Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2025

Ανοίξτε τήν Αποκάλυψη ! Ζούμε σε καιρούς ανατροπής τών πάντων, τί άραγε μάς περιμένει;


6 SALPIGA

" Ὡς πρὸς τὸ ντύσιμο λοιπόν, πρὶν ἀπὸ ἑξήντα χρόνια οὔτε αὐτὲς οἱ ταλαίπωρες γυναῖκες, ποὺ πουλοῦν τὸ κορμί τους ἕνα τάλ­ληρο γιὰ νὰ ζήσουν, δὲν περπατοῦσαν έτσι στὸ δρόμο... Ἐπικαλοῦμαι τὴν μαρτυρία ὅ­λων τῶν μεγαλυτέρων ποὺ μ᾽ ἀκοῦνε, ἂν πρὸ πενήντα – ἑξήντα ἐτῶν κι αὐτὲς οἱ πόρνες, τὰ δυστυχισμένα αυτά πλάσματα, δέν περπατοῦσαν ἔτσι ξεγυμνωμένες..."( σσ.Καί μόνο ξεγυμνωμένες; Άλλες με τα σόρτς ώς επάνω, άλλες μέ τίς κοιλιές καί τα στήθη έξω πώς πάνε έτσι άφοβα γιά να κοινωνήσουν και δεν τούς λέει ο παπάς τίποτα αλλά τους δίνει και την Αγία Κοινωνία ; Αυτήν, πού τρέμουν Άγγελοι και Αρχάγγελοι μόνο και μόνο πού την βλέπουν μέσα στο Άγιο Δισκοπότηρο...) 

 
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος 

Αγαπητοί αδελφοί ο λόγος τοῦ Θεοῦ εἶνε γραμμένος μὲ αἷμα μέσα στὴν Αγία Γραφή· ἐκεῖ λαλεῖ ὁ Θεός. Ἡ Αγία Γραφὴ δὲν εἶνε ἕνα βιβλίο, εἶ­νε μία βιβλιοθήκη· ἀποτελεῖται ἀπὸ πολλὰ βιβλία καὶ ὅλα μαζὶ κάνουν τὴν Αγία Γραφή. Χωρίζεται, όπως ξέρουμε, σὲ Παλαιὰ καὶ σὲ Καινὴ Διαθήκη. Ἂν ῥωτήσετε τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς νέους μας, ποιά εἶ­νε τὰ βιβλία τῆς Αγίας Γραφῆς, δὲν θὰ σᾶς ἀ­παντήσουν, έχουν μεσάνυκτα...
Τὰ βιβλία τῆς Παλαι­ᾶς Διαθήκης εἶνε 49 καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης 27, σύνολο 76. Ὅποιο βιβλίο καί ν᾽ ἀνοίξουμε εἶνε χρυσάφι, πετράδια πολύτιμα, νερὸ δροσερὸ ποὺ τρέχει. ●

Ἡ Ἀποκάλυψις τοῦ Ἰωάννου

Θ᾽ ἀνοίξουμε τώρα ἕνα βιβλίο, ποὺ δυσ­τυ­χῶς σπανίως τὸ ἀνοίγου­με. Παλαιότερα δικαι­­ολογοῦνταν ποὺ δὲν τὸ ἄνοιγαν· τώρα όμως στήν εποχή μας εἶ­νε ἀνάγκη νὰ διαβάζουμε, ν᾽ ἀναστενάζουμε, νὰ κλαῖμε· τὸ βιβλίο αὐτὸ εἶνε ἡ Ἀποκ­άλυ­­ψις τοῦ Ἰωάννου, τὸ τελευταῖο βιβλίο τῆς Α­­γίας Γραφῆς.

Μὰ τί εἶνε επιτέλους αυτή ἡ Ἀποκάλυψις;

Τί σημαίνει «Αποκάλυψις»; Ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλ­λη παρόμοια λέξι, ἡ «ἀνακάλυψις». Τί λέτε, μποροῦμε λοιπὸν νὰ ποῦμε ὅτι ἀποκάλυψις = ἀνακάλυψις; εἶνε τὸ ἴδιο πρᾶγμα; Ὄχι, ἡ ἀποκάλυψις εἶνε κάτι ἀνώτερο.
Τί θὰ πῇ ἀνακάλυψις; Θὰ πῇ, κάτι ποὺ τὸ βρί­σκουμε μόνοι μας στύβον­τας τὸ μυαλό μας. Ὁ ἄνθρωπος καλλιεργώντας τὶς ἐπιστῆ­μες, ἐκμεταλλευ­όμενος τὰ τά­λαντα ποὺ τοῦ ᾽δωσε ὁ Θεός, κατορθώνει νὰ βρῇ διάφορα νέα πρά­γμα­τα· ἔτσι φτάσαμε ἀπὸ τὴν καλύβα στὸν οὐρανοξύστη κι ἀπὸ τὰ γαϊδουράκια στοὺς πυραύλους.
Οἱ πρῶτες ἀνακαλύψεις ἦταν ἡ φωτιά, ὁ τροχός, ἡ γραφή, ὁ σίδηρος, ὁ ἀτμός· ἀργότερα ὁ ἠλεκτρισμός, ὁ λαμ­πτή­ρας, ὁ μαγνητισμός, ἡ πυξίδα, ὁ ἀσύρματος, τὸ ῥάδιο, τὸ αὐτοκίνητο, τὸ τηλέφωνο, ἡ τηλεόρασι· καὶ στὰ νεώτερα χρόνια ὁ πύραυλος καὶ ἡ πυρηνικὴ ἐνέργεια ποὺ ἔφεραν ἐπανάστασι· ποιός τώρα  νὰ φαν­ταστῇ ὅτι μέσα σ᾽ ἕνα πετραδάκι, στὸ Οὐράνιο, ὁ Θεὸς ἔ­κλεισε τέτοιες τεράστιες δυ­νάμεις;

Δὲν ἀρνούμε­θα τὴν ἐπιστήμη· ὅσο αὐτὴ προοδεύει καὶ ἀνακαλύπτει καινούργια πράγματα, τόσο ὁ θαυμασμὸς γιὰ τὴ θεία δημιουργία μεγα­λώνει· «ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύ­ριε· πάντα ἐν σο­φίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103,24).

Διάβαζα πρὸ ἡμε­ρῶν ὅτι ἕνας ἀστροναύτης, νέο παλληκάρι, ἄ­­φησε ὅλα τὰ ἐγκόσμια, μετανόησε καὶ κρύφτηκε σ᾽ ἕνα μοναστήρι νὰ ὑμνεί τὸν Θεό, γιατὶ ἀπὸ τὸ διάστημα ἐκεῖ εἶδε πόσο μικρὸς εἶνε ὁ ἄνθρωπος καὶ πόσο μεγάλος ὁ Δημιουργός.  Εἶνε ἀτελείωτος ὁ κατάλο­γος τῶν ἀνακαλύψεων. Ἀπὸ τὰ ἑκατομμύρια μυστικὰ ποὺ ἔχει ὁ κόσμος, ἡ φύσις, ξέρετε πόσα ἀνακαλύψαμε; μόλις ἕνα μόνο! «Ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται εἰς φω­­νὴν τῶν καταρρακτῶν σου» (Ψαλμ. 41,8). Μὰ ὅσο καὶ νὰ προχωρήσουν οἱ ἐ­πιστῆ­μες καὶ τὰ ἐ­πιτεύγματα, ἔρ­χεται στι­γμὴ ποὺ στα­ματοῦν.

Εἶνε σὰν τὸν ἀ­ε­τό, ποὺ πετάει πετάει, ἀλλὰ κάπου κουράζεται, δὲν ἀντέχουν οἱ φτεροῦγες του νὰ πετάξῃ περισσότερο καὶ ἀρχίζει νὰ χαμηλώνῃ. Ἔτσι καὶ τὸ ἀνθρώπινο πνεῦ­μα. Πέρα ὅμως ἀπὸ τὸ φυσικὸ καὶ ὁ­ρατὸ κόσμο ἁπλώνεται ὁ ἀόρατος, ὁ μεταφυσικὸς κό­σμος τοῦ Ἀριστοτέλους. Εἶνε ὁ κόσμος τοῦ οὐρανοῦ, τῶν ἀΰλων πνευμάτων, τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, ὁ κόσμος τοῦ Θεοῦ.

Ὅσα λοιπὸν βρί­σκουμε μόνοι μας στὸν ὁρατὸ κόσμο, αὐτὰ εἶνε ἀνακαλύψεις· ὅσα δὲ ὁ Θεὸς θέ­λει καὶ μᾶς φανερώνει, αὐτὰ εἶνε ἀ­ποκάλυψις, φανέρωσις τοῦ θείου θελήματος· εἶνε φωνὴ τῆς αἰωνιότητος, ἡ ὁποία μᾶς δείχνει μυστήρια τοῦ ἄλλου κόσμου. Ἄγνωστος σ᾽ ἐμᾶς ἐκεῖνος ὁ κόσμος. Ἄ­γνω­στο καὶ τὸ μέλλον, τελείως ἄγνωστο. Σκοτάδι, μεσάνυχτα ἔχουμε. Εἴμαστε τώρα ἐδῶ· ποῦ ξέρω ἐγὼ μήπως αὐτὴ εἶνε ἡ τελευ­ταία ὁ­μιλία ποὺ κάνω; ποῦ ξέρετε σεῖς μήπως εἶνε καί ἡ τελευταία διδαχὴ ποὺ ἀκοῦτε; Ἄγνωστο.

Κοντόφθαλμος ὁ ἄνθρωπος, δὲν μπορεῖ νὰ δῇ πέρα ἀπὸ τὴ μύτη του. Τί θὰ γίνῃ μετὰ πέν­­τε χρόνια, δέκα, εἴκοσι, ἑ­κα­τό, διακόσα, τρι­ακόσα, πεντακόσα, χίλια, δύο χιλιάδες χρόνια; Ἄγνωστο, μυστήριο. Ὁ κινη­ματογράφος παρουσιάζει περασμένα ἢ σημερινὰ γεγονότα· μὰ δὲν ὑ­πάρχει κινηματογράφος ποὺ νὰ μᾶς δεί­ξει ἐκεῖνα ποὺ θὰ γίνουν ὕστερα ἀπὸ λίγα ἢ πολλὰ χρόνια, αὐτὰ ποὺ θὰ γίνουν στὸ μέλλον. Ὑπάρχει;

Ναί, ὑπάρχει ἕνας κινηματογράφος, ποὺ ἅ­μα τὸν ἀνοίξῃς περνάει μπροστά σου ὅλη ἡ ἱ­στορία· ὄχι μόνο τοῦ παρελθόντος, οὔτε μόνο τοῦ παρόντος, ἀλλ᾽ ἀκόμη καὶ ἡ ζωὴ τοῦ μέλλοντος, μέχρι συν­τελείας τῶν αἰώνων. Καὶ ὁ κινηματογράφος, τὸ θέατρο αὐτὸ τὸ ἀ­ποκαλυπτικὸ καὶ διδακτικὸ, εἶναι ἀγαπητοί μου, τὸ βιβλίο τῆς ἱε­ρᾶς Ἀποκαλύψεως. Ἐκεῖ φαίνεται τὸ μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος, ἐκεῖ φανερώνονται τὰ μεγάλα μυστήρια, ἐκεῖ βλέπουμε τὴ φοβερὴ σύγ­κρουσι τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ φωτός. Τὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως ἔχει μέρος ἠ­θικὸ καὶ μέρος προφητικό.

Τά απόκρυφα σημεία ξεσκεπάζονται στήν εποχή μας !

Ὑπάρχουν σημεῖα της ποὺ κατὰ τὸ παρελθὸν καὶ ὁ καλύτερος θεολόγος καὶ ἱεροκήρυκας δὲν μποροῦ­­σε νὰ τὰ ἑρμηνεύσῃ· σήμερα ὅ­μως ἑρμηνεύονται. � Γράφει λ.χ. κάπου, ὅτι θὰ φανοῦν ἐπάνω στὸν οὐρανὸ νὰ πετᾶνε ἀκρίδες (Ἀποκλ. 9,3-11), ποὺ ἀπὸ τὴν οὐρά τους θὰ σκορποῦν θάνατο.

Ποιός νὰ τὸ ἑρ­μηνεύσῃ αὐτό; Καὶ ὅ­μως ἕνα παιδάκι ἔξω ἀπὸ τὴν Κοζάνη, ποὺ τὸ πῆρε ἡ μάνα του ἡ χωριάτισσα νὰ πᾶνε στὸ χωράφι, ὅ­ταν εἶδε νὰ περνᾶνε ἀεροπλάνα, φώναζε· «Μάνα μάνα, καρκαλέτσια!». Στὴ γλῶσ­σα τοῦ λαοῦ τῆς περιοχῆς αὐτῆς καρκα­λέτσια λέγον­ται οἱ ἀκρίδες. Στὸν μικρὸ, τὰ ἀεροπλάνα φάνηκαν σὰν ἀ­κρίδες, ἀλλὰ τί ἀκρίδες! ἀ­κρίδες Ἀποκαλύψεως (βλ. ἡμ. ἔργ. Τὰ τέσσερα χρώματα, Ἀθῆναι 1955, σ. 7 ὑποσημ.). Νά λοιπόν, τὸ μικρὸ παιδάκι ἑρμήνευσε τὴν Ἀποκάλυψι.

Οἱ ἀκρίδες βέβαια τρῶνε χορταράκι καὶ ξεφλουδίζουν ἀμπέλια καὶ χωράφια, μὰ αὐτὲς «ξεφλουδίζουν» τὴν ἀνθρωπότητα !
� Ἕνα ἄλλο. Λέει κάπου ἡ Ἀποκάλυψις, ὅτι θὰ ἔρθῃ ὥρα, ποὺ οἱ μεγάλοι καὶ τρανοὶ θὰ κρυφτοῦν στὶς σπηλιὲς καὶ θὰ λένε στὰ βου­νά· Ἀνοῖξτε τὰ σπλάχνα σας καὶ κρύψτε μας ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Κυρίου (βλ. Ἀπ. 6,16-17). Καὶ τώρα οἱ ῾Ρῶσοι ἔχουν ξεκουφάνει τὰ Οὐράλια ὄρη, ἔχουν ἀνοίξει μέσα διαδρόμους· καὶ οἱ Ἀμερικᾶνοι ἔχουν σκάψει καταφύγια γιὰ νὰ κρύψουν τὰ ἐπιτελεῖα τους σὲ καιρὸ πολέμου.

� Ἀλλοῦ ἡ Ἀποκάλυψις λέει, ὅτι θ᾽ ἀνοιχτοῦν καὶ θὰ χυθοῦν φιάλαι, μποτίλιες γεμᾶ­τες ἀπὸ τὸ θυμὸ τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἀπ. 15,7· 16,1-4,8,10,12,17· 17,1· 21,9). Κι ὅταν πέσουν οἱ φιάλες αὐτὲς θὰ γίνουν μεγάλα κακά· ἀσθένειες, καταστροφὲς στὴν ξηρὰ καὶ στὴ θάλασσα, στὰ νερὰ καὶ στὴν ἡ­λιακὴ ἐνέργεια.

 Ἀλλοῦ ἡ Ἀποκάλυψις λέει, ὅτι τὸ ἕνα τρίτον τῆς γῆς θὰ καεί, τὸ ἕνα τρίτο τῶν δέν­τρων καὶ τῶν χόρτων θὰ καεί, τὸ ἕνα τρίτο τῶν ψαριῶν τῆς θαλάσσης θὰ ψοφήσουν, τὸ ἕνα τρίτο τῶν πλοίων θὰ καταστραφοῦν, στὸ ἕνα τρίτο τους τὰ νερὰ τῶν πηγῶν καὶ τῶν πο­τα­μῶν θὰ πικραθοῦν, ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἄ­στρα θὰ χάσουν τὸ ἕνα τρίτο τῆς φωτεινότητός τους, τὸ ἕνα τρίτο τῶν ἀνθρώπων θὰ θανατω­θοῦν ἀπὸ φωτιὰ καπνὸ καὶ θειάφι (βλ. Ἀπ. 8,7-12· 9,15,18· 12,4).

Μὰ νὰ πέφτῃ ἕνα μπουκάλι κάτω καὶ νὰ ἔ­χῃ τέτοια καταστροφικὴ δύναμι; Καὶ πράγματι, ὅταν εἶδαν τὴν πρώτη πυρηνικὴ βόμβα νὰ πέφτῃ, ἦταν σὰν νταμιτζάνα γυρισμένη ἀνάπο­δα. Νά οἱ πληγὲς τῆς Ἀποκαλύψεως. Ἐμεῖς, ποὺ ζοῦμε σ᾽ αὐτὴ τὴ φοβερὴ ἐπο­χὴ τῆς πυρηνικῆς ἐνεργείας, ἂς μετανοήσου­με· πέντε – δέκα τέτοιες «φιάλες» νὰ πέσουν στὶς μεγαλουπόλεις, θὰ ἐξαλειφθοῦν ἑκατομ­μύρια ἄνθρωποι.

Οἱ χρυσές μπουκάλες δὲν θὰ πέσουν στὰ βουνά, ἐκεῖ πού ᾽νε οἱ τσοπαναραῖ­οι, ἀλλὰ στὶς μεγάλες πολιτεῖες, ὅπου μαζεύτηκε ὅλη ἡ ἀκαθαρσία τοῦ κόσμου, καὶ δὲν θὰ προλάβῃ ὁ ἄνθρωπος νὰ πῇ οὔτε τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Καὶ θὰ γίνῃ, λένε, ἕνας πόλεμος ποὺ πρῶτα θ᾽ ἀκούσουμε ὅτι τελείωσε καὶ μετὰ θὰ μάθουμε ὅτι ἄρχισε.

Νά μάθουμε να κτυπάμε τήν πόρτα ελέους του Χριστού 

Ἡ Ἀποκάλυψις εἶνε ἱερὸ βιβλίο ποὺ πρέπει νὰ τὸ διαβάζουμε. Κ᾽ ἐ­γὼ λοιπόν, σὲ τέτοιο καιρό, θ᾽ ἀνοίξω τὴν Ἀποκάλυ­ψι νὰ πάρουμε ἕνα χωρίο· εἶνε στὸ κεφάλαιο 22 (κβ΄), στίχος 11. Ἐκεῖ ὑπάρχουν τέσσερα «ἔτι» (τὸ «ἔτι» αὐτὸ γράφεται μὲ γιῶτα· τὸ ἔτη, μὲ ἦτα, σημαίνει «χρόνια»· τὸ ἔτι, μὲ γιῶτα, σημαίνει «ἀκόμα». Εἶνε αὐτὸ ποὺ ἀ­κοῦ­­με συχνὰ στὴν ἐκκλησία μας, «Ἔτι καὶ ἔτι ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν…».

Τί σημαί­νει σε μετάφραση ; "ἀκόμα καὶ ἀκόμα" ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο. Πὲς ἕνα ἀκόμη «Κύριε, ἐλέησον», χτύπα ἀκόμη μιὰ φορὰ τὴ θύρα τοῦ θεϊκοῦ ἐλέους. Μὴ μοιά­σῃς μὲ κάτι παλιόπαιδα ποὺ πᾶ­νε στὰ σπίτια, ξαφνιάζουν τοὺς ἐνοίκους χτυπώντας το κουδούνι τής πόρτας μιὰ φο­ρά, γιὰ νὰ παίξουν μὲ τὴν ἀνησυχία ποὺ προκαλοῦν, κι ὥσπου νὰ τοὺς ἀ­νοί­ξουν αὐτὰ ἔχουν ἐξαφανιστῆ.

Μὴν κάνεις σὰν τ᾽ ἀλητόπαιδα· ἐπίμενε νὰ χτυπᾷς, ἕως ὅτου ἀκούσῃς τὴν ἀπάντησι ἐκείνου ποὺ ζη­τᾷς. Χτύπα «ἔτι καὶ ἔτι», μὴν κουραστῇς. Φαίνεται ὅτι ὁ οὐρα­νὸς σιωπᾷ, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν σ᾽ ἀκούει. Δὲν εἶνε ἔτσι· «ὁ Θεὸς ἀργεῖ, ἀλ­λὰ δὲν λησμονεῖ». «Ἔτι καὶ ἔτι»! Μπρός, ἀδελφοί μου, ἐντείνετε τὶς προσευχές σας. Τὸ «ἔτι» ἔ­χει αὐτὴ τὴν ἔννοια, τῆς ἐντάσεως.

Ἔτσι καὶ στὸ χωρίο ποὺ ἑρμηνεύουμε καὶ τὸ ὁποῖο λέει· «Ὁ ἀδικῶν ἀ­δικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ῥυπαρὸς ῥυπαρευθήτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι» (Ἀπ. 22,11). Τέσσερα «ἔτι». ● Ἐλεύθερη τώρα καὶ μὲ ἐπευφημίες ἡ πρόοδος τοῦ κακοῦ Τί ἆραγε σημαίνει «Ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔ­τι»; Αὐτὸς ποὺ κλέβει, ποὺ ἀδικεῖ, ποὺ παρανομεῖ, ἂς κλέψῃ ἀ­κόμα, ἂς ἀδικήσῃ ἀκόμα, ἂς ὀργιά­σῃ ἀκόμα.
Μὰ τί λοιπόν; τὸ βιβλίο τῆς Ἀ­ποκαλύψεως συμβουλεύει τοὺς κλέφτες, τοὺς λωποδύτες, τοὺς μοιχούς, νὰ συνεχίσουν ἀκόμα νὰ κάνουν τὸ κακό; αὐτὸ τὸ νόημα ἔχει; Ἄπαγε τῆς βλασφημίας· δὲν ἔχει αὐτὸ τὸ νόημα. Ἐννοεῖ κάτι ἄλλο· ὅτι δηλαδὴ ὁ Θεὸς δὲν βιάζει καν­ένα. Ἔπλα­σε τὸν ἄνθρωπο ἐ­λεύ­θερο καὶ τὸν ἄφησε νὰ πράξῃ ὅ,τι θέλει.

Τὸ λέει ἡ Γραφή· «Μπροστά σου, ἄνθρωπε, ἔ­βαλα νερὸ καὶ φωτιά· σοῦ ᾽δωσα μυαλὸ καὶ σοῦ εἶπα· Ἂν ἁπλώ­σῃς τὸ χέρι σου στὸ νε­ρὸ θὰ δροσιστῇς, ἂν τὸ ἁπλώσῃς στὴ φωτιὰ θὰ καῇς». «Ἐπικαλοῦμαι σήμερα μάρτυρα σ᾽ ἐ­σᾶς τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ· τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνα­το ἔβαλα μπροστά σας, τὴν εὐλογία καὶ τὴν κατάρα· διάλεξε σὺ τὴ ζωή, γιὰ νὰ ζήσῃς σὺ καὶ οἱ ἀπόγονοί σου» (Δευτ. 30,19). «Ἔβαλε μπρο­στά σου τὴ φωτιὰ καὶ τὸ νε­ρό· καὶ ὅπου θελήσῃς, θ᾽ ἁπλώ­σῃς τὸ χέρι σου» (Σ. Σειρ. 15,16).

Ἂν ἐσὺ ἁπλώνῃς τὸ χέρι σου στὴ φωτιὰ καὶ καί­γεσαι, φταίει λοιπὸν ὁ Θεός; Μπροστά σου φωτιὰ καὶ νερό, διάλεξε καὶ πάρε, λέει ἡ ἁγία Γραφή. Σ᾽ ἀφήνει ἐλεύθερο, δὲν σὲ βιάζει, για­­τὶ μιὰ καλὴ πρᾶ­ξι ποὺ γίνεται μὲ τὴ βία δὲν εἶνε πλέον ἐνάρετη· ὅταν εἶνε ἐνάρετη, εἶνε ἐνάρετη διότι προϋποθέτει τὴν ἐλευθερία. Μποροῦσε βέβαια ὁ Θεός, ὅταν ὁ ἄλλος βλαστημάῃ τὰ θεῖα, τὴν ὥρα ἐκείνη ν᾽ ἀνοίξῃ ἡ γῆ πάπ! νὰ τὸν καταπιῇ. Τὸν ἀφήνει ὅμως νὰ βλαστημάῃ. «Ὁ ἀδι­κῶν ἀδικησάτω ἔτι».

Ἀκόμα ἐκεῖνο τὸ «ἔτι» σημαίνει ὅτι, ὅσο προχωροῦν τὰ χρόνια, τόσο τὸ κακὸ θὰ προοδεύῃ, θὰ παρου­σιάζῃ μιὰ ἐπίτασι, μιὰ αὔξησι· «πονηροὶ ἄνθρωποι καὶ γόητες», λέει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖ­ρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι» (Β΄ Τιμ. 3,13).

Θ᾽ ἀναφέρω τρία – τέσσερα παραδείγματα νὰ τὸ καταλάβετε.

◊ Ἕνα μικρὸ παιδάκι κλέβει στὸ σχολειὸ κιμωλίες, γομμολάστιχες, τετρά­δια, βιβλία. Ἐ­ὰν δὲν τὸ προσέξῃ ὁ δάσκαλος καὶ περισ­σότερο ὁ πατέρας, μεγα­λώ­νοντας θὰ γίνῃ σιγὰ – σιγὰ μεγάλος κλέφτης καὶ λῃστής. Κάποιος στὴν Ἀμερική, λένε, ἔγινε διαρρήκτης. Τὸν κυ­νηγοῦσε ἡ ἀστυνομία καὶ μὲ χίλια βάσα­να ἐπὶ τέλους τὸν πιάσανε. Πάνω στὶς δι­αρ­­ρήξεις εἶχε κάνει ἀκόμα καὶ δολοφονίες ἀν­θρώπων, γυναικῶν καὶ ἀνδρῶν, καὶ τὸν καταδίκασαν εἰς θάνατον στὴν ἠλεκτρι­κὴ καρέκλα· ἡ περίπτωσί του ἔγινε καὶ ὁλόκληρο ἀ­στυνομικὸ μυθιστόρημα… Ἀνοίγω ἐδῶ μία παρένθεσι. Κοιτάξτε πῶς διαφθείρεται ἡ κοινωνία. Ὅταν αὐ­τὰ παρουσι­άζωνται ὡς λογοτεχνία καὶ ὡς ταινία, ἀποκτοῦν …αἴγλη.

Μοῦ ᾽λεγε ἕνας ἀστυνομικός·
–Σιχαίνομαι πιὰ τὸ ἐπάγγελμά μου, θὰ τὸ ἐγ­κα­ταλείψω.
–Για­τί; τοῦ λέω.
–Πάω στοὺς κινη­­ματογράφους καὶ βλέπω ἕνα παράξενο πρᾶ­γμα· ὅταν ὁ κλέφτης, ὁ κακοποιὸς διαφεύγῃ, καὶ τὸν κυνηγᾶνε οἱ ταλαίπωροι ἀ­στυνομικοὶ μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους, καὶ σπᾶνε τὰ πόδια τους, τὴν ὥρα ποὺ αὐτὸς κατορθώνει καὶ τοὺς ξεφεύγει πηδώντας σὰν αἴλουρος ἀπὸ στέγη σὲ στέγη, ἐκεῖ ἀ­κοῦς ἐ­πιφωνήματα «Μπράβο, μπράβο!…» καὶ χειροκροτοῦν τὸν «ἥρωα». Ὅταν ὅμως σκοτώνε­­ται ἀστυνομικὸς πάνω στὸ καθῆκον του, καν­είς δὲν χειροκρο­τεῖ.
Σὰν νὰ λένε στὸν κακοποιό· Συνέχισε «ἔτι» καὶ «ἔτι», καλὰ ἔκανες, προχώρα στὸ κακό!… Ὅταν βέβαια ὁ κακοποιὸς κλέβῃ τὸ δικό μας πορτοφόλι, τό­τε καλοῦμε τὴν ἀστυνομία νὰ βρῇ τὸν κλέφτη· ὅσο κλέβει πορτοφόλια τῶν ἄλλων, εἶνε ἄξι­ος θαυμασμοῦ. Αὐτὸ ἐκφράζει τὸ «ἔτι» καὶ «ἔτι».

Κλείνει ἡ παρένθεσι. Καὶ σ᾽ αὐτὸν λοιπὸν στὴν Ἀμερική, προτοῦ νὰ τὸν καθίσουν στὴν ἠλεκτρικὴ καρέκλα, ἔρ­χεται ἡ μάνα του·
–Παιδί μου!
–Μάνα, μὴ μὲ πλησιάζεις. Ἐσὺ φταῖς. Θυμᾶσαι ποὺ μικρὸ παιδὶ σοῦ ἔφερα ἕνα ἀβγὸ κλεμμένο; Δὲ μοῦ ᾽σπασες τότε τὸ χέρι. Ἀπὸ τότε πῆρα τὸ δρόμο ποὺ μ᾽ ἔφερε ἐδῶ. Ὅποιος κλέβει σήμερα ἀβγὸ καὶ μένει ἀτιμώρητος, αὔριο θὰ κλέψῃ βόδι. Ἔτσι ἀρχίζει καὶ σιγὰ – σιγὰ θεριεύει τὸ κακό· «ἔτι» καὶ «ἔτι».

Ξεγυμνώθηκαν οί γυναίκες...

◊ Θέλετε ἄλλο παράδειγμα; Πάρτε τὸ ζήτημα τῆς ἐνδυμασίας – μὴ γελάσετε, γιατὶ ἐ­γὼ κλαίω. Θὰ σηκωθῶ νὰ φύγω, θὰ ὑποβάλω παραίτησι στὴν Ἱερὰ Σύνοδο· θὰ πάω στὸ Ἅ­γιο Ὄρος, θ᾽ ἀγοράσω ἕνα κελλάκι, νὰ κλείσω ἐκεῖ τὰ μάτια μου στὸ μάταιο κόσμο. Ἐ­σᾶς σᾶς ξέρω· εἶ­στε ἐδῶ μόνο γιὰ ν᾽ ἀ­κούσετε, καὶ μετὰ θὰ τὰ ξεχάσετε. Ἀπὸ σᾶς δὲν περιμέ­νω τίποτα· μαζεύεστε, φωνάζετε, κάνετε – δείχνετε, καὶ μετὰ ἐφαρμογὴ τίποτα. Σᾶς γνωρίζω.

Λοιπόν, ἔχουμε τὸ ζήτημα τῆς ἐν­δυμασίας τῆς γυναίκας. Πρὶν ἀπὸ ἑξήν­τα χρόνια… – θά ᾽λεγα μιὰ σκληρὴ τολμηρὴ λέξι, ἀλλὰ δὲν τὴ λέω. Ἂν τὴν πῶ, θὰ ποῦν· Πώ πω, ἔτσι μιλάει αὐτός; δεσπότης εἶν᾽ αὐτὸς καὶ λέει τέτοιες λέξεις;… Δηλαδή, τὸ κακὸ τὸ κάνουν, ἀλλὰ δὲν θέλουν νὰ τοὺς τὸ πῇς. Δὲν φρίττουν, δὲν τρέμουν γιὰ τὰ χάλια ποὺ ἔχουν· τοὺς πειράζουν οἱ λέξεις ποὺ θὰ ποῦμε γιὰ νὰ δι­ορθωθοῦν.

Ὡς πρὸς τὸ ντύσιμο λοιπόν, πρὶν ἀπὸ ἑξήντα χρόνια οὔτε αὐτὲς οἱ ταλαίπωρες γυναῖκες, ποὺ πουλοῦν τὸ κορμί τους ἕνα τάλ­ληρο γιὰ νὰ ζήσουν, δὲν περπατοῦσαν έτσι στὸ δρόμο... Ἐπικαλοῦμαι τὴ μαρτυρία ὅ­λων τῶν μεγαλυτέρων ποὺ μ᾽ ἀκοῦνε, ἂν πρὸ πενήντα – ἑξήντα ἐτῶν κι αὐτὲς οἱ πόρνες, τὰ δυστυχισμένα αυτά πλάσματα, δέν περπατοῦσαν ἔτσι ξεγυμνωμένες...

( σσ.Καί μόνο ξεγυμνωμένες; Άλλες με τα σόρτς ώς επάνω, άλλες μέ τίς κοιλιές καί τα στήθη έξω πώς πάνε έτσι άφοβα γιά να κοινωνήσουν και δεν τούς λέει ο παπάς τίποτα αλλά τους δίνει και την Αγία Κοινωνία ; Αυτήν, πού τρέμουν Άγγελοι και Αρχάγγελοι μόνο και μόνο πού την βλέπουν μέσα στο Άγιο Δισκοπότηρο...) 


Οἱ γυναῖκες ἦταν ντυμέ­νες τότε σὰν τὴν Παναγιά, σκεπασμένες ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω στὰ πόδια, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ἐν καταστολῇ κοσμίῳ» (Α΄ Τιμ. 2,9). Τί θὰ πῇ «καταστολή»; Ἀνοῖξτε τὸ λεξικό. Δὲν ξέ­ρω ποιόν ἀκοῦς ἐσύ, ἐγὼ ἀκούω τὸν Παῦ­λο, ποὺ νὰ στύψῃς ὅλους τοὺς παπᾶδες καὶ δεσποτάδες δὲν φτειά­νεις τὸ νυχάκι του. Ἐ­γὼ αὐτὸν ἀκούω.

Τί λέει λοιπὸν ὁ Παῦ­λος; Ἐσὺ ποὺ κάνεις τὸ γραμματισμένο καὶ νομίζεις ὅτι ἐμεῖς λέμε παράξενα, διάβαζε νὰ δῇς· «Θέλω», λέει, «οἱ γυναῖκες νὰ εἶνε ἐν καταστολῇ κοσμίῳ». Τί σημαίνει τὸ «καταστο­λῇ»; Σημαίνει ντυμένες σεμνὰ ἀπὸ πάνω ὣς κάτω, σὰν τὴν Παναγιά. Μπορεῖτε νὰ φαν­ταστῆτε τὴν Παναγιὰ ντυμένη ἀλλιῶς; Λοιπόν, ἔτσι ἦταν τότε οἱ γυναῖκες.

Ἐγὼ χαίρομαι ὅταν πάω σὲ μερι­κὰ χωριουδάκια τῆς Φλωρίνης· στὸν Ἀτραπό, στὸν Πολυπόταμο, στὴν Τριανταφυλλιά – ἕνα χωριουδά­κι πώ πω, τὸ συνιστῶ στὴν ἀγάπη σας. Εἶνε τριάντα σπιτάκια. Μὰ δὲν ξέρετε! Ὅλες οἱ γυναῖκες στὸ κεφάλι ἔχουν μαντήλι κ᾽ εἶνε ντυμένες ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω μὲ τὴν πιὸ ὄμορφη μόδα ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο. Εἶνε ἐνδυμασία – ἱστορία. Ἡ φορεσιά τους ἔχει τρία χρώ­ματα· τὸ μαῦρο, τὸ ἄσπρο καὶ τὸ κόκκινο· τὸ κόκκινο γιὰ τὰ αἵματα ποὺ χύθηκαν, τὸ μαῦ­ρο γιὰ τὰ δάκρυα ποὺ χύσανε, καὶ τὸ ἄ­σπρο γιατὶ ἄσπρη εἶνε ἡ ψυχή τους. Τὶς βλέπεις ὄ­μορφα ντυμένες. Ἅμα τὴ δῇς ἔτσι τὴ γυναῖ­κα, ἀποκαλύπτεσαι, δὲν σκέπτεσαι τὸ πονηρό. Ἔχουν τὴν πιὸ ὄμορφη μόδα τοῦ κόσμου. Πάει τώρα αὐτή. Τώρα όμως τί συνέβη;

Ἦρθε ὁ διάβολος καὶ τῆς λέει· Ἄ, δὲν εἶσαι ἔτσι καλὰ ντυμένη… Αὐτὸς εἶνε ὁ διάβο­λος τῶν Παρισίων. Κάθε πόλι θὰ τιμωρηθῇ. Κάθε πόλι· ἡ Μόσχα θὰ τιμωρηθῇ γιὰ τὴν ἀθεΐα της, τὸ Παρίσι θὰ τιμωρη­θῇ γιὰ τὴν πορνεία του (ἀπὸ ἐκεῖ βγαίνει ὅλη ἡ μόδα καὶ ἡ κακοήθεια), καὶ ἡ Νέα Ὑόρκη θὰ τιμω­ρηθῇ γιὰ τοὺς γκανγκστερισμοὺς καὶ γιὰ τὸ καπιτάλ της. Ἀλλὰ κ᾽ ἐμεῖς ἐδῶ θὰ τιμωρη­θοῦμε, γιατὶ προδώσαμε τὴν Ὀρθοδοξία.

Λοιπόν, ὁ διάβολος λέει· Δὲν εἶσαι καλὰ τώρα ντυμένη· τί, καλόγρια θὰ γίνῃς; Καὶ πῆρε αὐ­τὸς μιὰ ψαλίδα καὶ κόντυνε ἀπὸ κάτω τὸ φόρεμα μέχρι πάνω ἀπ᾽ τὸν ἀστράγαλο. Προχώρησε ἐν συνεχείᾳ «ἔτι» καὶ «ἔτι» καὶ τὸ κόν­τυνε μέχρι τὰ γόνατα. Καὶ συνεχίζει «ἔτι» καὶ «ἔτι» καὶ πάει νὰ ξεγυμνώσῃ τὴ γυναῖκα ἐν­τελῶς. «Ἔτι» καὶ «ἔτι» γυμνώσου! Ἐγὼ διατάζω, ὁ διάβολος. Κι ὅταν ἡ γυναίκα διστάζῃ, αὐτὸς διατάζει· Προχώρα! ◊ «Ἔτι» καὶ «ἔτι» λοιπὸν προχώρα στὴν κλεψιά, ἀπὸ τὸ ἀβγὸ μέχρι τὸ βόδι· «ἔτι» καὶ «ἔτι» προχώρα στὴ διεφθαρμένη μόδα μέχρι νὰ μείνῃς γυμνή.

Μιὰ κοπέλλα, ποὺ μένει ἁ­γνὸ λουλούδι στὰ ψηλὰ βουνά μας, στὸ Γράμμο καὶ στὸ Βίτσι, ποιός τὴν ἐκ­τιμᾷ; σηκώνεται πρωὶ – πρωί, δουλεύει στὸ χωράφι, ἀρμέγει τὴ γίδα, τὸ πρόβατο, τὴν ἀγελάδα, νὰ γίνουν τὰ ἀγαθὰ ποὺ τρῶς ἐσύ, κοκώνα τοῦ Κολωνακίου, καὶ προβάλλεσαι στὸν κόσμο; ποιός τὴ θυ­­μᾶται ἐκείνη; Κανείς. Ἡ ἄλλη, ποὺ τραγουδάει στὸ νυχτερινὸ κέν­τρο, πληρώνεται ἁ­δρά· εἶνε καλλιτέχνις, σοῦ λέει· πίσω ὅμως ἀ­πὸ τὴν ὀνομασία αὐτὴ εἶνε κάτι ἄλλο· ἂν τολμήσουμε νὰ τὸ ποῦμε, νὰ τὶς ὀνομάσουμε ἔτσι, μᾶς καθίζουν στὸ ἑ­δώλιο γιὰ συκοφαν­τικὴ δυσφήμησι.

Καλλιτέχνις αὐτή, σοῦ λέει, ἀφοῦ ἔ­χει τέτοια φωνή! Ἡ καημένη ἡ βοσκοπούλα στὸ βουνὸ ζῇ φτωχικά, ἡ νοσοκόμα ποὺ ξενυχτάει στὸ νοσοκομεῖο δίπλα στὸν ἄρ­­­ρωστο σὰν ἄγ­γελος, ζῇ φτωχικά· αὐτὴ ὅ­μως μὲ τὴ χρυσῆ φωνὴ μέσα σὲ μιὰ νύχτα μαζεύει παρακαλῶ ἑκατὸ χιλιάδες. Μπράβο, κοι­­­νωνία! Ὅπως πᾷς, νὰ δοῦμε στὸ τέλος ἂν θὰ μείνῃ ἔτσι βοσκὸς στὸ βουνὸ καὶ νοσοκόμος στὴν πόλι. Δὲν θὰ εἶνε αὐτοὶ κορόιδα γιὰ νὰ περιποιοῦνται ἐσένα τὸν κύριο.

«Ἔτι» καὶ «ἔτι» λοιπόν· ἐσὺ ποὺ κλέβεις, κλέψε περισσότερα· ἐσὺ ποὺ πετᾷς τὰ ῥοῦχα σου, ξεγυμνώσου τελείως· κ᾽ ἐσὺ ὁ καλλιτέχνης τραγού­δα ὅλο καὶ πιὸ αἰσχρά… ◊ «Ἔτι» καὶ «ἔτι», προχωρεῖτε προχωρεῖτε! κ᾽ ἐσὺ ὁ γέρος μὲ τ᾽ ἄσπρα μαλλιά, ποὺ στὰ ἑ­βδομήντα σου πέταξες τὴν εὐλογημένη γυναῖ­κα σου στὸ δρόμο καὶ τώρα ἔχεις σχέσεις ἁμαρτωλὲς μ᾽ ἕνα ἁμαρτωλὸ γύναιο εἴκοσι χρονῶν, ποὺ περιμένει πότε νὰ πεθάνῃς νὰ σὲ κληρονομήσῃ, τρέχα στὸ ὑπουργεῖο δικαι­οσύνης νὰ βγάλῃς διαζύγιο αὐτόματο.
 «Ἔτι» καὶ «ἔτι» προχωρεῖτε λοιπόν, ἐλεύθεροι εἶ­στε. Νὰ δοῦμε ὅμως τὸ τέλος, ποῦ θὰ βγῆτε. ● Τί κάνουν τὰ παιδιὰ τοῦ Φωτός;

Καὶ ὁ μὲν κόσμος αὐτὸς προχωρεῖ ἀπὸ τὸ χειρότερο σὲ χειρότερο ἠθικῶς καὶ θρησκευ­τικῶς καὶ κοινωνικῶς· πέφτει ἀπὸ γκρεμὸ σὲ γκρεμὸ κι ἀπὸ βάραθρο σὲ βάραθρο· «ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται εἰς φω­­νὴν τῶν καταρρακτῶν σου» (Ψαλμ. 41,8). Τὰ παιδιὰ τοῦ σκότους προχωροῦν, σημειώνουν καταπληκτικὲς προόδους στὸ κακό, στὴν ἀπιστία, στὴ διαφθορά.

Καλά, καί τα παιδιά του φωτός τί κάνουν; Κοιμούνται μακάριοι...

–Καλά καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ Φωτὸς τί κάνουν; Ἐμένα ῥωτᾶτε; Τὰ παιδιὰ τοῦ φω­τὸς κοιμοῦνται! Κοιμοῦνται ὅπως κοιμοῦνταν οἱ μαθηταὶ στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Ὁ Χριστὸς «ἤρξατο λυπεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν», προσ­ευχόταν γονατιστὸς τὴ νύχτα κάτω ἀπ᾽ τὸ φεγγάρι, μὲ ἀγωνία τόση ὥστε ὁ ἱδρώτας του ἔ­σταζε στὴ γῆ σταλαγματιὰ – σταλαγματιὰ μαζὶ μὲ πηχτὸ αἷμα. Καί, ἐνῷ ἦταν σὲ κατάστασι τέ­τοιας στενοχώριας καὶ ἀδημονίας, οἱ μαθη­ταὶ πιὸ πέρα ῥοχάλιζαν ἐπάνω στὰ χορτάρια.

Κοιμᾶστε λοιπὸν καὶ ἀναπαύεστε! ἰδοὺ ἤγγικεν ἡ ὥρα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἁμαρτωλῶν» (Ματθ. 26,37,45). Ἔτσι καὶ σ᾽ ἐμᾶς ὁ Χριστὸς μὲ ἀγωνία γιὰ τὴν πορεία μας παραπονεῖται· Ἐγὼ μεριμνῶ γιὰ σᾶς, ἐγὼ σᾶς κρατῶ ἀνοιχτὴ τὴ Βίβλο, σᾶς διαβάζω τὴ Γραφή, σᾶς ἁγιάζω μὲ τὴ θεία λειτουργία, σᾶς κατηχῶ μὲ κηρύγματα καὶ μαθήματα, σᾶς φροντίζω μὲ τὴν πρόνοιά μου, εἶμαι γιὰ σᾶς παντοῦ καὶ πάντοτε· ἀλλὰ σεῖς, παιδιὰ τοῦ Φωτός, κοιμᾶστε, δὲν ἀγρυπνεῖτε μαζί μου.

Τὰ μεσάνυχτα μέσα στὰ κέντρα διασκε­δάσεως, ποὺ φύτρωσαν στὸν τόπο μας ὅ­πως τὰ μανιτάρια πάνω στὰ κόπρια, χιλιάδες νέοι γλεντᾶνε. Δὲ μοῦ λέτε· Πόσοι τὴ νύχτα – τὰ μεσάνυχτα ξυπνοῦν, πιάνουν κομποσχοί­νι καὶ παρακαλοῦν τὸ Θεό; Ποιός φιλοτιμεῖ­ται; Τὰ παιδιὰ τοῦ σκότους «ἔτι» καὶ «ἔτι» προχωροῦν στὴ διαφθορά. Ἐμεῖς; Ἀλλὰ δὲν τελειώσαμε· ἐὰν θέλῃ ὁ Θεὸς θὰ συνεχίσουμε.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Ὑπάρχει όμως καὶ τὸ καλὸ «ἔτι καί  έτι...» Παρὰ ταῦτα ἡ Ἀποκάλυψις μᾶς παρηγορεῖ. Τί λέει στὴ συνέχεια τὸ χωρίο ποὺ ἑρμηνεύουμε· «ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι» (Ἀπ. 22,11). Δὲν προχωρεῖ δηλαδὴ μόνο τὸ κα­κό· προχωρεῖ ἐξ ἴσου καὶ τὸ καλό, ἔστω καὶ ἂν φαίνε­ται ὅτι κινεῖται σὲ μικρότερη κλίμακα. Μπορεῖ τὸ πονηρὸ νὰ πλεονεκτῇ σὲ ὄγκο, σὲ ποιότητα ὅμως ὑπερέχει τὸ ἀγαθό· τὸ ὕψος τῆς πίστεως, αὐτὸς ὁ «κόκκος σινάπεως» (Ματθ. 13,31· 17,20. Μᾶρκ. 4,31. Λουκ. 13,19· 17,6), ἀντισταθμίζει τὴν πλημμύρα τῆς ἀσεβείας καὶ ἀθεΐας.

Ἄλλωστε, ἐνῷ τὸ κα­κὸ εἶνε θρασὺ καὶ ἀλαζονικό, τὸ ἀγαθὸ εἶνε σεμνὸ καὶ ἀφανές, προχωρεῖ χωρὶς θόρυβο καὶ καύχησι. «Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως» (Λουκ. 17,20). Καὶ ποῦ προχωρεῖ τὸ καλό; Εἶνε ἄξιο παρατηρήσεως ὅτι, ἐκεῖ ποὺ παρουσιάζεται ἡ μεγα­λύτερη αἰχμὴ τῆς διαφθορᾶς, ἐ­κεῖ παρουσιάζεται ἀντιστοίχως καὶ ἡ αἰχμὴ τῆς ἀρετῆς. Περίεργο πρᾶγμα. Εἶνε ἐκεῖνο ποὺ λέει ὁ ἀ­πόστολος Παῦλος· «Ἐκεῖ ποὺ ἐ­πε­ρίσσευσε ἡ ἁ­μαρ­­τία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (῾Ρωμ. 5,20). Αὐξάνει ἡ ἁμαρτία; αὐξάνει καὶ ἡ χάρις. Παραδείγματα; Διαβάστε νὰ δῆτε.

 Ἡ ἐποχὴ τοῦ Νῶε ἦταν διεφθαρμένη. Ἀλ­λὰ μέσα στὴ διαφθορὰ ἕνας Νῶε μὲ τὴν οἰ­κογένειά του, ὀχτὼ ἄτομα, κράτησαν τὴν πίστι στὸ Θεό· ἐνῷ οἱ ἄλλοι εἶχαν γίνει σάρκες, αὐ­τοὶ ζοῦσαν κατὰ τὸ θέλημά του.

 Ἄλλο παράδειγμα κατόπιν. Στὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα ἦταν φρικτὴ ἡ κατάστασι. Ἁ­μαρτήματα ποὺ δὲν λέγονται διέπρατταν ἀναίσχυντα ὅ­λοι ἀ­πὸ κοινοῦ. Μέσα ὅμως σ᾽ αὐτὴ τὴν κατάπτωσι ὁ Λὼτ μὲ τὴ γυναῖκα καὶ τὶς δύο κό­ρες του κρατοῦ­σαν τὴν θεοσέβεια καὶ ζοῦ­σαν μὲ καθαρότητα καὶ τιμή.

 Θέλετε ἄλλο ἕνα παράδειγμα; Στὰ χρόνια ποὺ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ἦταν αἰχμάλωτοι στὴ Βαβυλῶνα διακρίθηκαν οἱ Τρεῖς Παῖδες. Ἕ­νας δικτάτορας, ὁ Ναβουχοδονόσορ, ἔφτειαξε ἕνα πελώριο ἄγαλμα καὶ διέταξε· Πέσετε ὅ­λοι νὰ τὸ προσκυνήσετε· μόλις ἠχήσουν τὰ ὄ­ργανα καὶ ἡ σάλπιγγα δώσῃ τὸ σύνθημα, γονατίστε ὅλοι. Ὅποιος δὲν πέσῃ νὰ προσκυνή­σῃ τὸ ἄγαλμα, δίπλα ἐδῶ περιμένει τὸ πυρακτωμένο καμίνι καὶ θὰ ῥιχτῇ μέσα σ᾽ αὐτό. Καὶ πράγματι, μόλις ἀκούστηκαν τὰ ὄργανα ἔσκυψαν ὅλοι στὴν πεδιάδα Δεειρᾶ (Δαν. 3,1)· ὅπως τὸ δρεπάνι περ­νάει καὶ κόβει τὰ στάχυα, ἔτσι μό­­λις δόθηκε τὸ σύνθημα στρώθηκαν ὅλοι κα­ταγῆς. Μόνο οἱ Τρεῖς Παῖδες, ὁ Σεδρὰχ ὁ Μισὰχ καὶ ὁ Ἀβδεναγώ (Ἀνανίας, Ἀζαρίας καὶ Μισαήλ) ἔμειναν ὄρθιοι καὶ εἶπαν· Ὄχι! ἐμεῖς προσ­κυνοῦμε μόνο τὸν Κύριό μας, δὲν προσ­κυνοῦμε εἴδωλα. Τοὺς ἔρριξαν στὸ καμίνι, ἀλ­λὰ μὲ τὴν πίστι στὸν ἀληθινὸ Θεὸ βγῆκαν ἀπὸ ἐκεῖ ἀβλαβεῖς.

Ὅπως λοιπὸν πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ βρέθηκε ὁ Νῶε, στὰ Σόδομα βρέθηκε ὁ Λώτ, στὴ Βαβυλῶνα τοῦ Ναβουχοδονόσορος βρέθηκαν οἱ Τρεῖς Παῖδες, ἔτσι ὑπάρχουν πάν­τοτε οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. –Αὐτὰ ἦταν κάποτε, θὰ μοῦ πῇ κάποιος, «τῷ καιρῷ ἐ­κείνῳ» ποὺ λέτε σεῖς οἱ παπᾶδες· σήμερα ὅμως ποῦ εἶνε τέτοια παραδείγματα πιστῶν ποὺ ἀντιστέκονται στὸ κακό; Ὑπάρχουν τέτοιοι ἄνθρωποι; Ὑπάρχουν καὶ σήμερα! καὶ θὰ ὑπάρχουν πάντοτε· ἀλλὰ δὲν γράφουνε τὰ ὀνόματά τους οἱ ἐφημερίδες. Ποῦ ὑπάρχουν; Σᾶς ἀναφέρω δυό – τρία τέτοια διαμάντια κρυμμένα μέσ᾽ στὴν κοπριὰ τοῦ κόσμου, καὶ τελειώνω.

 Τὸ ἕνα. Τὸ θέρος τοῦ 1972 ἔγιναν στὸ Μόναχο οἱ Ὀ­λυμπιακοὶ ἀγῶνες· ἐκεῖ ἡ χώρα μας δὲν διακρίθηκε. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ πῆγαν στὴν Ὀλυμπία ν᾽ ἀνάψουν φῶς στὸ βωμὸ τοῦ Δία κ᾽ ἔκαναν προσευχὴ σ᾽ αὐτὸν νὰ τοὺς βο­ηθήσῃ, ἀπὸ τότε αὐτὴ ἡ ὑπόθεσις δὲν πῆγε καλά. Καὶ ποῦ κατέληξε; Ὄχι ὅτι εἴμαστε ἐναν­­τίον τοῦ ἀθλητισμοῦ, ὄχι· εἴμαστε ἐναντίον ἑνὸς ἀθλητισμοῦ ποὺ προσκυνάει τὰ εἴδωλα. Στὸ Μόναχο πῆγαν χιλιάδες ἀθληταί (Γιαπωνέζοι, Κινέζοι, Ἀφρικᾶνοι, Ἀβησσυνοί…, ἀπ᾽ ὅ­λα τὰ κράτη). Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ Χριστι­ανοί. Τὴν ὥρα λοιπὸν τῆς ἐνάρξεως τῶν ἀ­γωνισμάτων, μπροστὰ σὲ ἑκατομμύρια μάτια ποὺ παρακολουθοῦσαν, εἶδαν ὅλοι ἕναν ποὺ προτοῦ νὰ ξεκινήσῃ ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυ­­ροῦ. Δὲν ἦταν Ἕλληνας, ῾Ρουμᾶνος ἦ­ταν. Μάλιστα, κύριε· ἔτσι ἔρχονται τὰ μαθήματα. ῾Ράπισμα ἦταν αὐτὸ γιὰ μᾶς.

 Στὴν Ἑλλάδα τὸ 1896, στοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀ­γῶνες ποὺ ἔγιναν, εἴχαμε νίκη· πρῶ­τος ὀ­λυμπιονίκης μαραθωνοδρόμος ἦ­ταν ὁ Σπῦ­­ρος Λούης (1872-1940) ἀπὸ τὸ Μαρού­σι· γι᾽ αὐ­τὸ ἔχουν ἐκεῖ καὶ ἄ­γαλμά του. Τί ἦταν ὁ Λούης; Ἕνας γαλατᾶς. Ἄκουσε γιὰ τοὺς μαραθω­νοδρόμους καὶ ρώτησε·

–Τί ἀ­γῶνα κάνουν αὐ­τοί;
–Νά, τρέχουν αὐτὴ τὴν ἀπόστασι καὶ ὅ­ποιος φτά­σῃ πρῶτος παίρ­νει μεγάλο βραβεῖο.

–Μὰ αὐτὸ μπορῶ νὰ τὸ κάνω κ᾽ ἐγώ, κι ἂς μὴν ἔχω προπονηθῆ. Πάει λοιπὸν ὁ Λούης μέσα στὴν ἐκκλησία, κάνει τὸ σταυρό του καὶ λέει·

–Παναγιά μου, βο­ήθα με. Συμμετέχει στὸ ἀγώνισμα καὶ τερματίζει πρῶτος! Ἀπὸ ᾽κεῖ βγῆκε ἡ ἔκφρασι «ἔγινε Λούης» γιὰ κάποιον ποὺ εἶνε γρήγορος στὰ πόδια. Βλέπετε λοιπόν; ἐνῷ ὁ ἕνας προχωρεῖ «ἔτι» καὶ «ἔτι» στὸ κακό, στὴν ἀ­σέβεια, στὴ βλαστήμια, στὴν ἀδικία, ὁ ἄλ­λος, ὁ ἁπλοϊκὸς γαλατᾶς στὴν Ἑλ­λάδα ἢ ὁ ἀ­θλητὴς στὸ Μόναχο, παρ᾽ ὅλο ὅτι μεγάλωσε σὲ ἀθεϊστικὸ καθεστώς, «ἔτι» καὶ «ἔτι» προχω­ροῦν στὸ ἀγαθό, στὴν πίστι, στὸ σεβασμὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ διδάσκουν ἐμᾶς.

 Θέλετε ἄλλο παράδειγμα; Πᾶμε στὴ ῾Ρωσία. Ὑπὸ ἄθεο καθεστὼς γινόταν κηδεία ἑνὸς μεγάλου προσώπου καὶ μαζεύτηκαν ὅλοι οἱ ἐ­πίσημοι. Κανείς τους σταυρό! Ἐκεῖ λοιπὸν ἔρ­χεται καὶ κάποιος ποὺ ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ τὸν εἶδαν ὅλοι. Τὸν γνώριζαν· λο­γο­τέχνης μὲ διεθνῆ ἀναγνώρισι καὶ βραβεῖα (Νόμπελ 1970), ἀνώτερος τοῦ Ντοστογιέφσκυ, ὁ δι­άσημος Ἀλέξανδρος Σολζενίτσιν. Αὐτὸς τρεῖς φορὲς τὸ σταυρό του! Πάρε τὸ μάθημά σου ἐσύ, κύριε, ποὺ κάνεις τὸν ἐπιστήμονα καὶ τὸ λογοτέχνη. Ὁ ἕνας προχωρεῖ «ἔτι» καὶ «ἔτι» στὴν ἀπιστία, ὁ ἄλλος«ἔτι» καὶ «ἔτι» προχωρεῖ στὴν πίστι καὶ τὴν ὁμολογία.

� Θέλετε κι ἄλλο ἕνα; Ἂς γυρίσου­με ἐδῶ. Δὲν εἶνε πολλὰ χρόνια ποὺ συνέβη τὸ ἑξῆς στὴ Μύκονο, τὸ εὐλογημένο νησάκι τῶν Κυκλάδων μὲ τὸ ὄμορφο μοναστηράκι τῆς Παναγίας τῆς Τουρλιανῆς. Πῆγε ἐ­κεῖ νὰ ξεκουραστῇ ἕνας Γερμανὸς ἐπιστήμονας ποὺ θεωρεῖται ὁ ἐφευρέτης τῶν πυραύλων. Καὶ τὸ πρωὶ τῆς Κυριακή, ἐνῷ οἱ ἄλλοι ξένοι παραθερισταὶ πήγαν γιὰ μπάνιο, αὐτὸς σηκώθηκε καὶ πῆγε στὴν ἐκκλησία. Κι ὅταν βγῆκε ἔξω καὶ τὸν ῥώτησαν

–Μά, πιστεύετε; ἀπήν­τησε·

–Πιστεύω πιὸ βαθειὰ τώρα ἀπ᾽ ὅ,τι πρίν· βλέπω παντοῦ τὸ Θεό. Καί ποιός εἶναι αυτός ; Εἶνε ὁ Βέρνερ φὸν Μπράουν (Wernher Magnus Maximilian Freiherr von Braun). Πάρε λοιπὸν ἀπὸ αὐ­τὸν τὸ μάθημά σου κ᾽ ἐσύ, κ. κα­θηγητά, ποὺ ὁρίζεις στὰ παιδιὰ Κυριακὴ πρωὶ ἐξετάσεις, γιὰ νά ᾽χῃς τὸ ἀπόγευμα ἐ­λεύθερο. Θὰ μποροῦσα νὰ σᾶς ἀναφέρω κι ἄλλα παραδείγματα. Νομίζω ὅτι ἀρκοῦν αὐτά. Ἐπιβεβαιώνουν τὸ ῥητὸ «ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ῥυπαρὸς ῥυπαρευθήτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁ­γιασθήτω ἔτι».

 Λίγο χρόνο ἔχουμε Σᾶς προειδοποιῶ, ἀγαπητοί μου, ὅτι τὸ κα­κὸ δὲν θὰ σταματήσῃ· θὰ προχωρήσῃ ἀκόμη περισσότερο. Θὰ σαπίσῃ ἀκόμη περισσότερο ἡ κοινωνία, ὁλόκληρος ὁ κόσμος, καὶ ἡ πατρί­δα μας ἀκόμη. Νὰ περιμένετε πράγματα φρικτά. Ἡ διαφθορὰ θὰ αὐξηθῇ. Τὸ εἴδατε; Σὲ παραλία τῆς λεβεντογέννας Κρήτης κατασκήνωσαν γυμνισταί. Καταβάλλεται φρον­τίδα γιὰ τὴ θάλασσα νὰ μείνῃ καθαρὴ καὶ ἀ­μόλυντη, ἀλλὰ τὴν ἄλλη γαλανὴ ἐλπίδα, τὴ νε­­ότητα, ἀφήνουν νὰ τὴ βρωμίζουν ἐλεεινὰ ὑ­ποκείμενα. Ὅταν ὅμως γυμνισταὶ ἐμφανίστηκαν μέσα στὸ Ἡράκλειο, οἱ Κρητικοὶ μαζεύτηκαν καὶ γυναῖκες – ἄντρες ἄρχισαν νὰ πετροβολοῦν τὸ μπαλκόνι τοῦ ξενοδοχείου ὅπου παρουσιάστηκαν τσίτσιδοι, ἕως ὅτου ἀ­ναγκάστηκε ἡ ἀστυνομία καὶ τοὺς σταμάτησε.

Στὶς ἄλλες χῶρες τὰ πράγματα εἶ­νε πολὺ χειρότερα. Χθὲς – προχθὲς διάβασα τοῦτο τὸ ἀπίστευτο. Στὸ Λονδῖνο οἱ Ἄγγλοι βουλευταί, στὴ χώρα ποὺ κρατοῦσε ἄλλοτε τὸ Εὐαγγέλιο κ᾽ ἔκανε προσευχές, οἱ Ἄγγλοι τῆς Βίβλου, αὐτοὶ διεφθάρησαν τόσο, ὥστε ψήφισαν νόμο νὰ ἐπιτρέπεται νὰ παντρεύεται ἄν­τρας μὲ ἄντρα! Μόνο ἕνας διαφώνησε, ἔνδοξος στρατηγός, ὁ 85χρονος Μοντγκόμερυ· πῆρε τὰ παράσημά του, ἑκατὸ παράσημα, καὶ τὰ πέταξε. Θέλετε ἄλλο; Σάπισε ἡ Ἀμερική. Ὅλες σχε­­δὸν οἱ ἐφημερίδες δημοσίευσαν, ὅτι κάποιος πάστορας μὲ τ᾽ ἄμφιά του, τὸ σταυρὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, στεφανώνει ἕνα ἀντρόγυνο ποὺ ἡ νύφη ἦταν …ἄντρας! «Σημεῖα τῶν καιρῶν»! (Ματθ. 16,3).

Μοῦ ᾽ρχεται νὰ σταματήσω, νὰ κλάψω. Κάτι βλέπω. Βλέπω ἕνα μαῦρο σύννεφο ποὺ ἔρχεται ψηλὰ – ψηλὰ εἴτε ἀπὸ βορρᾶ εἴτε ἀπὸ δύσι. Πώ πω, φοβε­ρὸ πρᾶγμα. Τί λέει τὸ χωρίο ποὺ ἐξηγοῦμε· «Ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ῥυπαρὸς ῥυπαρευθήτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποι­ησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι». Λέει καὶ κάτι ἄλλο· «Ὁ καιρὸς ἐγγύς ἐστιν» (Ἀπ. 22,10). Ἂς κλέβῃ αὐτός· ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα θὰ τὸν πάρῃ, θὰ τὸν ἁρπάξῃ· θὰ ἔρθῃ ἡ τσιμπίδα νὰ τὸν πιάσῃ αὐτόν.

Ἔτσι ἦταν στὰ Σόδομα· γλεν­­τοῦσαν, διασκέδαζαν, καὶ ξαφνικὰ γέμισε ὁ οὐρανὸς ἀπὸ μαῦρα σύννεφα καὶ ἔβρεξε φωτιὰ καὶ θειάφι· λαμπάδιασε ὁ τόπος καὶ κάηκαν τὰ πάντα. Ἔτσι ἦταν καὶ στὴν ἁμαρτωλὴ Πομπηία· ἁμάρταναν, ὠργίαζαν, καὶ ξαφνικὰ ἄ­­νοιξε τὸ βουνό, ξέρασε φωτιά, τοὺς ἔκανε κάρβουνο, καὶ βρέθηκαν ὅπως ἦταν· ὁ ἕνας τὴν ὥρα ποὺ ἔκλεβε, ὁ ἄλλος τὴν ὥρα ποὺ τσα­κωνόταν, ὁ τρίτος ξεγυμνωμένος τὴν ὥ­ρα καὶ ἔκανε αἰσχρὰ πράγματα…· τά ᾽χουν κλεισμένα στὸ μουσεῖο τῆς Πομπηίας καὶ ἀ­παγορεύεται ἡ εἴσοδος.

Ἔτσι θὰ συμβῇ πάλι· τὴν ὥρα ποὺ κλέβεις, ποὺ ἀτιμάζεις, ποὺ ὀρ­γι­άζεις, ποὺ βγάζεις τὰ μάτια σου, ποὺ χτυ­πᾷς τὴ γυναῖκα του, ἔτσι θά ᾽ρθῃ τὸ ἀπαίσιο σύννεφο· «ὁ καιρὸς ἐγγύς ἐστιν», κοντὰ εἶν᾽ ὁ καιρός. Θυμᾶμαι ἀπὸ τὰ παιδικά μου χρόνια ὅ­ταν ἔγινε τὸ ᾽22 ἡ μεγάλη καταστροφὴ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ στὸ χωριό μου ἀπὸ τὰ διακόσα νέα παιδιὰ οὔτε τὰ εἴκοσι δὲν γύρισαν. Καὶ μαζευτήκαμε ἐμεῖς τὰ μικρὰ καὶ οἱ μανάδες καὶ κλαίγαμε. Καὶ ἄκουγες, Ποῦ εἶνε ὁ ἕ­νας; Ποῦ εἶνε ὁ ἄλλος; Ἕνα χρόνο ὁλόκληρο ἔ­κλαι­γαν τὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ ἄφησαν τὰ κόκκαλά τους στὸ Σαγγάριο. 

Κάπου λοιπὸν κ᾽ ἐγὼ μικρὸς ἄκουσα ἀπὸ κοντὰ νὰ ῥωτοῦν κάποιον ποὺ εἶχε πάρει μέρος στὴν ἐκστρατεία·
–Τί ἔγινε ὁ Γιῶργος.
–Δὲν μπορῶ, λέει, νὰ σᾶς πῶ.
–Μὰ τί ἔγινε τὸ κα­λὸ αὐτὸ παιδί; δὲν πρόλαβε νὰ φύγῃ;
–Ἄχ, λέει, ντρέπομαι νὰ σᾶς τὸ πῶ· μᾶς πῆραν φαλάγγι οἱ Τουρκαλάδες καὶ μᾶς κυνηγοῦσαν· καί, ἐνῷ οἱ δικοί μας τὸν εἶδαν καὶ τοῦ φώναζαν, «Βρὲ Γιῶργο, ἔλα», τί εἶχε κάνει αὐ­τός· βρῆκε μιὰ χανούμισσα, μπῆκε μέσα στὴν καλύβα καὶ ὠργίαζε μαζί της. Ἄλλοι, τὴν ὥρα ἐ­κείνη ποὺ μᾶς καταδίωκαν κ᾽ ἔφευγε ὁ στρα­τός μας πανικόβλητος, βρῆκαν εὐκαιρία νὰ κλέβουν, ν᾽ ἁρπάζουν, ν᾽ ἀτιμάζουν. Ἄλλοι σκό­τωναν βόδια, γιὰ νὰ τ᾽ ἀνοίξουν, νὰ πάρουν τὰ δαμάλια, νὰ βγάλουν τὰ ἐντόσθια νὰ τὰ ψήσουνε. Ἔχαναν ἔτσι χρόνο καὶ γράπ! μέσ᾽ στὶς κλεψιὲς καὶ ἀτιμίες τοὺς πιάσανε, ἐνῷ τ᾽ ἄλλα παιδιὰ φεύγανε καὶ ἦρθαν στὴν Ἑλλάδ

Αὐτὰ θυμίζουν κάτι ποὺ συνέβη στὸν ὠκεανό. Δὲν εἶνε πολὺς και­ρὸς ποὺ ἕνα καράβι ναυάγησε καὶ βυθιζόταν στὰ ἄγρια κύματα. Ὁ πλοίαρχος πάνω ἀπὸ τὴ γέφυρα ἔδωσε τὸ σύνθημα· Ὅλοι στὶς βάρκες μὲ τὰ σωσίβια! Κάποιος ὅμως ἔμενε ἀτάραχος. Ὁ καπετάνιος μὲ τὸ πιστόλι στὸ χέρι ἔβαλε τάξι· κατέβηκαν πρῶτα τὰ παιδιά, μετὰ οἱ γυναῖ­κες, με­τὰ οἱ γέροι. Ὅλοι κατέβηκαν, αὐτὸς δὲν κατέ­βαινε.

–Βρέ τρέξε, τὸ πλοῖο βουλιάζει, ἔλα ἔξω. Ἦταν κλέφτης· βρῆκε εὐκαιρία ν᾽ ἁρπά­ξῃ· πήγαινε ἀπὸ καμπίνα σὲ καμπίνα καὶ μάζευε μάζευε. Ποῦ καὶ ποῦ κοίταζε λίγο ἀπ᾽ ἔ­ξω καὶ ὑπολόγιζε· «Ἔχω καιρό». Ξαφνικὰ ὅ­μως, μὲ μία ἀπότομη κλίσι τὸ πλοῖο μπλούμ! βυθίστηκε· πάει κι ὁ κλέφτης μαζί του στὸ βυθό.

Ἔτσι συμβαίνει μὲ τοὺς ἄφρονες· ἐνῷ ἡ ἀν­θρωπότης ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα καταποντίζεται, αὐτοὶ στὸ λίγο χρόνο ποὺ διαθέτουν ἀ­σω­­τεύουν καὶ κραιπαλοῦν. «Ὁ καιρὸς ἐγγύς ἐστιν»! Λίγο περιθώριο ἔχουμε πλέον στὴ δι­άθεσί μας, ἂν μπορέσουμε νὰ τὸ ἀξιοποιήσουμε. ● «Ἕως τοῦ θανάτου ἀγώνισαι πε­ρὶ τῆς ἀληθείας» Τί πρέπει νὰ κάνουμε; νὰ σταυρώσουμε τὰ χέρια καὶ ν᾽ ἀφήσουμε τὸ κῦμα νὰ μᾶς καταπιῇ; Ὄχι!

«Ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι». Ὅσοι εἶ­νε γενναῖοι καὶ ὑψηλοὶ στὸ φρόνημα, ὅσοι ἔχουν συναίσθησι καὶ ντροπή, ἂς ἀντισταθοῦμε σ᾽ αὐτὸ τὸ κακό. Ὄχι ἁπλῶς νὰ κάνουμε ἐκεῖνο ποὺ κάνουμε, ἀλλὰ ἐδῶ τώρα κάτι παραπάνω! Ἐὰν σᾶς πῶ ἐγὼ αὐτὴ τὴν ὥρα, ὅπως εἶστε, νὰ βγοῦμε στὸ δρόμο, νὰ κάνουμε μιὰ διαδήλωσι γιὰ ἕνα μεγάλο καὶ ὑψηλὸ σκοπό, πόσοι θὰ ἀκολουθήσετε τὸν Αὐγουστῖνο; (ἀπαν­τοῦν· –Ὅλοι!)

Μὴν τὰ λέτε σ᾽ ἐμένα αὐτά, γιατὶ ξέρω· μόλις ξεκινήσουμε καὶ φτάσουμε παρακάτω καὶ παρουσιαστῇ ἡ φάλαγγα τῶν ἀστυνομικῶν, δὲν θὰ πᾶμε ἑκατὸ μέτρα παρα­κάτω καὶ θὰ φύγετε όλοι και θὰ μ᾽ ἀφήσετε μόνο. Εἶνε δειλοὶ καὶ ἄνανδροι οἱ χριστιανοί.

Ἐμεῖς δὲν λέμε νὰ γκρεμίσουμε τὸ καθεστώς, δὲν ἔ­χουμε καμμία ἀνάμειξι στὴν πολιτική. Ὄχι, κύριε. Κανείς δὲν σοῦ λέει νὰ πάρῃς στὰ χέρια σου μπόμπα καὶ δυναμίτες νὰ τινάξῃς στὸν ἀέρα ἀστυνομικὰ τμήματα· ἐγὼ σοῦ λέω νὰ κάνῃς τὴ γλῶσσα σου  μπόμπα καὶ κεραυνὸ κι ἀστροπελέκι καὶ νὰ φωνάξῃς «αἶσχος». Δὲν τὸ λέτε οὔτε αὐτό. Λοιπόν, ποῦ ᾽νε ἡ χριστιανοσύνη; Γι᾽ αὐτὸ λέω, ὅτι τὸ κακὸ θὰ προχωρήσῃ ἁλματωδῶς. Δὲν μπορεῖτε νὰ φανταστῆτε.

Αυξάνει τό κακό...

Κουβέντιαζα μὲ κάποιον, ποὺ ξέρει καλὰ τὰ ἑλληνικὰ πράγματα, ξέρει καλὰ τὴν κατάστασι. Τοῦ λέω·

–Ποῦ πᾶμε ἠθικῶς; δὲν ζητῶ νὰ μάθω στρατιωτικῶς ἢ οἰκονομικῶς· ποῦ πᾶ­με, θὰ γίνουμε Δανία, Σκανδιναβία;
Μοῦ λέει·
–Εσύ τί καταλαβαίνεις;
–Ἐγὼ τί καταλαβαίνω; Ξέρω καλὰ ὅτι, ἂν πάῃ γιατρὸς σὲ μιὰ πόλι τῆς Μακεδονίας σχετικῶς καλή –δὲν
λέω τὸ ὄνομά της–, ἂν πάῃ γιατρὸς καὶ ἐξετάσῃ τὰ κορίτσια τῶν τελευταίων τάξεων τοῦ γυμνασίου, 80% εἶνε κατεστραμμένα.
Καὶ τότε αὐτός (ἔ­χει ἐξέχουσα θέσι καὶ ἦταν σὲ μεγάλη πόλι – δὲν τὴ λέω κι αὐτήν) μοῦ ἀπαντᾷ·

–Λάθος κάνεις. Ἐκεῖ ποὺ ἤμουν ἔκανα ἔρευνα καὶ ἔδειξε, ὅτι τὸ 98% τῶν κοριτσιῶν τῶν ἀνωτέρων τάξεων τοῦ γυμνασίου εἶνε κατεστραμμένα…

Ποῦ πᾶμε, Θεέ μου; ποῦ πᾶμε; Καὶ κάποιος ἄλλος μιλώντας στὴ βουλὴ εἶπε· Μὴ σκοτίζεστε, δὲν ὑπάρχει πιὰ παρθενία στὴν Ἑλλάδα… Ἐκεῖ πέρα φθάσαμε. «Ἐγγύς ἐστι» τὸ τέλος. Τί νὰ κάνουμε; οἱ ἰθύνοντες δὲν βοηθᾶνε, ὁ τύπος δὲν βοηθάει, οἱ σταθμοὶ δὲν βοηθᾶ­νε· μείναμε πιὰ μόνοι μας καὶ μᾶς κόλλησαν, ἀ­δέρφια μου, στὴν πλάτη μιὰ μεγάλη ταμπέλ­λα· «Τρελλός». Δόξα σοι ὁ Θεός, δόξα σοι ὁ Θεός! Τὸν εὐχαριστῶ τὸ Μεγαλοδύναμο γι᾽ αὐτὴν τὴν ταμπέλλα, ποὺ μοῦ κόλλησαν πα­πᾶ­­δες, δεσποτάδες, θεολόγοι, ἱ­ε­ροκή­ρυκες, κ᾽ ἔτσι ἡ ἐπίδρασί μου εἶ­νε πολὺ μικρὴ στὸ λαό.

Δύο ἡμέρες προτοῦ κατέβω στὴν Ἀθήνα, ἦρθαν στὸ γραφεῖο μου δύο ἄν­τρες, ὁ ἕ­νας ἀπὸ τὴ Δράμα διευθυν­τὴς ξενο­δοχείου, ὁ ἄλλος ἀπὸ τὴν Καβάλα πράκτορας.
–Πῶς καὶ ἤρθατε ἀ­πὸ ᾽δῶ; ἐρωτῶ.
–Κάνουμε περιοδεία στὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ δὲν πήγαμε σὲ ἄλλη μητρόπολι· μόνο ἐ­δῶ.
–Γιατί ἤρθατε σ᾽ ἐ­μένα;
–Ἤρ­θα­με, λένε, νὰ δοῦ­με μὲ τὰ μάτια μας πῶς εἶσαι, γιατὶ –μᾶς συγχωρεῖς– σὲ θεωροῦν τρελλό…

Σὰν ἄνθρωπος πικράθηκα. Κοίταξα τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ λέω· Δός μου ὑπομονή, Χριστέ μου, νὰ τοὺς κερδίσω αὐτοὺς ποὺ ἦρθαν ἐδῶ πέρα ἔστω κι ἀπὸ περι­έρ­γεια... 

–Δὲ μοῦ λές, λέω, ἐσὺ ποὺ ἔχεις τὸ πρακτορεῖο, πόσα παιδιὰ ἔ­χεις;
–Εἶμαι, λέει, δέκα χρόνια παντρεμένος κ᾽ ἔχω δύο παιδιά.
–Κρί­μα, λέω, κ᾽ ἔχεις ἄνεσι οἰ­κονομική· ἔπρεπε τώρα νά ᾽χῃς πέντε – δέκα παιδιά.
–Ἐσὺ ποὺ ἔ­χεις τὸ ξενοδο­χεῖο, πόσα παιδιὰ ἔ­χεις;
–Μμ… κ᾽ ἐγὼ δύο.
–Μπράβο, τοῦ λέω. Συγ­κρί­νετε τὴν πατρί­δα μας μὲ ὅλους τοὺς γείτονες· αὐτοὶ πληθαίνουν καὶ μόνο ἐμεῖς λιγοστεύουμε. Νὰ ξέ­ρετε ὅμως ὅτι μέσα στὰ πολλὰ παιδιὰ εἶνε ἡ εὐλογία. Οἱ γονεῖς σας πόσα παιδιὰ γέννησαν;
–Πολλά.
–Μέσ᾽ στὰ πολλὰ θὰ βγῇ καὶ ἕνα κα­λὸ παιδί. Εἶνε παρατηρημένο, τὰ τελευταῖα παιδιὰ εἶνε ἐξυπνότερα καὶ πιὸ προκομμένα. 
–Μὰ προφήτης εἶ­σαι; ὁ πατέρας μου γέννησε ἑφτὰ κι ὁ τελευταῖος εἶνε καθηγητὴς Πανεπιστημίου στὴ Θεσσαλονίκη.
–Εἶδες λοιπόν; Μέσ᾽ στὰ ἑφτὰ παιδιὰ ὁ ἔνας ἀνεπρόκοπος, ὁ ἄλλος μπουνταλᾶς, ὁ ἄλλος…, καὶ τὸ τελευταῖο παιδί, νάτο τὸ λαχεῖο! Βρὲ ἐγκληματία πατέρα, τί κάνεις!…
–Ἄχ, δεσπότη μου, ἔχεις δίκιο. Θὰ πάω στὸ σπίτι καὶ τοῦ χρόνου τέτοια μέρα θά ᾽ρθω καὶ θὰ σοῦ πῶ, ὅτι ἡ γυναίκα μου γέννησε νέο παιδί.
–Ἐσὺ, ὁ ἄλλος, τί λές;
–Μμ… κ᾽ ἐγὼ θέλω, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ σοῦ πῶ, ἂν θὰ τὴν πείσω τὴ γυναῖκα μου. Αὐτὴ συνέβη μὲ τὴν ταμ­πέλλα ποὺ μοῦ κόλλησαν «Τὸν Καντιώτη ἀ­κοῦτε; αὐτὸς εἶνε τρελλός!». Μακάρι νὰ ἤμουν ἐγὼ τρελλός, καὶ νὰ ἦταν ὅλοι αὐτοὶ συνετοὶ καὶ φρόνιμοι. Τί θὰ γίνῃ τέλος πάντων; Ὑπάρχει μιὰ ἐλπίδα· ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκ­κλησίας μας. Θὰ συν­έλθῃ τὸν ἄλλο μῆνα καὶ ἂν θέλῃ ὁ Θεὸς θὰ ξανάρθω. Οἱ ἱεράρχες ἔχουμε τὴν πιὸ μεγάλη εὐθύνη. Θέλω νὰ ἐλπίζω, ὅτι ὑπάρχουν κι ἄλ­λοι ἀρχιερεῖς ποὺ ἔ­χουμε τὰ ἴδια φρονήματα καὶ αἰσθήματα, καὶ πιστεύω νὰ συμφωνήσουν νὰ ἀξιώσουμε ἀπὸ τὸ κράτος ὡρισμένα πρά­γματα γιὰ τὸ καλὸ ὅλων· ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, ἕξι, ἑφτά, ὀχτώ, ἐννέα, δέκα πράγματα – τά ᾽χω ἀπὸ τώρα ξεκαθαρισμένα (*).
Νὰ παρουσιαστοῦμε μπροστὰ σ᾽ αὐτοὺς ποὺ μᾶς κυβερνοῦν καὶ νὰ ζητήσουμε νὰ πατάξουν τὸ κακό, τὸν ἐκφυλισμό, γιὰ τὸ καλὸ τῶν παιδιῶν μας, τῆς πατρίδος, τῆς κοινωνίας. Καὶ ἂν δὲν μᾶς ἀκούσουν, –σᾶς ὁμιλῶ ἐδῶ μὲ ὅλη τὴ συναίσθησι–, ἐὰν δὲν μᾶς ἀ­κούσουν, «τοὺς ζυγοὺς λύσατε»! Ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον· Κράτος ἑλληνικό, ἑκατὸν πενήντα χρόνια κρατᾶμε τὰ θυμιατὰ καὶ σᾶς θυμιάζουμε μὲ τὰ πολυχρόνιά σας κ.τ.λ..
Θὰ πάψῃ πιὰ τὸ θυμιατό, καὶ θὰ ἀξιώσουμε νὰ χω­ρίσῃ ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ κράτος· καὶ τὸ Κράτος ἂς βαδίσῃ τὸ δρόμο του, τὸ δρόμο τῶν και­σάρων, τῆς Πομπηίας καὶ τῶν Σοδόμων· ἂς γίνῃ πορνεῖο, κιναιδεῖο, ὅ,τι θέλει· τὸ δρόμο τῆς διαφθορᾶς καὶ τῆς καταστροφῆς· ἂς τὸν βαδίσῃ! «Ὅσοι πιστοί», θὰ μείνουμε ἡ «ἐλευθέρα καὶ ζῶσα Ἐκκλησία»! Ἀλλὰ πιστεύω στὸ Θεό, ὅτι θὰ βοηθήσῃ τὸ ἔθνος μας.

Ἔχω πολλὲς ἐνδείξεις ὅτι, ἂν παρουσιαστοῦμε μὲ δύναμι προφήτου μπροστὰ στοὺς ἰσχυροὺς τῆς ἡμέρας, θὰ γονατίσουν. Δὲν ὑπάρχει πιὸ ἰσχυρός. Μόνος ἰσχυρὸς εἶ­νε ὁ Θεός. Ὅταν χτίζαμε τὴν αἴθουσα κηρυγμάτων στὴν Ἀθήνα, ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσα, μὲ πλησί­ασε ἕνας ὁδοκαθαριστὴς ποὺ τὸν ἤξερα ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι. Σταμάτησε τὴ σκούπα καὶ λέει·

–Κάτσε νὰ σοῦ πῶ κάτι στ᾽ αὐτί· τώρα ποὺ χτίζεις τὴν αἴθουσα, βάλε ἐκεῖ ψηλὰ ἕνα ῥητό, νὰ τὸ βλέπουν ὅλοι.
–Ποιό ῥητό;
Ἄνοιξε τὴ Γραφή του ὁ ὁδοκαθαριστὴς καὶ μοῦ ᾽γραψε τὸ ῥητό· «Ἕως τοῦ θανάτου ἀγώνισαι πε­ρὶ τῆς ἀληθείας, καὶ Κύριος ὁ Θεὸς πολεμήσει ὑπὲρ σοῦ» (Σ. Σειρ. 4,28).


Τὸν ἄκουσα καὶ τὸ ἔ­γραψα. Θὰ ἀγωνιστοῦμε λοιπὸν ὑπὲρ τῆς πατρίδος, ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὑπὲρ Πίστεως.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου