
Ἠ Γερόντισσα Κ. βρίσκεται σήμερα ἐν ζωῇ καὶ εἶναι ἡγουμένη σὲ μιὰ ἐκ τῶν Ἱερῶν Μονῶν της Ρούμελης. Τὸ ὄνομά της κατὰ κόσμο εἶναι Αἰκατερίνη, εἶναι γεννημένη πρὶν τὸ 1940 καὶ εἶναι μεγαλωμένη στὴν Νέα Ἰωνία Ἀττικῆς ἀπὸ πολὺ εὐσεβεῖς καὶ εὐλογημένους γονεῖς.
Ἐκεῖ κοντὰ γνώρισε καὶ τὸν πνευματικό της πατέρα, τὸν ἅγιο γέροντα Σίμωνα Ἀρβανίτη (1901 – 1988), ὁ ὁποῖος τότε ἱερουργοῦσε στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίας Βαρβάρας στὴ Λυκόβρυση.
Ἀπὸ τὸ 1965 καὶ μετὰ καὶ γιὰ πολλὰ χρόνια, μιὰ ὁμάδα πνευματικῶν θυγατέρων τοῦ μακαριστοῦ γέροντα Σίμωνα, μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἡ Αἰκατερίνη, διακονοῦσαν μὲ πολὺ ζῆλο τὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Παντελεήμονος στὸν Κοκκιναρὰ Πεντέλης, ὅταν μεταφέρθηκε ἐκεῖ ὁ ἅγιος γέροντας καὶ οἱ ἴδιες βίωσαν κοντά του πολλὰ θαυμαστὰ καὶ ὑπερκόσμια γεγονότα.
Ἦταν ἕνα χειμωνιάτικο ἀπόγευμα τῆς δεκαετίας τοῦ ἑξῆντα. Οἱ πνευματικὲς κόρες τοῦ γέροντα Σίμωνα Ἀρβανίτη, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἡ Αἰκατερίνη, ἦταν μαζεμένες στὸν ἱερὸ ναὸ τρυγῶντας ἱερὰ νάματα ἀπὸ τὶς νουθεσίες καὶ τὶς διδαχὲς τοῦ ἁπλοῦ καὶ φωτισμένου γέροντα Σίμωνα, περὶ ἀγάπης, περὶ θυσίας πρὸς τὸν ἀδελφό, περὶ ἐλεημοσύνης, κλπ, ὅταν ξαφνικὰ ὁ ἅγιος παππούλης τοὺς ἀποκάλυψε ὅτι ὅπου νὰ’ ναι θὰ ἔρθει στὴν Ἱερὰ Μονὴ ὁ Ἅγιος Παντελεήμων!
Τὰ κορίτσια σιώπησαν μὲ Θεῖο φόβο καὶ ὅλα τοὺς ξεκίνησαν τὴν προσευχή τους μὲ τὴν παρότρυνση τοῦ παππούλη. Ἔξω ὁ καιρὸς ἦταν ἀκατάστατος, ὁ ἀέρας ἔγδερνε τοὺς ἀκλόνητους βράχους καὶ ἀκουγόταν πολὺ δυνατὰ καὶ ἡ βροχὴ χτύπαγε μὲ πολὺ θόρυβο τὰ παράθυρα.
Τότε ἀκούστηκε τὸ χτύπημα στὴν ἐξώθυρα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ἐπίμονα καὶ χαρακτηριστικά. Κάποιος ἀπὸ τὴν ὁμήγυρη ἔσπευσε νὰ ἀνοίξει.
Στὴν πόρτα στεκόταν ἕνας κύριος μὲ ἀγωνία στὰ μάτια καὶ κρατῶντας στὰ χέρια του ἕνα ἀντικείμενο ρώτησε:
Σᾶς παρακαλῶ συγχωρέστε μὲ γιὰ τὴν πολὺ ἀκατάλληλη ὥρα τῆς ἐπίσκεψης, ἐδῶ εἶναι ὁ ἱερὸς ναὸς τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, τοῦ Πατρὸς Σίμωνος; Στὴν καταφατικὴ ἀπάντηση ποὺ ἔλαβε, ὁ ἄγνωστος συνέχισε: Σᾶς παρακαλῶ ὁδηγῆστε μὲ στὸν γέροντα εἶναι μεγάλη ἀνάγκη.
Ὁ πατὴρ Σίμων τὸν δέχθηκε μέσα στὸν ἱερὸ ναὸ μπροστὰ σὲ ὅλους καὶ ἄφησε τὸν ἄγνωστο ἐπισκέπτη νὰ μιλήσει:
Τὸ ὄνομά μοῦ εἶναι Παντελής. Νόσησα ἀπὸ βαριᾶς μορφῆς καρκίνο καὶ νοσηλευόμουν τελευταία σὲ μιὰ ἀντικαρκινικὴ μονάδα.
Οἱ γιατροί μου εἶχαν πεῖ ὅτι εἶμαι στὰ τελευταῖα μου. Εἶχα χάσει ὅλες τὶς ἐλπίδες μου, τὴν ἀνθρώπινη δύναμη μοῦ καὶ ἀπελπισμένος περίμενα τὸ τέλος μου καὶ προσευχόμενος, ὅταν μοῦ συνέβη προχθὲς ἕνα ἀπροσδόκητο γεγονός.
Εἶχα μιὰ ἐπίσκεψη ἑνὸς ἀγνώστου νεαροῦ, ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε ὅτι δὲν θὰ φύγω ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ ὅτι ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἤμουν πλήρως θεραπευμένος!
Τὸν ρώτησα ποιός ἦταν καὶ μοῦ ἀπάντησε πὼς ἦταν συνονόματος μου, τὸν ἔλεγαν Παντελεήμονα καὶ πὼς τὸ σπίτι του ἦταν ψηλὰ στὴν Πεντέλη, στὸν Κοκκιναρά, ὅπου ἐκεῖ τὸν διακονοῦσε ἕνας πατὴρ μὲ τὸ ὄνομα Σίμων. Ἔψαξα πολὺ προτοῦ καταφέρω νὰ σᾶς βρῶ.
Πάτερ μου, αὐτὸ τὸ «κουτί» μου τὸ ἔδωσε ὁ ἴδιος ὁ ἄγνωστος νεαρὸς γιὰ νὰ σᾶς τὸ δώσω.
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ μπροστὰ σὲ ὅλους εὐωδίασε ὁ τόπος, μυρόβλυσε τὸ τεμάχιο τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονα, ποὺ ὁ ἅγιος θέλησε νὰ τὸ μεταφέρει στὸ σπίτι του διὰ τοῦ ἰαθέντος Παντελῆ.
Ὁ Κυρ-Παντελὴς ἔκλαιγε συνεχῶς μὲ δάκρυα χαρᾶς καὶ εὐλογίας, τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ὅλη ἡ ὁμήγυρη. Ὁ Κυρ-Παντελὴς ἔκτοτε ἀφιερώθηκε στὴν διακονία τῆς Μονῆς, κάνοντας τὸ διακόνημα τοῦ ὁδηγοῦ ἕως ὅτου αὐτὸς ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ..
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: “Ἀσκήτριες στὰ ὑπόγεια τῆς Ἀθήνας”, Ἠλίας Δ. Καλλιώρας, ἐκδ. Ἀγαθὸς Λόγος, σέλ.74-77
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου