
" Ὡς πρὸς τὸ ντύσιμο λοιπόν, πρὶν ἀπὸ ἑξήντα χρόνια οὔτε αὐτὲς οἱ ταλαίπωρες γυναῖκες, ποὺ πουλοῦν τὸ κορμί τους ἕνα τάλληρο γιὰ νὰ ζήσουν, δὲν περπατοῦσαν έτσι στὸ δρόμο... Ἐπικαλοῦμαι τὴν μαρτυρία ὅλων τῶν μεγαλυτέρων ποὺ μ᾽ ἀκοῦνε, ἂν πρὸ πενήντα – ἑξήντα ἐτῶν κι αὐτὲς οἱ πόρνες, τὰ δυστυχισμένα αυτά πλάσματα, δέν περπατοῦσαν ἔτσι ξεγυμνωμένες..."( σσ.Καί μόνο ξεγυμνωμένες; Άλλες με τα σόρτς ώς επάνω, άλλες μέ τίς κοιλιές καί τα στήθη έξω πώς πάνε έτσι άφοβα γιά να κοινωνήσουν και δεν τούς λέει ο παπάς τίποτα αλλά τους δίνει και την Αγία Κοινωνία ; Αυτήν, πού τρέμουν Άγγελοι και Αρχάγγελοι μόνο και μόνο πού την βλέπουν μέσα στο Άγιο Δισκοπότηρο...)
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Αγαπητοί αδελφοί ο λόγος τοῦ Θεοῦ εἶνε γραμμένος μὲ αἷμα μέσα στὴν Αγία Γραφή· ἐκεῖ λαλεῖ ὁ Θεός. Ἡ Αγία Γραφὴ δὲν εἶνε ἕνα βιβλίο, εἶνε μία βιβλιοθήκη· ἀποτελεῖται ἀπὸ πολλὰ βιβλία καὶ ὅλα μαζὶ κάνουν τὴν Αγία Γραφή. Χωρίζεται, όπως ξέρουμε, σὲ Παλαιὰ καὶ σὲ Καινὴ Διαθήκη. Ἂν ῥωτήσετε τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς νέους μας, ποιά εἶνε τὰ βιβλία τῆς Αγίας Γραφῆς, δὲν θὰ σᾶς ἀπαντήσουν, έχουν μεσάνυκτα...
Τὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶνε 49 καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης 27, σύνολο 76. Ὅποιο βιβλίο καί ν᾽ ἀνοίξουμε εἶνε χρυσάφι, πετράδια πολύτιμα, νερὸ δροσερὸ ποὺ τρέχει. ●
Ἡ Ἀποκάλυψις τοῦ Ἰωάννου
Θ᾽ ἀνοίξουμε τώρα ἕνα βιβλίο, ποὺ δυστυχῶς σπανίως τὸ ἀνοίγουμε. Παλαιότερα δικαιολογοῦνταν ποὺ δὲν τὸ ἄνοιγαν· τώρα όμως στήν εποχή μας εἶνε ἀνάγκη νὰ διαβάζουμε, ν᾽ ἀναστενάζουμε, νὰ κλαῖμε· τὸ βιβλίο αὐτὸ εἶνε ἡ Ἀποκάλυψις τοῦ Ἰωάννου, τὸ τελευταῖο βιβλίο τῆς Αγίας Γραφῆς.
Μὰ τί εἶνε επιτέλους αυτή ἡ Ἀποκάλυψις;
Τί σημαίνει «Αποκάλυψις»; Ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη παρόμοια λέξι, ἡ «ἀνακάλυψις». Τί λέτε, μποροῦμε λοιπὸν νὰ ποῦμε ὅτι ἀποκάλυψις = ἀνακάλυψις; εἶνε τὸ ἴδιο πρᾶγμα; Ὄχι, ἡ ἀποκάλυψις εἶνε κάτι ἀνώτερο.
Τί θὰ πῇ ἀνακάλυψις; Θὰ πῇ, κάτι ποὺ τὸ βρίσκουμε μόνοι μας στύβοντας τὸ μυαλό μας. Ὁ ἄνθρωπος καλλιεργώντας τὶς ἐπιστῆμες, ἐκμεταλλευόμενος τὰ τάλαντα ποὺ τοῦ ᾽δωσε ὁ Θεός, κατορθώνει νὰ βρῇ διάφορα νέα πράγματα· ἔτσι φτάσαμε ἀπὸ τὴν καλύβα στὸν οὐρανοξύστη κι ἀπὸ τὰ γαϊδουράκια στοὺς πυραύλους.
Οἱ πρῶτες ἀνακαλύψεις ἦταν ἡ φωτιά, ὁ τροχός, ἡ γραφή, ὁ σίδηρος, ὁ ἀτμός· ἀργότερα ὁ ἠλεκτρισμός, ὁ λαμπτήρας, ὁ μαγνητισμός, ἡ πυξίδα, ὁ ἀσύρματος, τὸ ῥάδιο, τὸ αὐτοκίνητο, τὸ τηλέφωνο, ἡ τηλεόρασι· καὶ στὰ νεώτερα χρόνια ὁ πύραυλος καὶ ἡ πυρηνικὴ ἐνέργεια ποὺ ἔφεραν ἐπανάστασι· ποιός τώρα νὰ φανταστῇ ὅτι μέσα σ᾽ ἕνα πετραδάκι, στὸ Οὐράνιο, ὁ Θεὸς ἔκλεισε τέτοιες τεράστιες δυνάμεις;
Δὲν ἀρνούμεθα τὴν ἐπιστήμη· ὅσο αὐτὴ προοδεύει καὶ ἀνακαλύπτει καινούργια πράγματα, τόσο ὁ θαυμασμὸς γιὰ τὴ θεία δημιουργία μεγαλώνει· «ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103,24).
Διάβαζα πρὸ ἡμερῶν ὅτι ἕνας ἀστροναύτης, νέο παλληκάρι, ἄφησε ὅλα τὰ ἐγκόσμια, μετανόησε καὶ κρύφτηκε σ᾽ ἕνα μοναστήρι νὰ ὑμνεί τὸν Θεό, γιατὶ ἀπὸ τὸ διάστημα ἐκεῖ εἶδε πόσο μικρὸς εἶνε ὁ ἄνθρωπος καὶ πόσο μεγάλος ὁ Δημιουργός. Εἶνε ἀτελείωτος ὁ κατάλογος τῶν ἀνακαλύψεων. Ἀπὸ τὰ ἑκατομμύρια μυστικὰ ποὺ ἔχει ὁ κόσμος, ἡ φύσις, ξέρετε πόσα ἀνακαλύψαμε; μόλις ἕνα μόνο! «Ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται εἰς φωνὴν τῶν καταρρακτῶν σου» (Ψαλμ. 41,8). Μὰ ὅσο καὶ νὰ προχωρήσουν οἱ ἐπιστῆμες καὶ τὰ ἐπιτεύγματα, ἔρχεται στιγμὴ ποὺ σταματοῦν.
Εἶνε σὰν τὸν ἀετό, ποὺ πετάει πετάει, ἀλλὰ κάπου κουράζεται, δὲν ἀντέχουν οἱ φτεροῦγες του νὰ πετάξῃ περισσότερο καὶ ἀρχίζει νὰ χαμηλώνῃ. Ἔτσι καὶ τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα. Πέρα ὅμως ἀπὸ τὸ φυσικὸ καὶ ὁρατὸ κόσμο ἁπλώνεται ὁ ἀόρατος, ὁ μεταφυσικὸς κόσμος τοῦ Ἀριστοτέλους. Εἶνε ὁ κόσμος τοῦ οὐρανοῦ, τῶν ἀΰλων πνευμάτων, τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, ὁ κόσμος τοῦ Θεοῦ.
Ὅσα λοιπὸν βρίσκουμε μόνοι μας στὸν ὁρατὸ κόσμο, αὐτὰ εἶνε ἀνακαλύψεις· ὅσα δὲ ὁ Θεὸς θέλει καὶ μᾶς φανερώνει, αὐτὰ εἶνε ἀποκάλυψις, φανέρωσις τοῦ θείου θελήματος· εἶνε φωνὴ τῆς αἰωνιότητος, ἡ ὁποία μᾶς δείχνει μυστήρια τοῦ ἄλλου κόσμου. Ἄγνωστος σ᾽ ἐμᾶς ἐκεῖνος ὁ κόσμος. Ἄγνωστο καὶ τὸ μέλλον, τελείως ἄγνωστο. Σκοτάδι, μεσάνυχτα ἔχουμε. Εἴμαστε τώρα ἐδῶ· ποῦ ξέρω ἐγὼ μήπως αὐτὴ εἶνε ἡ τελευταία ὁμιλία ποὺ κάνω; ποῦ ξέρετε σεῖς μήπως εἶνε καί ἡ τελευταία διδαχὴ ποὺ ἀκοῦτε; Ἄγνωστο.
Κοντόφθαλμος ὁ ἄνθρωπος, δὲν μπορεῖ νὰ δῇ πέρα ἀπὸ τὴ μύτη του. Τί θὰ γίνῃ μετὰ πέντε χρόνια, δέκα, εἴκοσι, ἑκατό, διακόσα, τριακόσα, πεντακόσα, χίλια, δύο χιλιάδες χρόνια; Ἄγνωστο, μυστήριο. Ὁ κινηματογράφος παρουσιάζει περασμένα ἢ σημερινὰ γεγονότα· μὰ δὲν ὑπάρχει κινηματογράφος ποὺ νὰ μᾶς δείξει ἐκεῖνα ποὺ θὰ γίνουν ὕστερα ἀπὸ λίγα ἢ πολλὰ χρόνια, αὐτὰ ποὺ θὰ γίνουν στὸ μέλλον. Ὑπάρχει;
Δὲν ἀρνούμεθα τὴν ἐπιστήμη· ὅσο αὐτὴ προοδεύει καὶ ἀνακαλύπτει καινούργια πράγματα, τόσο ὁ θαυμασμὸς γιὰ τὴ θεία δημιουργία μεγαλώνει· «ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103,24).
Διάβαζα πρὸ ἡμερῶν ὅτι ἕνας ἀστροναύτης, νέο παλληκάρι, ἄφησε ὅλα τὰ ἐγκόσμια, μετανόησε καὶ κρύφτηκε σ᾽ ἕνα μοναστήρι νὰ ὑμνεί τὸν Θεό, γιατὶ ἀπὸ τὸ διάστημα ἐκεῖ εἶδε πόσο μικρὸς εἶνε ὁ ἄνθρωπος καὶ πόσο μεγάλος ὁ Δημιουργός. Εἶνε ἀτελείωτος ὁ κατάλογος τῶν ἀνακαλύψεων. Ἀπὸ τὰ ἑκατομμύρια μυστικὰ ποὺ ἔχει ὁ κόσμος, ἡ φύσις, ξέρετε πόσα ἀνακαλύψαμε; μόλις ἕνα μόνο! «Ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται εἰς φωνὴν τῶν καταρρακτῶν σου» (Ψαλμ. 41,8). Μὰ ὅσο καὶ νὰ προχωρήσουν οἱ ἐπιστῆμες καὶ τὰ ἐπιτεύγματα, ἔρχεται στιγμὴ ποὺ σταματοῦν.
Εἶνε σὰν τὸν ἀετό, ποὺ πετάει πετάει, ἀλλὰ κάπου κουράζεται, δὲν ἀντέχουν οἱ φτεροῦγες του νὰ πετάξῃ περισσότερο καὶ ἀρχίζει νὰ χαμηλώνῃ. Ἔτσι καὶ τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα. Πέρα ὅμως ἀπὸ τὸ φυσικὸ καὶ ὁρατὸ κόσμο ἁπλώνεται ὁ ἀόρατος, ὁ μεταφυσικὸς κόσμος τοῦ Ἀριστοτέλους. Εἶνε ὁ κόσμος τοῦ οὐρανοῦ, τῶν ἀΰλων πνευμάτων, τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, ὁ κόσμος τοῦ Θεοῦ.
Ὅσα λοιπὸν βρίσκουμε μόνοι μας στὸν ὁρατὸ κόσμο, αὐτὰ εἶνε ἀνακαλύψεις· ὅσα δὲ ὁ Θεὸς θέλει καὶ μᾶς φανερώνει, αὐτὰ εἶνε ἀποκάλυψις, φανέρωσις τοῦ θείου θελήματος· εἶνε φωνὴ τῆς αἰωνιότητος, ἡ ὁποία μᾶς δείχνει μυστήρια τοῦ ἄλλου κόσμου. Ἄγνωστος σ᾽ ἐμᾶς ἐκεῖνος ὁ κόσμος. Ἄγνωστο καὶ τὸ μέλλον, τελείως ἄγνωστο. Σκοτάδι, μεσάνυχτα ἔχουμε. Εἴμαστε τώρα ἐδῶ· ποῦ ξέρω ἐγὼ μήπως αὐτὴ εἶνε ἡ τελευταία ὁμιλία ποὺ κάνω; ποῦ ξέρετε σεῖς μήπως εἶνε καί ἡ τελευταία διδαχὴ ποὺ ἀκοῦτε; Ἄγνωστο.
Κοντόφθαλμος ὁ ἄνθρωπος, δὲν μπορεῖ νὰ δῇ πέρα ἀπὸ τὴ μύτη του. Τί θὰ γίνῃ μετὰ πέντε χρόνια, δέκα, εἴκοσι, ἑκατό, διακόσα, τριακόσα, πεντακόσα, χίλια, δύο χιλιάδες χρόνια; Ἄγνωστο, μυστήριο. Ὁ κινηματογράφος παρουσιάζει περασμένα ἢ σημερινὰ γεγονότα· μὰ δὲν ὑπάρχει κινηματογράφος ποὺ νὰ μᾶς δείξει ἐκεῖνα ποὺ θὰ γίνουν ὕστερα ἀπὸ λίγα ἢ πολλὰ χρόνια, αὐτὰ ποὺ θὰ γίνουν στὸ μέλλον. Ὑπάρχει;
Ναί, ὑπάρχει ἕνας κινηματογράφος, ποὺ ἅμα τὸν ἀνοίξῃς περνάει μπροστά σου ὅλη ἡ ἱστορία· ὄχι μόνο τοῦ παρελθόντος, οὔτε μόνο τοῦ παρόντος, ἀλλ᾽ ἀκόμη καὶ ἡ ζωὴ τοῦ μέλλοντος, μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων. Καὶ ὁ κινηματογράφος, τὸ θέατρο αὐτὸ τὸ ἀποκαλυπτικὸ καὶ διδακτικὸ, εἶναι ἀγαπητοί μου, τὸ βιβλίο τῆς ἱερᾶς Ἀποκαλύψεως. Ἐκεῖ φαίνεται τὸ μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος, ἐκεῖ φανερώνονται τὰ μεγάλα μυστήρια, ἐκεῖ βλέπουμε τὴ φοβερὴ σύγκρουσι τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ φωτός. Τὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως ἔχει μέρος ἠθικὸ καὶ μέρος προφητικό.
Τά απόκρυφα σημεία ξεσκεπάζονται στήν εποχή μας !
Ὑπάρχουν σημεῖα της ποὺ κατὰ τὸ παρελθὸν καὶ ὁ καλύτερος θεολόγος καὶ ἱεροκήρυκας δὲν μποροῦσε νὰ τὰ ἑρμηνεύσῃ· σήμερα ὅμως ἑρμηνεύονται. � Γράφει λ.χ. κάπου, ὅτι θὰ φανοῦν ἐπάνω στὸν οὐρανὸ νὰ πετᾶνε ἀκρίδες (Ἀποκλ. 9,3-11), ποὺ ἀπὸ τὴν οὐρά τους θὰ σκορποῦν θάνατο.
Ποιός νὰ τὸ ἑρμηνεύσῃ αὐτό; Καὶ ὅμως ἕνα παιδάκι ἔξω ἀπὸ τὴν Κοζάνη, ποὺ τὸ πῆρε ἡ μάνα του ἡ χωριάτισσα νὰ πᾶνε στὸ χωράφι, ὅταν εἶδε νὰ περνᾶνε ἀεροπλάνα, φώναζε· «Μάνα μάνα, καρκαλέτσια!». Στὴ γλῶσσα τοῦ λαοῦ τῆς περιοχῆς αὐτῆς καρκαλέτσια λέγονται οἱ ἀκρίδες. Στὸν μικρὸ, τὰ ἀεροπλάνα φάνηκαν σὰν ἀκρίδες, ἀλλὰ τί ἀκρίδες! ἀκρίδες Ἀποκαλύψεως (βλ. ἡμ. ἔργ. Τὰ τέσσερα χρώματα, Ἀθῆναι 1955, σ. 7 ὑποσημ.). Νά λοιπόν, τὸ μικρὸ παιδάκι ἑρμήνευσε τὴν Ἀποκάλυψι.
Οἱ ἀκρίδες βέβαια τρῶνε χορταράκι καὶ ξεφλουδίζουν ἀμπέλια καὶ χωράφια, μὰ αὐτὲς «ξεφλουδίζουν» τὴν ἀνθρωπότητα !
� Ἕνα ἄλλο. Λέει κάπου ἡ Ἀποκάλυψις, ὅτι θὰ ἔρθῃ ὥρα, ποὺ οἱ μεγάλοι καὶ τρανοὶ θὰ κρυφτοῦν στὶς σπηλιὲς καὶ θὰ λένε στὰ βουνά· Ἀνοῖξτε τὰ σπλάχνα σας καὶ κρύψτε μας ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Κυρίου (βλ. Ἀπ. 6,16-17). Καὶ τώρα οἱ ῾Ρῶσοι ἔχουν ξεκουφάνει τὰ Οὐράλια ὄρη, ἔχουν ἀνοίξει μέσα διαδρόμους· καὶ οἱ Ἀμερικᾶνοι ἔχουν σκάψει καταφύγια γιὰ νὰ κρύψουν τὰ ἐπιτελεῖα τους σὲ καιρὸ πολέμου.
� Ἀλλοῦ ἡ Ἀποκάλυψις λέει, ὅτι θ᾽ ἀνοιχτοῦν καὶ θὰ χυθοῦν φιάλαι, μποτίλιες γεμᾶτες ἀπὸ τὸ θυμὸ τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἀπ. 15,7· 16,1-4,8,10,12,17· 17,1· 21,9). Κι ὅταν πέσουν οἱ φιάλες αὐτὲς θὰ γίνουν μεγάλα κακά· ἀσθένειες, καταστροφὲς στὴν ξηρὰ καὶ στὴ θάλασσα, στὰ νερὰ καὶ στὴν ἡλιακὴ ἐνέργεια.
� Ἀλλοῦ ἡ Ἀποκάλυψις λέει, ὅτι τὸ ἕνα τρίτον τῆς γῆς θὰ καεί, τὸ ἕνα τρίτο τῶν δέντρων καὶ τῶν χόρτων θὰ καεί, τὸ ἕνα τρίτο τῶν ψαριῶν τῆς θαλάσσης θὰ ψοφήσουν, τὸ ἕνα τρίτο τῶν πλοίων θὰ καταστραφοῦν, στὸ ἕνα τρίτο τους τὰ νερὰ τῶν πηγῶν καὶ τῶν ποταμῶν θὰ πικραθοῦν, ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἄστρα θὰ χάσουν τὸ ἕνα τρίτο τῆς φωτεινότητός τους, τὸ ἕνα τρίτο τῶν ἀνθρώπων θὰ θανατωθοῦν ἀπὸ φωτιὰ καπνὸ καὶ θειάφι (βλ. Ἀπ. 8,7-12· 9,15,18· 12,4).
Μὰ νὰ πέφτῃ ἕνα μπουκάλι κάτω καὶ νὰ ἔχῃ τέτοια καταστροφικὴ δύναμι; Καὶ πράγματι, ὅταν εἶδαν τὴν πρώτη πυρηνικὴ βόμβα νὰ πέφτῃ, ἦταν σὰν νταμιτζάνα γυρισμένη ἀνάποδα. Νά οἱ πληγὲς τῆς Ἀποκαλύψεως. Ἐμεῖς, ποὺ ζοῦμε σ᾽ αὐτὴ τὴ φοβερὴ ἐποχὴ τῆς πυρηνικῆς ἐνεργείας, ἂς μετανοήσουμε· πέντε – δέκα τέτοιες «φιάλες» νὰ πέσουν στὶς μεγαλουπόλεις, θὰ ἐξαλειφθοῦν ἑκατομμύρια ἄνθρωποι.
Οἱ χρυσές μπουκάλες δὲν θὰ πέσουν στὰ βουνά, ἐκεῖ πού ᾽νε οἱ τσοπαναραῖοι, ἀλλὰ στὶς μεγάλες πολιτεῖες, ὅπου μαζεύτηκε ὅλη ἡ ἀκαθαρσία τοῦ κόσμου, καὶ δὲν θὰ προλάβῃ ὁ ἄνθρωπος νὰ πῇ οὔτε τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Καὶ θὰ γίνῃ, λένε, ἕνας πόλεμος ποὺ πρῶτα θ᾽ ἀκούσουμε ὅτι τελείωσε καὶ μετὰ θὰ μάθουμε ὅτι ἄρχισε.
Νά μάθουμε να κτυπάμε τήν πόρτα ελέους του Χριστού
Ἡ Ἀποκάλυψις εἶνε ἱερὸ βιβλίο ποὺ πρέπει νὰ τὸ διαβάζουμε. Κ᾽ ἐγὼ λοιπόν, σὲ τέτοιο καιρό, θ᾽ ἀνοίξω τὴν Ἀποκάλυψι νὰ πάρουμε ἕνα χωρίο· εἶνε στὸ κεφάλαιο 22 (κβ΄), στίχος 11. Ἐκεῖ ὑπάρχουν τέσσερα «ἔτι» (τὸ «ἔτι» αὐτὸ γράφεται μὲ γιῶτα· τὸ ἔτη, μὲ ἦτα, σημαίνει «χρόνια»· τὸ ἔτι, μὲ γιῶτα, σημαίνει «ἀκόμα». Εἶνε αὐτὸ ποὺ ἀκοῦμε συχνὰ στὴν ἐκκλησία μας, «Ἔτι καὶ ἔτι ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν…».
Τί σημαίνει σε μετάφραση ; "ἀκόμα καὶ ἀκόμα" ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο. Πὲς ἕνα ἀκόμη «Κύριε, ἐλέησον», χτύπα ἀκόμη μιὰ φορὰ τὴ θύρα τοῦ θεϊκοῦ ἐλέους. Μὴ μοιάσῃς μὲ κάτι παλιόπαιδα ποὺ πᾶνε στὰ σπίτια, ξαφνιάζουν τοὺς ἐνοίκους χτυπώντας το κουδούνι τής πόρτας μιὰ φορά, γιὰ νὰ παίξουν μὲ τὴν ἀνησυχία ποὺ προκαλοῦν, κι ὥσπου νὰ τοὺς ἀνοίξουν αὐτὰ ἔχουν ἐξαφανιστῆ.
Μὴν κάνεις σὰν τ᾽ ἀλητόπαιδα· ἐπίμενε νὰ χτυπᾷς, ἕως ὅτου ἀκούσῃς τὴν ἀπάντησι ἐκείνου ποὺ ζητᾷς. Χτύπα «ἔτι καὶ ἔτι», μὴν κουραστῇς. Φαίνεται ὅτι ὁ οὐρανὸς σιωπᾷ, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν σ᾽ ἀκούει. Δὲν εἶνε ἔτσι· «ὁ Θεὸς ἀργεῖ, ἀλλὰ δὲν λησμονεῖ». «Ἔτι καὶ ἔτι»! Μπρός, ἀδελφοί μου, ἐντείνετε τὶς προσευχές σας. Τὸ «ἔτι» ἔχει αὐτὴ τὴν ἔννοια, τῆς ἐντάσεως.
Ἔτσι καὶ στὸ χωρίο ποὺ ἑρμηνεύουμε καὶ τὸ ὁποῖο λέει· «Ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ῥυπαρὸς ῥυπαρευθήτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι» (Ἀπ. 22,11). Τέσσερα «ἔτι». ● Ἐλεύθερη τώρα καὶ μὲ ἐπευφημίες ἡ πρόοδος τοῦ κακοῦ Τί ἆραγε σημαίνει «Ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι»; Αὐτὸς ποὺ κλέβει, ποὺ ἀδικεῖ, ποὺ παρανομεῖ, ἂς κλέψῃ ἀκόμα, ἂς ἀδικήσῃ ἀκόμα, ἂς ὀργιάσῃ ἀκόμα.
Μὰ τί λοιπόν; τὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως συμβουλεύει τοὺς κλέφτες, τοὺς λωποδύτες, τοὺς μοιχούς, νὰ συνεχίσουν ἀκόμα νὰ κάνουν τὸ κακό; αὐτὸ τὸ νόημα ἔχει; Ἄπαγε τῆς βλασφημίας· δὲν ἔχει αὐτὸ τὸ νόημα. Ἐννοεῖ κάτι ἄλλο· ὅτι δηλαδὴ ὁ Θεὸς δὲν βιάζει κανένα. Ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο ἐλεύθερο καὶ τὸν ἄφησε νὰ πράξῃ ὅ,τι θέλει.
Τὸ λέει ἡ Γραφή· «Μπροστά σου, ἄνθρωπε, ἔβαλα νερὸ καὶ φωτιά· σοῦ ᾽δωσα μυαλὸ καὶ σοῦ εἶπα· Ἂν ἁπλώσῃς τὸ χέρι σου στὸ νερὸ θὰ δροσιστῇς, ἂν τὸ ἁπλώσῃς στὴ φωτιὰ θὰ καῇς». «Ἐπικαλοῦμαι σήμερα μάρτυρα σ᾽ ἐσᾶς τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ· τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο ἔβαλα μπροστά σας, τὴν εὐλογία καὶ τὴν κατάρα· διάλεξε σὺ τὴ ζωή, γιὰ νὰ ζήσῃς σὺ καὶ οἱ ἀπόγονοί σου» (Δευτ. 30,19). «Ἔβαλε μπροστά σου τὴ φωτιὰ καὶ τὸ νερό· καὶ ὅπου θελήσῃς, θ᾽ ἁπλώσῃς τὸ χέρι σου» (Σ. Σειρ. 15,16).
Ἂν ἐσὺ ἁπλώνῃς τὸ χέρι σου στὴ φωτιὰ καὶ καίγεσαι, φταίει λοιπὸν ὁ Θεός; Μπροστά σου φωτιὰ καὶ νερό, διάλεξε καὶ πάρε, λέει ἡ ἁγία Γραφή. Σ᾽ ἀφήνει ἐλεύθερο, δὲν σὲ βιάζει, γιατὶ μιὰ καλὴ πρᾶξι ποὺ γίνεται μὲ τὴ βία δὲν εἶνε πλέον ἐνάρετη· ὅταν εἶνε ἐνάρετη, εἶνε ἐνάρετη διότι προϋποθέτει τὴν ἐλευθερία. Μποροῦσε βέβαια ὁ Θεός, ὅταν ὁ ἄλλος βλαστημάῃ τὰ θεῖα, τὴν ὥρα ἐκείνη ν᾽ ἀνοίξῃ ἡ γῆ πάπ! νὰ τὸν καταπιῇ. Τὸν ἀφήνει ὅμως νὰ βλαστημάῃ. «Ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι».
Ἀκόμα ἐκεῖνο τὸ «ἔτι» σημαίνει ὅτι, ὅσο προχωροῦν τὰ χρόνια, τόσο τὸ κακὸ θὰ προοδεύῃ, θὰ παρουσιάζῃ μιὰ ἐπίτασι, μιὰ αὔξησι· «πονηροὶ ἄνθρωποι καὶ γόητες», λέει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι» (Β΄ Τιμ. 3,13).
Θ᾽ ἀναφέρω τρία – τέσσερα παραδείγματα νὰ τὸ καταλάβετε.
◊ Ἕνα μικρὸ παιδάκι κλέβει στὸ σχολειὸ κιμωλίες, γομμολάστιχες, τετράδια, βιβλία. Ἐὰν δὲν τὸ προσέξῃ ὁ δάσκαλος καὶ περισσότερο ὁ πατέρας, μεγαλώνοντας θὰ γίνῃ σιγὰ – σιγὰ μεγάλος κλέφτης καὶ λῃστής. Κάποιος στὴν Ἀμερική, λένε, ἔγινε διαρρήκτης. Τὸν κυνηγοῦσε ἡ ἀστυνομία καὶ μὲ χίλια βάσανα ἐπὶ τέλους τὸν πιάσανε. Πάνω στὶς διαρρήξεις εἶχε κάνει ἀκόμα καὶ δολοφονίες ἀνθρώπων, γυναικῶν καὶ ἀνδρῶν, καὶ τὸν καταδίκασαν εἰς θάνατον στὴν ἠλεκτρικὴ καρέκλα· ἡ περίπτωσί του ἔγινε καὶ ὁλόκληρο ἀστυνομικὸ μυθιστόρημα… Ἀνοίγω ἐδῶ μία παρένθεσι. Κοιτάξτε πῶς διαφθείρεται ἡ κοινωνία. Ὅταν αὐτὰ παρουσιάζωνται ὡς λογοτεχνία καὶ ὡς ταινία, ἀποκτοῦν …αἴγλη.
Μοῦ ᾽λεγε ἕνας ἀστυνομικός·
–Σιχαίνομαι πιὰ τὸ ἐπάγγελμά μου, θὰ τὸ ἐγκαταλείψω.
–Γιατί; τοῦ λέω.
–Πάω στοὺς κινηματογράφους καὶ βλέπω ἕνα παράξενο πρᾶγμα· ὅταν ὁ κλέφτης, ὁ κακοποιὸς διαφεύγῃ, καὶ τὸν κυνηγᾶνε οἱ ταλαίπωροι ἀστυνομικοὶ μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους, καὶ σπᾶνε τὰ πόδια τους, τὴν ὥρα ποὺ αὐτὸς κατορθώνει καὶ τοὺς ξεφεύγει πηδώντας σὰν αἴλουρος ἀπὸ στέγη σὲ στέγη, ἐκεῖ ἀκοῦς ἐπιφωνήματα «Μπράβο, μπράβο!…» καὶ χειροκροτοῦν τὸν «ἥρωα». Ὅταν ὅμως σκοτώνεται ἀστυνομικὸς πάνω στὸ καθῆκον του, κανείς δὲν χειροκροτεῖ.
Σὰν νὰ λένε στὸν κακοποιό· Συνέχισε «ἔτι» καὶ «ἔτι», καλὰ ἔκανες, προχώρα στὸ κακό!… Ὅταν βέβαια ὁ κακοποιὸς κλέβῃ τὸ δικό μας πορτοφόλι, τότε καλοῦμε τὴν ἀστυνομία νὰ βρῇ τὸν κλέφτη· ὅσο κλέβει πορτοφόλια τῶν ἄλλων, εἶνε ἄξιος θαυμασμοῦ. Αὐτὸ ἐκφράζει τὸ «ἔτι» καὶ «ἔτι».
Κλείνει ἡ παρένθεσι. Καὶ σ᾽ αὐτὸν λοιπὸν στὴν Ἀμερική, προτοῦ νὰ τὸν καθίσουν στὴν ἠλεκτρικὴ καρέκλα, ἔρχεται ἡ μάνα του·
–Παιδί μου!
–Μάνα, μὴ μὲ πλησιάζεις. Ἐσὺ φταῖς. Θυμᾶσαι ποὺ μικρὸ παιδὶ σοῦ ἔφερα ἕνα ἀβγὸ κλεμμένο; Δὲ μοῦ ᾽σπασες τότε τὸ χέρι. Ἀπὸ τότε πῆρα τὸ δρόμο ποὺ μ᾽ ἔφερε ἐδῶ. Ὅποιος κλέβει σήμερα ἀβγὸ καὶ μένει ἀτιμώρητος, αὔριο θὰ κλέψῃ βόδι. Ἔτσι ἀρχίζει καὶ σιγὰ – σιγὰ θεριεύει τὸ κακό· «ἔτι» καὶ «ἔτι».
Ξεγυμνώθηκαν οί γυναίκες...
◊ Θέλετε ἄλλο παράδειγμα; Πάρτε τὸ ζήτημα τῆς ἐνδυμασίας – μὴ γελάσετε, γιατὶ ἐγὼ κλαίω. Θὰ σηκωθῶ νὰ φύγω, θὰ ὑποβάλω παραίτησι στὴν Ἱερὰ Σύνοδο· θὰ πάω στὸ Ἅγιο Ὄρος, θ᾽ ἀγοράσω ἕνα κελλάκι, νὰ κλείσω ἐκεῖ τὰ μάτια μου στὸ μάταιο κόσμο. Ἐσᾶς σᾶς ξέρω· εἶστε ἐδῶ μόνο γιὰ ν᾽ ἀκούσετε, καὶ μετὰ θὰ τὰ ξεχάσετε. Ἀπὸ σᾶς δὲν περιμένω τίποτα· μαζεύεστε, φωνάζετε, κάνετε – δείχνετε, καὶ μετὰ ἐφαρμογὴ τίποτα. Σᾶς γνωρίζω.
Λοιπόν, ἔχουμε τὸ ζήτημα τῆς ἐνδυμασίας τῆς γυναίκας. Πρὶν ἀπὸ ἑξήντα χρόνια… – θά ᾽λεγα μιὰ σκληρὴ τολμηρὴ λέξι, ἀλλὰ δὲν τὴ λέω. Ἂν τὴν πῶ, θὰ ποῦν· Πώ πω, ἔτσι μιλάει αὐτός; δεσπότης εἶν᾽ αὐτὸς καὶ λέει τέτοιες λέξεις;… Δηλαδή, τὸ κακὸ τὸ κάνουν, ἀλλὰ δὲν θέλουν νὰ τοὺς τὸ πῇς. Δὲν φρίττουν, δὲν τρέμουν γιὰ τὰ χάλια ποὺ ἔχουν· τοὺς πειράζουν οἱ λέξεις ποὺ θὰ ποῦμε γιὰ νὰ διορθωθοῦν.
Ὡς πρὸς τὸ ντύσιμο λοιπόν, πρὶν ἀπὸ ἑξήντα χρόνια οὔτε αὐτὲς οἱ ταλαίπωρες γυναῖκες, ποὺ πουλοῦν τὸ κορμί τους ἕνα τάλληρο γιὰ νὰ ζήσουν, δὲν περπατοῦσαν έτσι στὸ δρόμο... Ἐπικαλοῦμαι τὴ μαρτυρία ὅλων τῶν μεγαλυτέρων ποὺ μ᾽ ἀκοῦνε, ἂν πρὸ πενήντα – ἑξήντα ἐτῶν κι αὐτὲς οἱ πόρνες, τὰ δυστυχισμένα αυτά πλάσματα, δέν περπατοῦσαν ἔτσι ξεγυμνωμένες...
( σσ.Καί μόνο ξεγυμνωμένες; Άλλες με τα σόρτς ώς επάνω, άλλες μέ τίς κοιλιές καί τα στήθη έξω πώς πάνε έτσι άφοβα γιά να κοινωνήσουν και δεν τούς λέει ο παπάς τίποτα αλλά τους δίνει και την Αγία Κοινωνία ; Αυτήν, πού τρέμουν Άγγελοι και Αρχάγγελοι μόνο και μόνο πού την βλέπουν μέσα στο Άγιο Δισκοπότηρο...)
Οἱ γυναῖκες ἦταν ντυμένες τότε σὰν τὴν Παναγιά, σκεπασμένες ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω στὰ πόδια, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ἐν καταστολῇ κοσμίῳ» (Α΄ Τιμ. 2,9). Τί θὰ πῇ «καταστολή»; Ἀνοῖξτε τὸ λεξικό. Δὲν ξέρω ποιόν ἀκοῦς ἐσύ, ἐγὼ ἀκούω τὸν Παῦλο, ποὺ νὰ στύψῃς ὅλους τοὺς παπᾶδες καὶ δεσποτάδες δὲν φτειάνεις τὸ νυχάκι του. Ἐγὼ αὐτὸν ἀκούω.
Τί λέει λοιπὸν ὁ Παῦλος; Ἐσὺ ποὺ κάνεις τὸ γραμματισμένο καὶ νομίζεις ὅτι ἐμεῖς λέμε παράξενα, διάβαζε νὰ δῇς· «Θέλω», λέει, «οἱ γυναῖκες νὰ εἶνε ἐν καταστολῇ κοσμίῳ». Τί σημαίνει τὸ «καταστολῇ»; Σημαίνει ντυμένες σεμνὰ ἀπὸ πάνω ὣς κάτω, σὰν τὴν Παναγιά. Μπορεῖτε νὰ φανταστῆτε τὴν Παναγιὰ ντυμένη ἀλλιῶς; Λοιπόν, ἔτσι ἦταν τότε οἱ γυναῖκες.
Ἐγὼ χαίρομαι ὅταν πάω σὲ μερικὰ χωριουδάκια τῆς Φλωρίνης· στὸν Ἀτραπό, στὸν Πολυπόταμο, στὴν Τριανταφυλλιά – ἕνα χωριουδάκι πώ πω, τὸ συνιστῶ στὴν ἀγάπη σας. Εἶνε τριάντα σπιτάκια. Μὰ δὲν ξέρετε! Ὅλες οἱ γυναῖκες στὸ κεφάλι ἔχουν μαντήλι κ᾽ εἶνε ντυμένες ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω μὲ τὴν πιὸ ὄμορφη μόδα ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο. Εἶνε ἐνδυμασία – ἱστορία. Ἡ φορεσιά τους ἔχει τρία χρώματα· τὸ μαῦρο, τὸ ἄσπρο καὶ τὸ κόκκινο· τὸ κόκκινο γιὰ τὰ αἵματα ποὺ χύθηκαν, τὸ μαῦρο γιὰ τὰ δάκρυα ποὺ χύσανε, καὶ τὸ ἄσπρο γιατὶ ἄσπρη εἶνε ἡ ψυχή τους. Τὶς βλέπεις ὄμορφα ντυμένες. Ἅμα τὴ δῇς ἔτσι τὴ γυναῖκα, ἀποκαλύπτεσαι, δὲν σκέπτεσαι τὸ πονηρό. Ἔχουν τὴν πιὸ ὄμορφη μόδα τοῦ κόσμου. Πάει τώρα αὐτή. Τώρα όμως τί συνέβη;
Ἦρθε ὁ διάβολος καὶ τῆς λέει· Ἄ, δὲν εἶσαι ἔτσι καλὰ ντυμένη… Αὐτὸς εἶνε ὁ διάβολος τῶν Παρισίων. Κάθε πόλι θὰ τιμωρηθῇ. Κάθε πόλι· ἡ Μόσχα θὰ τιμωρηθῇ γιὰ τὴν ἀθεΐα της, τὸ Παρίσι θὰ τιμωρηθῇ γιὰ τὴν πορνεία του (ἀπὸ ἐκεῖ βγαίνει ὅλη ἡ μόδα καὶ ἡ κακοήθεια), καὶ ἡ Νέα Ὑόρκη θὰ τιμωρηθῇ γιὰ τοὺς γκανγκστερισμοὺς καὶ γιὰ τὸ καπιτάλ της. Ἀλλὰ κ᾽ ἐμεῖς ἐδῶ θὰ τιμωρηθοῦμε, γιατὶ προδώσαμε τὴν Ὀρθοδοξία.
Λοιπόν, ὁ διάβολος λέει· Δὲν εἶσαι καλὰ τώρα ντυμένη· τί, καλόγρια θὰ γίνῃς; Καὶ πῆρε αὐτὸς μιὰ ψαλίδα καὶ κόντυνε ἀπὸ κάτω τὸ φόρεμα μέχρι πάνω ἀπ᾽ τὸν ἀστράγαλο. Προχώρησε ἐν συνεχείᾳ «ἔτι» καὶ «ἔτι» καὶ τὸ κόντυνε μέχρι τὰ γόνατα. Καὶ συνεχίζει «ἔτι» καὶ «ἔτι» καὶ πάει νὰ ξεγυμνώσῃ τὴ γυναῖκα ἐντελῶς. «Ἔτι» καὶ «ἔτι» γυμνώσου! Ἐγὼ διατάζω, ὁ διάβολος. Κι ὅταν ἡ γυναίκα διστάζῃ, αὐτὸς διατάζει· Προχώρα! ◊ «Ἔτι» καὶ «ἔτι» λοιπὸν προχώρα στὴν κλεψιά, ἀπὸ τὸ ἀβγὸ μέχρι τὸ βόδι· «ἔτι» καὶ «ἔτι» προχώρα στὴ διεφθαρμένη μόδα μέχρι νὰ μείνῃς γυμνή.
Μιὰ κοπέλλα, ποὺ μένει ἁγνὸ λουλούδι στὰ ψηλὰ βουνά μας, στὸ Γράμμο καὶ στὸ Βίτσι, ποιός τὴν ἐκτιμᾷ; σηκώνεται πρωὶ – πρωί, δουλεύει στὸ χωράφι, ἀρμέγει τὴ γίδα, τὸ πρόβατο, τὴν ἀγελάδα, νὰ γίνουν τὰ ἀγαθὰ ποὺ τρῶς ἐσύ, κοκώνα τοῦ Κολωνακίου, καὶ προβάλλεσαι στὸν κόσμο; ποιός τὴ θυμᾶται ἐκείνη; Κανείς. Ἡ ἄλλη, ποὺ τραγουδάει στὸ νυχτερινὸ κέντρο, πληρώνεται ἁδρά· εἶνε καλλιτέχνις, σοῦ λέει· πίσω ὅμως ἀπὸ τὴν ὀνομασία αὐτὴ εἶνε κάτι ἄλλο· ἂν τολμήσουμε νὰ τὸ ποῦμε, νὰ τὶς ὀνομάσουμε ἔτσι, μᾶς καθίζουν στὸ ἑδώλιο γιὰ συκοφαντικὴ δυσφήμησι.
Καλλιτέχνις αὐτή, σοῦ λέει, ἀφοῦ ἔχει τέτοια φωνή! Ἡ καημένη ἡ βοσκοπούλα στὸ βουνὸ ζῇ φτωχικά, ἡ νοσοκόμα ποὺ ξενυχτάει στὸ νοσοκομεῖο δίπλα στὸν ἄρρωστο σὰν ἄγγελος, ζῇ φτωχικά· αὐτὴ ὅμως μὲ τὴ χρυσῆ φωνὴ μέσα σὲ μιὰ νύχτα μαζεύει παρακαλῶ ἑκατὸ χιλιάδες. Μπράβο, κοινωνία! Ὅπως πᾷς, νὰ δοῦμε στὸ τέλος ἂν θὰ μείνῃ ἔτσι βοσκὸς στὸ βουνὸ καὶ νοσοκόμος στὴν πόλι. Δὲν θὰ εἶνε αὐτοὶ κορόιδα γιὰ νὰ περιποιοῦνται ἐσένα τὸν κύριο.
«Ἔτι» καὶ «ἔτι» λοιπόν· ἐσὺ ποὺ κλέβεις, κλέψε περισσότερα· ἐσὺ ποὺ πετᾷς τὰ ῥοῦχα σου, ξεγυμνώσου τελείως· κ᾽ ἐσὺ ὁ καλλιτέχνης τραγούδα ὅλο καὶ πιὸ αἰσχρά… ◊ «Ἔτι» καὶ «ἔτι», προχωρεῖτε προχωρεῖτε! κ᾽ ἐσὺ ὁ γέρος μὲ τ᾽ ἄσπρα μαλλιά, ποὺ στὰ ἑβδομήντα σου πέταξες τὴν εὐλογημένη γυναῖκα σου στὸ δρόμο καὶ τώρα ἔχεις σχέσεις ἁμαρτωλὲς μ᾽ ἕνα ἁμαρτωλὸ γύναιο εἴκοσι χρονῶν, ποὺ περιμένει πότε νὰ πεθάνῃς νὰ σὲ κληρονομήσῃ, τρέχα στὸ ὑπουργεῖο δικαιοσύνης νὰ βγάλῃς διαζύγιο αὐτόματο. «Ἔτι» καὶ «ἔτι» προχωρεῖτε λοιπόν, ἐλεύθεροι εἶστε. Νὰ δοῦμε ὅμως τὸ τέλος, ποῦ θὰ βγῆτε. ● Τί κάνουν τὰ παιδιὰ τοῦ Φωτός;
Καὶ ὁ μὲν κόσμος αὐτὸς προχωρεῖ ἀπὸ τὸ χειρότερο σὲ χειρότερο ἠθικῶς καὶ θρησκευτικῶς καὶ κοινωνικῶς· πέφτει ἀπὸ γκρεμὸ σὲ γκρεμὸ κι ἀπὸ βάραθρο σὲ βάραθρο· «ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται εἰς φωνὴν τῶν καταρρακτῶν σου» (Ψαλμ. 41,8). Τὰ παιδιὰ τοῦ σκότους προχωροῦν, σημειώνουν καταπληκτικὲς προόδους στὸ κακό, στὴν ἀπιστία, στὴ διαφθορά.
Καλά, καί τα παιδιά του φωτός τί κάνουν; Κοιμούνται μακάριοι...
–Καλά καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ Φωτὸς τί κάνουν; Ἐμένα ῥωτᾶτε; Τὰ παιδιὰ τοῦ φωτὸς κοιμοῦνται! Κοιμοῦνται ὅπως κοιμοῦνταν οἱ μαθηταὶ στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Ὁ Χριστὸς «ἤρξατο λυπεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν», προσευχόταν γονατιστὸς τὴ νύχτα κάτω ἀπ᾽ τὸ φεγγάρι, μὲ ἀγωνία τόση ὥστε ὁ ἱδρώτας του ἔσταζε στὴ γῆ σταλαγματιὰ – σταλαγματιὰ μαζὶ μὲ πηχτὸ αἷμα. Καί, ἐνῷ ἦταν σὲ κατάστασι τέτοιας στενοχώριας καὶ ἀδημονίας, οἱ μαθηταὶ πιὸ πέρα ῥοχάλιζαν ἐπάνω στὰ χορτάρια.
Κοιμᾶστε λοιπὸν καὶ ἀναπαύεστε! ἰδοὺ ἤγγικεν ἡ ὥρα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἁμαρτωλῶν» (Ματθ. 26,37,45). Ἔτσι καὶ σ᾽ ἐμᾶς ὁ Χριστὸς μὲ ἀγωνία γιὰ τὴν πορεία μας παραπονεῖται· Ἐγὼ μεριμνῶ γιὰ σᾶς, ἐγὼ σᾶς κρατῶ ἀνοιχτὴ τὴ Βίβλο, σᾶς διαβάζω τὴ Γραφή, σᾶς ἁγιάζω μὲ τὴ θεία λειτουργία, σᾶς κατηχῶ μὲ κηρύγματα καὶ μαθήματα, σᾶς φροντίζω μὲ τὴν πρόνοιά μου, εἶμαι γιὰ σᾶς παντοῦ καὶ πάντοτε· ἀλλὰ σεῖς, παιδιὰ τοῦ Φωτός, κοιμᾶστε, δὲν ἀγρυπνεῖτε μαζί μου.
Τὰ μεσάνυχτα μέσα στὰ κέντρα διασκεδάσεως, ποὺ φύτρωσαν στὸν τόπο μας ὅπως τὰ μανιτάρια πάνω στὰ κόπρια, χιλιάδες νέοι γλεντᾶνε. Δὲ μοῦ λέτε· Πόσοι τὴ νύχτα – τὰ μεσάνυχτα ξυπνοῦν, πιάνουν κομποσχοίνι καὶ παρακαλοῦν τὸ Θεό; Ποιός φιλοτιμεῖται; Τὰ παιδιὰ τοῦ σκότους «ἔτι» καὶ «ἔτι» προχωροῦν στὴ διαφθορά. Ἐμεῖς; Ἀλλὰ δὲν τελειώσαμε· ἐὰν θέλῃ ὁ Θεὸς θὰ συνεχίσουμε.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Ὑπάρχει όμως καὶ τὸ καλὸ «ἔτι καί έτι...» Παρὰ ταῦτα ἡ Ἀποκάλυψις μᾶς παρηγορεῖ. Τί λέει στὴ συνέχεια τὸ χωρίο ποὺ ἑρμηνεύουμε· «ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι» (Ἀπ. 22,11). Δὲν προχωρεῖ δηλαδὴ μόνο τὸ κακό· προχωρεῖ ἐξ ἴσου καὶ τὸ καλό, ἔστω καὶ ἂν φαίνεται ὅτι κινεῖται σὲ μικρότερη κλίμακα. Μπορεῖ τὸ πονηρὸ νὰ πλεονεκτῇ σὲ ὄγκο, σὲ ποιότητα ὅμως ὑπερέχει τὸ ἀγαθό· τὸ ὕψος τῆς πίστεως, αὐτὸς ὁ «κόκκος σινάπεως» (Ματθ. 13,31· 17,20. Μᾶρκ. 4,31. Λουκ. 13,19· 17,6), ἀντισταθμίζει τὴν πλημμύρα τῆς ἀσεβείας καὶ ἀθεΐας.
Ἄλλωστε, ἐνῷ τὸ κακὸ εἶνε θρασὺ καὶ ἀλαζονικό, τὸ ἀγαθὸ εἶνε σεμνὸ καὶ ἀφανές, προχωρεῖ χωρὶς θόρυβο καὶ καύχησι. «Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως» (Λουκ. 17,20). Καὶ ποῦ προχωρεῖ τὸ καλό; Εἶνε ἄξιο παρατηρήσεως ὅτι, ἐκεῖ ποὺ παρουσιάζεται ἡ μεγαλύτερη αἰχμὴ τῆς διαφθορᾶς, ἐκεῖ παρουσιάζεται ἀντιστοίχως καὶ ἡ αἰχμὴ τῆς ἀρετῆς. Περίεργο πρᾶγμα. Εἶνε ἐκεῖνο ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Ἐκεῖ ποὺ ἐπερίσσευσε ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (῾Ρωμ. 5,20). Αὐξάνει ἡ ἁμαρτία; αὐξάνει καὶ ἡ χάρις. Παραδείγματα; Διαβάστε νὰ δῆτε.
� Ἡ ἐποχὴ τοῦ Νῶε ἦταν διεφθαρμένη. Ἀλλὰ μέσα στὴ διαφθορὰ ἕνας Νῶε μὲ τὴν οἰκογένειά του, ὀχτὼ ἄτομα, κράτησαν τὴν πίστι στὸ Θεό· ἐνῷ οἱ ἄλλοι εἶχαν γίνει σάρκες, αὐτοὶ ζοῦσαν κατὰ τὸ θέλημά του.
� Ἄλλο παράδειγμα κατόπιν. Στὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα ἦταν φρικτὴ ἡ κατάστασι. Ἁμαρτήματα ποὺ δὲν λέγονται διέπρατταν ἀναίσχυντα ὅλοι ἀπὸ κοινοῦ. Μέσα ὅμως σ᾽ αὐτὴ τὴν κατάπτωσι ὁ Λὼτ μὲ τὴ γυναῖκα καὶ τὶς δύο κόρες του κρατοῦσαν τὴν θεοσέβεια καὶ ζοῦσαν μὲ καθαρότητα καὶ τιμή.
� Θέλετε ἄλλο ἕνα παράδειγμα; Στὰ χρόνια ποὺ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ἦταν αἰχμάλωτοι στὴ Βαβυλῶνα διακρίθηκαν οἱ Τρεῖς Παῖδες. Ἕνας δικτάτορας, ὁ Ναβουχοδονόσορ, ἔφτειαξε ἕνα πελώριο ἄγαλμα καὶ διέταξε· Πέσετε ὅλοι νὰ τὸ προσκυνήσετε· μόλις ἠχήσουν τὰ ὄργανα καὶ ἡ σάλπιγγα δώσῃ τὸ σύνθημα, γονατίστε ὅλοι. Ὅποιος δὲν πέσῃ νὰ προσκυνήσῃ τὸ ἄγαλμα, δίπλα ἐδῶ περιμένει τὸ πυρακτωμένο καμίνι καὶ θὰ ῥιχτῇ μέσα σ᾽ αὐτό. Καὶ πράγματι, μόλις ἀκούστηκαν τὰ ὄργανα ἔσκυψαν ὅλοι στὴν πεδιάδα Δεειρᾶ (Δαν. 3,1)· ὅπως τὸ δρεπάνι περνάει καὶ κόβει τὰ στάχυα, ἔτσι μόλις δόθηκε τὸ σύνθημα στρώθηκαν ὅλοι καταγῆς. Μόνο οἱ Τρεῖς Παῖδες, ὁ Σεδρὰχ ὁ Μισὰχ καὶ ὁ Ἀβδεναγώ (Ἀνανίας, Ἀζαρίας καὶ Μισαήλ) ἔμειναν ὄρθιοι καὶ εἶπαν· Ὄχι! ἐμεῖς προσκυνοῦμε μόνο τὸν Κύριό μας, δὲν προσκυνοῦμε εἴδωλα. Τοὺς ἔρριξαν στὸ καμίνι, ἀλλὰ μὲ τὴν πίστι στὸν ἀληθινὸ Θεὸ βγῆκαν ἀπὸ ἐκεῖ ἀβλαβεῖς.
Ὅπως λοιπὸν πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ βρέθηκε ὁ Νῶε, στὰ Σόδομα βρέθηκε ὁ Λώτ, στὴ Βαβυλῶνα τοῦ Ναβουχοδονόσορος βρέθηκαν οἱ Τρεῖς Παῖδες, ἔτσι ὑπάρχουν πάντοτε οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. –Αὐτὰ ἦταν κάποτε, θὰ μοῦ πῇ κάποιος, «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ» ποὺ λέτε σεῖς οἱ παπᾶδες· σήμερα ὅμως ποῦ εἶνε τέτοια παραδείγματα πιστῶν ποὺ ἀντιστέκονται στὸ κακό; Ὑπάρχουν τέτοιοι ἄνθρωποι; Ὑπάρχουν καὶ σήμερα! καὶ θὰ ὑπάρχουν πάντοτε· ἀλλὰ δὲν γράφουνε τὰ ὀνόματά τους οἱ ἐφημερίδες. Ποῦ ὑπάρχουν; Σᾶς ἀναφέρω δυό – τρία τέτοια διαμάντια κρυμμένα μέσ᾽ στὴν κοπριὰ τοῦ κόσμου, καὶ τελειώνω.
� Τὸ ἕνα. Τὸ θέρος τοῦ 1972 ἔγιναν στὸ Μόναχο οἱ Ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες· ἐκεῖ ἡ χώρα μας δὲν διακρίθηκε. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ πῆγαν στὴν Ὀλυμπία ν᾽ ἀνάψουν φῶς στὸ βωμὸ τοῦ Δία κ᾽ ἔκαναν προσευχὴ σ᾽ αὐτὸν νὰ τοὺς βοηθήσῃ, ἀπὸ τότε αὐτὴ ἡ ὑπόθεσις δὲν πῆγε καλά. Καὶ ποῦ κατέληξε; Ὄχι ὅτι εἴμαστε ἐναντίον τοῦ ἀθλητισμοῦ, ὄχι· εἴμαστε ἐναντίον ἑνὸς ἀθλητισμοῦ ποὺ προσκυνάει τὰ εἴδωλα. Στὸ Μόναχο πῆγαν χιλιάδες ἀθληταί (Γιαπωνέζοι, Κινέζοι, Ἀφρικᾶνοι, Ἀβησσυνοί…, ἀπ᾽ ὅλα τὰ κράτη). Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ Χριστιανοί. Τὴν ὥρα λοιπὸν τῆς ἐνάρξεως τῶν ἀγωνισμάτων, μπροστὰ σὲ ἑκατομμύρια μάτια ποὺ παρακολουθοῦσαν, εἶδαν ὅλοι ἕναν ποὺ προτοῦ νὰ ξεκινήσῃ ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Δὲν ἦταν Ἕλληνας, ῾Ρουμᾶνος ἦταν. Μάλιστα, κύριε· ἔτσι ἔρχονται τὰ μαθήματα. ῾Ράπισμα ἦταν αὐτὸ γιὰ μᾶς.
� Στὴν Ἑλλάδα τὸ 1896, στοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες ποὺ ἔγιναν, εἴχαμε νίκη· πρῶτος ὀλυμπιονίκης μαραθωνοδρόμος ἦταν ὁ Σπῦρος Λούης (1872-1940) ἀπὸ τὸ Μαρούσι· γι᾽ αὐτὸ ἔχουν ἐκεῖ καὶ ἄγαλμά του. Τί ἦταν ὁ Λούης; Ἕνας γαλατᾶς. Ἄκουσε γιὰ τοὺς μαραθωνοδρόμους καὶ ρώτησε·
–Τί ἀγῶνα κάνουν αὐτοί;
–Νά, τρέχουν αὐτὴ τὴν ἀπόστασι καὶ ὅποιος φτάσῃ πρῶτος παίρνει μεγάλο βραβεῖο.
–Μὰ αὐτὸ μπορῶ νὰ τὸ κάνω κ᾽ ἐγώ, κι ἂς μὴν ἔχω προπονηθῆ. Πάει λοιπὸν ὁ Λούης μέσα στὴν ἐκκλησία, κάνει τὸ σταυρό του καὶ λέει·
–Παναγιά μου, βοήθα με. Συμμετέχει στὸ ἀγώνισμα καὶ τερματίζει πρῶτος! Ἀπὸ ᾽κεῖ βγῆκε ἡ ἔκφρασι «ἔγινε Λούης» γιὰ κάποιον ποὺ εἶνε γρήγορος στὰ πόδια. Βλέπετε λοιπόν; ἐνῷ ὁ ἕνας προχωρεῖ «ἔτι» καὶ «ἔτι» στὸ κακό, στὴν ἀσέβεια, στὴ βλαστήμια, στὴν ἀδικία, ὁ ἄλλος, ὁ ἁπλοϊκὸς γαλατᾶς στὴν Ἑλλάδα ἢ ὁ ἀθλητὴς στὸ Μόναχο, παρ᾽ ὅλο ὅτι μεγάλωσε σὲ ἀθεϊστικὸ καθεστώς, «ἔτι» καὶ «ἔτι» προχωροῦν στὸ ἀγαθό, στὴν πίστι, στὸ σεβασμὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ διδάσκουν ἐμᾶς.
� Θέλετε ἄλλο παράδειγμα; Πᾶμε στὴ ῾Ρωσία. Ὑπὸ ἄθεο καθεστὼς γινόταν κηδεία ἑνὸς μεγάλου προσώπου καὶ μαζεύτηκαν ὅλοι οἱ ἐπίσημοι. Κανείς τους σταυρό! Ἐκεῖ λοιπὸν ἔρχεται καὶ κάποιος ποὺ ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ τὸν εἶδαν ὅλοι. Τὸν γνώριζαν· λογοτέχνης μὲ διεθνῆ ἀναγνώρισι καὶ βραβεῖα (Νόμπελ 1970), ἀνώτερος τοῦ Ντοστογιέφσκυ, ὁ διάσημος Ἀλέξανδρος Σολζενίτσιν. Αὐτὸς τρεῖς φορὲς τὸ σταυρό του! Πάρε τὸ μάθημά σου ἐσύ, κύριε, ποὺ κάνεις τὸν ἐπιστήμονα καὶ τὸ λογοτέχνη. Ὁ ἕνας προχωρεῖ «ἔτι» καὶ «ἔτι» στὴν ἀπιστία, ὁ ἄλλος«ἔτι» καὶ «ἔτι» προχωρεῖ στὴν πίστι καὶ τὴν ὁμολογία.
� Θέλετε κι ἄλλο ἕνα; Ἂς γυρίσουμε ἐδῶ. Δὲν εἶνε πολλὰ χρόνια ποὺ συνέβη τὸ ἑξῆς στὴ Μύκονο, τὸ εὐλογημένο νησάκι τῶν Κυκλάδων μὲ τὸ ὄμορφο μοναστηράκι τῆς Παναγίας τῆς Τουρλιανῆς. Πῆγε ἐκεῖ νὰ ξεκουραστῇ ἕνας Γερμανὸς ἐπιστήμονας ποὺ θεωρεῖται ὁ ἐφευρέτης τῶν πυραύλων. Καὶ τὸ πρωὶ τῆς Κυριακή, ἐνῷ οἱ ἄλλοι ξένοι παραθερισταὶ πήγαν γιὰ μπάνιο, αὐτὸς σηκώθηκε καὶ πῆγε στὴν ἐκκλησία. Κι ὅταν βγῆκε ἔξω καὶ τὸν ῥώτησαν
–Μά, πιστεύετε; ἀπήντησε·
–Πιστεύω πιὸ βαθειὰ τώρα ἀπ᾽ ὅ,τι πρίν· βλέπω παντοῦ τὸ Θεό. Καί ποιός εἶναι αυτός ; Εἶνε ὁ Βέρνερ φὸν Μπράουν (Wernher Magnus Maximilian Freiherr von Braun). Πάρε λοιπὸν ἀπὸ αὐτὸν τὸ μάθημά σου κ᾽ ἐσύ, κ. καθηγητά, ποὺ ὁρίζεις στὰ παιδιὰ Κυριακὴ πρωὶ ἐξετάσεις, γιὰ νά ᾽χῃς τὸ ἀπόγευμα ἐλεύθερο. Θὰ μποροῦσα νὰ σᾶς ἀναφέρω κι ἄλλα παραδείγματα. Νομίζω ὅτι ἀρκοῦν αὐτά. Ἐπιβεβαιώνουν τὸ ῥητὸ «ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ῥυπαρὸς ῥυπαρευθήτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι».
● Λίγο χρόνο ἔχουμε Σᾶς προειδοποιῶ, ἀγαπητοί μου, ὅτι τὸ κακὸ δὲν θὰ σταματήσῃ· θὰ προχωρήσῃ ἀκόμη περισσότερο. Θὰ σαπίσῃ ἀκόμη περισσότερο ἡ κοινωνία, ὁλόκληρος ὁ κόσμος, καὶ ἡ πατρίδα μας ἀκόμη. Νὰ περιμένετε πράγματα φρικτά. Ἡ διαφθορὰ θὰ αὐξηθῇ. Τὸ εἴδατε; Σὲ παραλία τῆς λεβεντογέννας Κρήτης κατασκήνωσαν γυμνισταί. Καταβάλλεται φροντίδα γιὰ τὴ θάλασσα νὰ μείνῃ καθαρὴ καὶ ἀμόλυντη, ἀλλὰ τὴν ἄλλη γαλανὴ ἐλπίδα, τὴ νεότητα, ἀφήνουν νὰ τὴ βρωμίζουν ἐλεεινὰ ὑποκείμενα. Ὅταν ὅμως γυμνισταὶ ἐμφανίστηκαν μέσα στὸ Ἡράκλειο, οἱ Κρητικοὶ μαζεύτηκαν καὶ γυναῖκες – ἄντρες ἄρχισαν νὰ πετροβολοῦν τὸ μπαλκόνι τοῦ ξενοδοχείου ὅπου παρουσιάστηκαν τσίτσιδοι, ἕως ὅτου ἀναγκάστηκε ἡ ἀστυνομία καὶ τοὺς σταμάτησε.
Στὶς ἄλλες χῶρες τὰ πράγματα εἶνε πολὺ χειρότερα. Χθὲς – προχθὲς διάβασα τοῦτο τὸ ἀπίστευτο. Στὸ Λονδῖνο οἱ Ἄγγλοι βουλευταί, στὴ χώρα ποὺ κρατοῦσε ἄλλοτε τὸ Εὐαγγέλιο κ᾽ ἔκανε προσευχές, οἱ Ἄγγλοι τῆς Βίβλου, αὐτοὶ διεφθάρησαν τόσο, ὥστε ψήφισαν νόμο νὰ ἐπιτρέπεται νὰ παντρεύεται ἄντρας μὲ ἄντρα! Μόνο ἕνας διαφώνησε, ἔνδοξος στρατηγός, ὁ 85χρονος Μοντγκόμερυ· πῆρε τὰ παράσημά του, ἑκατὸ παράσημα, καὶ τὰ πέταξε. Θέλετε ἄλλο; Σάπισε ἡ Ἀμερική. Ὅλες σχεδὸν οἱ ἐφημερίδες δημοσίευσαν, ὅτι κάποιος πάστορας μὲ τ᾽ ἄμφιά του, τὸ σταυρὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, στεφανώνει ἕνα ἀντρόγυνο ποὺ ἡ νύφη ἦταν …ἄντρας! «Σημεῖα τῶν καιρῶν»! (Ματθ. 16,3).
Μοῦ ᾽ρχεται νὰ σταματήσω, νὰ κλάψω. Κάτι βλέπω. Βλέπω ἕνα μαῦρο σύννεφο ποὺ ἔρχεται ψηλὰ – ψηλὰ εἴτε ἀπὸ βορρᾶ εἴτε ἀπὸ δύσι. Πώ πω, φοβερὸ πρᾶγμα. Τί λέει τὸ χωρίο ποὺ ἐξηγοῦμε· «Ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ῥυπαρὸς ῥυπαρευθήτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι». Λέει καὶ κάτι ἄλλο· «Ὁ καιρὸς ἐγγύς ἐστιν» (Ἀπ. 22,10). Ἂς κλέβῃ αὐτός· ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα θὰ τὸν πάρῃ, θὰ τὸν ἁρπάξῃ· θὰ ἔρθῃ ἡ τσιμπίδα νὰ τὸν πιάσῃ αὐτόν.
Ἔτσι ἦταν στὰ Σόδομα· γλεντοῦσαν, διασκέδαζαν, καὶ ξαφνικὰ γέμισε ὁ οὐρανὸς ἀπὸ μαῦρα σύννεφα καὶ ἔβρεξε φωτιὰ καὶ θειάφι· λαμπάδιασε ὁ τόπος καὶ κάηκαν τὰ πάντα. Ἔτσι ἦταν καὶ στὴν ἁμαρτωλὴ Πομπηία· ἁμάρταναν, ὠργίαζαν, καὶ ξαφνικὰ ἄνοιξε τὸ βουνό, ξέρασε φωτιά, τοὺς ἔκανε κάρβουνο, καὶ βρέθηκαν ὅπως ἦταν· ὁ ἕνας τὴν ὥρα ποὺ ἔκλεβε, ὁ ἄλλος τὴν ὥρα ποὺ τσακωνόταν, ὁ τρίτος ξεγυμνωμένος τὴν ὥρα καὶ ἔκανε αἰσχρὰ πράγματα…· τά ᾽χουν κλεισμένα στὸ μουσεῖο τῆς Πομπηίας καὶ ἀπαγορεύεται ἡ εἴσοδος.
Ἔτσι θὰ συμβῇ πάλι· τὴν ὥρα ποὺ κλέβεις, ποὺ ἀτιμάζεις, ποὺ ὀργιάζεις, ποὺ βγάζεις τὰ μάτια σου, ποὺ χτυπᾷς τὴ γυναῖκα του, ἔτσι θά ᾽ρθῃ τὸ ἀπαίσιο σύννεφο· «ὁ καιρὸς ἐγγύς ἐστιν», κοντὰ εἶν᾽ ὁ καιρός. Θυμᾶμαι ἀπὸ τὰ παιδικά μου χρόνια ὅταν ἔγινε τὸ ᾽22 ἡ μεγάλη καταστροφὴ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ στὸ χωριό μου ἀπὸ τὰ διακόσα νέα παιδιὰ οὔτε τὰ εἴκοσι δὲν γύρισαν. Καὶ μαζευτήκαμε ἐμεῖς τὰ μικρὰ καὶ οἱ μανάδες καὶ κλαίγαμε. Καὶ ἄκουγες, Ποῦ εἶνε ὁ ἕνας; Ποῦ εἶνε ὁ ἄλλος; Ἕνα χρόνο ὁλόκληρο ἔκλαιγαν τὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ ἄφησαν τὰ κόκκαλά τους στὸ Σαγγάριο.
Κάπου λοιπὸν κ᾽ ἐγὼ μικρὸς ἄκουσα ἀπὸ κοντὰ νὰ ῥωτοῦν κάποιον ποὺ εἶχε πάρει μέρος στὴν ἐκστρατεία·
–Τί ἔγινε ὁ Γιῶργος.
–Δὲν μπορῶ, λέει, νὰ σᾶς πῶ.
–Μὰ τί ἔγινε τὸ καλὸ αὐτὸ παιδί; δὲν πρόλαβε νὰ φύγῃ;
–Ἄχ, λέει, ντρέπομαι νὰ σᾶς τὸ πῶ· μᾶς πῆραν φαλάγγι οἱ Τουρκαλάδες καὶ μᾶς κυνηγοῦσαν· καί, ἐνῷ οἱ δικοί μας τὸν εἶδαν καὶ τοῦ φώναζαν, «Βρὲ Γιῶργο, ἔλα», τί εἶχε κάνει αὐτός· βρῆκε μιὰ χανούμισσα, μπῆκε μέσα στὴν καλύβα καὶ ὠργίαζε μαζί της. Ἄλλοι, τὴν ὥρα ἐκείνη ποὺ μᾶς καταδίωκαν κ᾽ ἔφευγε ὁ στρατός μας πανικόβλητος, βρῆκαν εὐκαιρία νὰ κλέβουν, ν᾽ ἁρπάζουν, ν᾽ ἀτιμάζουν. Ἄλλοι σκότωναν βόδια, γιὰ νὰ τ᾽ ἀνοίξουν, νὰ πάρουν τὰ δαμάλια, νὰ βγάλουν τὰ ἐντόσθια νὰ τὰ ψήσουνε. Ἔχαναν ἔτσι χρόνο καὶ γράπ! μέσ᾽ στὶς κλεψιὲς καὶ ἀτιμίες τοὺς πιάσανε, ἐνῷ τ᾽ ἄλλα παιδιὰ φεύγανε καὶ ἦρθαν στὴν Ἑλλάδ
Αὐτὰ θυμίζουν κάτι ποὺ συνέβη στὸν ὠκεανό. Δὲν εἶνε πολὺς καιρὸς ποὺ ἕνα καράβι ναυάγησε καὶ βυθιζόταν στὰ ἄγρια κύματα. Ὁ πλοίαρχος πάνω ἀπὸ τὴ γέφυρα ἔδωσε τὸ σύνθημα· Ὅλοι στὶς βάρκες μὲ τὰ σωσίβια! Κάποιος ὅμως ἔμενε ἀτάραχος. Ὁ καπετάνιος μὲ τὸ πιστόλι στὸ χέρι ἔβαλε τάξι· κατέβηκαν πρῶτα τὰ παιδιά, μετὰ οἱ γυναῖκες, μετὰ οἱ γέροι. Ὅλοι κατέβηκαν, αὐτὸς δὲν κατέβαινε.
–Βρέ τρέξε, τὸ πλοῖο βουλιάζει, ἔλα ἔξω. Ἦταν κλέφτης· βρῆκε εὐκαιρία ν᾽ ἁρπάξῃ· πήγαινε ἀπὸ καμπίνα σὲ καμπίνα καὶ μάζευε μάζευε. Ποῦ καὶ ποῦ κοίταζε λίγο ἀπ᾽ ἔξω καὶ ὑπολόγιζε· «Ἔχω καιρό». Ξαφνικὰ ὅμως, μὲ μία ἀπότομη κλίσι τὸ πλοῖο μπλούμ! βυθίστηκε· πάει κι ὁ κλέφτης μαζί του στὸ βυθό.
Ἔτσι συμβαίνει μὲ τοὺς ἄφρονες· ἐνῷ ἡ ἀνθρωπότης ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα καταποντίζεται, αὐτοὶ στὸ λίγο χρόνο ποὺ διαθέτουν ἀσωτεύουν καὶ κραιπαλοῦν. «Ὁ καιρὸς ἐγγύς ἐστιν»! Λίγο περιθώριο ἔχουμε πλέον στὴ διάθεσί μας, ἂν μπορέσουμε νὰ τὸ ἀξιοποιήσουμε. ● «Ἕως τοῦ θανάτου ἀγώνισαι περὶ τῆς ἀληθείας» Τί πρέπει νὰ κάνουμε; νὰ σταυρώσουμε τὰ χέρια καὶ ν᾽ ἀφήσουμε τὸ κῦμα νὰ μᾶς καταπιῇ; Ὄχι!
«Ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι». Ὅσοι εἶνε γενναῖοι καὶ ὑψηλοὶ στὸ φρόνημα, ὅσοι ἔχουν συναίσθησι καὶ ντροπή, ἂς ἀντισταθοῦμε σ᾽ αὐτὸ τὸ κακό. Ὄχι ἁπλῶς νὰ κάνουμε ἐκεῖνο ποὺ κάνουμε, ἀλλὰ ἐδῶ τώρα κάτι παραπάνω! Ἐὰν σᾶς πῶ ἐγὼ αὐτὴ τὴν ὥρα, ὅπως εἶστε, νὰ βγοῦμε στὸ δρόμο, νὰ κάνουμε μιὰ διαδήλωσι γιὰ ἕνα μεγάλο καὶ ὑψηλὸ σκοπό, πόσοι θὰ ἀκολουθήσετε τὸν Αὐγουστῖνο; (ἀπαντοῦν· –Ὅλοι!)
Μὴν τὰ λέτε σ᾽ ἐμένα αὐτά, γιατὶ ξέρω· μόλις ξεκινήσουμε καὶ φτάσουμε παρακάτω καὶ παρουσιαστῇ ἡ φάλαγγα τῶν ἀστυνομικῶν, δὲν θὰ πᾶμε ἑκατὸ μέτρα παρακάτω καὶ θὰ φύγετε όλοι και θὰ μ᾽ ἀφήσετε μόνο. Εἶνε δειλοὶ καὶ ἄνανδροι οἱ χριστιανοί.
Ἐμεῖς δὲν λέμε νὰ γκρεμίσουμε τὸ καθεστώς, δὲν ἔχουμε καμμία ἀνάμειξι στὴν πολιτική. Ὄχι, κύριε. Κανείς δὲν σοῦ λέει νὰ πάρῃς στὰ χέρια σου μπόμπα καὶ δυναμίτες νὰ τινάξῃς στὸν ἀέρα ἀστυνομικὰ τμήματα· ἐγὼ σοῦ λέω νὰ κάνῃς τὴ γλῶσσα σου μπόμπα καὶ κεραυνὸ κι ἀστροπελέκι καὶ νὰ φωνάξῃς «αἶσχος». Δὲν τὸ λέτε οὔτε αὐτό. Λοιπόν, ποῦ ᾽νε ἡ χριστιανοσύνη; Γι᾽ αὐτὸ λέω, ὅτι τὸ κακὸ θὰ προχωρήσῃ ἁλματωδῶς. Δὲν μπορεῖτε νὰ φανταστῆτε.
Αυξάνει τό κακό...
Κουβέντιαζα μὲ κάποιον, ποὺ ξέρει καλὰ τὰ ἑλληνικὰ πράγματα, ξέρει καλὰ τὴν κατάστασι. Τοῦ λέω·
–Ποῦ πᾶμε ἠθικῶς; δὲν ζητῶ νὰ μάθω στρατιωτικῶς ἢ οἰκονομικῶς· ποῦ πᾶμε, θὰ γίνουμε Δανία, Σκανδιναβία;
Μοῦ λέει·
–Εσύ τί καταλαβαίνεις;
–Ἐγὼ τί καταλαβαίνω; Ξέρω καλὰ ὅτι, ἂν πάῃ γιατρὸς σὲ μιὰ πόλι τῆς Μακεδονίας σχετικῶς καλή –δὲν
λέω τὸ ὄνομά της–, ἂν πάῃ γιατρὸς καὶ ἐξετάσῃ τὰ κορίτσια τῶν τελευταίων τάξεων τοῦ γυμνασίου, 80% εἶνε κατεστραμμένα.
Μοῦ λέει·
–Εσύ τί καταλαβαίνεις;
–Ἐγὼ τί καταλαβαίνω; Ξέρω καλὰ ὅτι, ἂν πάῃ γιατρὸς σὲ μιὰ πόλι τῆς Μακεδονίας σχετικῶς καλή –δὲν
λέω τὸ ὄνομά της–, ἂν πάῃ γιατρὸς καὶ ἐξετάσῃ τὰ κορίτσια τῶν τελευταίων τάξεων τοῦ γυμνασίου, 80% εἶνε κατεστραμμένα.
Καὶ τότε αὐτός (ἔχει ἐξέχουσα θέσι καὶ ἦταν σὲ μεγάλη πόλι – δὲν τὴ λέω κι αὐτήν) μοῦ ἀπαντᾷ·
–Λάθος κάνεις. Ἐκεῖ ποὺ ἤμουν ἔκανα ἔρευνα καὶ ἔδειξε, ὅτι τὸ 98% τῶν κοριτσιῶν τῶν ἀνωτέρων τάξεων τοῦ γυμνασίου εἶνε κατεστραμμένα…
Ποῦ πᾶμε, Θεέ μου; ποῦ πᾶμε; Καὶ κάποιος ἄλλος μιλώντας στὴ βουλὴ εἶπε· Μὴ σκοτίζεστε, δὲν ὑπάρχει πιὰ παρθενία στὴν Ἑλλάδα… Ἐκεῖ πέρα φθάσαμε. «Ἐγγύς ἐστι» τὸ τέλος. Τί νὰ κάνουμε; οἱ ἰθύνοντες δὲν βοηθᾶνε, ὁ τύπος δὲν βοηθάει, οἱ σταθμοὶ δὲν βοηθᾶνε· μείναμε πιὰ μόνοι μας καὶ μᾶς κόλλησαν, ἀδέρφια μου, στὴν πλάτη μιὰ μεγάλη ταμπέλλα· «Τρελλός». Δόξα σοι ὁ Θεός, δόξα σοι ὁ Θεός! Τὸν εὐχαριστῶ τὸ Μεγαλοδύναμο γι᾽ αὐτὴν τὴν ταμπέλλα, ποὺ μοῦ κόλλησαν παπᾶδες, δεσποτάδες, θεολόγοι, ἱεροκήρυκες, κ᾽ ἔτσι ἡ ἐπίδρασί μου εἶνε πολὺ μικρὴ στὸ λαό.
Δύο ἡμέρες προτοῦ κατέβω στὴν Ἀθήνα, ἦρθαν στὸ γραφεῖο μου δύο ἄντρες, ὁ ἕνας ἀπὸ τὴ Δράμα διευθυντὴς ξενοδοχείου, ὁ ἄλλος ἀπὸ τὴν Καβάλα πράκτορας.
–Πῶς καὶ ἤρθατε ἀπὸ ᾽δῶ; ἐρωτῶ.
–Κάνουμε περιοδεία στὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ δὲν πήγαμε σὲ ἄλλη μητρόπολι· μόνο ἐδῶ.
–Γιατί ἤρθατε σ᾽ ἐμένα;
–Ἤρθαμε, λένε, νὰ δοῦμε μὲ τὰ μάτια μας πῶς εἶσαι, γιατὶ –μᾶς συγχωρεῖς– σὲ θεωροῦν τρελλό…
Σὰν ἄνθρωπος πικράθηκα. Κοίταξα τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ λέω· Δός μου ὑπομονή, Χριστέ μου, νὰ τοὺς κερδίσω αὐτοὺς ποὺ ἦρθαν ἐδῶ πέρα ἔστω κι ἀπὸ περιέργεια...
–Δὲ μοῦ λές, λέω, ἐσὺ ποὺ ἔχεις τὸ πρακτορεῖο, πόσα παιδιὰ ἔχεις;
–Εἶμαι, λέει, δέκα χρόνια παντρεμένος κ᾽ ἔχω δύο παιδιά.
–Κρίμα, λέω, κ᾽ ἔχεις ἄνεσι οἰκονομική· ἔπρεπε τώρα νά ᾽χῃς πέντε – δέκα παιδιά.
–Ἐσὺ ποὺ ἔχεις τὸ ξενοδοχεῖο, πόσα παιδιὰ ἔχεις;
–Μμ… κ᾽ ἐγὼ δύο.
–Μπράβο, τοῦ λέω. Συγκρίνετε τὴν πατρίδα μας μὲ ὅλους τοὺς γείτονες· αὐτοὶ πληθαίνουν καὶ μόνο ἐμεῖς λιγοστεύουμε. Νὰ ξέρετε ὅμως ὅτι μέσα στὰ πολλὰ παιδιὰ εἶνε ἡ εὐλογία. Οἱ γονεῖς σας πόσα παιδιὰ γέννησαν;
–Πολλά.
–Μέσ᾽ στὰ πολλὰ θὰ βγῇ καὶ ἕνα καλὸ παιδί. Εἶνε παρατηρημένο, τὰ τελευταῖα παιδιὰ εἶνε ἐξυπνότερα καὶ πιὸ προκομμένα.
–Μὰ προφήτης εἶσαι; ὁ πατέρας μου γέννησε ἑφτὰ κι ὁ τελευταῖος εἶνε καθηγητὴς Πανεπιστημίου στὴ Θεσσαλονίκη.
–Εἶδες λοιπόν; Μέσ᾽ στὰ ἑφτὰ παιδιὰ ὁ ἔνας ἀνεπρόκοπος, ὁ ἄλλος μπουνταλᾶς, ὁ ἄλλος…, καὶ τὸ τελευταῖο παιδί, νάτο τὸ λαχεῖο! Βρὲ ἐγκληματία πατέρα, τί κάνεις!…
–Ἄχ, δεσπότη μου, ἔχεις δίκιο. Θὰ πάω στὸ σπίτι καὶ τοῦ χρόνου τέτοια μέρα θά ᾽ρθω καὶ θὰ σοῦ πῶ, ὅτι ἡ γυναίκα μου γέννησε νέο παιδί.
–Ἐσὺ, ὁ ἄλλος, τί λές;
–Μμ… κ᾽ ἐγὼ θέλω, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ σοῦ πῶ, ἂν θὰ τὴν πείσω τὴ γυναῖκα μου. Αὐτὴ συνέβη μὲ τὴν ταμπέλλα ποὺ μοῦ κόλλησαν «Τὸν Καντιώτη ἀκοῦτε; αὐτὸς εἶνε τρελλός!». Μακάρι νὰ ἤμουν ἐγὼ τρελλός, καὶ νὰ ἦταν ὅλοι αὐτοὶ συνετοὶ καὶ φρόνιμοι. Τί θὰ γίνῃ τέλος πάντων; Ὑπάρχει μιὰ ἐλπίδα· ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας μας. Θὰ συνέλθῃ τὸν ἄλλο μῆνα καὶ ἂν θέλῃ ὁ Θεὸς θὰ ξανάρθω. Οἱ ἱεράρχες ἔχουμε τὴν πιὸ μεγάλη εὐθύνη. Θέλω νὰ ἐλπίζω, ὅτι ὑπάρχουν κι ἄλλοι ἀρχιερεῖς ποὺ ἔχουμε τὰ ἴδια φρονήματα καὶ αἰσθήματα, καὶ πιστεύω νὰ συμφωνήσουν νὰ ἀξιώσουμε ἀπὸ τὸ κράτος ὡρισμένα πράγματα γιὰ τὸ καλὸ ὅλων· ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, ἕξι, ἑφτά, ὀχτώ, ἐννέα, δέκα πράγματα – τά ᾽χω ἀπὸ τώρα ξεκαθαρισμένα (*).
–Λάθος κάνεις. Ἐκεῖ ποὺ ἤμουν ἔκανα ἔρευνα καὶ ἔδειξε, ὅτι τὸ 98% τῶν κοριτσιῶν τῶν ἀνωτέρων τάξεων τοῦ γυμνασίου εἶνε κατεστραμμένα…
Ποῦ πᾶμε, Θεέ μου; ποῦ πᾶμε; Καὶ κάποιος ἄλλος μιλώντας στὴ βουλὴ εἶπε· Μὴ σκοτίζεστε, δὲν ὑπάρχει πιὰ παρθενία στὴν Ἑλλάδα… Ἐκεῖ πέρα φθάσαμε. «Ἐγγύς ἐστι» τὸ τέλος. Τί νὰ κάνουμε; οἱ ἰθύνοντες δὲν βοηθᾶνε, ὁ τύπος δὲν βοηθάει, οἱ σταθμοὶ δὲν βοηθᾶνε· μείναμε πιὰ μόνοι μας καὶ μᾶς κόλλησαν, ἀδέρφια μου, στὴν πλάτη μιὰ μεγάλη ταμπέλλα· «Τρελλός». Δόξα σοι ὁ Θεός, δόξα σοι ὁ Θεός! Τὸν εὐχαριστῶ τὸ Μεγαλοδύναμο γι᾽ αὐτὴν τὴν ταμπέλλα, ποὺ μοῦ κόλλησαν παπᾶδες, δεσποτάδες, θεολόγοι, ἱεροκήρυκες, κ᾽ ἔτσι ἡ ἐπίδρασί μου εἶνε πολὺ μικρὴ στὸ λαό.
Δύο ἡμέρες προτοῦ κατέβω στὴν Ἀθήνα, ἦρθαν στὸ γραφεῖο μου δύο ἄντρες, ὁ ἕνας ἀπὸ τὴ Δράμα διευθυντὴς ξενοδοχείου, ὁ ἄλλος ἀπὸ τὴν Καβάλα πράκτορας.
–Πῶς καὶ ἤρθατε ἀπὸ ᾽δῶ; ἐρωτῶ.
–Κάνουμε περιοδεία στὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ δὲν πήγαμε σὲ ἄλλη μητρόπολι· μόνο ἐδῶ.
–Γιατί ἤρθατε σ᾽ ἐμένα;
–Ἤρθαμε, λένε, νὰ δοῦμε μὲ τὰ μάτια μας πῶς εἶσαι, γιατὶ –μᾶς συγχωρεῖς– σὲ θεωροῦν τρελλό…
Σὰν ἄνθρωπος πικράθηκα. Κοίταξα τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ λέω· Δός μου ὑπομονή, Χριστέ μου, νὰ τοὺς κερδίσω αὐτοὺς ποὺ ἦρθαν ἐδῶ πέρα ἔστω κι ἀπὸ περιέργεια...
–Δὲ μοῦ λές, λέω, ἐσὺ ποὺ ἔχεις τὸ πρακτορεῖο, πόσα παιδιὰ ἔχεις;
–Εἶμαι, λέει, δέκα χρόνια παντρεμένος κ᾽ ἔχω δύο παιδιά.
–Κρίμα, λέω, κ᾽ ἔχεις ἄνεσι οἰκονομική· ἔπρεπε τώρα νά ᾽χῃς πέντε – δέκα παιδιά.
–Ἐσὺ ποὺ ἔχεις τὸ ξενοδοχεῖο, πόσα παιδιὰ ἔχεις;
–Μμ… κ᾽ ἐγὼ δύο.
–Μπράβο, τοῦ λέω. Συγκρίνετε τὴν πατρίδα μας μὲ ὅλους τοὺς γείτονες· αὐτοὶ πληθαίνουν καὶ μόνο ἐμεῖς λιγοστεύουμε. Νὰ ξέρετε ὅμως ὅτι μέσα στὰ πολλὰ παιδιὰ εἶνε ἡ εὐλογία. Οἱ γονεῖς σας πόσα παιδιὰ γέννησαν;
–Πολλά.
–Μέσ᾽ στὰ πολλὰ θὰ βγῇ καὶ ἕνα καλὸ παιδί. Εἶνε παρατηρημένο, τὰ τελευταῖα παιδιὰ εἶνε ἐξυπνότερα καὶ πιὸ προκομμένα.
–Μὰ προφήτης εἶσαι; ὁ πατέρας μου γέννησε ἑφτὰ κι ὁ τελευταῖος εἶνε καθηγητὴς Πανεπιστημίου στὴ Θεσσαλονίκη.
–Εἶδες λοιπόν; Μέσ᾽ στὰ ἑφτὰ παιδιὰ ὁ ἔνας ἀνεπρόκοπος, ὁ ἄλλος μπουνταλᾶς, ὁ ἄλλος…, καὶ τὸ τελευταῖο παιδί, νάτο τὸ λαχεῖο! Βρὲ ἐγκληματία πατέρα, τί κάνεις!…
–Ἄχ, δεσπότη μου, ἔχεις δίκιο. Θὰ πάω στὸ σπίτι καὶ τοῦ χρόνου τέτοια μέρα θά ᾽ρθω καὶ θὰ σοῦ πῶ, ὅτι ἡ γυναίκα μου γέννησε νέο παιδί.
–Ἐσὺ, ὁ ἄλλος, τί λές;
–Μμ… κ᾽ ἐγὼ θέλω, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ σοῦ πῶ, ἂν θὰ τὴν πείσω τὴ γυναῖκα μου. Αὐτὴ συνέβη μὲ τὴν ταμπέλλα ποὺ μοῦ κόλλησαν «Τὸν Καντιώτη ἀκοῦτε; αὐτὸς εἶνε τρελλός!». Μακάρι νὰ ἤμουν ἐγὼ τρελλός, καὶ νὰ ἦταν ὅλοι αὐτοὶ συνετοὶ καὶ φρόνιμοι. Τί θὰ γίνῃ τέλος πάντων; Ὑπάρχει μιὰ ἐλπίδα· ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας μας. Θὰ συνέλθῃ τὸν ἄλλο μῆνα καὶ ἂν θέλῃ ὁ Θεὸς θὰ ξανάρθω. Οἱ ἱεράρχες ἔχουμε τὴν πιὸ μεγάλη εὐθύνη. Θέλω νὰ ἐλπίζω, ὅτι ὑπάρχουν κι ἄλλοι ἀρχιερεῖς ποὺ ἔχουμε τὰ ἴδια φρονήματα καὶ αἰσθήματα, καὶ πιστεύω νὰ συμφωνήσουν νὰ ἀξιώσουμε ἀπὸ τὸ κράτος ὡρισμένα πράγματα γιὰ τὸ καλὸ ὅλων· ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, ἕξι, ἑφτά, ὀχτώ, ἐννέα, δέκα πράγματα – τά ᾽χω ἀπὸ τώρα ξεκαθαρισμένα (*).
Νὰ παρουσιαστοῦμε μπροστὰ σ᾽ αὐτοὺς ποὺ μᾶς κυβερνοῦν καὶ νὰ ζητήσουμε νὰ πατάξουν τὸ κακό, τὸν ἐκφυλισμό, γιὰ τὸ καλὸ τῶν παιδιῶν μας, τῆς πατρίδος, τῆς κοινωνίας. Καὶ ἂν δὲν μᾶς ἀκούσουν, –σᾶς ὁμιλῶ ἐδῶ μὲ ὅλη τὴ συναίσθησι–, ἐὰν δὲν μᾶς ἀκούσουν, «τοὺς ζυγοὺς λύσατε»! Ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον· Κράτος ἑλληνικό, ἑκατὸν πενήντα χρόνια κρατᾶμε τὰ θυμιατὰ καὶ σᾶς θυμιάζουμε μὲ τὰ πολυχρόνιά σας κ.τ.λ..
Θὰ πάψῃ πιὰ τὸ θυμιατό, καὶ θὰ ἀξιώσουμε νὰ χωρίσῃ ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ κράτος· καὶ τὸ Κράτος ἂς βαδίσῃ τὸ δρόμο του, τὸ δρόμο τῶν καισάρων, τῆς Πομπηίας καὶ τῶν Σοδόμων· ἂς γίνῃ πορνεῖο, κιναιδεῖο, ὅ,τι θέλει· τὸ δρόμο τῆς διαφθορᾶς καὶ τῆς καταστροφῆς· ἂς τὸν βαδίσῃ! «Ὅσοι πιστοί», θὰ μείνουμε ἡ «ἐλευθέρα καὶ ζῶσα Ἐκκλησία»! Ἀλλὰ πιστεύω στὸ Θεό, ὅτι θὰ βοηθήσῃ τὸ ἔθνος μας.
Ἔχω πολλὲς ἐνδείξεις ὅτι, ἂν παρουσιαστοῦμε μὲ δύναμι προφήτου μπροστὰ στοὺς ἰσχυροὺς τῆς ἡμέρας, θὰ γονατίσουν. Δὲν ὑπάρχει πιὸ ἰσχυρός. Μόνος ἰσχυρὸς εἶνε ὁ Θεός. Ὅταν χτίζαμε τὴν αἴθουσα κηρυγμάτων στὴν Ἀθήνα, ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσα, μὲ πλησίασε ἕνας ὁδοκαθαριστὴς ποὺ τὸν ἤξερα ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι. Σταμάτησε τὴ σκούπα καὶ λέει·
–Κάτσε νὰ σοῦ πῶ κάτι στ᾽ αὐτί· τώρα ποὺ χτίζεις τὴν αἴθουσα, βάλε ἐκεῖ ψηλὰ ἕνα ῥητό, νὰ τὸ βλέπουν ὅλοι.
–Ποιό ῥητό;
Ἄνοιξε τὴ Γραφή του ὁ ὁδοκαθαριστὴς καὶ μοῦ ᾽γραψε τὸ ῥητό· «Ἕως τοῦ θανάτου ἀγώνισαι περὶ τῆς ἀληθείας, καὶ Κύριος ὁ Θεὸς πολεμήσει ὑπὲρ σοῦ» (Σ. Σειρ. 4,28).
Τὸν ἄκουσα καὶ τὸ ἔγραψα. Θὰ ἀγωνιστοῦμε λοιπὸν ὑπὲρ τῆς πατρίδος, ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὑπὲρ Πίστεως.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἔχω πολλὲς ἐνδείξεις ὅτι, ἂν παρουσιαστοῦμε μὲ δύναμι προφήτου μπροστὰ στοὺς ἰσχυροὺς τῆς ἡμέρας, θὰ γονατίσουν. Δὲν ὑπάρχει πιὸ ἰσχυρός. Μόνος ἰσχυρὸς εἶνε ὁ Θεός. Ὅταν χτίζαμε τὴν αἴθουσα κηρυγμάτων στὴν Ἀθήνα, ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσα, μὲ πλησίασε ἕνας ὁδοκαθαριστὴς ποὺ τὸν ἤξερα ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι. Σταμάτησε τὴ σκούπα καὶ λέει·
–Κάτσε νὰ σοῦ πῶ κάτι στ᾽ αὐτί· τώρα ποὺ χτίζεις τὴν αἴθουσα, βάλε ἐκεῖ ψηλὰ ἕνα ῥητό, νὰ τὸ βλέπουν ὅλοι.
–Ποιό ῥητό;
Ἄνοιξε τὴ Γραφή του ὁ ὁδοκαθαριστὴς καὶ μοῦ ᾽γραψε τὸ ῥητό· «Ἕως τοῦ θανάτου ἀγώνισαι περὶ τῆς ἀληθείας, καὶ Κύριος ὁ Θεὸς πολεμήσει ὑπὲρ σοῦ» (Σ. Σειρ. 4,28).
Τὸν ἄκουσα καὶ τὸ ἔγραψα. Θὰ ἀγωνιστοῦμε λοιπὸν ὑπὲρ τῆς πατρίδος, ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὑπὲρ Πίστεως.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου