– Πάτερ θα ήθελα να σας πω ένα θαύμα, από τα πολλά που έγιναν τη δύσκολη εποχή του ’40’.
Πολλά τ`ακούγαμε, μερικά τα ζήσαμε, όπως τούτο που θέλω να σας πω και που είχε κάνει μεγάλη εντύπωση σε όλους μας, όσοι βρεθήκαμε τότε μέσα στο Ναό των Ταξιαρχών και σ`όλη την περιοχή.Με τον Φώτη Καπουσούζη ήμασταν από μικροί γείτονες, φίλοι, συμμαθητές. Προχθές ανταμώσαμε στην Αθήνα και θυμηθήκαμε με νοσταλγία τα παιδικά μας χρόνια. Κουβέντα στην κουβέντα ήρθε στο νου μας ένα φοβερό θαύμα που ξετυλίχθηκε μπροστά στα μάτια μας, μέσα στον ιερό Ναό των Ταξιαρχών, σε μία ολονύκτιο αγρυπνία.
Την εποχή του “40” οι γυναίκες του Μανταμάδου ξαγρυπνούσαν τις νύχτες μέσα στο Ναό των Ταξιαρχών, παρακαλώντας τους Αρχαγγέλους για τους άντρες τους, τα αδέλφια τους και τα παιδιά τους, που βρίσκοταν στην Αλβανία πολεμώντας για τα ιερά και τα όσια του Γένους μας.
Εμείς τα παιδιά τις ακολουθούσαμε και ξαγρυπνούσαμε μαζί τους προσευχόμενοι για τον πατέρα μας, τους θείους μας και τους άλλους συγγενείς.
Ένα βράδυ σούρουπο κατεβήκαμε με τις μανάδες μας στον Ταξιάρχη. Είχε πάλι ολονύκτια Λειτουργία.
Μία γυναίκα από τη Γέρα ξεχώριζε από τις άλλες. Ήταν ψηλή, αγέρωχη, ολιγομόλητη, σωστή αρχόντισσα. Το βράδυ αυτό βγήκε από το κελλί της νωρίς και κατευθύνθηκε μέσα στο Ναό με τον αγέρωχο βηματισμό της.
Μπήκαμε κι εμείς μέσα στην Εκκλησία. Η γυναίκα από τη Γέρα ήτανε γονατιστή μπροστά στην ανάγλυφη εικόνα του Ταξιάρχη και έκανε συνεχώς μετάνοιες. Καθίσαμε ήσυχα και μεις σε μια γωνιά και περιμέναμε να αρχίσει η αγρυπνία.
Σε κάποια στιγμή καθώς σηκωνόταν και έπεφτε στη γη κάνοντας μετάνοιες, στάθηκε σαν άγαλμα με τα χέρια ψηλά με το πρόσωπο σηκωμένο να βλέπει στο πάνω μέρος της εικόνας.
Στην αρχή δεν δώσαμε μεγάλη σημασία, αλλά και οι μανάδες μας το ίδιο. Όταν όμως πέρασε πολύ ώρα και η γυναίκα έμεινε στη στάση αυτή σαν άγαλμα, οι γυναίκες άρχισαν να θορυβούνται και σηκώθηκαν διστακτικά να πάνε κοντά της.
Της μίλησαν μα εκείνη δεν απάντησε. Τότε την πλησίασαν περισσότερο, την κράτησαν από τα δύο χέρια και προσπάθησαν να την βοηθήσουν να συνέλθει.
Τότε εκείνη σα να ξυπνούσε από ένα βαθύ λήθαργο, τις κοίταξε παράξενα και με ένα μορφασμό που θα τον έλεγες και χαμόγελο είπε:
– “…Ευχαριστήστε τον Ταξιάρχη! Ευχαριστήστε Τον με όλη την ψυχή σας, βρίσκεται πάνω στα βουνά της Αλβανίας μαζί με τους δικούς μας, τους άνδρες μας και πολεμά και κυνηγά τον εχθρό και σώζει τα παληκάρια μας.
Μου έδωσε και έπιασα το σπαθί του!!!…”
Και λέγοντας αυτά άνοιξε τις παλάμες της. Ήταν καταματωμένες! Χωρίς να έχουν καμία πληγή!
Όλοι τότε τρέξαμε και φιλήσαμε τα χέρια της. Εκείνα τα χέρια που είχαν την ευλογία να πιάσουν το ματωμένο σπαθί του Ταξιάρχη!
……………………………………………………………………………………….
Πρωτοπρεσβυτέρου Ευστρατίου Δήσσου, “ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΓΓΕΛΩΝ ΜΑΝΤΑΜΑΔΟΥ”, τόμος `Δ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου