Ὁ λαὸς ἵσταται διὰ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ Συναξαρίου
Συναξάριον.
Τῇ Εʹ (5ῃ) τοῦ μηνὸς Ὀκτωβρίου, μνήμη τῆς ἁγίας Μάρτυρος Χαριτίνης. (†304)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς ἁγίας Μάρτυρος Μαμέλχθης ἐκ Περσίδος (344)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου τῆς Χάντζτα τοῦ Γεωργιανοῦ. (861)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Σύναξις τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ Μητέρων τῆς ἐρημου τῆς Χάντζτα ἐν Γεωργίᾳ, συνασκητῶν τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου τῆς Χάντζτα (9ος)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη ὀπτασίας Κοσμᾶ Μοναχοῦ, φοβερᾶς καὶ ὠφελίμου. (10ος)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν Ὁσίων· Δαμιανοῦ τοῦ ἰαματικοῦ (1071), Ἱερεμίου (1070) καὶ Ματθαίου (1085), τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ἀγίου Ἰωάννου, ἐπισκόπου Εὐχαΐτων, τοῦ Μαυρόποδους, τοῦ ὑμνογράφου. (1100)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ἑρμογένους, ἐπισκόπου Σάμου (4ος αἰ.)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ὁσίου Βαρλαὰμ τοῦ Σικίζσκ Ῥωσσίας, τοῦ ἐρημίτου (1846)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς Ὁσίας Χαριτίνης τοῦ Νόβγκοροντ Ῥωσσίας, πριγκίπισσα τοῦ Λιτόβσκ Λιθουανίας (1281)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων (1841) τοῦ Ὀσίου Εύδοκίμου τοῦ Βατοπεδινοῦ
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ὁσίου Σάβα τοῦ διά Χριστόν Σαλοῦ τοῦ Βατοπεδινοῦ
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας Ἁγνῆς τοῦ Νόβγκοροντ Ῥωσσίας, (Κοντέσα Ἄννα Ὀρλόβα-Σεσμένσκαγια ). (1848)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρὸς ἡμῶν Μεθοδίας τῆς ἐν τῇ νήσῳ Κιμώλῳ ἀσκητικῶς διαλαμψάσης (+1908)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ἀγίου νεομάρτυρος Βενιαμίν (Βοσκρεσένσκι) ἐπισκόπου Ρομανόφ, ὑπὸ τῶν ἀθέων μπολσεβίκων τελειοῦται ἐν Ῥωσίᾳ (1931)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ Σύναξις τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν τῆς Μόσχας
Στίχοι ·
Ὅπερ δι’ εὐχῆς εἶχε σαρκὸς τὴν λύσιν,
Ἰδοὺ δι’ εὐχῆς λαμβάνει Χαριτίνη (1).
Πέμπτῃ Χαριτίνη εἰσέδραμεν ἄστυ θεοῖο.
Στίχοι · Ὁμοῦ λελουμένην με Χριστὲ προσδέχου,
Μαμέλχθα φησί, καὶ λίθοις βεβλημένην.
Ὀπτασία Κοσμᾶ Μοναχοῦ φοβερὰ καὶ ὠφέλιμος γιὰ τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς καὶ τὰ ἐναέρια τελώνια
Πενθῶ κολάσεις τᾶς ξένας ὧδε βλέπων.
Χαίρω δὲ αὔθις τᾶς ἀναπαύσεις βλέπων.
Τὸ
δέκατο τρίτο χρόνο τῆς βασιλείας τοῦ Ρωμανοῦ (920-944μ.Χ.), ζοῦσε στὴ
Βασιλεύουσα (Κῶν/πόλη) κάποιος ἄνδρας, ποὺ ὑπηρετοῦσε σὰν ἕνας ἀπὸ τοὺς
πιὸ ἔμπιστους φύλακες τοῦ βασιλικοῦ κοιτώνα τοῦ Ἀλεξάνδρου, προκατόχου
τοῦ Ρωμανοῦ στὸ θρόνο. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος προτίμησε τὴ μοναχικὴ
ζωή. Ἔγινε μοναχὸς μὲ τ’ ὄνομα Κοσμᾶς,
καὶ ἀργότερα ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸ Σάγαρη
ποταμό. Κάποτε ὅμως τὸν χτύπησε μία πολὺ βαριὰ ἀρρώστια, ποὺ τὸν
ταλαιπωροῦσε γιὰ πολὺ καιρό.
Συμπλήρωνε ἤδη πέντε μῆνες σ’ αὐτὴ τὴ
φοβερὴ δοκιμασία, ὅταν μία μέρα, γύρω στὴν τρίτη ὥρα, συνῆλθε λίγο,
ἀνασηκώθηκε μαλακὰ πάνω στὸ μικρό του κρεβάτι καὶ ἀνακάθησε,
στηριζόμενος ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος κι ἀπὸ τὸ ἄλλο στοὺς ἀδελφοὺς ποὺ τὸν
διακονοῦσαν.
Μόλις ὅμως κάθησε, ἔπεσε σὲ ἔκσταση. Ἔμεινε
σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση ἀπὸ τὴν τρίτη ὥρα μέχρι τὴν ἐνάτη. Τὰ μάτια τοῦ
ἦταν ἀνοικτὰ καὶ στηλωμένα στὴν ὀροφὴ τοῦ κελλιοῦ του, ἐνῶ τὸ στόμα τοῦ
σιγοψιθύριζε λόγια ἄναρθρα καὶ ἐντελῶς ἀκατανόητα.
Στὸ μεταξύ, κάποια στιγμή, ξαναῆρθε λίγο στὸν ἑαυτό του καὶ ζητοῦσε ἀπὸ τοὺς παρευρισκομένους ἀδελφοὺς δυὸ κομμάτια ξερὸ ψωμί.
– Δῶστε μου τὶς δυὸ φέττες ψωμί, ποὺ πῆρα ἀπὸ τὸν ἅγιο γέροντα, εἶπε – κι ἔβαλε τὰ χέρια στὸν κόρφο τοῦ ψάχνοντας νὰ τὶς βρεῖ.
Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς παρόντες κατάλαβαν πὼς εἶδε ὀπτασία. Τὸν ἱκέτευαν λοιπὸν νὰ τοὺς φανερώσει τὸ μεγάλο αὐτὸ μυστήριο.
-Πές μας, πάτερ, τοῦ ἔλεγαν. Μή μας
στερήσεις τὴν ὠφέλεια. Ποῦ ἤσουνα τόσες ὧρες; Σὲ ποιὰ μυστικὴ θεωρία
εἶχες ἀνυψώσει τὸ νοῦ σου; Εἴδαμε ποὺ μισάνοιγες τὰ χείλη σου. Μὲ ποιὸν
συνομιλοῦσες; Ἐκεῖνος βλέποντας νὰ τὸν παρακαλοῦν τόσο σπαρακτικὰ εἶπε:
-Σταματῆστε, παιδιά μου. Κι ἂν ἐπιτρέψει ὁ Κύριος νὰ ξανάρθω στὸν ἑαυτό μου, θὰ ἐκπληρώσω τὸ αἴτημά σας.
Τὸ πρωΐ λοιπὸν μαζεύτηκαν ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ κοντά του. Κι ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ διηγεῖται:
–Πατέρες καὶ ἀδελφοί, εἶναι πάνω ἀπὸ κάθε νοῦ καὶ γλώσσα ἀνθρώπινη ὅσα εἶδα. Γι’ αὐτὸ καὶ μοῦ εἶναι ἀδύνατο νὰ τὰ διηγηθῶ μὲ λεπτομέρειες. Πλὴν ὅμως, θὰ σᾶς διηγηθῶ ὅσα μπορέσω νὰ θυμηθῶ.
Καθὼς ἤμουνα καθισμένος στὸ μικρό μου
κρεβάτι, στηριγμένος σὲ δυὸ ἀδελφούς, μοῦ φάνηκε πὼς εἶδα στ’ ἀριστερά
μου ἕνα πλῆθος παράξενα ἀνθρωπάκια μὲ μαῦρα πρόσωπα. Ἡ μαυρίλα ὅμως δὲν
ἦταν σ’ ὅλα ἡ ἴδια, ἀλλὰ σ’ ἄλλα περισσότερη καὶ σ’ ἄλλα λιγότερη. Καὶ
σ’ ἄλλα ἀνθρωπάκια τὰ μάτια τοὺς ἦταν γυρισμένα, ἄλλα τὰ μάτια τοὺς
εἶχαν χρῶμα κιτρινόμαυρο, ἄλλα αἱμοστάλαχτο χρῶμα, φονικὰ καὶ θηριώδη.
Ἄλλου πάλι τὰ χείλη ἦταν μελανιασμένα καὶ πρησμένα, ἄλλου τὸ ἕνα χεῖλος
ἦταν πρησμένο, εἴτε τὸ πάνω εἴτε τὸ κάτω.
Αὐτὰ λοιπὸν τ’ ἀνθρωπάκια πλησίασαν τὸ
κρεβάτι μου καὶ ἀγωνίζονταν νὰ μὲ πάρουν ἀπὸ κοντά σας. Καὶ στὴν ἀρχὴ
μέν, βλέποντας ἐσᾶς γύρω μου, ἔνιωθα νὰ μὴν τὰ φοβᾶμαι πολὺ οὔτε νὰ χάνω
τὴν ψυχραιμία μου μπροστὰ στὴν ὁρμητικότητά τους. Ὕστερα ὅμως, δὲν ξέρω
πώς, χωρίστηκα ἀπό σας, κι ἔτσι κατόρθωσαν νὰ μὲ συλλάβουν. Μ’ ἅρπαξαν
θρασύτατα, μ’ ἔδεσαν, κι ἄρχισαν ἄλλοι νὰ μὲ σέρνουν μπροστά, ἄλλοι νὰ
μὲ τραβᾶνε πίσω, ἕνας νὰ μὲ δένει χειροπόδαρα κι ἄλλοι νὰ μὲ σφίγγουν
δυνατά. Τελικὰ μὲ πῆραν, κι ἄρχισαν νὰ μὲ σφίγγουν δυνατά. Τελικὰ μὲ
πῆραν, κι ἄρχισαν νὰ μὲ σέρνουν μὲ βιαιότητα σ’ ἕνα ἀχανῆ γρεμό, ποὺ τὸ
πλάτος του δὲν ξεπερνοῦσε μία πετροβολιᾶ, τὸ βάθος τοῦ ὅμως ἔφτανε μέχρι
τὰ τάρταρα. Στὴ μιὰ πλευρὰ τοῦ γκρεμοῦ ὑπῆρχε ἕνα μονοπάτι τόσο στενό,
ποὺ μόλις μποροῦσε νὰ χωρέσει μία πατημασιά. Σ’ αὐτὸ τὸ στενό- στενὸ
μονοπάτι μὲ τραβοῦσαν μὲ μεγάλη βία, ἐνῶ φρόντιζα νὰ γέρνω πάντα πρὸς τὸ
δεξιὸ μέρος, μὴν τυχὸν γλιστρήσω καὶ γκρεμιστῶ στὸ ἀχανὲς καὶ
ἀπερίγραπτο ἐκεῖνο βάραθρο. Καθὼς φαίνεται μάλιστα, στὸ βάθος τοῦ
κυλοῦσε ἕνα ποτάμι, ποὺ ἡ ροὴ τοῦ δημιουργοῦσε μεγάλο βουητό.
Ἀφοῦ λοιπὸν μὲ μεγάλο τρόμο περάσαμε κεῖνο
τὸ στενὸ δρομάκι, βαδίζοντας θαρρῶ πρὸς τ’ ἀνατολικά, βρήκαμε μία μεγάλη
πύλη μισάνοιχτη. Μπροστὰ τῆς καθόταν ἕνας πελώριος γίγαντας, μαῦρος καὶ
φοβερὸς στὴν ὄψη. Τὰ τεράστια μάτια τοῦ ἦταν γυρισμένα ἀνάποδα,
κατακόκκινα σὰν αἷμα, καὶ πετοῦσαν πύρινες φλόγες. Ἀπ’ τὰ ρουθούνια τοῦ
ἔβγαιναν καπνοί. Ἡ γλώσσα τοῦ κρεμμόταν μία πήχη ἔξω ἀπὸ τὸ στόμα. Τὸ
δεξί του χέρι ἦταν ἐντελῶς ψυχρὸ καὶ ἀκίνητο. Τὸ ἀριστερὸ ὅμως ἦταν
χοντρὸ σὰν κολόνα, γυμνὸ καὶ πολὺ μακρύ. Μ’ αὐτὸ τὸ χέρι ἅρπαζε κι’
ἔριχνε μέσα σ’ ἐκεῖνο τὸ χάος τοὺς καταδικασμένους ἁμαρτωλοὺς ποὺ
ἔβγαζαν σπαρακτικὲς κραυγές.
Καθὼς λοιπὸν πλησιάσαμε, ὁ φοβερὸς ἀγριάνθρωπος ἔβγαλε φωνὴ μεγάλη καὶ εἶπε σ’ ἐκείνους ποὺ μ’ ἔσερναν:
– Αὐτὸς ἔιναι φίλος μου!
Κι εὐθὺς ἅπλωσε τὸ χέρι του καὶ δοκίμασε νὰ
μὲ πιάσει. Ἄρχισα νὰ τρέμω ἀπὸ φόβο. Μαζεύτηκα καὶ κουλουριάστηκα κάτω,
κυριευμένος ἀπὸ τρομάρα.
Τὴν ἴδια στιγμὴ ὅμως- λὲς καὶ κάποιος ἔστειλε γιὰ μένα – παρουσιάστηκαν δυὸ λευκότριχοι καὶ σεβάσμιοι γέροντες. Νομίζω πὼς τοὺς ἀναγνώρισα. Ἦταν οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι Ἀνδρέας ὁ Πρωτόκλητος καὶ Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, καθὼς
τοὺς θυμᾶμαι ἀπὸ τὶς ἱερὲς εἰκόνες τους. Μόλις τοὺς εἶδε ἐκεῖνος ὁ
ἀπαίσιος γίγαντας, ἔκανε πίσω καὶ κρύφτηκε βιαστικά. Μὲ πῆραν τότε
καλοσυνάτα οἱ δυὸ γέροντες, περάσαμε τὴ μεγάλη πύλη καὶ μίαν ἄλλη
ἐσωτερική, καὶ βγήκαμε σ’ ἕνα πεδινὸ τόπο μὲ πανέμορφα χωριά. Τὰ
προσπεράσαμε καὶ προχωρίσαμε μέχρι τὸ τέλος τῆς πεδιάδας. Ἦταν ἐκεῖ μία
κοιλάδα καταπράσινη καὶ πάντερπνη, ποὺ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν χάρη τῆς
εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο νὰ παραστήσει κανεὶς μὲ λόγια. Κι ἐκεῖ, καταμεσίς,
καθόταν ἕνας γέροντας, χαριτωμένος καὶ σεβάσμιος, ἔχοντας γύρω τοῦ
παιδιὰ πλῆθος, σὰν τὴν ἄμμο τῆς θάλασσας.
Ἒ τότε ἔνιωσα νὰ μοῦ φεύγει ὁ φόβος, καί, κάπως ἤρεμος πιά, ρώτησα τοὺς δυὸ ὁδηγούς μου:
– Ποιὸς νὰ ‘ναι ὁ γέροντας; Καὶ τί εἲν’ αὐτὸ τὸ ἀναρίθμητο πλῆθος ποῦ τὸν κυκλώνει;
– Ὁ Ἀβραὰμ εἶναι, μοῦ εἶπαν. Κι αὐτὸ ποὺ βλέπεις εἶναι ὁ κόλπος τοῦ Ἀβραάμ, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔχεις ἀκούσει.
Κι εὐθὺς μὲ τὴν προτροπή τους, πῆγα καὶ τὸν προσκύνησα εὐλαβικά.
Ἀμέσως μετὰ συνεχίσαμε τὴν πορεία μας.
Περάσαμε τὴν κοιλάδα καὶ βγήκαμε σ’ ἕναν ἀπέραντο ἐλαιώνα. Θαρρῶ πὼς πιὸ
πολλὰ ἦταν τὰ δέντρα τοῦ ἐλαιώνα ἐκείνου ἀπὸ τ’ ἄστρα τ’ οὐρανοῦ. Κάτω
ἀπὸ κάθε ἐλλιὰ ἦταν μία σκηνή. Σὲ κάθε σκηνὴ ὑπῆρχε μία κλίνη, καὶ σὲ
κάθε κλίνη ἕνας ἄνθρωπος. Σ’ ἐκεῖνες τὶς σκηνὲς ἀναγνώρισα πολλοὺς ποὺ
ἤξερα πὼς ζοῦσαν στὰ βασιλικὰ παλάτια, ἄλλους ποὺ κατοικοῦσαν στὴν πόλη (
Κῶν/ πόλη), μερικοὺς ἀγρότες, καθὼς καὶ ὁρισμένους ἀπὸ τὸ μοναστήρι
μας. Ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἀναγνώρισα, εἶχαν ἤδη πεθάνει.
Ἐνῶ λοιπὸν σκεφτόμουν νὰ ρωτήσω τοὺς δυὸ
γέροντες συνοδούς μου ποιὸς ἦταν ἐκεῖνος ὁ ἀπέραντος καὶ τόσο θαυμάσιος
ἐλαιώνας, μὲ πρόλαβαν ἐκεῖνοι καὶ εἶπαν:
– Τί ἀπορεῖς γιὰ τὸ ποιὸς εἶναι τοῦτος ὁ
μεγάλος καὶ πανέμορφος ἐλαιώνας κι ὅλα ὅσα βλέπεις μέσα σ’ αὐτόν; Εἲν’
ἐκεῖνα ποὺ ἀκοῦς νὰ λένε οἱ Πατέρες καὶ ἡ Γραφή: ” Πολλὲς κατοικίες
ὑπάρχουν στὰ οὐράνια σκηνώματά Σου, Σωτήρα μας, ὅπου κατανέμονται ὅλοι
οἱ ἀνθρῶποι ἀνάλογα μὲ τὴν ἀξία τους καὶ σύμφωνα μὲ τὰ μέτρα τῆς ἀρετῆς
τους” ( Ἰω 14:2)
Μετὰ τὸν ἐλαιώνα ἐκεῖνο ἦταν μία πόλη,
ποὺ τὴν ὀμορφιά της καὶ τὴν ποικιλία της καὶ τὴν ἁρμονική της κατασκευὴ
τοῦ τείχους τῆς εἶναι ἀδύνατο νὰ περιγράψω. Δώδεκα ζωνάρια, ἀπὸ δώδεκα
πολύτιμους λίθους, ἔζωναν ὅλο τὸ τεῖχος γύρω-γύρω. Κάθε ζωνάρι ἦταν
φτιαγμένο ἀπὸ ἕνα εἶδος πολύτιμων λίθων καὶ σχημάτιζε ξεχωριστὸ κύκλο. Τί νὰ πῶ καὶ γιὰ τὶς ἄλλες ὀμορφιὲς τῆς πολιτείας ἐκείνης; Ἦταν
ἐπίπεδη, εὐρύχωρη, ἁρμονικὰ οἰκοδομημένη σὲ κάθε τῆς λεπτομέρεια. Τὸ
τεῖχος καταστόλιζαν πύλες πλουμισμένες μὲ χρυσάφι καὶ ἀσήμι, πού, μόλις
ἄνοιγαν, ἀποκάλυπταν δάπεδο χρυσό. Ἀκολουθοῦσαν κατοικίες χρυσὲς καὶ
καθίσματα χρυσὰ καὶ τραπέζια χρυσά. Κι ἡ πολιτεία ὁλάκερη λουσμένη σὲ φῶς ἀλάλητο καὶ σ’ εὐωδία ἄρρητη, σὲ γέμιζε χαρά.
Ὅσο τριγυρνούσαμε στὴν πόλη πουθενὰ δὲν
εἴδαμε ἄνθρωπο ἢ ζῶο ἢ πουλὶ ἢ ἄλλο γήϊνο πλάσμα. Μόνο σὰν φτάσαμε στὴν
ἄκρη της, ἀντικρύσαμε θαυμαστὰ ἀνάκτορα, ποὺ στὴν εἴσοδο τοὺς ὑπῆρχε
ἕνας θάλαμος μακρύς, ὅσο ἡ βολὴ μίας πέτρας. Ἀπὸ τὴ μία μεριὰ μέχρι τὴν
ἄλλη ἦταν στρωμένη τράπεζα, ἀπὸ μάρμαρο ρωμαϊκὸ κατασκευασμένη καὶ ψηλὴ
τόσο, ὅσο χρειάζεται γιὰ νὰ κάθεται καὶ ν’ ἀκουμπάει ἕνας ἄνθρωπος. Κι ἡ
τράπεζα ἐκείνη ἦταν γεμάτη ἀπὸ συμποσιαστές. Φῶς ὑπέρλαμπρο κι εὐωδία καὶ χάρη γέμιζαν ὅλο τὸν χῶρο. Ὁ θάλαμος κατέληγε σὲ μικρὸ ἑλικοειδῆ διάδρομο, ποὺ ἔβγαζε σ’ ἕνα ὡραῖο λιακωτό, ἀκριβῶς ἀπέναντι στὴν τράπεζα.
Ἀπὸ ἐκεῖ φάνηκαν δυὸ φωτόμορφοι εὐνοῦχοι,
ὑπέλαμπροι καὶ ἀστραποβόλοι στὴν ὄψη (προφανῶς ἦταν ἄγγελοι). Στράφηκαν
στοὺς γέροντες ποὺ μὲ βάσταζαν:
– Ἂς καθήσει κι αὐτὸς στὴν τράπεζα, εἶπαν.
Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ἔδειξαν μία θέση, ὅπου
μὲ ὁδήγησαν οἱ γέροντες νὰ καθήσω. Ἔπειτα κάθησαν κι αὐτοὶ σ’ ἕνα ἄλλο
μέρος τοῦ θαλάμου, ἐνῶ οἱ εὐνοῦχοι σὰ ν’ ἀποσύρθηκαν στὸ βάθος τοῦ
σπιτιοῦ, πρὸς τὴ μεριὰ τοῦ λιακωτοῦ. Ὅσο ἔλειπαν, ἔπιασα νὰ παρατηρῶ μὲ
προσοχὴ ὅτι γινόταν στὴν τράπεζα ἐκείνη. Ἀνάμεσα στοὺς ὁμοτράπεζους
ἀναγνώρισα πολλοὺς γνωστούς μου, τόσο ἀπὸ τὴν τάξη τῶν κοσμικῶν ὅσο καὶ
ἀπὸ τὸ μοναστήρι μας. Ξεχώρισα καὶ μερικοὺς ἀπ’ τοὺς παλατιανούς.
Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ὧρες οἱ εὐνοῦχοι φάνηκαν πάλι καὶ φώναξαν τοὺς γέροντες.
– Αὐτὸν ἐδῶ νὰ τὸν γυρίσετε πίσω,
γιατί πολὺ θλίβονται γιὰ τὸ θάνατο τοῦ τὰ πνευματικά του παιδιά. Ὁ
βασιλιὰς Κύριος, συγκινημένος ἀπὸ τὴν ὀδύνη τους, ἀποφάσισε νὰ
παρατείνει τὴ μοναχική του ζωή. Γυρίστε τὸν πίσω λοιπὸν ἀπὸ ἄλλο δρόμο,
καὶ πάρετε, ἀντὶ γι’ αὐτόν, τὸ μοναχὸ Ἀθανάσιο, ἀπὸ τὸ μοναστήρι τοῦ
Τραϊανοῦ.
Μὲ
πῆραν οἱ γέροντες. Βγήκαμε γρήγορα ἀπὸ τὸ θάλαμο κι’ ἀπ’ τὴν πόλη,
ἀκολουθώντας ἄλλο δρόμο. Καθὼς προχωρούσαμε, συναντήσαμε τώρα ἑφτὰ
λίμνες, γιὰ ἰσάριθμες κολάσεις καὶ τιμωρίες. Ἄλλη ἦταν κατασκότεινη,
ἄλλη γεμάτη σκουλήκια καὶ ἄλλη βασανιστήρια καὶ τιμωρίες. Σ’ ὅλες ὅμως
στριμώχνονταν πλῆθος ἀναρίθμητων ἀνθρώπων, ποὺ θρηνοῦσαν, ζητώντας
ἔλεος, καὶ κραύγαζαν γοερά.
Ἀφοῦ περάσαμε ἐκεῖνες τὶς λίμνες κι ἕναν
ἄλλο μικρὸ τόπο, συναντήσαμε πάλι τὸν γέροντα, ποὺ ἔλεγαν πὼς εἶναι ὁ
Ἀβραάμ. Τὸν πλησίασα κι αὐτὴ τὴ φορὰ καὶ τὸν ἀσπάστηκα. Κι ἐκεῖνος μου
πρόσφερε ἕνα χρυσὸ ποτήρι γεμάτο κρασὶ γλυκό, γλυκύτερο κι ἀπὸ τὸ μέλι,
καὶ τρία κομμάτια ξερὸ ψωμί. Ἀπ’ αὐτὰ τὸ ἕνα τὸ ἔβρεξα μέσα στὸ κρασί,
καὶ σά μου φάνηκε πὼς τὸ ἔφαγα. Τ’ ἄλλα δυὸ τὰ ἔκρυψα μέσα στὸν κόρφο
μου. Εἶναι αὐτὰ πού σας ζητοῦσα χθές.
Μετὰ ἀπὸ λίγο φτάσαμε πάλι στὸν τόπο, ὅπου
καθόταν ἐκεῖνος ὁ πανάσχημος γίγαντας,μὲ τὴ μαύρη σὰν τὴ νύχτα ὄψη.
Μόλις μὲ εἶδε, ἄρχισε νὰ τρίζει τρομερὰ τὰ δόντια τοῦ ἐναντίον μου, καὶ
νὰ λέει μὲ ὀργὴ καὶ κακία:
– Τώρα μου γλίτωσες! Ἀλλ’ ἀπὸ δῶ καὶ πέρα δὲ θὰ πάψω νὰ πλέκω σκάνδαλα καὶ νὰ στήνω παγίδες σὲ σένα καὶ στὸ μοναστήρι σου!
Αὐτὰ εἶναι ἀδελφοί μου, ὅλα ὅσα ξέρω. Σᾶς τὰ εἶπα. Πῶς ὅμως ξαναβρῆκα τὸν ἑαυτό μου, αὐτὸ τὸ ἀγνοῶ ἐντελῶς.
Ἀμέσως οἱ πατέρες ἔστειλαν ἕναν
ἀδελφὸ στὸ μοναστήρι τοῦ Τραϊανοῦ. Κι ἐκεῖνος, μόλις ἔφτασε, βρίσκει τὸν
μοναχὸ Ἀθανάσιο νεκρό, νὰ τὸν βγάζουν ἀπὸ τὸ κελλὶ τοῦ ξαπλωμένο πάνω
στὸ νεκροκρέβατο. Ὁ ἀδελφὸς ρώτησε νὰ μάθει πότε ξεψύχησε.
– Χθές, γύρω στὴν ἐνάτη ὥρα, τοῦ εἶπαν.
Ἦταν ἡ ὥρα ποὺ ὁ μοναχὸς Κοσμᾶς, ἔχοντας δεῖ τὴν ὀπτασία, ἦρθε πάλι στὸν ἑαυτό του.
Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, τὰ δυὸ μοναστήρια
συγχωνεύτηκαν σὲ ἕνα, σὰν κοντινὰ ποὺ ἦταν. Καὶ μέχρι σήμερα ( 12
αἰώνας, τότε ποὺ ἔζησε ὁ συγγραφέας τῆς διηγήσεως Μαυρίκιος, Διάκονος)
ἕνας ἡγούμενος τὰ καθοδηγεῖ.
Ὁ μοναχὸς Κοσμᾶς ἔζησε τριάντα ἀκόμα χρόνια
μετὰ τὴν ὀπτασία, καθοδηγώντας καὶ τὰ δυὸ μοναστήρια στὴ θεάρεστη
πολιτεία τῶν μοναχῶν ὅσο καί, γενικά, στὴ διοίκηση καὶ τὰ εἰσοδήματά
τους, πρὸς δόξαν τοῦ φιλάνθρωπου Θεοῦ μας. Ἀμήν.
Πηγή: (ἀπὸ τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Ἀ’, Ἐκδόσεις Δόμο
https://agioreitika.net/2020/12/04/%E1%BD%80%CF%80%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%B1-%CE%BA%CE%BF%CF%83%CE%BC%E1%BE%B6-%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%B1%CF%87%CE%BF%E1%BF%A6-%CF%86%CE%BF%CE%B2%CE%B5%CF%81%E1%BD%B0-%CE%BA%CE%B1%E1%BD%B6-%E1%BD%A0/
Οφείλουμε
να οικοδομήσουμε τη ζωή μας σε μια εποχή πιο επικίνδυνη από όλες τις
προηγούμενες… Εσύ να προσέχεις καλά και να μην παρασύρεσαι στο τι λέει ο
ένας και ο άλλος, εμείς πρέπει να υποτάξουμε την ακοή μας μόνο στο
θέλημα του Θεού και στο τι μας έχει πει διά των Γραφών. Άγιος Σωφρόνιος
του Έσσεξ – Άγιος Παΐσιος
https://iconandlight.wordpress.com/2023/10/04/%ce%bf%cf%86%ce%b5%ce%af%ce%bb%ce%bf%cf%85%ce%bc%ce%b5-%ce%bd%ce%b1-%ce%bf%ce%b9%ce%ba%ce%bf%ce%b4%ce%bf%ce%bc%ce%ae%cf%83%ce%bf%cf%85%ce%bc%ce%b5-%cf%84%ce%b7-%ce%b6%cf%89%ce%ae-%ce%bc%ce%b1%cf%82/
Η
ευχή είναι βαρύ πυροβολικό για τον διάβολο. Κάτσε να σου φέρω ένα
πιστόλι. Κάθε φορά που λες την ευχή ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ, είναι
σαν να πυροβολείς το διάβολο και δεν σε πλησιάζει. Πάρτο να το έχεις
για άμυνα! Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης
https://iconandlight.wordpress.com/2021/10/04/%ce%b7-%ce%b5%cf%85%cf%87%ce%ae-%ce%b5%ce%af%ce%bd%ce%b1%ce%b9-%ce%b2%ce%b1%cf%81%cf%8d-%cf%80%cf%85%cf%81%ce%bf%ce%b2%ce%bf%ce%bb%ce%b9%ce%ba%cf%8c-%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%bf%ce%bd-%ce%b4%ce%b9/
Ἀπολυτίκιον τῆς ἁγίας Μάρτυρος Χαριτίνης.
Ἦχος δʹ.
Ἡ ἀμνάς σου Ἰησοῦ, κράζει μεγάλη τῇ φωνῇ. Σὲ Νυμφίε μου ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῷ σου· καὶ πάσχω διὰ σέ, ὡς βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ θνήσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί· ἀλλʼ ὡς θυσίαν ἄμωμον προσδέχου τὴν μετὰ πόθου τυθεῖσάν σοι. Αὐτῆς πρεσβείαις, ὡς ἐλεήμων, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῆς ἁγίας Μάρτυρος Χαριτίνης
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείᾳ χάριτι, κραταιωθεῖσα, κράτος ἤσχυνας, τῆς δυσσεβείας, Χαριτίνη ὑπὲρ φύσιν ἀθλήσασα· ὅθεν χαρίτων πηγὴν ἀδαπάνητον, ὡς γλυκασμὸν ἀναβλύζεις τοῖς κράζουσι· Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῆς ἁγίας Μάρτυρος Χαριτίνης
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς Μάρτυς πολύαθλος καὶ ὡς παρθένος φαιδρᾶ, ἐνδόξως παρίσταται τῷ σῷ Νυμφίῳ Χριστῷ, Χαριτίνη πανεύφημε· ὅθεν τοὺς σὲ ὑμνοῦντας, καὶ τιμῶντάς σε πόθῳ, ῥῦσαι ταῖς σαῖς πρεσβείαις, ἐκ παντοίων κινδύνων, ἵνα σὲ ἀκαταπαύστως ἀεὶ μακαρίζομεν.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ἑρμογένους, ἐπισκόπου Σάμου
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τοῦ Φοίνικος ὁ κλάδος, καὶ Σαμίων τὸ στήριγμα, φύλαξ καὶ φρουρὸς τῶν Κυπρίων, Ἐρμόγενες Πατὴρ ἡμῶν ἀναδειχθεὶς τὴν Θάλασσαν διῆλθες ὥσπερ ζῶν, καὶ ταύτης τρικυμίας χαλινῶν, θαυμασίως λάρνακά σου Ἐπισκοπῇ τῇ πόλει κατεστήριξας, δόξα τῷ οὕτως εὐδοκήσαντι Θεῷ, δόξα τῷ σὲ ὁδηγήσαντι. Δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὀσίου Εὐδοκίμου τοῦ Βατοπεδινοῦ
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Λαθὼν πεπολίτευσαι, ἀσκητικῶς ἐπὶ γῆς, καὶ δόξης ἠξίωσαι, ἐν οὐρανοῖς ἐκ Θεοῦ, Εὐδόκιμε Ὅσιε. Ὅθεν Βατοπεδίου, ἡ Μονὴ ὡς πλουτοῦσα, Πάτερ τὰ λείψανά σου, ἀνυμνεῖ σε ἀξίως, καὶ πόθῳ μεγαλύνει, τὸν σὲ θαυμαστώσαντα.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὀσίου Εὐδοκίμου τοῦ Βατοπεδινοῦ
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Μύρον εὔοσμον, Βατοπεδίου, ἡδυπνόοις σου, ὁδμαῖς θαυμάτων, ἀνεδείχθης τρισμάκαρ Εὐδόκιμε, εὐωδιάζων ψυχὰς καὶ τὰ σώματα, τῶν προσιόντων σορῷ τῶν λειψάνων σου, θεοδόξαστε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἀπολυτίκιον τῆς Ὁσίας Μεθοδίας τῆς ἐν Κιμώλῳ (Γερασίμου μοναχοῦΜικραγιαννανίτου)
Ἦχος α ́. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Κιμώλου τὸν γόνον, ἀρετῶν τὸκειμήλιον, καὶτῶν ἀπ’ αἰῶνος Ὁσίων, ἀληθῶς τὴν ὁμόσκηνον, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις οἱπιστοί, Ὁσίαν Μεθοδίαντὴν σεπτήν, τὰς τοῦβίου αὐτῆς πράξεις θεοφιλεῖς, μιμούμενοι κραυγάζοντες· δόξα τῶδεδωκότι σοι ἰσχύν· δόξα τῷσὲστεφανώσαντι· δόξα τῷσὺν Ἁγίων τοῖς χοροῖς, σὲΜῆτερ ἀριθμήσαντι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου