Παλαιά συνηθίζαμε, κατά τήν ἑορτή τῶν
Θεοφανείων, ν’ ἁγιάζομε τά σπίτια. Κάποια χρονιά ἐπῆγα κ’ ἐγώ κι ἁγίαζα.
Χτυποῦσα τίς πόρτες τῶν διαμερισμάτων, μοῦ ἀνοίγανε κι ἔμπαινα μέσα
ψάλλοντας «Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου Κύριε…»
– Νά φύγεις, μοῦ λέει. Δέν κάνει αὐτές νά φιλήσουν τό Σταυρό. Νά φιλήσω ἐγώ τό Σταυρό καί νά φύγεις, σέ παρακαλῶ.
Ἐγώ τώρα πῆρα σοβαρό καί ἐπιτιμητικό ὕφος καί τῆς λέω:
– Ἐγώ δέν μπορῶ νά φύγω! Ἐγώ εἶμαι παπάς, δέν μπορῶ νά φύγω! Ἦρθα ἐδῶ ν’ ἁγιάσω.
– Ναί, ἀλλά δέν κάνει νά φιλήσουν τό Σταυρό αὐτές.
– Μά δέν ξέρουμε ἄν κάνει νά φιλήσουν τό Σταυρό αὐτές ἤ ἐσύ. Διότι ἄν μέ ρωτήσει ὁ Θεός καί ζητήσει νά Τοῦ πῶ ποιός κάνει νά φιλήσει τό Σταυρό, οἱ κοπέλες ἡ ἐσύ, μπορεῖ νά ἔλεγα : «Οἱ κοπέλες κάνει νά τόν φιλήσουν καί ὄχι ἐσύ. Οἱ ψυχές τους εἶναι πιό καλές ἀπό τή δική σου»
Ἐκείνη τήν στιγμή ἐκοκκίνησε λίγο. Τῆς λέω λοιπόν:
– Ἄσε τά κορίτσια νά φιλήσουν τό Σταυρό.
Τούς ἔκανα νόημα νά πλησιάσουν. Ἐγώ πιό μελωδικά ἀπό πρῶτα ἔψαλλα τό «Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου Κύριε…», διότι εἶχα μία χαρά μέσα μου, πού ὁ Θεός οἰκονόμησε τά πράγματα νά πάω καί σ’ αὐτές τίς ψυχές.
Φιλήσανε ὅλες τό Σταυρό. Ἦταν ὅλες περιποιημένες, μέ τίς πολύχρωμες φοῦστες κ.λπ. Καί τούς εἶπα:
– Παιδιά μου, χρόνια πολλά. Ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει ὅλους. Εἶναι πολύ καλός καί «βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους». Ὅλοι τόν ἔχομε Πατέρα καί γιά ὅλους μας ἐνδιαφέρεται ὁ Θεός. Μόνο νά φροντίσουμε νά Τόν γνωρίσομε καί νά Τόν ἀγαπήσομε κι ἐμεῖς καί νά γίνομε καλοί. Νά Τόν ἀγαπήσετε καί θά δεῖτε πόσο εὐτυχισμένες θά εἶστε.
Κοιτάζανε ἀπορημένες. Κάτι πῆρε ἡ ψυχούλα τους ἡ ταλαιπωρημένη.
– Χάρηκα, τούς λέω τέλος, πού μ’ ἀξίωσε ὁ Θεός νά ἔλθω σήμερα καί νά σᾶς ἁγιάσω. Χρόνια πολλά!
– Χρόνια πολλά, εἶπαν κ’ ἐκεῖνες κι ἔφυγα.
Ἀπό τό βιβλίο: Γ. Πορφυρίου, «Βίος καί Λόγοι» ἔκδ Ι. Μονή Χρυσοπηγῆς Χανῖων.
dogma.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου