Συναξάριον
Τῇ Ηʹ (8η) τοῦ αὐτοῦ μηνός Ἰουνίου, μνήμη τῆς ἀνακομιδῆς τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου (319)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, τελεῖται ἡ σύναξις τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου καὶ τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ ἐν τῷ Σωσθενείῳ.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Μαξιμίνου, ἐπισκόπου Αἴξ τῆς Γαλλίας (Κατὰ μία παράδοση πρόκειται τοῦ τυφλοῦ τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Καλλιόπης (250)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Νικάνδρου καί Μαρκιανοῦ (297 or 303)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Μάρκου
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀθρέ ἤ Ἀτρέ (5ο αἰών)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Μελανίας τῆς Πρεσβυτέρας (410)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ζωσιμᾶ τοῦ ἐν Φοινίκῃ ἀσκήσαντος (6ο αἰών)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ναυκρατίου τῆς μονῆς Στουδίου
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Παύλου τοῦ ἐν Καϊουμᾶ, τοῦ ῾Ομολογητοῦ ( 771-775)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Θεοδώρου, ἐπισκόπου Ροστώβ καί Σουζδαλίας ( 1023)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, εὕρεσις τῶν ἱερῶν λειψάνων(1501) τῶν ἁγίων Βασιλείου (1249), ἡγεμόνος Ριαζάν, καί Κωνσταντίνου(1257), ἡγεμόνος τοῦ Γιαροσλάβλ
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, σύναξις τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Γιαροσλάβλ, ἐν Ρωσίᾳ
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Θεοφάνης, ὁ μαρτυρήσας ἐν Κωνστανινουπόλει κατὰ τὸ ἔτος 1559, ὀγγίνοις (ἤτοι τζεγγελίοις) τελειοῦται.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Θεοδώρου (Κβελτέλι) τοῦ ἐκ Γεωργίας (1609)
Οσία Μελανία η Πρεσβυτέρα
Η τρισμακάριστη Μελάνη καταγόταν από την Ισπανία, ήταν δηλαδή Ρωμαία. Ήταν θυγατέρα του Μαρκελλίνου του Υπάτου και σύζυγος ενός αξιωματούχου, που δεν θυμάμαι καλά τ’ όνομά του. Αυτή, σε ηλικία είκοσι δύο ετών χήρευσε· αφού γέμισε ολόκληρη από έρωτα προς το Θεό και χωρίς να πει σε κανένα τίποτα, επειδή εμποδιζόταν στους χρόνους του Ουάλεντα, που κατείχε τότε τη βασιλική εξουσία, διόρισε κηδεμόνα του ανήλικου γιου της και αφού πήρε όλα τα κινητά πράγματά της, τα έβαλε στο πλοίο και, μαζί με τους αφοσιωμένους της υπηρέτες και άλλες γυναίκες, ταξίδεψε γρήγορα στην Αλεξάνδρεια. Και από εκεί, αφού πούλησε τα διάφορα πράγματά της μετατρέποντάς τα σε χρυσά νομίσματα, μετέβη στο όρος της Νιτρίας και συναντιόταν με τους πατέρες που περιέβαλλαν τον Παμβώ, τον Αρσίσιο, τον μέγα Σεραπίωνα, τον Παφνούτιο τον Σκητιώτη, τον Ισίδωρο τον ομολογητή, επίσκοπο της Ερμούπολης, και τον Διόσκουρο. Παρέμεινε κοντά τους για μισό χρόνο περίπου, περιφέροντας την έρημο και γνωρίζοντας όλους τους αγίους πατέρες.
Μετά από τον ερχομό της Μελάνης, ο
διοικητής της Αλεξάνδρειας, εξόρισε στην Παλαιστίνη, κοντά στη
Διοκαισάρεια, τους ασκητές Ισίδωρο, Πισίμιο, Αδέλφιο, Παφνούτιο και
Παμβώ· και, μεταξύ αυτών, και τον Αμμώνιο τον Παρώτη και δώδεκα ακόμη
επισκόπους και πρεσβυτέρους. Τους εξόριστους αυτούς τους ακολουθούσε και η Μελάνη και τους εξυπηρετούσε με τα χρήματά της.
Και καθώς μου διηγήθηκαν οι άγιοι Πισίμιος, Ισίδωρος και Παφνούτιος,
που συνάντησα, αυτή η ίδια η Μελάνη, αφού φορούσε πάνω της μια παιδική
κουκούλα, όταν βράδιαζε, τους έφερνε τα αναγκαία, επειδή οι υπηρέτες
εμποδίζονταν να εκτελέσουν αυτή την υπηρεσία. Μόλις ο διοικητής της
Παλαιστίνης αντιλήφθηκε τις περιποιήσεις της Μελάνης προς τους
εξόριστους πατέρες, επειδή θέλησε να γεμίσει το πορτοφόλι του με
χρήματα, σχεδίασε να την εκφοβίσει. Και αφού την συνέλαβαν, την έβαλε
στη φυλακή, χωρίς να γνωρίζει ότι η Μελάνη ανήκε στην τάξη των ελεύθερων
ανθρώπων.
Τότε αυτή του δηλώνει τα εξής: «Εγώ μεν
υπήρξα κόρη του τάδε, σύζυγος δε εκείνου· τώρα όμως είμαι δούλη του
Χριστού. Και μη με καταφρονήσεις εξαιτίας της ασημότητας της εμφάνισής
μου. Γιατί μπορώ, αν το θελήσω, να υψώσω το πολιτικό μου παράστημα και,
τότε, δεν θα μπορέσεις ούτε να με εκφοβίσεις ούτε και να πάρεις τίποτα
από μένα. Και σου φανέρωσα την καταγωγή μου, μόνο και μόνο για να μην
περιπέσεις, εν αγνοία σου, σε αξιόποινες πράξεις. Διότι πρέπει όταν
συναντάμε σκληρούς ανθρώπους να χρησιμοποιούμε ενίοτε και την απειλή.
Τότε ο διοικητής αφού κατάλαβε το σφάλμα του, δικαιολογήθηκε προς αυτή
με πολλά λόγια, στο τέλος δε, την προσκύνησε και την προέτρεψε να
επισκέπτεται ανεμπόδιστα τους αγίους.
Όταν ανακλήθηκαν αυτοί οι εξόριστοι πατέρες, η Μελάνη έκτισε Μοναστήρι στα Ιεροσόλυμα, όπου παρέμεινε είκοσι εφτά χρόνια, έχοντας πενήντα μοναχές για συνοδεία της. Μαζί της διέμενε και ο ευγενέστατος Ρουφίνος, από την πόλη της Ακυληίας της Ιταλίας, ο οποίος ζούσε κι αυτός με τον ίδιο τρόπο ζωής και ήταν σταθερότατος στο φρόνημα, στο τέλος δε, χειροτονήθηκε και πρεσβύτερος· μεταξύ των οσίων ανδρών δεν βρισκόταν άλλος πιο συνετός και πιο συγκαταβατικότερος από αυτόν.
Κατά τα είκοσι
εφτά λοιπόν αυτά χρόνια, φιλοξενούσαν αυτούς που προσέρχονταν για να
προσκυνήσουν τα Ιεροσόλυμα, επισκόπους, μοναχούς και μοναχές. Μάλιστα,
ίδρυσαν με δικά τους έξοδα και ξενώνες γι’ αυτούς που παρευρίσκονταν
εκεί. Επίσης, ένωσαν στην Εκκλησία και τετρακόσιους περίπου μοναχούς του
Παυλίνου που είχαν αποσχισθεί και, με την πειθώ, τους επανέφεραν στο
Σώμα της Εκκλησίας και όλους τους πνευματομάχους αιρετικούς. Μ’ αυτό τον
τρόπο πέρασαν όλη τη ζωή τους χωρίς να σκανδαλίσουν κανένα, τιμώντας με
τροφές και δώρα τους κληρικούς που προέρχονταν από διάφορους τόπους…
Ελενοπόλεως Παλλαδίου: «Λαυσαϊκή Ιστορία» (364–430)
[Επισκόπου Ελενοπόλεως Παλλαδίου:
«Λαυσαϊκή Ιστορία» (420 μ.Χ.)· Τόμ. 2ος, κεφ. 46ο (XLVI), σελ. 12–17.
Μετάφραση–Εισαγωγή–Σχόλια: Ν. Θ. Μπουγάτσου (1911–2006) και Δ. Μ.
Μπατιστάτου (1921–1991)· Αθήναι, Έκδοσις 2η (χ.χ.), Εκδόσεις «Τήνος».
Επιμέλεια … και ολική μεταφορά του στη Δημοτική: π. Δαμιανός.] https://toeilhtarion.blogspot.com/2015/12/blog-post_97.html
***
Στίχοι
Ἀρχιστράτηγε τῶν νοερῶν ταγμάτων,
δέχου, Μιχαήλ, ἡμῶν τὴν ὑμνωδίαν.
Ἡ ὡραιότητα τῶν Ἀγγέλων δὲν περιγράφεται*
«Τὶ ὀμορφιὰ ἦταν αὐτή, Θεέ μου!»
Γύρω στὸ 1960-62 εἶχα γνωρίσει στὸ Ἅγιον Ὄρος ἕναν Ἀσκητὴ ἀπὸ τὴν Καψάλα, τὸν πατέρα Θεόφιλο, ὁ ὁποῖος µεταξὺ τῶν ἄλλων µοῦ διηγήθηκε κάποια πράγµατα γύρω ἀπὸ τὴν ζωὴ ἑνὸς Ἐρηµίτου, τοῦ Γέροντος Χαραλάµπους τοῦ «κοµποσχοινᾶ», ὁ ὁποῖος τὰ τελευταῖα πέντε χρόνια τῆς ζωῆς του τὰ ἔζησε στὴν ἄγρια περιοχὴ τῆς Καψάλας. Ἐλέγετο δὲ «κοµποσχοινάς», διότι σὰν ἐργόχειρο καὶ διακόνηµά του εἶχε τὸ νὰ πλέκη κοµποσχοίνια.
* * *
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Γερµανικῆς Κατοχῆς ἦταν στὴν Ἀθήνα ὁ Γερο-Χαράλαµπος καὶ τότε γνώρισε µία γριούλα Μοναχή, ὀνόµατι Μακαρία, Μικρασιάτισσα, ποὺ καλογέρευε µόνη της σ’ ἕνα µικρὸ ἀπέριττο φτωχικὸ σπιτάκι. Ἦταν σωστὸς ἐπίγειος ἄγγελος.
« Ἀξιώθηκα µὲ τὴν εὐχή της», ἔλεγε, «νὰ δῶ καὶ ἐγὼ ὁ ἄθλιος οὐράνιους Ἀγγέλους. Αὐτὴ ἡ Γερόντισσα εἶχε µία Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Γλυκοφιλούσας, πολὺ θαυµατουργή, ποὺ τὴν εἶχε φέρει ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία. Κάποια µέρα, τότε, στὴν Κατοχή, µὲ πῆγε σὲ µία σπηλιὰ στὰ βουνὰ τῆς Πεντέλης, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, γιὰ νὰ κάνουµε τριήµερη νηστεία, ἀγρυπνία καὶ προσευχὴ γιὰ τὴν πεῖνα, τὴν γύµνια, τὰ βασανιστήρια τῆς Γκεστάπο, τοὺς τόσους σκοτωµοὺς καὶ γιὰ ὅσους ὑπέφεραν ἀπὸ τὶς πολλὲς κακουχίες. Τὴν ἡµέρα εἴχαµε ἀναµμένο ἕνα κανδηλάκι µπροστὰ στὸ Ἅγιο Εἰκόνισµα τῆς Παναγίας. Τὴ νύχτα ὅµως τὸ σβήναµε, γιὰ νὰ µὴ γίνουµε ἀντιληπτοὶ ἀπὸ τοὺς Γερµανούς.
Τὴν δεύτερη ὅµως νύχτα ἐντελῶς ξαφνικὰ ἕνα ἀστραφτερὸ οὐράνιο τόξο κύκλωσε τὴν Εἰκόνα τῆς Παναγίας. Λάµψι καὶ ἀκτινοβολία, ἄλλο πρᾶγµα…, ἔξω ἀπὸ τὸν γήϊνο κόσµο ποὺ ζοῦµε. Δὲν ἄντεξα, ἔπεσα κάτω καὶ ἄρχισα ἀµέτρητες στρωτὲς µετάνοιες…, δὲν ξέρω πόσες. Κατάκοπος ἀκούµπησα στὸν βράχο τῆς σπηλιᾶς καὶ µὲ κλειστὰ τὰ µάτια ἄρχισα νὰ λέγω συνεχῶς τὴν “Εὐχὴ”: “Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν µε”. Σὲ λίγο µὲ φωνάζει ἡ Μοναχὴ καί, ἀνοίγοντας τὰ µάτια µου, ἀντίκρυσα ἔκπληκτος ὑπερουράνιες ὑπάρξεις. Ἄγγελοι περνοῦσαν µπροστὰ ἀπὸ τὴν Εἰκόνα τῆς Παναγίας! Ἀπὸ τὴν µιὰ µεριὰ τῆς σπηλιᾶς ἔµπαιναν, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἔβγαιναν. Τὶ ὀµορφιά! Ἡ δὲ ὡραιότητα τῶν Ἀγγέλων δὲν περιγράφεται… Τὰ πρόσωπά τους ὁλόλαµπρα, ὁ χιτώνας τους φωτεινός, τὰ µαλλάκια τους ὄµορφα ριγµένα πρὸς τὰ πίσω, οἱ φτεροῦγες τους ἀνοικτές! Μόλις δὲ ἔφθαναν στὴν Εἰκόνα τῆς Παναγίας, µάζευαν τὶς φτεροῦγες τους, σταύρωναν τὰ χέρια τους καὶ προσκυνοῦσαν τὴν Θεοτόκο!
Ἔκλεισα τὰ µάτια, γιατὶ δὲν θεωροῦσα τὸν ἑαυτό µου ἄξιο καὶ ἱκανὸ νὰ βλέπω Ἀγγέλους. Ἔµοιαζαν ὅλοι τους. Ἐλάχιστα διέφεραν, ἁπλῶς καὶ µόνο γιὰ νὰ δείχνουν ὅτι εἶναι διαφορετικὰ πρόσωπα ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο, ἐνῶ ἦσαν κατὰ πάντα ἴδιοι. Δὲν σκέφθηκα νὰ παρακαλέσω ἐκείνη τὴν ὥρα τὴν Παναγία νὰ δώση εὐλογία γιὰ νὰ µοῦ ποῦν τὰ ὀνόµατά τους! Ἐκείνη τὴν ὥρα δὲν σκέπτεσαι τὸ παραµικρό. Μόνο κοιτάζεις καὶ χαίρεσαι, ἀπορεῖς, θαυµάζεις… Νοιώθεις ἀπέραντη εὐτυχία. Ὁ φόβος ἐξαφανίζεται.
Πέρασαν καὶ Ἀρχάγγελοι, οἱ ὁποῖοι ξεχώριζαν λιγάκι ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους γιατὶ εἶχαν κάτι ρίγες πάνω στὸ ἔνδυµά τους.
– Θεέ µου καὶ Κύριέ µου, ἀνεφώνησα, ὄντως
Σοῦ ὑπεραξίζει νὰ περιβάλλουν τὸν Οὐράνιο Θρόνο Σου τέτοιες ἐξαίσιες
ἀκτινοβολοῦσες οὐράνιες ὑπάρξεις! Ὡς θαυµαστὰ τὰ ἔργα Σου,
Κύριε, οὐράνια καὶ ἐπίγεια!… Τὶ ὀµορφιὰ ἦταν αὐτή, Θεέ µου! Τὶ ὀµορφιά!
Τὶ κάλλος! Τὶ θεία εὐφροσύνη ἀπὸ τὴν ἄφατη ἐκείνη ὡραιότητα τῶν
Ἀγγέλων!…».
* * *
Καὶ τότε ξαφνικά, ὁ Γερο-Χαράλαμπος ρωτήθηκε ἀπὸ τὸν πατέρα Θεόφιλο, ἂν εἶδε ποτὲ καὶ δαίµονες. «Φυσικά, ἀπάντησε. Ὅπως συµβαίνει καὶ σὲ κάθε πιστὸ Χριστιανό, ποὺ ἀγωνίζεται µὲ τὴν καρδιακὴ προσευχή, µὲ τὸ “Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν µε”, ἀλλὰ µὲ πίστι δυνατὴ καὶ µὲ ταπείνωσι. Νά, καὶ χθὲς βράδυ εἶχε ἔλθει ἕνας καὶ µ’ ἐνοχλοῦσε συνεχῶς καὶ δὲν µ’ ἄφηνε νὰ λέω τὴν “Εὐχή”, οὔτε καὶ νὰ κοιµηθῶ ἔστω καὶ δέκα λεπτά. Κάποια στιγµὴ µοῦ λέγει ὁ δαίµονας: – Μὴ λὲς αὐτὸ τὸ Ὄνοµα καὶ µὴν τραβᾶς αὐτὸ τὸ σχοινί (ἐννοοῦσε τὸ κοµποσχοίνι), καὶ ἐγὼ δὲν θὰ σὲ ξαναπειράξω. – Οὒστ ἀπό ᾿δῶ, κοπρόσκυλο, τοῦ εἶπα, ἐγὼ τὴν “Εὐχὴ” θὰ τὴν λέγω, γιατὶ προσκυνῶ καὶ πιστεύω στὴ παντοδυναµία τοῦ Ὀνόµατος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ στὸ πανάγιον Ὄνοµά Του σὲ ἐπιτιµῶ νὰ ἐξαφανισθῆς ἀµέσως ἀπὸ µπροστά µου, ἀφοῦ δὲν ἔχεις καµµιὰ ἐξουσία. Καὶ ἐξαφανίστηκε…
Ἄλλοτε πάλι µόνο µὲ τὸ “Θεοτόκε Παρθένε, χαῖρε Κεχαριτωµένη Μαρία…” οἱ δαίµονες ἐγίνοντο ἄφαντοι, ἀφήνοντας πίσω τους µία ἀπαίσια βρώµα. Τὴν δυσωδία ὅµως τῶν δαιµόνων τὴν διέλυε ἀµέσως ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος… Ἔχουν καὶ µία ἄγρια µούρη…, πολὺ ἀπαίσια!». Ὅταν ἦταν ἄρρωστος ὁ Γέροντας Χαράλαµπος ὁ «κοµποσχοινάς» καὶ δὲν µποροῦσε νὰ σηκωθῆ ἀπὸ τὶς σανίδες ποὺ ἦταν ξαπλωµένος, ἔπαιρνε τὸ µπαστούνι του καὶ λέγοντας τὴν “Εὐχὴ” τοὺς κτυποῦσε µὲ αὐτό. Συνήθως ἔλεγε: «Δὲν τοὺς χωνεύω καθόλου».
* * *
Κάποτε εἶπε στὸν πατέρα Θεόφιλο, ὁ ὁποῖος µοῦ διηγήθηκε ὅλα αὐτά, τὰ ἑξῆς: «Νὰ
λέγης τὴν “Εὐχὴ” συνεχῶς, µέρα-νύχτα καὶ πότε-πότε νὰ παρακαλῆς καὶ
τοὺς Ἀρχαγγέλους Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ, καὶ ἐκεῖνοι θὰ ἔρχωνται καὶ θὰ σὲ
σκεπάζουν µὲ τὶς φτεροῦγες τους.
Ὅµως καὶ σὺ νὰ φυλάγεσαι ὅσο µπορεῖς. Ἀνύστακτη ἡ προσοχὴ στοὺς λογισµούς σου, στὴν γλῶσσα καὶ στὶς αἰσθήσεις. Καὶ λέγοντας τὴν “Εὐχὴ” ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς σου, θὰ χορτάσης Χριστό. Καὶ
µετὰ θὰ ἔλθουν γλυκὰ τὰ χαρισµατικὰ δάκρυα καὶ θὰ πληµµυρίσης ἀπὸ
οὐράνια ἀγαλλίασι καὶ βεβαιωµένη τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας σου.
Μόνο στὴν θεία Του µακροθυµία καὶ εὐσπλαγχνία νὰ προσβλέπουµε.
“Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.
Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡµᾶς”. “Οἰκτίρµων καὶ ἐλεήµων ὁ Κύριος, οὐκ
εἰς τέλος ὀργισθήσεται οὐδὲ εἰς τὸν αἰῶνα µηνιεῖ ”. Σωστό. Ὁ Κύριος
εἶναι “οἰκτίρµων καὶ ἐλεήµων…”, ἀλλὰ ἂς προσέχουµε ὅλοι, διότι παρακάτω
λέγει: “…ἐπὶ τοὺς φοβουµένους Αὐτόν”. Εἶναι ἐλεήµων καὶ µακρόθυµος, ἀλλὰ
ὄχι σ’ αυτοὺς ποὺ ζοῦν χωρὶς φόβο Θεοῦ καὶ µακρυὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ
τὰ Μυστήριά της.
Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς ποτὲ δὲν
εἶναι µόνος του. Πάντα µαζί του εἶναι ὁ Χριστός, ἡ Παναγία καὶ ὁ Ἄγγελός
του, ἀρκεῖ νὰ λέγη τὴν “Εὐχὴ” καὶ νὰ τηρῆ τὸ θέληµα τοῦ Θεοῦ».
* * *
Ὁ
Γέρων Χαραλάµπης πρέπει νὰ ἐκοιµήθη ἐκεῖ, στὸ Ἐρηµητήριό του στὴν
Καψάλα, σὲ ἡλικία 83 µὲ 84 ἐτῶν, ἴσως καὶ λίγο παραπάνω. Ἐκεῖ στὸ
φτωχοκαλυβάκι του ἔνοιωθε καὶ ζοῦσε σὰν βασιλιάς. Δὲν εἶχε οὔτε τὴν
παραµικρὴ ἄνεσι. Ὅµως, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ πίστι του πρὸς τὸν Σωτῆρα Χριστὸ
καὶ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τὴν Παναγία µας, τὸν ἔκαµαν τὸν πιὸ
εὐτυχισµένο ἄνθρωπο πάνω στὴν γῆ καὶ βαθύπλουτο ἀπὸ τὰ πνευµατικὰ καὶ
οὐράνια χαρίσµατα, µὲ τὰ ὁποῖα τὸν εἶχε στολίσει ὁ Θεός. Ἂς ἔχουµε τὴν
εὐχή του…
(*) Πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστοπούλου, Οἱ Ἀναβαθµοὶ στὴν ἐν Χριστῷ πορεία, σελ. 120-124, Πειραιὰς 2011.
***
Ο γερό-Χαράλαμπος ο Κομποσχοινάς (1914-1998)
Ο γερό-Χαράλαμπος ο Κομποσχοινάς διηγήθηκε: «Ήταν μία γριούλα στην Μικρά Ασία με μία θαυματουργή εικόνα.
Θεράπευε Τούρκους και Χριστιανούς. Στον πόλεμο του ’22 αυτή πήρε την
εικόνα- ενώ, λοιπόν, σκότωναν οι Τούρκοι, αυτήν δεν την έβλεπαν και ήρθε
στην Αθήνα. Με το μύρο πού έβγαζε η εικόνα θεράπευσε άρρωστο».
Διηγήθηκε άλλη φορά: «Κατά τον χειμώνα του
1943 στην Αθήνα, όπου διέμενα ως λαϊκός, υπήρχε μεγάλη στέρηση των
αναγκαίων και σε συνδυασμό με τον βαρύ χειμώνα πολύς κόσμος πέθαινε.
Εκείνη την εποχή συνήθιζα να επισκέπτομαι αυτήν την πολύ ευλαβή
καλογριά, η οποία είχε στο σπίτι της την παλιά εικόνα της Παναγίας από
την Μικρά Ασία. Η εικόνα αυτή έφερε επάνω της πολλά παλαιά
τάματα, μερικά εκ των όποιων ήσαν πολύτιμα. Καθώς λοιπόν στενοχωρούμεθα
από την έλλειψη τροφών, μία ημέρα της λέω: «Βρε Μαρία, δεν πουλάς το
μάλαμα από την εικόνα να αγοράσουμε τίποτα να φάμε;»» Αυτή απάντησε: «Το μάλαμα αυτό είναι της Παναγίας και δεν μπορώ να το πειράξω. Αν ήθελε η Παναγία να μας το δώσει θα μας το έδινε». Μόλις όμως είπε αυτά τα λόγια ένα
χρυσό βραχιόλι από τα τάματα της εικόνος σηκώθηκε μόνο του από την
εικόνα και κόλλησε στο τζάμι της σαν να ήθελε να βγει έξω από το
προσκυνητάρι. Αυτό το θεώρησε πώς ήταν σημάδι από την Παναγία.
Πούλησε το βραχιόλι και αγοράσαμε τρόφιμα, με τα οποία βγάλαμε εκείνο
τον δύσκολο χειμώνα».
«Ἀπὸ τὴν Ἀσκητικὴ καὶ Ἁγιορειτικὴ παράδοση», Ἅγιον Ὄρος 2011
Ο Γέροντας Χαράλαμπος ο Κομποσχοινάς (εκ Βρυούλων Μ. Ασίας, 1914 – 18-2-1998), έγινε μοναχός στο Καλύβι της Παναγίας Καζάνσκας στην Καψάλα. Στο τέλος της ζωής του γηροκομήθηκε στην Μονή Σταυρονικήτα, από όπου και ανεχώρησε γιά τον ουρανό το 1998.
Ἀπολυτίκιον τῆς Ἑορτῆς. Τοῦ Πεντηκοσταρίου
Ἦχος δʹ.
Ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, χαροποιήσας τοὺς Μαθητάς, τῇ ἐπαγγελίᾳ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, βεβαιωθέντων αὐτῶν διὰ τῆς εὐλογίας, ὅτι σὺ εἶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου.
Ἀπολυτίκιον Ἁγίου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου.
Ἦχος δʹ. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Στρατολογίᾳ ἀληθεῖ Ἀθλοφόρε, τοῦ οὐρανίου στρατηγὸς Βασιλέως, περικαλὴς γεγένησαι Θεόδωρε· ὅπλοις γὰρ τῆς πίστεως, παρετάξω ἐμφρόνως, καὶ κατεξωλόθρευσας, τῶν δαιμόνων τὰ στίφη, καὶ νικηφόρος ὤφθης ἀθλητής· ὅθεν σε πίστει ἀεὶ μακαρίζομεν.
Ἀπολυτίκιον τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Μελάνης τῆς Πρεσβυτέρας
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοὶ Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γὰρ τὸν Σταυρὸν ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Μελάνη τὸ πνεῦμά σου .
Ἀπολυτίκιον Ταξιάρχη Μιχαήλ ἐν τῷ Σωσθενείῳ Ήχος δ’
Τῶν οὐρανίων στρατιὼν Ἀρχιστράτηγε, δυσωπούμέν σε ἀεὶ ἡμεῖς οἱ ἀνάξιοι, ἵνα ταὶς σαὶς δεήσεσι τειχίσης ἡμᾶς, σκέπη τῶν πτερύγων τῆς ἀϋλου σου δόξης, φρουρῶν ἡμᾶς προσπίπτοντας ἐκτενῶς καὶ βοῶντας, ἐκ τῶν κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς, ὡς Ταξιάρχης τῶν ἄνω δυνάμεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου