ΤΑ ΤΡΙΑ ΒΑΣΙΚΑ ΕΜΠΟΔΙΑ
Οἱ βασικὲς χριστιανικὲς ἀρετές, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου
Παύλου, εἶναι ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ ἀγάπη”. Οἱ ἁμαρτίες ποὺ εἶναι
ἀντίθετες σὲ αὐτὲς τὶς τρεῖς ἀρετές, τρόπον τινὰ οἱ ἀντίποδές τους,
εἶναι τὰ ἑξῆς τρία πάθη: ἡ ὑπερηφάνεια, τὸ ψεῦδος καὶ ἡ πορνεία.
Αὐτὰ τὰ πάθη εἶναι οἱ κυριότερες καὶ πιὸ διαδεδομένες ψυχικὲς
ἀρρώστιες τῆς ἐποχῆς μας. Δὲν πρέπει νὰ τὰ θεωροῦμε μόνο ὡς
ἀνθρώπινα ἐλαττώματα: διαμέσου αὐτῶν γίνεται δαιμονοποίηση τοῦ
κόσμου. Γι᾿ αὐτὸ ὁ σύγχρονος χριστιανὸς πρέπει νὰ διεξάγει συνεχῆ
ἐσωτερικὸ πόλεμο ἐναντίον τους, γιὰ νὰ μὴν ἐξαπατηθεῖ καὶ πλανηθεῖ
ἀπὸ τοὺς ἀοράτους ἐχθροὺς τῆς σωτηρίας μας.
Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ πρώτη καὶ βασικὴ ἁμαρτία. Αὐτὴ σάλευσε
τὸν οὐρανό, δίχασε τοὺς Ἀγγέλους, ἔριξε τὸ σύμπαν στὴν ἄβυσσο τῆς
φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, δημιούργησε στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου
μία πληγή, ἀπὸ τὴν ὁποία ρέει αἷμα καὶ πύον. Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι
ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῆς πτώσεως. Αὐτὴ εἶναι παροῦσα σὲ ὅλες
τὶς ἁμαρτίες καὶ τὰ ἐγκλήματα, ὅπως ἀκριβῶς τὸ ἁλάτι σὲ κάθε
σταγόνα τοῦ θαλασσινοῦ νεροῦ. Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ καρδιὰ
κάθε κακοῦ, εἶναι τρόπον τινὰ «ἀνθήλιος», τὸ μαῦρο ἀστέρι τοῦ
ἅδη, τὸ ὁποῖο ἐκπέμπει τὸ σκοτάδι καὶ τὴν μεταφυσικὴ ψύχρα τοῦ
θανάτου. Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ δαιμονικὴ ἐνέργεια τῆς διασπάσεως,
ὁ πυθμένας καὶ ἡ κορυφὴ τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ὁ
ὕμνος, μὲ τὸν ὁποῖο οἱ πεπτωκότες ἄγγελοι ἐξύμνησαν τὸν Ἑωσφόρο,
εἶναι ἡ μαύρη τελετουργία, στὴν ὁποία τὰ πονηρὰ πνεύματα καὶ οἱ
ἁμαρτωλοὶ στήνουν ἑνιαῖο χορό. Ἡ ὑπερηφάνεια ἔριξε τὸ ἕνα τρίτο
τῶν Ἀγγέλων ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἔσβησε τὸ τρίτο τῶν λυχνιῶν ποὺ
περικύκλωναν τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ, καὶ δημιούργησε στὰ ἔγκατα
τῆς γῆς τὸν ἅδη, τὴν χώρα τῆς λήθης, τὴν κατοικία τῶν τεράτων
καὶ τὸ βασίλειο τοῦ αἰωνίου θανάτου.
Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἀντίθετη στὴν πίστη. Ὁ πρῶτος ποὺ ἔχασε
τὴν πίστη στὸν Θεὸ ἦταν ὁ σατανάς. Ἡ πίστη δὲν εἶναι ἡ ὁρατὴ
αντίληψη τῆς πραγματικότητος, οὔτε ἡ δι' ἀξιωμάτων ἀποδοχὴ τῶν
ξωτερικῶν γεγονότων, οὔτε ἡ διανοητικὴ ἐπίγνωση ἢ οἱ εἰκασίες
ἢ οἱ ὑποθέσεις, ἀλλὰ μία ιδιαίτερη γνώση, ἡ ἄμεση ἐπαφὴ μεταξὺ
τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία πληροφορεῖ τὸν ἄνθρωπο ὄχι
μόνο γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἡ
πηγή, ἡ ζωή, τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα τοῦ κάθε εἶναι. Ὁ σατανὰς πρὶν
τὴν πτώση του ὄχι μόνο ἤξερε ὅτι ὑπάρχει ὁ Θεός, ἀλλὰ ἦταν μέσα
στὸν Θεό, καὶ ὁ Θεὸς παρέμενε σὲ αὐτόν. Ὄντας καταλαμπόμενος
ἀπὸ τὸ θεῖο φῶς, ὁ ἴδιος ὑπῆρχε ὡς τὸ ὕψιστο φωτοφόρο πνεῦμα
μεταξὺ τῶν Ἀγγέλων, ὁ ἀρχιστράτηγος τῶν οὐρανίων δυνάμεων.
Ἀλλὰ ἀφοῦ ὑπερηφανεύτηκε γιὰ τὸ μεγαλεῖο του καὶ τὴν κτιστὴ
ὡραιότητα, ὁ σατανὰς ἔχασε τὴν πίστη στὸν Θεὸ ὄχι ὡς πρὸς τὸ
ὁλοφάνερο δεδομένο, ἀλλὰ στὸν Θεὸ ὡς τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς του.
Ἐδῶ γίνεται ἡ πτώση καὶ ἡ μεταμόρφωση τοῦ σατανᾶ: παραμένοντας
στὸν μεταφυσικὸ κόσμο, ἀποδέχεται τὸν Θεὸ ὡς ἐξωτερικὴ δύναμη
καί, ἔχοντας χάσει τὴν ἐσωτερικὴ ἕνωση μὲ τὸν Θεό, δὲν πιστεύει
στὸν Θεὸ ὡς τὴν Ἀλήθεια, τὴν Ζωὴ καὶ τὴν Ἀγάπη. Ἡ ὁρατὴ
πραγματικότητα δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τὸν σατανὰ πιστό, ἐνῶ ἡ μυστικὴ
πραγματικότητα γιὰ αὐτὸν ἔχει χαθεῖ. Ἡ ὑπερηφάνεια ἔκανε τὴν
ἀπιστία τοῦ σατανᾶ αἰώνια. Ὑπὸ τὸν ὅρο «πίστη» ἐδῶ ἐννοεῖται
ὄχι ἡ παθητικὴ ἀποδοχὴ τῶν γεγονότων, ὄχι ἐκείνη ἡ πίστη γιὰ
τὴν ὁποία ὁ ἀπόστολος Ιάκωβος εἶπε: «Οἱ δαίμονες πιστεύουν,
ὅμως φρίττουν», ἀλλὰ ἡ πίστη ποὺ ἑνώνει τὸν Δημιουργὸ μὲ τὰ
δημιουργήματα καὶ ἀποτελεῖ τὴν ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν
προσέγγιση τοῦ δημιουργήματος πρὸς τὸν Δημιουργό.
Ἡ ὑπερηφάνεια μετέβαλε τοὺς Ἀγγέλους σὲ πονηρὰ πνεύματα,
ἐνῶ τὸν ἄνθρωπο τὸν ἔκανε ὅμοιο μὲ τὸν δαίμονα. Ἡ ὑπερηφάνεια
ἐπανέλαβε τὴν θεομάχο ἁμαρτία τοῦ σατανᾶ στὸν Ἀδάμ. Ἡ
ὑπερηφάνεια χώρισε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ, καὶ κατέστησε τὴν
ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος μία συνεχῆ τραγωδία, τὰ χρονικὰ τῆς
ὁποίας γράφονται μὲ αἷμα.
Ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι πιστός, ἀκόμη καὶ
ἂν ἀποδέχεται μὲ τὴν διάνοιά του τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, καὶ ὀνομάζει
τὸν ἑαυτό του χριστιανὸ καὶ ἐκπληρώνει κάποια ἐκκλησιαστικὰ
ἔθιμα. Γιὰ τὸν ὑπερήφανο ὁ σκοπὸς τῆς ὑπάρξεώς του εἶναι ὁ ἴδιος
ὁ ἑαυτός του, γι' αὐτὸ ὁ ὑπερήφανος δὲν μπορεῖ νὰ αἰσθανθεῖ καὶ
νὰ ἀποδεχθεῖ τὸν Θεὸ ὡς τὴν πηγὴ καὶ τὸ φῶς τῆς ζωῆς του. Τὸ
ὄργανο τῆς πίστεως εἶναι ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου, στὴν ὁποία κυρίως
ἐνεργεῖ τὸ πνεῦμα· ἐνῶ στὸν ὑπερήφανο τὸ πνεῦμα ἔχει κλειστεῖ
στὸν ἑαυτό του, μοιάζει μὲ τὸν νεκρὸ ποὺ κεῖται στὸν τάφο. Πολλὲς
φορές, ἐπικοινωνώντας μὲ ἕναν ὑπερήφανο ἄνθρωπο, νιώθουμε μία
μεταφυσικὴ ψύχρα, σὰν νὰ ἔχουμε ἀγγίξει τὸν γλιστερὸ κορμὸ τοῦ
φιδιοῦ.
Οἱ πρωτόπλαστοι, ποὺ τοὺς πλάνησε ὁ δαίμονας, ἔχασαν τὴν
πίστη στὸν Θεὸ ὡς τὴν Ἀγάπη καὶ τὸ Ἀγαθό. Γιὰ τὸν Ἀδὰμ ὁ
Θεὸς ἔγινε ἀντίπαλος, ἐνῶ ὁ σατανὰς ἔγινε φίλος. Ἡ ὑπερηφάνεια
ἀνάγκασε τὴν πρωτόπλαστη δυάδα νὰ παραβιάσει τὴν ἐντολὴ περὶ
τοῦ ἀπαγορευμένου καρποῦ, νὰ διασπάσει τὴν ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ
καὶ νὰ ρίξει τὴν ἀδύναμη πρόκληση στὸν οὐρανό.
Ἡ ὑπερηφάνεια, πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅλα τὰ πάθη καὶ τὶς αἰτίες, γεννᾶ
τὴν ἀπιστία. Ὁ ὑπερήφανος κλείστηκε στὸν ἑαυτό του, δὲν αἰσθάνεται
τὸν Θεὸ στὴν καρδία του, καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ Θεὸς παύει νὰ ὑπάρχει γιὰ
αὐτόν. Ὁ ὑπερήφανος δὲν ἔχει τὸν Θεό, ἀλλὰ τὸ εἴδωλο ποὺ εἶναι
ὁ ἑαυτός του. Ἔχει ἀποδώσει ἀνύπαρκτα, ὑπερτέλεια προσόντα σὲ
αὐτὸ τὸ εἴδωλο καὶ τὸ λατρεύει μὲ θρησκευτικὸ ἐνθουσιασμό. Γι'
αὐτὸ πολλοὶ ἄπιστοι, ἀκόμα καὶ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου, στὰ πρόθυρα
τῆς αἰωνιότητος, δὲν ἤθελαν νὰ χωριστοῦν ἀπὸ αὐτὸ τὸ εἴδωλο τὸ
φτιαγμένο ἀπὸ χῶμα.
Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ ἰδιότητα τῶν δαιμόνων, ἀλλὰ ἡ
προσωποποίησή της εἶναι ὁ Ἑωσφόρος, ὁ δεσπότης τοῦ ἅδη, ο
τρομερὸς δυνάστης τῶν δαιμόνων, τὸ πνεῦμα τοῦ ζόφου καὶ τοῦ
θανάτου, ποὺ λαμβάνει τὴν μορφὴ τοῦ ἀγγέλου φωτός, ὁ βασιλεὺς
καὶ ὁ δεσμώτης τοῦ ὑπογείου βασιλείου, ὁ ψευδοδημιουργός, αὐτὸς
τοὺ μετέβαλε τοὺς ἀγγέλους σὲ δαίμονες καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους
έκανε θεομάχους. Αὐτὸς εἶναι ἡ ἐνσάρκωση τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ
μίσους πρὸς τὸν Θεό, καὶ ἂν μποροῦσε, μὲ τὴν φλόγα τοῦ μίσους
του ϑὰ κατέκαιγε τοὺς οὐρανούς. Ὁ διακαὴς πόθος του εἶναι νὰ
ἐκδιώξει ἀπὸ τὶς καρδίες τῶν ἀνθρώπων τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ
καταστρέψει στὴν γῆ τὰ πάντα, ὅσα θυμίζουν στοὺς ἀνθρώπους τὸν
οὐρανό. Αὐτὸς ἔγραψε στὸ μέτωπό του: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ ὕψιστος θεός.
Ἐγὼ εἶμαι ὁ θεὸς τῶν θεῶν», καὶ στοὺς πρωτοπλάστους ἐνέβαλε
τὸν λογισμό, ὅτι εἶναι ἐπίγειοι θεοί, ἐνῶ ὁ ἐπουράνιος Θεὸς εἶναι ὁ
ἐχθρός τους, ποὺ τοὺς στέρησε τὴν ἐλευθερία. Ἑωσφόρος σημαίνει
«φωτοφόρος». Τὸ φῶς του ἀνάβει στὴν ἀνταύγεια τῶν ἐπαναστάσεων
καὶ τῶν ἐξεγέρσεων, καθρεφτίζεται στὴν φλόγα τῶν καμμένων ναῶν
καὶ μονῶν. Ὁ σατανὰς ἑτοιμάζει τὴν μὲν γῆ γιὰ τὴν παγκόσμια
ἑκατόμβη, τὴν δὲ ἀνθρωπότητα γιὰ τὴν ἔσχατη μάχη μὲ τὸν οὐρανό.
Πῶς ἔπεσε ὁ σατανάς, πῶς ὁ νοῦς του γέμισε ὑπερηφάνους λογισμοὺς
περὶ τῆς ἰσότητος μὲ τὸν Θεό – παραμένει μυστήριο.
Ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος εἶναι ἡ σκιὰ τοῦ Ἑωσφόρου, εἶναι
καταδικασμένος σὲ ἐσωτερικὴ μοναξιὰ στὴν ζωὴ αὐτὴν καὶ σὲ αἰώνια
μοναξιὰ μετὰ τὸν θάνατο. Ὁ ὑπερήφανος εἶναι ξένος πρὸς τὸν Θεό,
ὁ δὲ Θεὸς εἶναι μισητὸς γιὰ αὐτόν. Ἡ ὑπερηφάνεια μοιάζει μὲ τὸ
σκοτάδι ποὺ περιτύλιξε τὸν Γολγοθᾶ τὴν ἡμέρα τῆς θεοκτονίας. Αὐτὴ
ἡ θεοκτονία ἐπιτελεῖται μυστικὰ στὴν καρδία τοῦ ὑπερηφάνου. Σὲ
αὐτὸ ἔγκειται ἡ μεταφυσικὴ ἄβυσσος τῆς ὑπερηφανείας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου