"Πᾶμε ὁλοταχῶς
"Πᾶμε ὁλοταχῶς
πρὸς τὰ πίσω...
Εἶναι ἀλήθεια ἀδιάσειστη πιά.
Καὶ τρομάζουμε
ὅλοι στὴν πορεία
τῆς ὄπισθεν.
Στὴν πορεία τὴν καθοδικὴ καὶ
μὴ ἀναμενόμενη.
Μὲ ταχύτητες
ποὺ δὲν τὶς εἴχαμε δοκιμάσει ποτέ.
Πᾶμε μὲ σπουδὴ
πρὸς τὰ πίσω...
Ἐκεῖ ποὺ ἤμασταν
πρὶν πενήντα
καὶ πρὶν ἑξήντα
χρόνια.
Στὰ λιγοστά,
στὰ φτωχὰ
καὶ στὰ δύσκολα.
Ἐκεῖ ποὺ ζούσανε
οἱ γιαγιάδες μας
καὶ οἱ παπποῦδες μας...
Ὅμως ἐκεῖ
στὰ ταπεινά,
ἐκεῖ στὰ
στερημένα,
ἐκεῖ μὲ
τὰ μετρημένα
κουκιά,
ἦταν καὶ
τὰ πλούσια...
Ἦταν καὶ
τὰ τίμια
κι ἀνεκτίμητα.
Πᾶμε ὁλοταχῶς
πρὸς τὰ Πίσω;
καὶ δυσεύρετα πιά:
ἡ ἀγάπη
ἡ ἀληθινή,
ἡ φιλοξενία
ἡ καρδιακή,
οἱ ἄνθρωποι
μὲ τὸ ἕνα πρόσωπο,
μὲ τὰ ἴσια λόγια,
μὲ τὴν ἀνοιχτὴ
καρδιά.
Πᾶμε ὁλοταχῶς
πρὸς τὰ «Πίσω»!
Ὄχι έκεῖ ποὺ μᾶς σπρώχνουν,
στὰ ἐξευτελιστικά,
στὰ προδοτικὰ
καὶ στὰ ἄνανδρα.
Ἐπιστρέφουμε
στὴ Ζωὴ
τὴν αὐθεντική.
Στῶν ἀθάνατων πατεράδων
τὴ ζωὴ
καὶ τῶν ἁγίων προπαππούδων μας.
Ἐκεῖ ποὺ
ἡ στέρηση,
ἡ θυσία,
κι ὁ θάνατος
ἦταν ἐπιλογή σου.
Ἐκεῖ
ποὺ οἱ ἄνθρωποι
εἶχαν ἕνα δωμάτιο
καὶ φιλοξενοῦσαν δώδεκα
νοματαίους.
Εἶχαν ἕνα ψωμὶ
καὶ τὸ μοιράζονταν
μὲ τὰ παιδιὰ
τῆς γειτόνισσας.
Εἶχαν
ἕνα φορτίο
ξύλα καὶ
τὸ μοιράζονταν
μὲ τὸν ἐχθρό τους.
Ἐκεῖ
ποὺ οἱ ἄνθρωποι
εἶχαν ἕνα ποτήρι
λάδι καὶ τὸ
φυλάγανε γιὰ
τὸ καντήλι.
Ἐκεῖ ποὺ
οἱ ἄνθρωποι
ἔχτιζαν πρῶτα
τὶς ἐκκλησιὲς
καὶ μετὰ
τὰ σπίτια τους.
Ἔστηναν πρῶτα
τὰ εἰκονίσματα
καὶ μετὰ τὶς φωτογραφίες τους.
Ἐκεῖ ποὺ
ἔβρεχε εὐλογίες.
Ἐκεῖ,
στὸ κατώι
τοῦ παπποῦ
τοῦ Γιώργου
ποὺ τὸ κιούπι
τοῦ λαδιοῦ
τὸ ξαναγέμιζαν
Ἄγγελοι!
Ἐκεῖ ποὺ
οἱ πατεράδες μας
βάζανε στὴν
τσέπη μιὰ δραχμὴ
κι ἔβγαζαν δύο!
Γιατὶ δανείζαν
στὸν φτωχὸ,
γιατὶ δανείζαν
στὸν Θεὸ
καὶ ὁ Θεὸς
τ’ ἀβγάτιζε.
Ἐκεῖ
ποὺ ἡ κυρα-Δόμνα
δὲ φοβότανε
νὰ τρῶνε
ἀπ ̓ τὸ ἴδιο πιάτο
τὰ παιδιά της
καὶ τοῦ δρόμου
τὰ ὀρφανά,
ποὺ εἶχαν
προσβληθεῖ
ἀπὸ τύφο.
Πᾶμε ὁλοταχῶς
πρὸς τὰ Πίσω;
Ἐκεῖ
ποὺ ἀρρωστήσανε
ἀπὸ τύφο
ὅλα τὰ παιδιὰ
τῆς γειτονιᾶς,
ἐκτὸς
ἀπ ̓ τὰ παιδιὰ
τῆς Δόμνας!
Ἐκεῖ
ποὺ ἡ κυρα-Σοφία
ἡ μανάβισσα
ἄφησε στὸ
σοφρὰ τῆς χήρας κυρα-Ἄννας
τριάντα χρυσὲς
λίρες,
γιὰ νὰ τελειώσει
τὸ σπίτι ποὺ ἔχτιζε.
Ἐκεῖ ποὺ ἡ χήρα κυρα-Ἄννα
μοιραζόταν
τὸ ψωμὶ
τῶν παιδιῶν της
μὲ τὴν ἐγκαταλειμμένη κυρα-Εὐθαλία.
Ἐκεῖ ποὺ κάθε φθινόπωρο
οἱ παπποῦδες μας γέμιζαν τὸ κάρο
μὲ ἀλεύρι
καὶ λάδι
καὶ σταφίδες
καὶ κρασὶ
καὶ τὰ πήγαιναν
στὰ Μοναστήρια
τῆς περιοχῆς.
Γιατὶ ἤξεραν
πώς, ἂν τὸ
Μοναστήρι
εἶναι καλά,
θἆναι καλὰ
ὅλοι τους.
Πᾶμε ὁλοταχῶς
πρὸς τὰ «Πίσω»!
Ἐκεῖ
ποὺ οἱ ἄνθρωποι τιμοῦσαν
τὸ στεφάνι τους.
Ἐκεῖ
ποὺ οἱ γυναῖκες
ὕφαιναν χρυσὰ παπλώματα
καὶ σκέπαζαν
τοὺς ἁμαρτάνοντες.
Ἐκεῖ
ποὺ οἱ ἄνθρωποι
εἶχαν κλειστὰ
στόματα
ἕως θανάτου
καὶ γι ̓ αὐτὸ
εὐωδιάζαν
τὰ ὀστά τους
μετὰ θάνατον!
Ἐκεῖ
ποὺ ζῶντες
καὶ νεκροὶ
εἶχαν στὸν
ἥλιο μοίρα.
Εἴχανε πρόσφορο.
Εἶχαν καντήλι.
Εἶχαν σαρανταλείτουργα.
Εἶχαν μερίδα
στὴν Προσκομιδή...
Πᾶμε ὁλοταχῶς
πρὸς τὰ «Πίσω»!
Ἤτανε διαπίστωση
κι ἔγινε προτροπή!
Γιατί ἀργοῦμε τόσο;
Τί περιμένουμε;
Πόσους δεκαπεντάχρονους ναρκομανεῖς,
πόσους ἐνήλικες ναυαγισμένους,
πόσους νεκροὺς
ἀκόμα
νὰ θρηνήσουμε;
Πόσους θανάτους
νὰ ὑποστοῦμε;
Ἡ ὄπισθεν,
σωτήριος
μονόδρομος πιά!
Πᾶμε ὁλοταχῶς
πρὸς τὰ Πίσω;
Πρὶν φᾶμε
κι ἄλλα
ραδιενεργὰ
ἀπόβλητα
τοῦ δυτικοῦ
πολιτισμοῦ μας.
Στὸν ἀέρα
τὸν καθαρό,
ποὺ μυρίζει
λιβάνι....
Στὰ νερὰ
τὰ ἁγιασμένα
ἀπὸ τὰ Θεοφάνια...
Στὶς πόρτες
τὶς ἀσφαλισμένες
μὲ τὸ σημεῖο
τοῦ Σταυροῦ
ἀπ ̓ τὴ λαμπάδα
τῆς Ἀνάστασης.
Στὶς ἀναμμένες
σόμπες
τῆς Ἐκκλησίας:
στὸν παππα-Νικόλα
τὸν Πλανᾶ,
στὸν παππα-Δημήτρη
τὸν Γκαγκαστάθη,
στὸν πατέρα
Ἀθανάσιο
τὸν Χαμακιώτη,
στὸν πατέρα Εὐσέβιο
τὸν Ματθόπουλο,
στὸν πατέρα
Νικηφόρο τὸν λεπρό,
στὸν πατέρα Σωφρόνιο,
στὸν ἅγιο Ἄνθιμο
τῆς Χίου,
στὸν ἅγιο Σάββα
τῆς Καλύμνου,
στὸν γερο-Ἐφραίμ,
στὸν γερο-Ἰάκωβο,
στὸν γερο-Παΐσιο,
στὸν γερο-Πορφύριο...
Στῆς Μικρασιάτισσας γιαγιᾶς
τὸ εἰκονοστάσι,
στὰ παλιὰ
εἰκονίσματα
τοῦ Χριστοῦ
καὶ τῆς Θεοτόκου.
Στὴν Ἐκκλησία...
Ἐκεῖ
ποὺ οἱ
πατεράδες μας,
εἰρηνικοὶ καὶ κοινωνημένοι,
ἀπὸ τὸ πετραχήλι
τοῦ παππᾶ
περνοῦσαν
στὸν Παράδεισο!
Πᾶμε ὁλοταχῶς
πρὸς τὰ «Πίσω»!"
"Σε καιρούς χαλαιπούς"
Μαρία Μουρζά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου