια πίστη της μεγάλωσε την Μονή κτιριακά μέ τούς Ιερούς Ναούς των Παμμεγίστων Ταξιαρχών και τού Αγίου Ίωάννου τού Χρυσοστόμου, της Όσιομάρτυρος Φιλοθέης της Αθηναίας και της Όσιας Ειρήνης της Χρυσοβαλάντου.

Επίσης έκτισε και τά Ιερά καθίσματα τού Άγιου Νεκταρίου στην Πόθια και τού Αγίου Στυλιανού κάτω από το δάσος της Αγίας Άννας.

Μέ άκρα υπακοή και σεβασμό στην προϊσταμένη της Μητροπολιτική αρχή, τούς Σεβασμιωτάτους Ισίδωρο και Νεκτάριο, έργάσθηκε ακαταπόνητα επί 35 χρόνια ως Ηγουμένη για την Μονή.

Στο τέλος της ζωής της θα εξαγνιζόταν και με τις οδύνες της αρρώστιας. Παρέμεινε κατάκοιτη κινούμενη μόνο μεταξύ πολυθρόνας και κρεβατιού. Δεχόταν τις περιποιήσεις των αδελφών και ο νους της ήταν μόνο στην προσευχή με δοξολογία και ευχαριστία στον θεό και ευλογιές στα πνευματικά της παιδία.

Με απίστευτη καρτερία και χωρίς κανένα γογγυσμό σήκωσε τον σταυρό της πολυώδυνης αρρώστιας της μέχρι που παρέδωσε εξαγνισμένη την άγια ψυχή της στα χέρια του Θεού στις 13 Οκτωβρίου 1986. Όπως ομολογούσε η ίδια, θεωρούσε την αρρώστια της επίσκεψη της άπειρης αγάπης του Νυμφίου της Σωτήρας Χριστού και για αυτή του την ευεργεσία όπως έλεγε την αρρώστια της τον ευχαριστούσε κάθε στιγμή.

Ακόμη γι’ αυτήν μάς μίλησαν ή διάδοχός της στην ηγουμενία μοναχή Κυπριανή Κουτσονικόλα και όλη ή συνοδεία της. Ιδιαίτερα μάλιστα οι αδελφές Χριστονύμφη Μπουρνέλη και μακαριστή πλέον Φεβρωνία Μαγκαφά, πού ήταν πνευματικά τέκνα τού Αγίου Σάββα και οι πρώτες αδελφές της συνοδείας της Γερόντισσας Φιλοθέης.

Ή Ηγουμένη της Ιεράς Μονής Παναγίας Έλεούσης Ρότσο Καλύμνου, μοναχή Αγνή Μαγκλή συγγενής της μακαριστής, μάς είπε ότι ή Γερόντισσα Φιλοθέη πήρε μήνυμα από τον Άγιο Σάββα για την Γερόντισσα Αγνή ότι θα γίνει μοναχή την εποχή πού εκείνη ως λαϊκή σκεπτόταν να μονάσει. Την είδε να κεντά ένα εργόχειρο και τον ‘Άγιο Σάββα να στέκεται δίπλα της και να λέει στοργικά: «Αυτό το κέντημα είναι ό μοναχικός βίος τον όποιο θα άκολουθήσει. Αφήστε την να το τελειώσει με αυταπάρνηση και υπομονή!». Με ιδιαίτερη χαρά την επομένη της ανακοίνωσε την αποκάλυψη τού Αγίου…

Σημείωση: Αξίζει να αναφέρουμε κάτι από την άθληση της μακαριστής αδελφής Φεβρωνίας (| 30 Νοεμβρίου 2009).

Την επισκεφτήκαμε την Διακαινήσιμη εβδομάδα και την βρήκαμε στο αναπηρικό καρότσι να προσεύχεται και να ζωγραφίζει κουκίδες με το στυλό επάνω σε ένα χαρτονάκι. Χαμογελαστή διαβάζοντας τον λογισμό μας είπε: «Την Λαμπροβδομάδα δεν έχει ούτε μετάνοιες, ούτε κομβοσχοίνια. Για να τιμήσω την Ανάσταση τού Χριστου μας και να μην εγκαταλείψω την ευχή, απαγγέλλω το «Άνάστασιν Χριστού» και ζωγραφίζω την κουκίδα για να «δέσω» τον λογισμό μου!».

Μάς είπε ακόμη ότι τις ώρες της μοναξιάς της τις περνούσε συζητώντας με τον Άγιο Σάββα λέγοντάς του: «Γέρο μου, δεν σου ζητώ να με κάνεις καλά, μόνο δώσε μου δύναμη να σηκώνω τον σταυρό μου, θεράπευσε τά πάθη της ψυχής μου και έλα με την άδεια τού Χριστού μας να πάρεις την ψυχή μου όταν πρέπει».

Μακάρι και εμείς να μπορούσαμε με καθαρότητα καρδιάς να μιλάμε με τούς Αγίους!…

Από το βιβλίο του ιερομονάχου Δημητρίου Καββαδία »Γέροντες και γυναικείος μοναχισμός» Ι.Μ.Βατοπαιδίου, 2015.

πηγή

romioitispolis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου