Μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς μεγάλης προσφορᾶς τοῦ Στύλου Ὀρθοδοξίας ποὺ κυκλοφορεῖ στά περίπτερα τῆς χώρας δημοσιεύσουμε μετά την παράκληση πολλῶν ἀναγνωστῶν τὸ πρῶτο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου “Ὁ Τρελογιάννης” πρὸς πνευματικὴ οἰκοδομὴ τῶν πιστῶν χριστιανῶν! Ὑπενθυμίζουμε πὼς καὶ οἱ δύο τόμοι τοῦ βιβλίου προσφέρονται ὡς ἐνιαῖο βιβλίο μὲ τὴν ἐφημερίδα. Ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ ότι τὸ βιβλίο ἔχει ἤδη μεταφρασθεῖ σὲ ἀρκετὲς γλῶσσες (Αγγλικά, ρωσικά, σέρβικα, ρουμάνικα, βουλγάρικα) καὶ γίνεται προσπάθεια νὰ μεταφρασθεῖ στὰ ἱσπανικά, γερμανικά, ἰταλικά καὶ γαλλικά.
Τοῦ Διονύση Μακρῆ
Τά πρῶτα χρόνια
Ὁ τρελο-Γιάννης ζοῦσε σέ μία φτωχική γκαρσονιέρα, πού κληρονόμησε ἀπό τή μητέρα του, σέ μίαν πολυκατοικία συνολικά 20 διαμερισμάτων. Ἐργαζόταν στό φοῦρνο τῆς γειτονιᾶς του καί ἔπιανε δουλειά ξημερώματα. Ἀπό τό φοῦρνο πού ἐργαζόταν, συνήθιζε νά γεμίζει δυό σακοῦλες μέ ψωμιά καί κουλούρια καθημερινά καί ἔτρεχε νά τά μοιράσει σέ γέροντες, γερόντισσες καί φοιτητές στή γειτονιά του: «Νά, εἶπα νά σᾶς φέρω λίγο ζεστό ψωμί, δῶρο τοῦ κυρ-Ἀποστόλη τοῦ φούρναρη, γιά νά τόν μνημονεύετε στίς προσευχές σας», ἔλεγε. Ἡ ἀλήθεια ἦταν ὅτι ὁ τρελο-Γιάννης διέθετε κάθε μήνα ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ μισθοῦ του γιά τήν τροφοδοσία σέ ψωμί τῶν φτωχῶν τῆς γειτονιᾶς του. Στόν κυρ-Ἀποστόλη ἔλεγε πώς ἐξυπηρετεῖ λίγους φίλους ἀρρώστους καί πώς τάχα πληρώνεται γι’ αὐτό.
Πῶς γνώριζε ὅμως, τούς φτωχούς τῆς γειτονιᾶς του; Σάν μικρό παιδί, εἶχε τή συνήθεια νά χτυπᾶ ἀδιακρίτως τά κουδούνια, ὄχι μόνον τῆς πολυκατοικίας του, ἀλλά καί τῶν διπλανῶν πολυκατοικιῶν. Αὐτοσυστηνόταν σ’ ὅλους καί τούς ρωτοῦσε ἄν χρειάζονταν κάτι νά τούς ἐξυπηρετήσει: «Πῶς ξημερώσατε σήμερα; Μήπως ἔχει προκύψει κανένα πρόβλημα καί μπορῶ νά σᾶς φανῶ χρήσιμος; Τά παιδιά σας πῶς πᾶνε»;
Στήν ἀρχή κάποιοι τόν ἀπόπερναν. Ἄλλοι τοῦ ἔκλειναν κατάμουτρα τήν πόρτα ἀρνούμενοι νά τοῦ μιλήσουν, φανερά ἐνοχλημένοι ἀπό τήν ἀπροσδόκητη παρουσία του. Ἄλλοι ὅμως, περίμεναν τόν τρελο-Γιάννη γιά νά ἀκούσουν, ὅπως ἔλεγαν, καμιά κουβέντα καλή. Τελικά τούς ἔμαθε ὅλους, γνώριζε τίς ἰδιοτροπίες ἀλλά καί βασικά στοιχεῖα τοῦ χαρακτῆρα τους.
Τά βράδια συνήθιζε ὁ τρελο-Γιάννης νά ἀποσύρεται στό φτωχικό σπίτι του καί νά προσεύχεται. Τοῦ ἄρεσε νά διαβάζει δυνατά τό Ψαλτήρι γιά νά φεύγουν, ὅπως εἶπε σέ κάποιον πού τόν ρώτησε, τά κακούδια ἀπό τή γειτονιά. Τό διάβαζε τόσο δυνατά, πού κάποιος νεοφερμένος νοικάρης, πού δέν τόν ἤξερε καλά, μιάν ἡμέρα κάλεσε τήν ἀστυνομία διαμαρτυρόμενος γιά διατάραξη κοινῆς ἡσυχίας! Καθημερινά ὁ σαλός λιβάνιζε ὅλα τά διαμερίσματα ξεκινῶντας ἀπό τόν τελευταῖο ὄροφο ἕως καί κάτω, ἀκόμη καί τίς αὐλές. Ὅταν δέ κάποιος ἦταν ἄρρωστος, τόν ἐπισκεπτόταν καί, ἀφοῦ τόν λιβάνιζε καί τόν σταύρωνε, τοῦ διάβαζε συλλαβιστά μέ τά λίγα κολλυβογράμματα πού γνώριζε τήν καθολική ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Ἰακώβου. «Εὔχεσθε ὑπέρ ἀλλήλων, ἵνα ἰαθῆτε», τούς ἔλεγε. Τούς παρότρυνε νά ἐξομολογηθοῦν καί νά κοινωνήσουν γιά νά γίνουν καλά ἀπό τό μεγάλο γιατρό, τόν Χριστό μας…
Δέν ἦταν λίγες μάλιστα οἱ φορές πού γυρνῶντας ἀπό τό φοῦρνο ἔπαιρνε τή σκούπα καί σκούπιζε τήν πολυκατοικία, γιά νά εἶναι, ὅπως ἔλεγε, καθαρή.
Τοῦ ἄρεσε νά παρεμβαίνει χαμογελῶντας σ’ αὐτούς πού συνήθιζαν νά καβγαδίζουν γιά τά πολιτικά κόμματα δημοσίως στά καφενεῖα (παλαιότερα ὑπῆρχαν μεγάλοι καβγάδες γιά τά κόμματα). «Ἄχ, βρέ ἐσεῖς, γιατί ὑπολογίζετε καί στηρίζεσθε σέ τενεκέδες καί κύμβαλα; Νά παρακαλᾶτε, ἀντί νά τσακώνεστε, νά μᾶς στείλει ὁ Θεός ἕναν Δαυίδ γιά βασιλιά. Αὐτός ἔλυνε τά προβλήματα, γιατί μάτωναν τά γόνατά του στήν ἱκεσία καί στήν προσευχή. Οἱ δικοί σας οἱ ἔξυπνοι τί κάνουν; Ἱκετεύουν μόνο γιά μίζες καί γίνονται ἕνα μέ τή διαφθορά… Σᾶς περνοῦν γιά χαζούς καί σᾶς κοροϊδεύουν», συνήθιζε νά τούς λέει. «Φύγε μωρέ τρελο-Γιάννη», ἀπαντοῦσαν ἐκεῖνοι καί γιά νά τόν ἀποφύγουν τόν ἔστελναν γιά κανένα θέλημα. Ἐκεῖνος πάντα τούς ἔλεγε: «Μήν ἐλπίζετε στούς ἄρχοντες. Νά ἔχετε μόνον τήν ἐλπίδα σας στόν Θεό».
Ἡ καταιγίδα
Μία ἡμέρα ὁ τρελο-Γιάννης δέν πῆγε στή δουλειά. Ὁ κυρ-Ἀποστόλης ὁ φούρναρης ἀνησύχησε. Ποτέ δέν εἶχε λείψει. Ἔστειλε λοιπόν κάποιον στό σπίτι του. Πρίν φθάσει σ’ αὐτό, βλέπει τόν σαλό μέ ἕνα φτυάρι νά ἔχει ἀνοίξει τά φρεάτια καί νά τά καθαρίζει ἀπό τά χώματα καί τίς ἀκαθαρσίες.
− Bρέ σύ, ντίπ γιά ντίπ ζουλάθηκες; τοῦ λέγει. Ὁ κυρ-Ἀποστόλης σέ περιμένει στό φοῦρνο καί ἐσύ καθαρίζεις φρεάτια; Μήπως νομίζεις πώς θά σέ προσλάβουν ἔτσι στό Δῆμο;
− Ψάχνω νά βρῶ ἀπό τό πρωί δυό κατοστάρικα, πού ἔχασα. Ἀλλά δέ θυμᾶμαι σέ ποιό ἀπό τά πέντε φρεάτια ἔπεσαν καί ἔτσι τά ἄνοιξα ὅλα. Καί μιά πού τ’ ἄνοιξα εἶπα νά βγάλω καί τίς βρωμιές καί νά τά καθαρίσω, εἶπε χαμογελῶντας ὁ σαλός. Τράβα λοιπόν πές στόν κυρ-Ἀποστόλη πώς θά δουλέψω πιό πολύ αὔριο γιά νά συμπληρώσω τίς ὦρες. Δύο κατοστάρικα εἶναι αὐτά… Δέν εἶναι παῖξε-γέλασε, συνέχισε.
Ποιός εἶδε τό φούρναρη τότε καί δέν τόν φοβήθηκε. Μόλις ἔμαθε τά καμώματα τοῦ σαλοῦ ἀπειλοῦσε νά τόν διώξει. Μετά πέντε ὧρες ὁ Γιάννης ὁ σαλός εἶχε ὁλοκληρώσει τήν ἐργασία του καί ἀποσύρθηκε ἱκανοποιημένος στό σπίτι του. «Τά βρῆκες, βρέ σύ, τά κατοστάρικα;», τόν περιέπαιξε ὁ μπακάλης, καθώς περνοῦσε ἀπό ᾿κεῖ. «Νά πᾶς στό Δήμαρχο νά σοῦ τά δώσει, πού τοῦ καθάρισες τά φρεάτια», συνέχισε γελῶντας.
Τό ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας ὁ οὐρανός σκοτείνιασε. Μαῦρα σύννεφα ἁπλώθηκαν ἀπειλητικά. Βροντές καί ἀστραπές καί μία καταρρακτώδης βροχή ἄρχισε νά πέφτει. Οἱ δρόμοι μετατράπηκαν σέ ποτάμια παρασύροντας ὅ,τι ἔβρισκαν στό διάβα τους, ἀκόμη καί αὐτοκίνητα. Στόν εὐρύτερο δῆμο τῆς περιοχῆς σημειώθηκαν πολλές καταστροφές. Πλημμύρισαν σπίτια, καταστήματα, ἀποθῆκες. Χάθηκαν περιουσίες. Ἡ πυροσβεστική δέν προλάβαινε νά ἀντλήσει ὕδατα. Ὁ Δήμαρχος ἔκανε μία περιοδεία τήν ἑπόμενη ἡμέρα γιά νά διαπιστώσει προσωπικά τίς ζημιές. Ὅλοι οἱ δημότες διαμαρτύρονταν γιά τά βουλωμένα φρεάτια. Πῆγε καί στή γειτονιά τοῦ τρελο-Γιάννη. Ἐκεῖ δέν ὑπῆρχε ζημιά. Ὁ μπακάλης, πού τόν εἶδε, τοῦ εἶπε: «Δήμαρχε, νά πᾶς νά εὐχαριστήσεις τόν τρελο-Γιάννη πού χθές ἀπό τό πρωί καθάριζε τά φρεάτια. Μᾶς ἔσωσε ἡ τρέλα τοῦ σαλοῦ, πού ἔψαχνε νά βρεῖ τά δύο κατοστάρικα πού ἔχασε», πρόσθεσε. Ἀλλά καί ὁ φούρναρης εἶπε τά ἴδια στό Δήμαρχο:
− Εὐτυχῶς πού ὁ τρελός, Δήμαρχε, καθάρισε τά φρεάτια ὄμβριων ὑδάτων, γιατί ἀλλιῶς θά εἴχαμε πνιγεῖ μέ τέτοια βροχή. Μᾶς γλίτωσε ἡ τρέλα του ἀπό τά χειρότερα.
− Νά πού χρειάζονται καί οἱ τρελοί, εἶπε χαμογελῶντας ὁ Δήμαρχος.
Ὁ σαλός διά Χριστόν Ἰωάννης συνήθιζε νά ντύνεται φτωχικά. Ἔτσι ὅπως τόν ἔβλεπαν πολλοί τόν λυπόντουσαν καί τοῦ ἔδιναν χρήματα. «Πάρε, βρέ τρελέ, νά ἀγοράσεις κανένα παντελόνι καί κανένα πουκάμισο νά φορέσεις», τοῦ ἔλεγαν. Ἐκεῖνος τούς εὐχαριστοῦσε, ἔβαζε τά χρήματα σέ φακέλους, συμπλήρωνε καί ἀπό τό μισθό του καί πήγαινε κρυφά καί τά πετοῦσε κάτω ἀπό τίς πόρτες αὐτῶν πού εἶχαν ἀνάγκη.
Ὅταν πήγαινε στό σοῦπερ μάρκετ συνήθιζε νά ψωνίζει πράγματα ἀλλόκοτα. Ἔβαζε στό καλάθι, λ.χ., ἀκόμη καί πράγματα γυναικεῖα, τά ὁποῖα προκαλοῦσαν γέλια στίς κοπελιές τοῦ ταμείου. Ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ σοῦπερ μάρκετ τόν λυπόταν καί εἶχε δώσει ἐντολή νά τοῦ παίρνουν τά μισά χρήματα ἀπό τή συνολική ἀξία.
Μία ἡμέρα κίνησε τήν περιέργεια σέ κάποιον νά δεῖ τί τά κάνει ὁ σαλός τόσα ψώνια. Ἔτσι, κρυφά τόν παρακολούθησε. Ἐκεῖνος πῆγε σέ κάποια ἀπόμακρη γωνιά τῆς μικρῆς πλατείας, γιά νά μήν τόν βλέπουν, καί ἄρχισε νά χωρίζει τά ψώνια. Ἐν συνεχείᾳ ἄρχισε νά χτυπᾶ, ὅπως συνήθιζε, τά κουδούνια καί νά ἀφήνει ἔξω ἀπό τήν πόρτα τίς τσάντες μέ τά ψώνια. Τά γυναικεῖα εἴδη, πού ψώνιζε, τά πήγαινε σέ μία φτωχή φοιτήτρια, τήν Κατερίνα, παιδί πολύτεκνης οἰκογένειας, πού εἶχε μεγάλη ἀνάγκη.
Ὅλοι στή γειτονιά τήν ἡμέρα τῆς ἐκδημίας του, πρίν ἀπό ὀκτώ χρόνια, εἶχαν νά ἐξιστορήσουν καί ἀπό μίαν ἀφήγηση γιά τά «καμώματα» τοῦ τρελοῦ. Ὁ Ἀναστάσιος, ὁ διαχειριστής στήν πολυκατοικία πού ἔμενε ὁ σαλός, ἄρχισε νά μιλᾶ γιά τήν ἀγάπη πού εἶχε στήν Ἐκκλησία:
«Πήγαινε σχεδόν καθημερινά στό ναό. Τίς Κυριακές ἔφθανε ἀκόμη καί πρίν ἀπό τόν παπά. Ἄναβε τό κερί του, προσκυνοῦσε τίς ἅγιες εἰκόνες καί ἔπαιρνε τή θέση του μπροστά ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ ναοῦ, κάνοντας τόν ζητιάνο. Ὅ,τι χρήματα μάλιστα μάζευε, ὅπως μοῦ ἀποκάλυψε ὁ παπάς, πήγαινε κρυφά καί τά ἔβαζε στό παγκάρι ὑπέρ τῶν φτωχῶν καί τῶν γερόντων. Μίαν ἡμέρα ἡ νεωκόρος τόν εἶδε καί νόμιζε ὅτι ἤθελε νά τό κλέψει. Ἔτρεξε γρήγορα καί εἰδοποίησε τόν παπά.
− Παπά, ὁ τρελο-Γιάννης βάζει χέρι στό παγκάρι, τοῦ εἶπε.
Ὁ παπάς προχώρησε τότε μέ προσοχή καί κοίταξε κρυφά. Εἶδε τόν σαλό νά βγάζει χρήματα ἀπό τίς τσέπες του καί νά τά ρίχνει στό παγκάρι.
− Τί κάνεις ἐκεῖ, βρέ τρελέ; τοῦ φωνάζει.
− Νά, πάτερ μου, τρύπησε ἡ τσέπη μου καί γιά νά μήν μοῦ πέσουν καί τά χάσω τά ρίχνω μέσα γιά νά τά φυλάει ἡ Παναγιά μας καί νά τά δώσει σέ πιό φτωχούς ἀπό μένα!».
Ἡ Νικολέτα στή συνέχεια, τραβῶντας μιά δυνατή ρουφηξιά καφέ, πῆρε τό λόγο:
«Ἕνα σούρουπο, πρίν ἀπό δέκα, ἴσως καί παραπάνω χρόνια, εἶδα ἕναν νεαρό νά περιφέρεται περίεργα στή γειτονιά μας. Τόν παρατηροῦσα, γιατί τόν πέρασα γιά κλέφτη. Ξαφνικά βλέπω τόν τρελο-Γιάννη νά βγαίνει ἀπό τό σπίτι του φουριόζος καί μέ γοργό βῆμα νά κατευθύνεται πρός τή μοναδική μονοκατοικία τῆς γειτονιᾶς, ὅπου ἔμενε τότε μέ ἐνοίκιο μία οἰκογένεια τετραμελής. Στρογγυλοκάθησε ὁ τρελός μπροστά στά σκαλοπάτια τῆς αὐλόπορτας καί ἄρχισε νά ψέλνει δυνατά ὕμνους τῆς Παναγίας. Τοῦ ἄρεσε νά λέει τό “Ἁγνή Παρθένε…”. Πέρασαν σχεδόν δυό ὧρες καί ὁ τρελός συνέχιζε νά ψέλνει. Βγῆκα ἔξω καί τοῦ εἶπα νά σταματήσει. Τότε εἶδα τό νεαρό νά ἀπομακρύνεται βιαστικά. Ὁ σαλός σηκώθηκε καί μπῆκε στή μονοκατοικία. Ἀπό περιέργεια πῆγα νά δῶ τί συμβαίνει. Ὁ νοῦς μου, δέ σᾶς κρύβω, πώς πῆγε στό κακό. Χτύπησα τό κουδούνι καί ἡ κοπέλα μοῦ ἄνοιξε. Ὁ τρελο-Γιάννης καθόταν στό τραπέζι τῆς κουζίνας καί ἔτρωγε κάτι πού τοῦ εἶχε σερβίρει ἡ κοπέλα. Δίπλα του στεκόταν ὁ πεντάχρονος γιός της. Ἀπευθυνόμενος στό παιδάκι ὁ σαλός ἄρχισε νά τοῦ λέει πώς μία ἀπό τίς δέκα ἐντολές τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτή πού λέει “Οὐ μοιχεύσεις”.
− Ξέρεις, Γιωργάκη μου, ἡ μοιχεία δέν εἶναι ἀρεστή στόν Θεό, ἔλεγε. Ἡ μοιχεία ἀνοίγει μία πύλη στό μιαρό σατανᾶ, πού μπαίνει στό σπίτι καί ἁλωνίζει. Χαλοῦν τότε οἱ οἰκογένειες καί οἱ ἀσθένειες καί ὁ πόνος καί τό μῖσος μπαίνουν ἀπό τά παράθυρα καί διώχνουν τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἔδωσε μέ τό μυστήριο τοῦ γάμου. Ἡ γυναίκα καί ὁ ἄνδρας, ὅπως εἶναι ὁ μπαμπάς καί ἡ μαμά, μέ τό γάμο, Γιωργάκη μου, γίνονται μία σάρκα, ἕνα σῶμα. Μέ τή μοιχεία εἶναι σάν νά κόβεις τό χέρι σου.
Ἐξομολόγηση
Δέ σᾶς κρύβω πώς θύμωσα πολύ.
− Τί λές, βρέ ἀθεόφοβε, στό παιδάκι; Γιά συμμαζέψου, εἶπα.
Ἡ κοπέλα τότε ἔβαλε τά κλάματα καί μοῦ εἶπε μέ ἀναφιλητά.
− Γιά μένα τά λέει, ἄστον, μήν τόν ἀποπαίρνεις…
Ὁ τρελο-Γιάννης ὅμως, ἔφυγε βιαστικά καί ἡ κοπέλα τότε μοῦ ἐξομολογήθηκε πώς σκόπευε νά ἀπατήσει τόν ἄνδρα της μέ ἕναν νεαρό πού γνώρισε σέ καφετέρια, ὅπου εἶχε πάει μέ μία φίλη της νά πιεῖ καφέ. Μοῦ εἶπε πώς ὁ νεαρός θά τή συναντοῦσε στό σπίτι της, ἐκμεταλλευόμενος τήν ἀπουσία τοῦ ἄνδρα της, πού εἶχε πάει γιά δουλειές στήν ἐπαρχία, ἀλλά ὁ Θεός τή φύλαξε καί δέν ἦρθε.
− Γλύτωσα ἀπό μεγάλο κακό, Νικολέτα μου. Θά χαλοῦσα τήν οἰκογένειά μου καί τό γάμο μου. Ὅταν χτύπησε ὁ τρελο-Γιάννης, νόμιζα πώς ἦταν ὁ νεαρός καί δέν εἶχα τή δύναμη νά τόν διώξω. Εὐτυχῶς ὁ Θεός μέ γλύτωσε ἀπό μεγάλη ἁμαρτία.
− Ὁ τρελο-Γιάννης σέ προφύλαξε, γιατί ὁ νεαρός ἦρθε, ἀλλά στό σκαλοπάτι τῆς ἐξώπορτας καθόταν ἐπί ὦρες ὁ σαλός ψέλνοντας, καθώς σεργιανοῦσε ἔξω ἀπό τήν πόρτα σου ὁ νεαρός. Δέν τόν ἄκουγες; τῆς εἶπα».
«Εἶχα ἀκούσει», λέγει τότε ὁ φούρναρης, «πώς ὁ Γιάννης ἤθελε ἀπό μικρός νά γίνει παπάς. Ὅμως, λίγο ἡ κατοχή, λίγο ὁ Ἐμφύλιος, δέν κατάφερε νά τελειώσει τό σχολεῖο. Ἔμαθε μόνο νά διαβάζει καί νά γράφει λίγο. Ἔτσι, ὅταν πῆγε νεαρός ἀκόμη στόν Ἐπίσκοπο καί τοῦ ζήτησε νά τόν κάνει παπά, ἐκεῖνος τόν ἀπέτρεψε συστήνοντάς του νά πάει πρῶτα στό σχολεῖο. Ἀλλά νά, μέ ὅλα αὐτά πού λέτε, ἀλλά καί μ’ αὐτά πού γνωρίζω καί ἐγώ πού τόν εἶχα στό φοῦρνο, μπορῶ νά πῶ πώς ὁ Θεός μπορεῖ νά μήν τόν ἔκανε παπά ἀλλά τόν ἔχρισε Ἐπίσκοπο στή γειτονιά μας».
Τά τελευταῖα λόγια τοῦ κυρ-Ἀποστόλη χάθηκαν μέσα στούς λυγμούς καί τά δάκρυά του. Δάκρυα τότε κύλησαν καί ἀπό πολλούς ἄλλους πού ἦταν παρόντες. Ὅλοι ἤθελαν νά καταθέσουν τή δική τους μαρτυρία.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο “Ὁ Τρελογιάννης, ὁ διὰ Χριστὸν σαλός” τοῦ Διονυσίου Μακρῆ ἐκδόσεις “Ἀγαθὸς Λόγος”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου