Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος στην Romfea.gr
Δικηγόρος
Άρχων Ασηκρήτης της Μ.τ.Χ.Ε.
Η συζήτηση, που υφέρπει εδώ και κάποιους μήνες για την πιθανή διάσπαση της Ιεράς Μητροπόλεως Αιτωλίας και Ακαρνανίας, συνιστά για όσους γνωρίζουν τα πράγματα, μία επανάληψη της ιστορίας, η οποία όμως διαψεύδει την άποψη ότι η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται.
Και τούτο, διότι, η διοικητική περιφέρεια της Αιτωλοακαρνανίας έχει «ταλαιπωρηθεί» ιδιαιτέρως από πλευράς εκκλησιαστικής με αλλεπάλληλες εναλλαγές, οι οποίες ξεκίνησαν από την ίδρυση του νεωτέρου ελληνικού Κράτους και συνεχίζονται μέχρι τις μέρες μας. Θα δούμε λοιπόν, αν η οποιαδήποτε μεταβολή της εκκλησιαστικής οργανώσεως της είναι ιστορικώς και κανονικώς αποδεκτή.
Ι. Ιστορική προσέγγιση
Ο Καταστατικός Χάρτης της αντικανονικώς ανακηρυχθείσης Αυτοκέφαλης Εκκλησίας του Βασιλείου της Ελλάδος, δηλαδή η Διακήρυξη «Περί της ανεξαρτησίας της Ελληνικής Εκκλησίας» (Φ.Ε.Κ. 23/1.Αυγ.1833), δεν περιελάμβανε διάταξη σχετική με τις εκκλησιαστικές περιφέρειες της ΑΙτωλοακαρνανίας.
Η διάταξη όμως αυτή περιελήφθη αργότερα στο δεύτερο από τα συνοδευτικά Διατάγματα, σ’ αυτό «Περί προσωρινής διαιρέσεως των Επισκοπών του Βασιλείου» (Φ.Ε.Κ.38/27.Νοε.1833.).
Κατά το άρθρο Α΄ του ανωτέρω Διατάγματος, η αντικανονικώς ιδρυθείσα Εκκλησία της Ελλάδος είχε δέκα Επισκοπές, δηλαδή ισάριθμες των Νομών του νεοσύστατου ελληνικού Κράτους, με έδρα κάθε Επισκοπής στην πρωτεύουσα του Νομού και με όνομα το όνομα του Νομού: «Α΄: «Ο αριθμός των Επισκοπών του Βασιλείου προσδιορίζεται εις δέκα. Κάθε Νομός απαρτίζει μιαν Επισκοπικήν περιφέρειαν. Επισκοπική Καθέδρα είναι η μητρόπολις του Νομού, όπου καθεδρεύει και ο Νομάρχης. Κάθε Επισκοπή φέρει το όνομα του Νομού».
Επειδή, όμως, η μόνιμη διαίρεση του προηγουμένου άρθρου δεν είχε συντελεσθεί μέχρι τη δημοσίευση του εν λόγω Διατάγματος, γι’ αυτό με το άρθρο Β΄ αυτού γίνεται μία προσωρινή διαίρεση των Επισκοπών του Κράτους, με αποτέλεσμα να διαιρεθεί προσωρινώς (πργφ. 6) ο νομός Αιτωλίας και Ακαρνανίας σε δύο Επισκοπές, σ’ αυτή της Ακαρνανίας και σ’ αυτή της Καλλιδρόμης. Εξ αυτών, η πρώτη περιελάμβανε τις επαρχίες Ακαρνανίας, Μεσολογγίου, Ναυπακτίας και Αγρινίου με έδρα το Μεσολόγγι και η δεύτερη την ομώνυμη επαρχία με έδρα την Καλλιδρόμη.
Με την άρση της αντικανονικής ιδρύσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος με τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1850, έρχεται και η πρώτη νομοθετική ρύθμιση περί των Επισκοπών της κανονικώς πλέον συσταθείσης Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, δηλαδή ο ν. Σ΄ «Περί Επισκοπών και Επισκόπων και περί του υπό τους Επισκόπους τελούντος Κλήρου» (Φ.Ε.Κ. 25/10.Ιουλ.1852).
Με το νομοθέτημα αυτό δημιουργούνται εικοσιτέσσερις Επισκοπές (Άρθρο Α΄), χωρίς όμως να μεταβληθεί ο αριθμός των νομών του Κράτους, οι οποίοι παραμένουν δέκα (10), όπως και πριν την κανονική ανακήρυξη του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Στις επισκοπές αυτές περιλαμβάνονται και οι δύο Επισκοπές του Νομού Αιτωλίας και Ακαρνανίας, δηλαδή:
α) η Επισκοπή Ακαρνανίας και Αιτωλίας, που περιλαμβάνει τις επαρχίες Μεσολογγίου, Τριχωνίας, Βονίτσης, Ξηρομερίου και Βάλτου, και
β) η Επισκοπή Ναυπακτίας και Ευρυτανίας, που περιλαμβάνει τις ομώνυμες επαρχίες, δηλαδή τη Ναυπακτία και την Ευρυτανία (Άρθρο Β΄, στοιχ. α΄ και β΄),
με έδρες αντιστοίχως τις πόλεις του Μεσολογγίου και της Ναυπάκτου (βλ. άρθρο Β΄ ν. Σ΄/1852 και Β.Δ. της 11ης Ιουλίου 1856 (Φ.Ε.Κ. 54/30.7.1856).
Από τις δύο αυτές Επισκοπές, ο μεν Προκαθήμενος της δεύτερης έφερε απλώς τον τίτλο του Επισκόπου, ενώ ο Προκαθήμενος της πρώτης - ως εδρεύων στην πρωτεύουσα του νομού - έφερε τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου, απόρροια του προαναφερθέντος Β.Δ. της 11ης Ιουλίου σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου ΙΕ΄ του ν. Σ΄/1852, κατά την οποία οι Επίσκοποι που εδρεύουν στην πρωτεύουσα του νομού φέρουν τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου.
Η επόμενη νομοθετική ρύθμιση έρχεται με το Νομοτελεστικό Διάταγμα της 22ας Ιανουαρίου 1900 «Περί του αριθμού των Επισκοπών» (Φ.Ε.Κ. 16/22.Ιαν.1900), βάσει του οποίου οι Επισκοπές της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος αυξάνονται σε τριάντα δύο (Άρθρο 1), η δε μέχρι πρότινος Επισκοπή Ναυπακτίας και Ευρυτανίας διασπάται στα δύο τμήματά της, αυτό της Ναυπακτίας και αυτό της Ευρυτανίας.
Από τα δύο αυτά τμήματα, αυτό της Ναυπακτίας συγχωνεύεται με την Επισκοπή Ακαρνανίας και Αιτωλίας, αποτελώντας πλέον τη μοναδική Επισκοπή του αντιστοίχου νομού υπό την ονομασία Επισκοπή Ακαρνανίας και Ναυπακτίας και με έδρα την πόλη του Μεσολογγίου (Άρθρο 2), ενώ το δεύτερο τμήμα της, αυτό της Ευρυτανίας ανεξαρτητοποιείται και αποτελεί χωριστή Επισκοπή, την Επισκοπή Ευρυτανίας, η οποία περιλαμβάνει τον ομώνυμο νομό και έχει έδρα την πρωτεύουσα αυτού, το Καρπενήσι (Άρθρο 2).
Επιπροσθέτως, ο μέχρι πρότινος Αρχιεπίσκοπος Ακαρνανίας και Αιτωλίας και πλέον μόνος Επίσκοπος του νομού, αυξάνει βεβαίως, τα γεωγραφικά όρια της περιφέρειάς του, χάνει όμως τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου και επανέρχεται στον τίτλο του Επισκόπου (Άρθρο 3 πργφ.1), δυνάμενος πάντως να διατηρήσει τον προγενέστερο τίτλο του «προσωπικώς εφ’ όρου ζωής» (Άρθρο 3 πργφ. 2).
Η νέα Επισκοπή Ακαρνανίας και Ναυπακτίας υφίσταται εκ νέου μεταβολές δυνάμει του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος του 1923, δηλαδή:
α) διασπάται σε δύο περιφέρειες, σ’ αυτή της Αιτωλίας και Ακαρνανίας με έδρα το Μεσολόγγι και σ’ αυτή της Ναυπακτίας και Ευρυτανίας με έδρα τη Ναύπακτο, με παράλληλη βεβαίως και αυτονόητη κατάργηση της Επισκοπής Ευρυτανίας και
β) ανυψώνονται αμφότερες οι νέες περιφέρειες σε Ι. Μητροπόλεις (Άρθρο 16).
Η ρύθμιση αυτή του νέου Καταστατικού Χάρτη είχε ως υπόβαθρό της το ν. ΓΥΛΔ΄/1909 «Περί διοικητικής διαιρέσεως του Κράτους» και ειδικότερα το άρθρο 2, ο οποίος τροποποίησε ή κατάργησε τον μέχρι τότε ισχύοντα ν. ΒΧΔ΄/1899 όχι μόνο ως προς τα όρια των διοικητικών περιφερειών του ελληνικού κράτους αλλά και ως προς τα όρια των εκκλησιαστικών περιφερειών.
Το καθεστώς αυτό θα διατηρηθεί και υπό την ισχύ του νέου Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος του 1931, αφού στην πργφ. 1 του άρθρου 8 αυτού ορίζεται σαφώς ότι: «η Εκκλησία της Ελλάδος περιλαμβάνει μιαν Αρχιεπισκοπήν και τας δυνάμει του από 31 Δεκεμβρίου 1923 Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος και του νόμου 3615 υφισταμένας Μητροπόλεις».
Παρά ταύτα η μεταβολή του ισχύοντος καθεστώτος, δηλαδή η μείωση του αριθμού των υπαρχουσών Ι. Μητροπόλεων, είχε ήδη δρομολογηθεί πριν από την ψήφιση του προαναφερθέντος Καταστατικού Χάρτη, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω.
Κατά πρώτο λόγο, η μείωση του αριθμού των Ι. Μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος αποτέλεσε επιθυμία της τότε Κυβερνήσεως του Αλ. Ζαϊμη, όπως προκύπτει από την από 8 Μαίου 1931 εισηγητική έκθεση επί του Καταστατικού Νόμου του 1931 του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων Γ. Παπανδρέου: «…Ο αριθμός των Μητροπόλεων δέον κατά κοινήν ομολογίαν, προς ην συμφωνεί και η Εκκλησία, συν τω χρόνω να περιορισθή. Ήδη το Οικουμενικόν Πατριαρχείον διά της υπ’ αριθ. 4427 και από 6 Νοεμβρίου 1924 Πατριαρχικής και Συνοδικής Εγκυκλίου ίδρυσε μεν 19 νέας Μητροπόλεις εν ταις Ν. Χώραις δια την αποκατάστασιν των εις την Ελλάδα καταφυγόντων εμπεριστάτων αρχιερέων, εκήρυξεν όμως αυτάς συγχρόνως καταργητέας μετά την χηρείαν αυτών, την απόφασιν δε ταύτην περί καταργήσεως εκύρωσεν ο ν. 3615/1928. Αλλά πλην τούτων εξουσιοδοτείται διά του παρόντος νομοσχεδίου η Ιερά Σύνοδος να προβαίνει εκάστοτε μετά την χηρείαν Μητροπόλεώς τινος εις την κατάργησιν και συγχώνευσιν αυτής, τας δε Μητροπόλεις, ας η Ιερά Σύνοδος ήθελε κρίνει ως μη καταργητέας, πληροί αύτη δια τοποθετήσεως εις αυτάς των ήδη σχολαζόντων αρχιερέων και των κατά την δημοσίευσιν του παρόντος υπαρχόντων βοηθών επισκόπων, ων ο θεσμός καταργείται, είτα δε δια χειροτονίας, πλην τινων μεγάλων Μητροπόλεων, ων η πλήρωσις γίνεται κατά μετάθεσιν Μητροπολίτου εν ενεργεία εκ των ευδοκιμησάντων επί πενταετίαν».
Κατά δεύτερο λόγο, η μείωση των Μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος ήταν και πρόθεση της ίδιας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η πρόθεση, δε, αυτή αποδεικνύεται όχι μόνο από τη σχετική αναφορά του Γ. Παπανδρέου στην εισηγητική έκθεσή του. Αποδεικνύεται και από την ψήφιση της σχετικής διατάξεως του Καταστατικού Χάρτη περί συγχωνεύσεως Μητροπόλεων αλλά και από τις αποφάσεις, που έλαβε λίγο αργότερα η Εκκλησία της Ελλάδος, κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως αυτής.
Έτσι, λοιπόν, ο τεθείς σε ισχύ Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος του 1931 το μήνα Ιούλιο του ίδίου έτους περιελάμβανε και τη διάταξη της πργφ. 3 του άρθρου 8, κατά την οποία η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας είναι το αρμόδιο όργανο για την έκδοση αποφάσεως περί συγχωνεύσεως και καθορισμού ορίων Μητροπόλεων, και η απόφαση αυτή εκτελείται από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο, αφού δημοσιευθεί στο Φύλλο Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και ανακοινωθεί στο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, και εφ’ όσον πρόκειται για Μητρόπολη των Ν. Χωρών και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Λίγους μήνες μετά συνήλθε στο Συνοδικό Μέγαρο η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας υπό την προεδρία του Αθηνών Χρυσοστόμου. Στο διάστημα από 1.10.1931 μέχρι 31.10.1931, που διήρκεσε η Ιεραρχία (κατ’ αριθμόν ΙΔ΄), έγιναν είκοσι τρεις συνεδρίες παρουσία 66 Ιεραρχών μεταξύ των οποίων ήταν και ο Ναυπακτίας Αμβρόσιος και ο Ακαρνανίας Κωνσταντίνος (Βλ. Στράγκα Β., Αρχιμανδρίτη, Εκκλησίας Ελλάδος Ιστορία εκ πηγών αψευδών 1917 – 1967, Τ. Γ΄, Αθήναι 1971, 1824).
Ένα από τα θέματα που απασχόλησαν την Ιεραρχία αυτή ήταν και αυτό της καταργήσεως ορισμένων εκ των Μητροπόλεων, διά της συγχωνεύσεώς των με έτερες Μητροπόλεις.
Όπως προκύπτει από τις απόψεις που διατυπώθηκαν στις συζητήσεις που έλαβαν χώρα στα πλαίσια των συνεδριών της Ιεραρχίας, η διαφωνία μεταξύ των Ιεραρχών ήταν πασίδηλη. Θα παραθέσω, λοιπόν, σε αδρές γραμμές τις κυριώτερες από τις απόψεις που διατυπώθηκαν, διότι όχι δίδουν την ακριβή εικόνα της καταστάσεως, που υπήρχε εντός των κόλπων της τότε Ιεραρχίας, αλλά είναι χρήσιμες και για την έκδοση ορθών συμπερασμάτων. Λοιπόν:
Ο Θηβών Συνέσιος τάχθηκε κατά πάσης συγχωνεύσεως υποστηρίζοντας (Βλ. Στράγκα, ο.π., 1861): 1) ότι δεν υπάρχει μορφωμένος κλήρος και ιεροκήρυκες, που θα αναπληρώσουν το διδακτικό έργο των επισκόπων, 2) ότι δεν συμφέρει στην ελληνική Εκκλησία η ελάττωση των Αρχιερέων, διότι σε περίπτωση που συγκροτηθεί Οικουμενική Σύνοδος θα προσέλθει σ’ αυτήν η Εκκλησία της Ελλάδος με μειωμένο κύρος.
Ο Χαλκίδος Φώτιος υποστήριξε ότι η συγχώνευση θα πρέπει να περιορισθεί μόνο στις απολύτως μικρές Μητροπόλεις (Βλ. Στράγκα, ο.π., 1861).
Ο Μαντινείας Γερμανός τάχθηκε επίσης κατά της συγχωνεύσεως υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων (Βλ. Στράγκα, ο.π., 1861 – 1862): 1) ότι το επιχείρημα, πως οι άλλες Εκκλησίες έχουν λιγότερες Μητροπόλεις, δεν ισχύει, διότι δεν υπάρχει μεταξύ των Εκκλησιών ταυτότητα ηθών και συνθηκών, 2) ότι το επιχείρημα πως είναι άδικο άλλοι αρχιερείς να έχουν μεγάλες Μητροπόλεις και άλλοι μικρές δεν ισχύει, διότι όχι μόνον είναι φύσει αδύνατη η εξίσωση των Μητροπόλεων αλλά και διότι εκτός του ότι ο καθένας εκ των αρχιερέων γνώριζε εκ των προτέρων τη Μητρόπολη, στην οποία τελικώς εξελέγη, μερικοί «και μεγίστας ενεργείας κατέβαλον προς επιτυχίαν της εκλογής των», 3) ότι η διαίρεση των Μητροπόλεων με βάση τον αριθμό των κατοίκων δεν πρέπει καν να λέγεται, διότι θα προκαλέσει στο ποίμνιο αλγεινή εντύπωση και 4) ότι ο λόγος εξοικονομήσεως δαπανών ως επακόλουθο της ελαττώσεως των Μητροπόλεων είναι απορριπτέος, διότι θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν το πραγματικό και πνευματικό συμφέρον των πιστών και της Εκκλησίας και όχι η οικονομική πλευρά του θέματος.
Ο Δημητριάδος Γερμανός όχι μόνο τάχθηκε με την άποψη του Θηβών Συνεσίου και του Μαντινείας Γερμανού, δηλαδή κατά της συγχωνεύσεως, δεχόμενος ως μόνη πιθανόν δυνατή συγχώνευση αυτή της Μητροπόλεως Κυθήρων, αλλά αντιπρότεινε και την αύξηση των Μητροπόλεων (Βλ. Στράγκα, ο.π., 1862).
Ο Σπάρτης Γερμανός τάχθηκε υπέρ της συγχωνεύσεως (Βλ. Στράγκα, ο.π., 1862 – 1863), υποστηρίζοντας ότι είναι πλάνη το λεχθέν (εννοεί τον Μητροπολίτη Μαντινείας Γερμανό), πως οι εκλεγέντες αρχιερείς κατέβαλαν προσπάθειες για την εκλογή των και ήδη δεν μπορούν να παραπονούνται για το μέγεθος των Μητροπόλεών των, επειδή δέχθηκαν εκουσίως και με ευγνωμοσύνη την προαγωγή των. Απορρίπτει επίσης τον ισχυρισμό ότι παραγκωνίζονται και αδικούνται κληρικοί, που εργάσθηκαν για την Εκκλησία, διότι όλοι διάκεινται ευμενώς προς τους λίγους εργαζομένους κληρικούς∙ αλλά είναι βέβαιον - κατ’ αυτόν – ότι οι Μητροπόλεις στερούνται Ιεροκηρύκων και οι Μητροπολίτες Πρωτοσυγγέλων και Γραμματικών, διότι όπως είπε χαρακτηριστικώς «όλοι οι Αρχιμανδρίται συνεκεντρώθησαν εν Αθήναις ως εφημέριοι και εις άλλας υπηρεσίας, αναμένοντες και καραδοκούντες την ευκαιρίαν δια την εις αρχιερείς προαγωγήν αυτών» (Βλ. Στράγκα, ο.π., 1863). Τάχθηκε, δε, τέλος υπέρ του περιορισμού του αριθμού των Αρχιερέων, διότι εκείνο που κατά την άποψή του μετρά, δεν είναι ο αριθμός αλλά το ποιόν και η ικανότητα διοικήσεως.
Ο Καρυστίας Παντελεήμων τάχθηκε με τις απόψεις του Θηβών Συνεσίου, του Μαντινείας Γερμανού και του Δημητριάδος Γερμανού κατά της συγχωνεύσεως με εκτενή επιχειρηματολογία (Βλ. Στράγκα, ο.π., 1863 – 1865), επισημαίνοντας κυρίως: 1) ότι υπάρχουν άξιοι Αρχιμανδρίτες για να γίνουν Επίσκοποι, 2) ότι η αστυφιλία δεν συνάδει με τη λύση της συγχωνεύσεως, 3) ότι το προταθέν όριο των 50.000 κατοίκων ως κατώτερο όριο για τη σύσταση ή διατήρηση Μητροπόλεως, είναι απορριπτέο, διότι ο φόρτος εργασίας και διοικήσεως κρίνεται με βάση τον αριθμό των χωρίων και όχι των κατοίκων και 4) ότι και σε μικρές εκκλησιαστικές περιφέρειες έδρασαν και οι αγιώτεροι Ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ο Καρυστίας, όμως, δεν αρκέσθηκε στην παράθεση μόνο των επιχειρημάτων του αλλά διαφώνησε εξ ολοκλήρου με τις απόψεις του Μητροπολίτη Σπάρτης, απαντώντας του ως εξής (Βλ. Στράγκα, ο.π., 1863): «Εξέλιπον κατά τον άγιον Σπάρτης, οι ικανοί κληρικοί δια να καταλάβουν τας θέσεις των Αρχιερέων. Ερωτηθείς μάλιστα ο άγιος Σπάρτης από τον Σεβασμιώτατον άγιον Χαλκίδος, εάν εκ της καταστάσεως των σημερινών επισκόπων εξάγη το συμπέρασμα τούτο, δεδομένου ότι και ούτοι πριν γίνουν Αρχιερείς ήταν Αρχιμανδρίται, απήντησεν ότι απορή, πώς ο άγιος Χαλκίδος έκαμε την σκέψιν ταύτην, ενώ αυτός δεν είπε τοιούτον τι, συνεπώς εννοεί ο άγιος Σπάρτης ότι όλοι εμείς, όσοι έτυχε να γίνωμεν Αρχιερείς κατέχομεν πάσαν την αξίαν, όλοι δε όσοι δεν έτυχε να γίνουν Αρχιερείς ότι είναι ανίκανοι να ρίψουν εν βλέμμα εις το ύψος της ημετέρας αξίας. Πληροφορώ τον άγιο Σπάρτης ότι έχει πολύ λάθος».
Ο Καλαβρύτων Θεόκλητος (ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών) τάχθηκε υπέρ της συγχωνεύσεως «δια την μη εκλαϊκευσιν του αξιώματος και δια λόγους οικονομικούς» (Βλ. Στράγκα, ο.π., 1866).
Ο Λαγκαδά Γερμανός τάχθηκε κατά της συγχωνεύσεως των Μητροπόλεων του Οικουμενικού Θρόνου, πρότεινε, δε, να καταργηθούν μόνο οι Μητροπόλεις, που ιδρύονται με την Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιο του 1924 (Βλ. Στράγκα, ο.π., 1866).
Ο Σιδηροκάστρου Βασίλειος τάχθηκε κατά της συγχωνεύσεως, διαφωνώντας με την πρόταση για συγχώνευση της δικής του Μητροπόλεως (Βλ. Στράγκα, ο.π., 1866 – 1867), ενώ ο Μυτιλήνης Ιάκωβος τάχθηκε αντιθέτως υπέρ της συγχωνεύσεως (Βλ. Στράγκα, ο.π., 1867).
Οι απόψεις, πάντως, των Αρχιερέων που τάχθηκαν υπέρ της συγχωνεύσεως προκάλεσαν την αντίδραση του Μαντινείας Γερμανού, ο οποίος απαντώντας στους υποστηρικτές της συγχωνεύσεως δήλωσε χαρακτηριστικώς (Βλ. Στράγκα, ο.π., 1867): «Οι υποστηρίζοντες τον περιορισμόν του αριθμού των Μητροπόλεων ουδέν σπουδαίον επιχείρημα παρουσιάζουσιν. Ο περιορισμός του αριθμού των Μητροπόλεων έχει άλλα ελατήρια και μυστηριώδεις λόγους».
Η δήλωση αυτή του Μαντινείας προκάλεσε, όμως, την αντίδραση δύο Αρχιερέων. Από την μία πλευρά του Γυθείου Διονυσίου, ο οποίος απαντώντας στον προλαλήσαντα Αρχιερέα είπε (Βλ. Στράγκα, ο.π., 1867): «Διαμαρτύρομαι διότι αποδίδεται ο περιορισμός άλλοτε εις μυστηριώδεις λόγους, άλλοτε εις κομμουνισμόν και άλλοτε εις εχθρούς της Εκκλησίας», από την άλλη του Ναυπακτίας Αμβροσίου, ο οποίος απαντώντας επίσης στον Μαντινείας δήλωσε με αρκετά αιχμηρό ύφος (Βλ. Στράγκα, ο.π., 1867): «Αφού φρονεί ο Σεβασμιώτατος Μαντινείας ότι δια των μικρών Μητροπόλεων επιτυγχάνεται η καλή διοίκησις, θα έπρεπε να προτείνει την διαίρεσιν της Μητροπόλεως αυτού εις πολλάς μικράς τοιαύτας ως η των Κυθήρων».
Όπως, λοιπόν, φαίνεται από τα παραπάνω, το ζήτημα της συγχωνεύσεως Μητροπόλεων αποτέλεσε αφορμή για έντονη αντιπαράθεση απόψεων, χωρίς βεβαίως να αποφευχθούν και προσωπικές επιθέσεις και αιχμές.
Τελικώς, η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος αποφάσισε (Βλ. Στράγκα, ο.π., 1867) την διατήρηση είκοσι επτά (27) Μητροπόλεων των Ν. Χωρών και την διατήρηση είκοσι οκτώ (28) Μητροπόλεων της Παλαιάς Ελλάδος, ενώ καταργήθηκαν πέντε (5) Μητροπόλεις, αυτές της Θήρας, του Γυθείου, των Κυθήρων, της Λευκάδος και της Ναυπακτίας, μειοψηφισάντων μόνον των Προκαθημένων των Μητροπόλεων αυτών.
Η ως άνω απόφαση περί συγχωνεύσεως ελήφθη στις συνεδρίες της εβδομάδας 24 - 31.10.1931, είχε όμως μία παράμετρο «κλειδί». Ορίσθηκε ότι η συγχώνευση θα επέρχεται αφ’ εαυτής μετά την κανονική χηρεία των συγχωνευομένων Μητροπόλεων (Βλ. «Εκκλησία», 1931 (Θ΄), στήλη «Χρονικά», 350).
Η προϋπόθεση, όμως, αυτή, ουσιαστικώς εμπόδιζε την άμεση εφαρμογή της αποφάσεως, μεταθέτοντας την χρονικώς σε χρόνο, που ήταν αδύνατον να καθορισθεί ή να είναι γνωστός εκ των προτέρων. Και τούτο, διότι η χηρεία μιας Μητροπόλεως επέρχεται, όταν εκλείπει – είτε βιολογικώς είτε εν τοις πράγμασι – ο Προκαθήμενός της ή όταν δεν έχει κανονικώς αναλάβει τα καθήκοντά του, γεγονότα, που δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν.
Επειδή, λοιπόν, η Μητρόπολη Ναυπακτίας και Ευρυτανίας συγκεκριμένα δεν τελούσε εν χηρεία, αφού είχε κανονικό Προκαθήμενο τον Αμβρόσιο Νικολαϊδη, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δεν μπορούσε να υλοποιηθεί η απόφαση περί συγχωνεύσεως της. Χήρευσε, όμως, ένα χρόνο αργότερα, λόγω μεταθέσεως του προαναφερθέντος Προκαθημένου της στη Φθιώτιδα (Βλ. σχετ. Β. Ατέση, Επίτομος Επισκοπική Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος από του 1833 μέχρι σήμερον, Τ. Β΄, 121, ο οποίος παραπέμπει και στην από 10.9.1932 εκδοθείσα απόφαση περί μεταθέσεως της Ιεραρχίας. Η μετάθεση έγινε λόγω παραιτήσεως του Μητροπολίτου Φθιώτιδος Ιακώβου), και έτσι δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την ολοκλήρωση της διαδικασίας συγχωνεύσεως, η οποία και τελικώς επετεύχθη.
Η αρχική απόφαση προέβλεπε τη συγχώνευση της καταργηθείσης Μητροπόλεως με τις Μητροπόλεις Αιτωλίας και Ακαρνανίας, Φθιώτιδος και Θεσσαλιώτιδος (Βλ. «Εκκλησία», 1932 (Ι΄), στήλη «Χρονικά», 348), αλλά τελικώς με νεότερη απόφαση προκρίθηκε η λύση της συγχωνεύσεως της με τις Μητροπόλεις Ακαρνανίας και Αιτωλίας και Φθιώτιδος (Βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. 2108/10.9.1932 απόφαση της Ιεράς Συνόδου σε «Εκκλησία», 1932 (Ι΄), 415). Έτσι: «Η επαρχία Ναυπακτίας και Ευρυτανίας μετά των δήμων Παρακαμπυλίων και Απεραντίων και ενοριών Επισκοπής, Παλαιοχωρακίου, Τριποτάμου και της Ι. Μ. Τατάρνης του τέως δήμου Αγραίων της Επαρχίας Ευρυτανίας υπαχθώσι στην Ι. Μ. Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Οι τέως δήμοι Καρπενησίων, Ευρυτάνων, Αρακυνθίων, Αγραίων (πλην των παραπάνων ενοριών), ως και ο δήμος Κτημεντίων υπαχθώσι στην Ι.Μ. Φθιώτιδος».
Παρά ταύτα οι μεταβολές της εκκλησιαστικής καταστάσεως της διοικητικής περιφέρειας της Αιτωλοακαρνανίας δεν σταμάτησαν εδώ.
Ένα περίπου χρόνο αργότερα ξεκίνησε εκ νέου η συζήτηση για την ανασύσταση της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπακτίας και Ευρυτανίας, η οποία άρχισε στη σύγκληση της ΙΕ΄ Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (Οκτώβριος 1933) και ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του έτους 1935 με τη δημοσίευση του σχετικού νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η Ιερά Σύνοδος υιοθέτησε την πρόταση του Μητροπολίτη Κορινθίας Δαμασκηνού, παρά τις αντιρρήσεις του Φθιώτιδος Αμβροσίου, οι οποίες μάλλον κάμφθηκαν χάρις στις προσπάθειες του πρώτου, δηλαδή του Κορινθίας Δαμασκηνού (Βλ. σχετ. Στράγκα, ο.π., 1938), χωρίς όμως να λήξει και οριστικώς το εν λόγω ζήτημα. Αντιθέτως, μάλιστα υπηρξε και η αφορμή για έντονο διάλογο μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών, με αποτέλεσμα ο μεν Κορινθίας να δηλώσει ότι: «Ο Φθιώτιδος δεν ηδύνατο να σταθεί ως Ναυπακτίας και Ευρυτανίας», ο δε Φθιώτιδος να του απαντήσει: «Ηδυνάμην να σταθώ, διότι δεν ανεμείχθην σκανδαλωδώς εις Οργανισμούς Σεισμοπαθών» (Βλ. σχετ. Στράγκα, ο.π., 1939).
Έτσι, το ζήτημα ξανατέθηκε, με αφορμή την συζήτηση για το θέμα των ορίων των Μητροπόλεων.
Εισήγηση επ’ αυτού (Βλ. σχετ. Στράγκα, ο.π., 1945) έκανε ο Μαρωνείας Άνθιμος, ο οποίος υπενθύμισε στην Ιεραρχία, ότι ενώ η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε τη συγχώνευση της Μητροπόλεως Κίτρους στη Μητρόπολη Βεροίας και Ναούσης και την κατάργηση της Μητροπόλεως Ναυπακτίας και Ευρυτανίας, καθώς και την επιστροφή στη Μητρόπολη Ιωαννίνων μερικών χωριών που αποσπάσθηκαν από τη Μητρόπολη Δριυνουπόλεως, αυτή αντιθέτως ανασυνέστησε τις δύο Μητροπόλεις. Εδώ βεβαίως θα πρέπει να σημειωθεί, ότι η περίπτωση της Μητροπόλεως Κίτρους ήταν διαφορετική, διότι η ανασύστασή της οφείλετο σε λόγους, που αφορούσαν στην παραβίαση διαδικαστικών κανόνων. Και αυτό, διότι η Εκκλησία της Ελλάδος, αφού έλαβε την απόφαση της, δεν την κοινοποίησε ως ήταν υποχρεωμένη από τη σχετική διάταξη του Καταστατικού Χάρτη, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, οπότε το Πατριαρχείο δεν αναγνώρισε τη συγχώνευση αυτή και έτσι η Εκκλησία της Ελλάδος ανεκάλεσε την απόφασή της. Οπότε η επανίδρυση της Μητροπόλεως Κίτρους καθίστατο υποχρεωτική για την Εκκλησία της Ελλάδος.
Την ευκαιρία αυτή εκμεταλλεύθηκε και ο Μητροπολίτης Φθιώτιδος, για να επαναφέρει το θέμα της ανασυστάσεως της Μητροπόλεως Ναυπάκτου (Βλ. Στράγκα, ο.π., 1946): «Διαμαρτύρομαι ζωηρώς δια την ανασύστασιν της Μητροπόλεως Ναυπακτίας και Ευρυτανίας και προτείνω την ανάκλησιν της ανασυστάσεως ταύτης, ήτις εγένετο δι’ αποφάσεως ληφθείσης αμέσως και δια βοής και εν απουσία μου, χωρίς ουδείς λόγος δια την ανασύστασιν να προβληθή, εκτός τηλεγραφήματος του Σεβασμιωτάτου Κορινθίας από το χωρίον του».
Η στάση, όμως, αυτή του Φθιώτιδος προκάλεσε την διαμαρτυρία άλλων Ιεραρχών, όπως του Προέδρου της Ι. Συνόδου του Αθηνών, του Ύδρας, του Κασσανδρείας, του Κοζάνης, του Άρτης και του Καρυστίας, οι οποίοι έθεσαν θέμα πλέον βλάβης της Εκκλησίας και του κύρους των Ιεραρχών, η οποία συνέπεσε και με το πέρας των εργασιών της Ιεραρχίας (Βλ. Στράγκα, ο.π., 1946).
Παρά ταύτα, το ζήτημα επανήλθε στη συνεδρία της Ι΄ Συνόδου της 8ης Φεβρουαρίου 1934 της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, υπό τη μορφή του καθορισμού των ορίων της ανασυσταθησομένης Μητροπόλεως Ναυπακτίας και της Μητροπόλεως Ακαρνανίας. Το θέμα όμως δεν συζητήθηκε κατ’ ουσίαν, αλλά παραπέμφθηκε λόγω αναρμοδιότητας στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας (Βλ. «Εκκλησία», 1934 (ΙΒ΄), σε στήλη «Χρονικά», 55).
Τελικώς, η Ιερά Σύνοδος συνήλθε σε δύο συνεδρίες κατά την εβδομάδα από 29.Απρ. – 5.Μαι.1934 και αποφάσισε να ζητήσει τη νομοθετική έγκριση της ανασυστάσεως της Μητροπόλεως Ναυπακτίας, στην οποία αντί της Ευρυτανίας να προστεθεί η Επαρχία Τριχωνίας (Βλ. «Εκκλησία», 1934 (ΙΒ΄), σε στήλη «Χρονικά», 143).
Η απόφαση, όμως, αυτή δεν υλοποιήθηκε, με αποτέλεσμα όταν λίγο αργότερα χήρευσε η Μητρόπολη Αιτωλοακαρνανίας και τέθηκε θέμα πληρώσεώς της στη συνεδρία της Ιεράς Συνόδου της 22ας Μαϊου 1934, μερικοί από τους Αρχιερείς τάχθηκαν υπέρ της αναβολής της διαδικασίας πληρώσεως, διότι – μεταξύ άλλων – εκκρεμούσε η υλοποίηση της αποφάσεως της Συνόδου για την ανασύσταση της Μητροπόλεως Ναυπακτίας, στην οποία είχε αποφασισθεί να ενσωματωθεί και η Επαρχία Τριχωνίας, αντί της Ευρυτανίας (Βλ. «Εκκλησία», 1934, (ΙΒ΄), σε στήλη «Χρονικά», 165). Τελικώς, αποφασίσθηκε η συνέχιση της διαδικασίας, με αποτέλεσμα να εκλεγεί ομοφώνως Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Παροναξίας Ιερόθεος, ο οποίος δεσμεύθηκε ότι θα σεβασθεί την απόφαση της Ιεραρχίας, την αφορώσα την Επαρχία Τριχωνίας (Βλ. «Εκκλησία», 1934, (ΙΒ΄), σε στήλη «Χρονικά», 165).
Εν τέλει, η Ιερά Σύνοδος επανέφερε το θέμα στις συνεδρίες της περιόδου 27.Ιαν.1935 – 3.Φεβ.1935 και έλαβε οριστικώς την απόφαση της ανασυστάσεως της Μητροπόλεως Ναυπακτίας (Βλ. «Εκκλησία», 1935, (ΙΓ΄), σε στήλη «Χρονικά», 31), εκδοθέντος στη συνέχεια του α.ν. 26/30.Απρ.1935 «Περί ανασυστάσεως της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπακτίας και Ευρυτανίας», με τον οποίο ρυθμίσθηκε και νομοθετικώς το ζήτημα και η Μητρόπολη Ναυπακτίας και Ευρυτανίας επανάρχισε τον βίο της έχοντας ως όρια δικαιοδοσίας τα όρια, που είχε πριν την κατάργησή της, δηλαδή τις επαρχίες Ναυπακτίας και Ευρυτανίας, όπως προέβλεπε ο Καταστατικός Χάρτης του 1923 (Βλ. Άρθρον μόνον).
Κατόπιν της νομοθετικής αυτής ρυθμίσεως η Διαρκής Ιερά Σύνοδος στη συνεδρία της περιόδου 7.Σεπ. – 14.Σεπ.1935 όρισε ως Τοποτηρητή της ανασυσταθείσης Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπακτίας και Ευρυτανίας τον αιδ. Χαράλαμπο Λελούδα (Βλ. «Εκκλησία» 1935 (ΙΓ΄), σε στήλη «Χρονικά», 284) και τρεις μήνες αργότερα στη συνεδρία της περιόδου 7.Δεκ – 14Σεπ.1935 (Βλ. «Εκκλησία» 1935 (ΙΓ΄), σε στήλη «Χρονικά», 391) αποφάσισε την έναρξη της διαδικασίας, που προβλέπεται από το νόμο για την πλήρωση των Μητροπόλεων Φωκίδος και Ναυπακτίας, Καστορίας και Πρεβέζης.
Στη συνεδρία της Πέμπτης 26.Μαρ.1936 έγινε η διαλογή των ψήφων και με βάση τα αποτελέσματα ως υποψήφιοι Μητροπολίτες για τη Μητρόπολη Ναυπακτίας και Ευρυτανίας πλειοψήφισαν: 1) Αρχιμανδρίτης Γερμανός Γκούμας 46 ψήφοι, 2) Αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος Αντωνόπουλος 25 ψήφοι, 3) Αρχιμανδρίτης Δημήτριος Θεοδόσης και Πολύκαρπος Κουτσοπίδης 10 ψήφοι και κατόπιν κληρώσεως αναδείχθηκε ο πρώτος. Εξ αυτών ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων εξέλεξε τον πρώτο σε ψήφους Αρχιμανδρίτη Γερμανό Γκούμα, ο οποίος ως εψηφισμένος εξελέγη Μητροπολίτης Ναυπακτίας και Ευρυτανίας.
Από τότε θα παρέλθουν σαράντα δύο έτη «ηρεμίας» μέχρι το 1978, την επόμενη δηλαδή χρονιά από τη θέση σε ισχύ του ισχύοντος Καταστατικού Χάρτη, οπότε η Μητρόπολη Ναυπακτίας και Ευρυτανίας υπέστη και πάλι διάσπαση, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν δύο Μητροπόλεις, η Μητρόπολη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου και η Μητρόπολη Καρπενησίου.
Αυτή θα είναι και η τελευταία μεταβολή στην εκκλησιαστική οργάνωση της νυν Περιφερειακής Ενότητας Αιτωλοακαρνανίας, κυοφορουμένης ήδη μίας νέας μεταβολής, η οποία έχει υποβληθεί στην Υπουργό Παιδείας και αφορά στην διχοτόμηση της Ι. Μητροπόλεως Αιτωλοακαρνανίας και στην μεταβολή της γεωγραφικής επικράτειας της Ι.Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου
ΙΙ. Κανονική προσέγγιση
Για την Εκκλησία, ο ορισμός των γεωγραφικών ορίων των εκκλησιαστικών περιφερειών αποτελεί ουσιώδες στοιχείο, διότι μέσω αυτού (εννοείται του ορισμού) προσδιορίζονται ταυτοχρόνως και τα τοπικά όρια της δικαιοδοσίας και κατά συνέπειαν της εξουσίας καθ’ ενός εκάστου των προκαθημένων των επιμέρους εκκλησιαστικών περιφερειών. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό ότι η εγγύηση του απροσβλήτου των δικαιοδοτικών ορίων διασφαλίζεται τόσον με τον περιορισμό αυτών εντός καθορισμένης κατά τόπον γεωγραφικής περιφέρειας (Βλ. 34ο των Αποστόλων και τα υπό τον κανόνα σύμφωνα ερμηνευτικά σχόλια των Ι. Ζωναρά, Θ. Βαλσαμώνος και Α. Αριστηνού σε Σύνταγμα, ΙΙ, 45 – 47. Επίσης ΣΤ΄ της Α΄ Οικουμενικής και Β΄ της Β΄ Οικουμενικής), όσον και μέσω της απαγορεύσεως υπερβάσεως των ορίων αυτών δια της αναμείξεως στις υποθέσεις άλλης εκκλησιαστικής περιφέρειας (Bλ. ΛΕ΄ Αποστόλων σε Σύνταγμα, ΙΙ, 47, Β΄ της Β΄ Οικουμενικής σε Σύνταγμα, ΙΙ, 169 – 170 και ΙΓ΄ της Αντιοχείας σε Σύνταγμα, ΙΙI, 150 – 151).
Εξίσου όμως σημαντικό θέμα για την Εκκλησία είναι η θέσπιση κατευθυντήριας αρχής, που διέπει τον καθορισμό των γεωγραφικών ορίων μιας εκκλησιαστικής περιφέρειας που δημιουργείται για πρώτη φορά.
Ως προς το θέμα αυτό, η κατευθυντήρια γραμμή προβλέπεται από τον 17ο κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου και επαναλαμβάνεται από τον 38ο κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Συμφώνως προς την αρχή αυτή, η διοικητική οργάνωση της Εκκλησίας – στην οποία οργάνωση ανήκει και το ζήτημα του καθορισμού των γεωγραφικών ορίων - οφείλει να ακολουθεί τις εξελίξεις στην διοικητική διάρθρωση του κράτους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η απόφαση περί προσδιορισμού των γεωγραφικών ορίων μιας νέας εκκλησιαστικής περιφέρειας τόσον ως προς το τυπικό μέρος – δηλαδή την έκδοση αποφάσεως – όσον και ως προς το ουσιαστικό μέρος – δηλαδή τον καθορισμό των ορίων – ανήκει μεν ως αρμοδιότητα στην Εκκλησία, όμως όχι κατά διακριτική ευχέρεια αλλά υπό την μορφή μάλλον δεσμίας αρμοδιότητας.
Αντιθέτως, δεν απαιτείται ως προϋπόθεση η προγενέστερη απόφαση των κρατικών διοικητικών αρχών, όταν ο γενεσιουργός λόγος ανακαθορισμού γεωγραφικών ορίων εκκλησιαστικών περιφερειών είναι όχι η διοικητική αναδιάρθρωση του κράτους αλλά η μεταβολή των συνθηκών εντός της Εκκλησίας ή των αναγκών αυτής, οπότε στις περιπτώσεις αυτές η επίλυση του ζητήματος καθίσταται «εσωτερική» της υπόθεση.
Υπό αυτό το πρίσμα, μεταβολή συνθηκών ή αναγκών δύναται να νοηθεί κάθε μεταβολή συνθηκών ή αναγκών διοικητικού ή ποιμαντικού χαρακτήρα, που θα επηρέαζε αρνητικώς και θα παρεκώλυε την διαποίμανση της εκκλησιαστικής περιφέρειας, όπως π.χ. η λόγω τοπογραφίας δυσχέρεια διαποιμάνσεως κάποιων ενοριών ή η ιστορική ή λαογραφική ή κοινωνική ή και ψυχική εγγύτητα μιας περιοχής με την γειτονική Ι. Μητρόπολη.
Συμπερασματικώς:
Από πλευράς ιστορικής, η περιφέρεια της Αιτωλοακαρνανίας έχει ένα έντονο παρελθόν μεταβολών της εκκλησιαστικής διαιρέσεως και διοικήσεως της. Το παρελθόν όμως αυτό δεν θεμελιώνει καταρχήν την συνέχιση και διαιώνιση αυτής της καταστάσεως αλλά δεν αποτελεί και λόγο ανασταλτικό μελλοντικών μεταβολών.
Από πλευράς κανονικής, η μεταβολή σήμερα της εκκλησιαστικής διαιρέσεως της Αιτωλοακαρνανίας δεν προσκρούει στην έλλειψη της προϋποθέσεως περί μεταβολής των διοικητικών ορίων αυτής από το ελληνικό Κράτος, αφού με το Σχέδιο Καλλικράτης, τα γεωγραφικά όρια – και όχι μόνο - των Δήμων της Περιφερειακής Ενότητας Αιτωλοακαρνανίας έχουν μεταβληθεί.
Συνεπώς, λόγος μεταβολής της υφισταμένης εκκλησιαστικής καταστάσεως στην Περιφερειακή Ενότητα της Αιτωλοακαρνανίας υπάρχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου